Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

Περιβαλλοντική Δημοκρατία, Ενεργειακές Κοινότητες και αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και της ενεργειακής πενίας

 

 on 19/06/2024

Παναγιώτης Γαλάνης,
Δικηγόρος, Διδάκτωρ και Μεταδιδάκτωρ Νομικής ΕΚΠΑ,
Διδάσκων Νομικής ΕΚΠΑ
info@pgalanislaw.gr , www.pgalanislaw.gr


Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στις «Ενεργειακές Κοινότητες» (ΕΚΟΙΝ) ως σύλληψη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, την ενεργειακή μετάβαση και την ενεργειακή πενία. Για τον λόγο αυτό, φέρει διεπιστημονικό χαρακτήρα, αφού εξετάζει τις ΕΚΟΙΝ από τη σκοπιά της ευρωπαϊκής πρακτικής, του οικονομικού προσανατολισμού, αλλά και του Ν. 4513/2018 και ταυτόχρονα συνιστά μία συμβολή στην επιστημονική επεξήγηση των όρων «ενεργειακή δημοκρατία» και «περιβαλλοντική δημοκρατία».

Α) Εισαγωγή

Η τάση επιδείνωσης των κλιματικών συνθηκών και η αδυναμία επίτευξης των στόχων για περιορισμό της υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω από τον 1,5 βαθμό, βρίσκει συνεχή επιβεβαίωση σε πρόσφατες επιστημονικές μελέτες. Στις 30 Ιανουαρίου, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών των ΗΠΑ δημοσίευσε μια μελέτη που προτείνει ότι ο στόχος/όριο 1,5ºC θα ξεπεραστεί στις αρχές της δεκαετίας του 2030, (είκοσι χρόνια νωρίτερα), ενώ μέχρι το 2050 η θέρμανση θα έχει ξεπεράσει τους 2 βαθμούς[1].

Είναι σημαντικό οι σύγχρονες πόλεις να είναι αυτοσυντηρούμενες και ενεργειακά αποδοτικές, ενώ τα νοικοκυριά θα πρέπει να αντιμετωπίζονται δίκαια και ισότιμα. Για το λόγο αυτό προωθείται η βιώσιμη ανάπτυξη ως μέτρο για την επίτευξη όλων των παραπάνω. Η αειφόρος ανάπτυξη σύμφωνα με τον Gro Harlem Brundtland είναι «η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της παρούσας γενιάς χωρίς να θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες».

Για να επιτευχθεί η βιώσιμη ανάπτυξη θα πρέπει να αλλάξει η σημερινή κατάσταση και η σύγχρονη κοινότητα να οδηγηθεί στην υιοθέτηση και ανάπτυξη έξυπνων πόλεων. Με τον όρο έξυπνη πόλη, εννοούμε τη μεταμόρφωσή της ώστε να είναι πιο ανθεκτική στις νέες προκλήσεις και να προσφέρει καλύτερη ποιότητα ζωής στους πολίτες της.

Νέος θεσμός προς αυτή την κατεύθυνση είναι η δημιουργία των Ενεργειακών Κοινοτήτων (ΕΚΟΙΝ). Οι ΕΚΟΙΝ μέσα από τη δράση τους επιτυγχάνει την ενίσχυση της συμμετοχής των πολιτών, την προώθηση ενός μοντέλου αποκεντρωμένης παραγωγής ενέργειας και κατ’ επέκταση τον εκδημοκρατισμό του ενεργειακού συστήματος. Η ΕΚΟΙΝ ως σύλληψη βρίσκεται ακόμα στο αρχικό της στάδιο, αλλά σταδιακώς καθιερώνεται στην παγκόσμια κοινότητα και σταδιακά κερδίζει μεγάλο μερίδιο αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι δεν αποτελεί εφήμερο μέτρο, αλλά ουσιαστική λύση στα κρίσιμα ενεργειακά ζητήματα[2].

Οι περισσότερες χώρες έχουν κατανοήσει τον καθοριστικό ρόλο που θα έχουν οι ΕΚΟΙΝ στο εγγύς μέλλον και για τον λόγο αυτό επικεντρώνονται προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι βέβαιο ότι ο ανθρώπινος παράγοντας είναι καθοριστικός για την ενίσχυση και ανάδειξη των ΕΚΟΙΝ. Οι ΕΚΟΙΝ δημιουργούνται, λειτουργούν και εξυπηρετούν τις ενεργειακές ανάγκες του πολίτη και της κοινότητας στην οποία ζει ο πολίτης. Η κοινωνική αποδοχή είναι εξαιρετικά κρίσιμη για την επιτυχία της ενεργειακής μετάβασης. Για το λόγο αυτό ο πολίτης θα πρέπει να μεριμνήσει για την προώθηση του θεσμού των ΕΚΟΙΝ και άρα της πράσινης ενέργειας[3].

Η νέα εκτίμηση προέρχεται από την ανάλυση πρόσφατων παρατηρήσεων θερμοκρασίας από όλο τον κόσμο χρησιμοποιώντας τεχνητή νοημοσύνη (AI) για την πρόβλεψη της κλιματικής αλλαγής. Ήδη, η θέρμανση έχει ξεπεράσει, κατά μέσο όρο, το 1,1c σε σύγκριση με την εποχή της προβιομηχανικής επανάστασης (1800), συμβάλλοντας αποφασιστικά στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και του κλίματος. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος επιδεινώνεται από την ενεργειακή κρίση, δημιουργώντας ένα μείγμα προβλημάτων που διευρύνουν τις ανισότητες μεταξύ των κρατών και εντός των κοινωνιών[4].

Η επανάληψη της χρήσης ορυκτών καυσίμων (π.χ. δίκαια κατανεμημένη, βιώσιμη και ασφαλής πηγή ενέργειας. Είναι πλέον κοινή γνώση ότι η κλιματική ουδετερότητα δεν είναι δυνατή χωρίς τη συμμετοχή της κοινωνίας και των πολιτών, τόσο για τη διασφάλιση προσβάσιμης καθαρής ενέργειας όσο και για τη διαχείρισή της.

Ο καταναλωτής ενέργειας εξελίσσεται σε υπεύθυνο αυτοπαραγωγό (από καταναλωτή σε αγοραστή), είτε σε ατομικό είτε σε ομαδικό επίπεδο, αναπτύσσοντας και συμβάλλοντας σε συλλογικές πρωτοβουλίες για τη διασφάλιση της πρόσβασης στο βασικό αγαθό της ενέργειας. Στην πορεία, ασχολείται με τις διαδικασίες συμμετοχής σε συλλογικότητες (ενεργειακές κοινότητες), αναβιώνοντας τις δημοκρατικές πρακτικές λήψης και ελέγχου των δημόσιων αποφάσεων, τις οποίες φρόντισε να υποστεί ο κυρίαρχος νεοφιλελευθερισμός.

Οι ενεργειακές κοινότητες σταματούν τη ροή αδικαιολόγητων πλεονασματικών κερδών μεγάλων «εθνικών» παραγωγών και ενδιάμεσων παρόχων, αποκαθιστώντας εν μέρει τη σοβαρά τραυματισμένη καταναλωτική ισορροπία, ενώ βοηθούν στην κάλυψη των αναγκών των ευάλωτων ομάδων, τις οποίες η οικονομική κρίση έχει καταδικάσει σε ενεργειακή φτώχεια.

  1. Στην πρώτη κατηγορία (net metering) η παραγόμενη ενέργεια συμψηφίζεται με την ενέργεια που καταναλώνεται στις εγκαταστάσεις του αυτοπαραγωγού. Ο ενεργειακός σταθμός (συνήθως φωτοβολταϊκός) εγκαθίσταται στον ίδιο ή παρακείμενο χώρο με την εγκατάσταση κατανάλωσης και συνδέεται με το δίκτυο μέσω της ίδιας παροχής. Το μέλος της κοινότητας αποκτά ενεργειακή ανεξαρτησία και δεν επηρεάζεται από πιθανές αυξήσεις τιμών ή ρήτρες προσαρμογής. Η ποσότητα της ενέργειας αντιστάθμισης είναι η διαφορά μεταξύ αυτού που χρησιμοποιείται και αυτού που χύνεται στο δίκτυο.
  2. Στη δεύτερη κατηγορία (virtual net-metering) ο σταθμός παραγωγής βρίσκεται σε διαφορετική γεωγραφική περιοχή (εκτός περιοχής) από τις εγκαταστάσεις κατανάλωσης. Η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει τον συμψηφισμό μόνο για συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών (π.χ. αγρότες αυτοπαραγωγούς) ή νομικά πρόσωπα δημοσίου/ιδιωτικού δικαίου δημοσίου συμφέροντος (ΟΤΑ, Δήμους, σχολικά συγκροτήματα κ.λπ.). Η επέκταση των όρων ένταξης στο σύστημα (virtual net metering) σε κάθε ενδιαφερόμενο είναι πάγιο αίτημα, το οποίο αναμένεται να αντιμετωπιστεί με την επικείμενη αναθεώρηση του σχετικού νόμου[5].

Η ενεργειακή μετάβαση περνά αναγκαστικά μέσα από την ηλεκτροδότηση, μέσω ΑΠΕ, όλο και περισσότερων ζωνών κατανάλωσης (οικιστική, συγκοινωνιακή, βιομηχανική και αγροτική παραγωγή κ.λπ.).

Μια πρόσφατη μελέτη από το Πανεπιστήμιο του Stanford δείχνει ότι, με τις σημερινές διαθέσιμες τεχνολογίες, οι ΑΠΕ και η αποθήκευση μπορούν να καλύψουν το 100% των ενεργειακών αναγκών, χωρίς να «εφευρίσκουν» νέες αμφιλεγόμενες τεχνολογίες. Η υιοθέτηση της μελέτης (ηλεκτροδότηση κάθε δραστηριότητας) θα έχει ως αποτέλεσμα, παγκοσμίως, μείωση -56% των ενεργειακών απωλειών λόγω της εκλυόμενης θερμότητας των ορυκτών καυσίμων, τη δραστική μείωση των αερίων του θερμοκηπίου (CO2, CH4 κ.λπ.), ενώ 28,4 εκατομμύρια μόνιμες θέσεις εργασίας, σε σύγκριση με εκείνες που χάθηκαν και θα απαιτήσουν μόνο +0,36% περισσότερη έκταση (φωτοβολταϊκά)[6].

Στην Ελλάδα, το μερίδιο των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας το 2022 ήταν 58% (12,6 GW επί συνόλου 21,6 GW) και η συμβολή των ενεργειακών κοινοτήτων μόλις 3,6% (0,87 GW). Η επικείμενη αναθεώρηση του ΕΣΕΚ δεν θα πρέπει να περιοριστεί στον στόχο της συνεισφοράς ΑΠΕ 83% στην ηλεκτροπαραγωγή, αλλά θα πρέπει να ανέλθει τουλάχιστον στο 87% με τις ενεργειακές κοινότητες να αποκτούν δεκαπλάσιο μερίδιο από το σημερινό. Η κυβερνητική προώθηση του φυσικού αερίου (που αναμένεται να αυξηθεί κατά 40% έως το 2030) κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Χαρακτηριστικό είναι η εξάρτηση του ενεργειακού μείγματος της χώρας από τα πετρελαιοειδή και τα στερεά καύσιμα. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με υψηλό βαθμό ενεργειακής εξάρτησης από το πετρέλαιο σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μάλιστα, η εξάρτηση από τα πετρελαϊκά προϊόντα είναι τόσο μεγάλη, αφού η συμβολή τους στην ακαθάριστη εγχώρια κατανάλωση ενέργειας ξεπερνά το 50%. Το θετικό βέβαια είναι ότι τη δεκαετία 2006-2016 η Ελλάδα παρουσιάζει πτωτική τάση στην εξάρτησή της από ρυπογόνα καύσιμα και αρχίζει να χρησιμοποιεί άλλες μορφές ενέργειας, όπως το φυσικό αέριο ή ακόμα και να στρέφεται προς τις ΑΠΕ. Η συμβολή των ΑΠΕ στην κάλυψη του ενεργειακού μείγματος της χώρας την τελευταία δεκαετία είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς η αύξηση ξεπερνά το 400%.

Επίσης, όλες οι ενεργειακές της ανάγκες καλύπτονται από εισαγωγές, άρα δεν είναι ενεργειακά ανεξάρτητη χώρα. Η μόνη πηγή ορυκτών καυσίμων που διαθέτει η χώρα είναι ο λιγνίτης. Ο λιγνίτης προσέφερε φθηνή ενέργεια και υπηρέτησε την οικονομική ανάπτυξη της χώρας για πολλά χρόνια. Η Ελλάδα είναι η 7η χώρα στον κόσμο και 3η στην Ευρωπαϊκή Ένωση στην εξόρυξη λιγνίτη. Ενώ, για να καλύψει τις ενεργειακές της ανάγκες, εισάγει 100% φυσικό αέριο και 98% πετρέλαιο. Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2014 η ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας ήταν στο 62,1% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ. που ήταν στο 53,2%[7].

Για το λόγο αυτό δημιουργήθηκε ένα νέο εργαλείο, οι Ενεργειακές Κοινότητες. Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται ο θεσμός των Ενεργειακών Κοινοτήτων. Με την ανάπτυξη και την προώθηση του θεσμού των ενεργειακών κοινοτήτων, η χώρα μας μπορεί να εφαρμόσει μια αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη ενεργειακή πολιτική. Η Ελλάδα έχει σήμερα την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί τον αναξιοποίητο ενεργειακό πόρο της χώρας, τον ήλιο.

Η ΕΚΟΙΝ ως δυνατότητα ευνοεί τη δημιουργία μικρών μονάδων ΑΠΕ σε συνεταιριστική βάση. Με έντονο το στοιχείο της εντοπιότητας, ιδιαίτερα σε νησιωτικές και απομακρυσμένες περιοχές, που θα έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν ενεργειακή αυτονομία. Στο σημείο αυτό να αναφέρουμε ότι το κόστος ενεργειακής κάλυψης απομακρυσμένων και ιδιαίτερα νησιωτικών περιοχών είναι αρκετά υψηλό και αποτελεί ένα χρόνιο πρόβλημα που δεν έχει επιλυθεί ακόμη και σήμερα. Η υιοθέτηση του θεσμού της ΕΚΟΙΝ, ιδιαίτερα σε αυτούς τους τομείς, κρίνεται απαραίτητη, προκειμένου να λυθεί αυτό το χρόνιο πρόβλημα και να υπάρξει ενεργειακή αυτάρκεια στους συγκεκριμένους τομείς.

Ένα σημαντικό όφελος από την εφαρμογή των ΕΚΟΙΝ είναι ότι τα νοικοκυριά θα αποκτήσουν ενεργειακή ανεξαρτησία. Σήμερα, ιδιαίτερα το σύνολο των ευάλωτων νοικοκυριών βασίζεται στην κρατική πρόνοια, η οποία εξαντλείται σε διάφορα επιδόματα όπως το Κοινωνικό Οικιακό Τιμολόγιο (SHT) και το Επίδομα Θέρμανσης. Θα μπορέσουμε όμως με άλλα ουσιαστικότερα μέτρα να αντιμετωπίσουμε το χρόνιο πρόβλημα της ενεργειακής ένδειας, όπως με την ενίσχυση των ΕΚΟΙΝ, που αποτελούν ουσιαστική λύση στο συγκεκριμένο μόνιμο πρόβλημα. Τα ευάλωτα νοικοκυριά δεν θα βασίζονται πλέον στον τρέχοντα ΚΟΤ μέσω των παρεχόμενων Υπηρεσιών Κοινοτικών Παροχών. Τα νοικοκυριά θα είναι παραγωγοί της δικής τους ενέργειας και θα μπορούν να ξεφύγουν από τη λογική των «δέσμιων» επιδομάτων.

Η δημιουργία της ΕΚΟΙΝ είναι μια καλή ευκαιρία για τα ευάλωτα νοικοκυριά να συμμετέχουν τα ίδια στην κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Ως αποτέλεσμα, έχουν ενισχυμένο ρόλο στην ενεργειακή μετάβαση και στη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων. Η κυβέρνηση μπορεί να βοηθήσει όλα τα ευάλωτα νοικοκυριά να μετατραπούν σταδιακά σε μικροπαραγωγούς της δικής τους ηλιακής ενέργειας. Επίσης, η κυβέρνηση θα μπορούσε να στηρίξει τα ίδια τα νοικοκυριά υιοθετώντας περιβαλλοντικές πολιτικές όπως η παρέμβαση στα σπίτια τους, ώστε να εξοικονομήσουν ενέργεια, με αυτόν τον τρόπο τα νοικοκυριά να κερδίζουν χρήματα και ταυτόχρονα να προστατεύουν το περιβάλλον με αυτή τη δράση. Παράλληλα, το κράτος μπορεί να κάνει διαφορετική χρήση των εσόδων από τον ετήσιο ΚΟΤ ή και να τα μειώσει, ώστε να μην επιβαρύνει τους φορολογούμενους. Ως αποτέλεσμα, η ενεργειακή μετάβαση στον ελληνικό χώρο μπορεί να επιτευχθεί με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και ενεργειακής δημοκρατίας[8].

Οι ΕΚΟΙΝ σύμφωνα με τον Ν. 4513/2018 διαθέτουν μία νέα δυνατότητα, αυτή του εικονικού συμψηφισμού. Αυτή η δυνατότητα παρέχει ένα σημαντικό πλεονέκτημα, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από ευάλωτα νοικοκυριά για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. Τα συγκεκριμένα νοικοκυριά δεν διαθέτουν κατάλληλους χώρους για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων, καθώς η πλειοψηφία τους κατοικεί σε πολυκατοικίες, ενώ σημαντικό είναι και το μικρό κόστος υλοποίησης, λόγω των οικονομιών κλίμακας που δημιουργούνται λόγω των μεγάλων φωτοβολταϊκών πάρκων[9].

Οι ΕΚΟΙΝ αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα της πρακτικής εφαρμογής μιας Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (SEC-ΚΑΛΟ). Με τον όρο ΚΑΛΟ εννοούμε μια συλλογική πρωτοβουλία, που σκοπό έχει να καλύψει τις ανάγκες των μελών της και όχι να αποφέρει κέρδος. Είναι ένα νέο μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής, της διανομής και της κατανάλωσης, που έχει ως κεντρικό άξονα την κοινωνική πρόνοια και ανάπτυξη. Η λειτουργία τους βασίζεται σε δημοκρατικές αρχές και κυρίως στην κοινωνική δικαιοσύνη.  Η συμβολή της ΕΚΟΙΝ στην προβολή και ανάδειξη των ΑΠΕ θεωρείται εξαιρετικά σημαντική. Υπολογίζεται ότι έως το 2030, περισσότερα από 500 MW θα καλύπτουν τις ενεργειακές ανάγκες της χώρας από την αξιοποίηση του εργαλείου ΕΚΟΙΝ[10].

Β) Η συμβολή των ΕΚΟΙΝ στην περιβαλλοντική και ενεργειακή δημοκρατία

Η περιβαλλοντική δημοκρατία βασίζεται στην ιδέα ότι οι αποφάσεις για τη γη και τους φυσικούς πόρους αντιμετωπίζουν επαρκώς και δίκαια τα συμφέροντα των πολιτών. Αντί να θέτει ένα πρότυπο για το τι καθορίζει ένα καλό αποτέλεσμα, η περιβαλλοντική δημοκρατία θέτει ένα πρότυπο για το πώς πρέπει να λαμβάνονται οι αποφάσεις. Το CIEL εργάζεται για να διασφαλίσει ότι οι κοινότητες έχουν το δικαίωμα και την ικανότητα να επηρεάζουν τις αποφάσεις για το μέλλον τους[11].

Στον πυρήνα της, η περιβαλλοντική δημοκρατία περιλαμβάνει τρία αμοιβαία ενισχυόμενα δικαιώματα που, ενώ είναι ανεξάρτητα σημαντικά, λειτουργούν καλύτερα σε συνδυασμό: την ικανότητα των ανθρώπων να έχουν ελεύθερη πρόσβαση σε πληροφορίες για την ποιότητα και τα προβλήματα του περιβάλλοντος, να συμμετέχουν ουσιαστικά στη λήψη αποφάσεων και να επιδιώκουν την επιβολή της περιβαλλοντικής προστασίας. νόμους ή αποζημίωση για ζημίες[12].

Πολύ συχνά, το κοινό δεν εμπλέκεται ουσιαστικά σε αποφάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την υγεία, τα μέσα διαβίωσης και τον πολιτισμό του. Αυτά τα τρία βασικά στοιχεία – πρόσβαση σε πληροφορίες, συμμετοχή και δικαιοσύνη – γνωστά και ως «δικαιώματα πρόσβασης» αντικατοπτρίζονται στην Αρχή 10 της Διακήρυξης του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη. Βρίσκονται στο επίκεντρο της περιβαλλοντικής δημοκρατίας, ενσωματώνοντας τις διαδικαστικές διαστάσεις του δικαιώματος σε ένα υγιές περιβάλλον.

Τα οφέλη από τη λειτουργία των Ενεργειακών Κοινοτήτων είναι πολλά και σημαντικά, τα κύρια οφέλη είναι:

  • Η ενεργειακή μετάβαση με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης: Η συμμετοχή των πολιτών στην ενεργειακή μετάβαση προς την πράσινη ενέργεια είναι καθοριστικής σημασίας, καθώς κάθε πολίτης έχει εξίσου σημαντικό ρόλο στην παραγωγική ανασυγκρότηση του ενεργειακού τομέα. Ο εκδημοκρατισμός είναι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας, αφού όλοι θα κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση και κυρίως με τη φροντίδα όλων των ευάλωτων νοικοκυριών[13].
  • Η καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας: Τα νοικοκυριά είναι πλέον αυτοπαραγωγικά χωρίς να χρειάζονται την υποστήριξη του κοινωνικού τιμολογίου. Με αυτόν τον τρόπο τα ευάλωτα νοικοκυριά ξεφεύγουν από το καθεστώς στήριξης και με μία μόνο παρέμβαση αποκτούν την ενεργειακή τους αυτάρκεια. Επίσης, το κράτος μπορεί να χρησιμοποιήσει τα χρήματα των φορολογουμένων για νέες δράσεις. Η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας είναι το κύριο μέλημα των ΕΚΟΙΝ[14]. Για το λόγο αυτό, υπήρξε και η κατάλληλη μέριμνα με τη νομοθεσία στον Ν. 4513/2018 του εικονικού ενεργειακού συμψηφισμού, ώστε να βοηθηθούν τα ευάλωτα νοικοκυριά και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά το πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας. Το εικονικό net metering επιτρέπει στο δίκτυο να υποστηρίζει ευάλωτα νοικοκυριά.
  • Αντιμετώπιση οφειλών της ΔΕΗ: Με τη συγκεκριμένη εφαρμογή η ΔΕΗ μπορεί να εισπράξει τα χρέη των νοικοκυριών, αφού θα την αποπληρώσουν με δωρεάν ηλιακή ενέργεια. Επίσης, η ΔΕΗ έχει μια νέα επενδυτική ευκαιρία, αφού θα μπορέσει να εκμεταλλευτεί τις πλούσιες δυνατότητες της χώρας και να κινηθεί προς τις ΑΠΕ. Ταυτόχρονα θα απομακρυνθεί από την αλόγιστη χρήση ορυκτών καυσίμων των προηγούμενων ετών.
  • Η ενίσχυση της εγχώριας οικονομίας και όχι των εισαγόμενων ορυκτών καυσίμων: Η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα στη χρήση των ΑΠΕ λόγω της γεωγραφικής της θέσης (ήλιος, άνεμος κ.λπ.). Επίσης, θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας.
  • Αποτελεσματική πολιτική για το κλίμα: Οι Ενεργειακές Κοινότητες βοηθούν δραστικά στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής καθώς περνάμε από τη χρήση ορυκτών καυσίμων στη χρήση καθαρής – πράσινης – ενέργειας. Επίσης, ο πολίτης αποκτά ενεργό ρόλο, αφού έχει το ρόλο του μικροπαραγωγού.

Γ) Περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση και Natura 2000

Η κοινωνική αποδοχή είναι μια πρόκληση την οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν σε παγκόσμιο επίπεδο οι κυβερνήσεις. Η ανάπτυξη του θεσμικού οργάνου των ΕΚΟΙΝ καλείται να αντιμετωπίσει την πρόκληση της κοινωνικής αποδοχής δίνοντας στον πολίτη τον κύριο και καθοριστικό ρόλο για την εδραίωση των καθαρών μορφών ενέργειας. Ένας από τους κύριους λόγους αντίδρασης και εναντίωσης των πολιτών στην ανάπτυξη του ΑΠΕ, είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Η τοποθέτηση ανεμογεννητριών σε φυσικά τοπία θεωρείται μια ανθρώπινη παρέμβαση, με στόχο κυρίως τη δημιουργία κέρδους και λιγότερο την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτή είναι η σκέψη των πολιτών της τοπικής κοινότητας και ο λόγος εναντίωσης τους στην υλοποίηση έργων ΑΠΕ στην περιοχή τους.

Τα μέτρα διατήρησης είναι υποχρεωτικά για όλα τα κράτη μέλη. Κάθε κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή μέτρων διατήρησης στις περιοχές Natura 2000. Η λήψη κατάλληλων ενεργειών και μέτρων διατήρησης είναι απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων διατήρησης των περιοχών Natura 2000, λαμβάνοντας υπόψη τις τοπικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Στη συγκεκριμένη διαδικασία θα πρέπει να συμμετέχουν όλες οι ομάδες συμφερόντων κάθε περιφέρειας. Να ενημερωθεί, να συζητήσει και να διαπραγματευτεί για τα προτεινόμενα μέτρα, ώστε να οδηγηθούν δημοκρατικά και συλλογικά στην επίτευξη των επιδιωκόμενων στόχων, δηλαδή τη διατήρηση των προστατευόμενων περιοχών. Κάθε κράτος αποφασίζει αυτόνομα τους τρόπους και τα μέσα εφαρμογής προκειμένου να ακολουθήσει τις οδηγίες Natura 2000.

Tα μέτρα διατήρησης ποικίλλουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες κάθε περιοχής. Ωστόσο, συνήθως υιοθετείται μία από τις ακόλουθες ενέργειες:

  • Καμία ενέργεια, η διαχείριση της περιοχής γίνεται με τον ίδιο τρόπο
  • Απλά μέτρα όπως η αποφυγή ενόχλησης κατά την περίοδο αναπαραγωγής και
  • Μείζονες δραστηριότητες αποκατάστασης[15]

Σε ορισμένες περιπτώσεις κρίνεται απαραίτητη η απαγόρευση κάθε είδους ανθρώπινης παρέμβασης για την προστασία του φυσικού τοπίου και των ειδών που ζουν σε αυτό. Στόχος των μέτρων είναι να αποφευχθεί η υποβάθμιση των φυσικών οικοτόπων και η ενόχληση των ειδών στις προστατευόμενες περιοχές.

Τα μέτρα διατήρησης θα πρέπει να είναι λεπτομερή προκειμένου να είναι επιτυχής η εφαρμογή τους. Ο σχεδιασμός και η κατάρτιση σχεδίων δράσης είναι ζωτικής σημασίας. Το πρώτο βήμα είναι μια συντονισμένη προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης μελέτης για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των μέτρων διατήρησης. Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή των σχεδίων δράσης θα πρέπει να επανεξετάζονται σε τακτά χρονικά διαστήματα και να προσαρμόζονται όπου χρειάζεται για να οδηγήσουν στα επιθυμητά αποτελέσματα όπως ορίζονται στις κατευθυντήριες γραμμές του Natura 2000[16].

Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω απαιτείται η συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και της ευρύτερης ομάδας συμφερόντων. Η σωστή ενημέρωση και η περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση της κοινότητας είναι ο μόνος τρόπος για τη φροντίδα των προστατευόμενων περιοχών και την εφαρμογή των οδηγιών Natura 2000.

Η νομοθεσία πρέπει να θέτει την προστασία των οικοσυστημάτων στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Ειδικά σήμερα και εν μέσω της πανδημίας του Covid-19, είναι απαραίτητο οι κυβερνήσεις να αφυπνιστούν και να συνειδητοποιήσουν την επιβαρυντική πολιτική των τελευταίων ετών απέναντι στο περιβάλλον. Μελέτες έχουν δείξει ότι το 75% των μολυσματικών ασθενειών προέρχεται από το ζωικό βασίλειο. Είναι λοιπόν κρίσιμο να ληφθούν άμεσα και δραστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Αυτό το χρόνιο πρόβλημα δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί ή να αγνοηθεί. Είναι καιρός για άμεση δράση και η παγκόσμια κοινότητα πρέπει να αντιληφθεί τις τρέχουσες προκλήσεις (πανδημία, lockdown) ως μια «καλή» ευκαιρία για αλλαγή νοοτροπίας των πολιτών και μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας[17].

Σήμερα στην Ελλάδα, η περιβαλλοντική νομοθεσία έχει δεχθεί πολλές επικρίσεις ως προς τη σκοπιμότητα αλλά και τα συμφέροντα που προσπαθεί να ικανοποιήσει. Η περιβαλλοντική νομοθεσία θα πρέπει να στοχεύει στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και στη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Αντιθέτως, δημιουργεί ανησυχίες και αντιδράσεις σε μεγάλη ομάδα πολιτών καθώς η κυβέρνηση φαίνεται να νομοθετεί βιαστικά και απερίσκεπτα μεταρρυθμίσεις κρίσιμες και επικίνδυνες για τον πλανήτη και την ανθρώπινη ζωή.

Αρκετές περιβαλλοντικές οργανώσεις από το 2018 έχουν εκφράσει ανησυχία για την εφαρμογή της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Η κυβέρνηση έχει θέσει σε εφαρμογή ένα καθεστώς αδειοδότησης που θέτει σε κίνδυνο αρκετές προστατευόμενες περιοχές. Αυτές οι αποφάσεις θα διαταράξουν την ισορροπία στο περιβάλλον και τους ζωντανούς οργανισμούς που ζουν σε αυτό. Για παράδειγμα, η εξόρυξη υδρογονανθράκων από τις θαλάσσιες περιοχές όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο τις προστατευόμενες περιοχές, αλλά ταυτόχρονα υπονομεύει την προσπάθεια δημιουργίας θεσμικού πλαισίου προστασίας τους[18].

[1] J. Lowitzsch, “Investing in a Renewable Future – Renewable Energy Communities, Consumer (Co)Ownership and Energy Sharing in the Clean Energy Package.” Renewable Energy Law and Policy Review, vol. 9, no. 2, 2019, 14–36. JSTORhttps://www.jstor.org/stable/26743437. Accessed 29 Feb. 2024.

[2] I. Abada et al., On the Viability of Energy Communities. Energy Policy Research Group, University of Cambridge, 2017. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/resrep30354. Accessed 29 Feb. 2024.

[3] L. Worrall et al., “Managing the Energy Transition: Supporting Workers and Communities.” India’s Energy Transition: Stranded Coal Power Assets, Workers and Energy Subsidies, International Institute for Sustainable Development (IISD), 2019, pp. 17–19. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/resrep21950.6. Accessed 29 Feb. 2024.

[4] I. Abada et al. “On the Viability of Energy Communities.” The Energy Journal, vol. 41, no. 1, 2020, 113–50. JSTORhttps://www.jstor.org/stable/26854180. Accessed 29 Feb. 2024.

[5] M.T. Aung, M. Boyland. Ensuring Just and Equitable Energy Transitions. Stockholm Environment Institute, 2020. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/resrep25054. Accessed 29 Feb. 2024.

[6] https://pubs.rsc.org/en/content/articlelanding/2022/EE/D2EE00722C.

[7] K. Harrower, “Networked and Integrated Urban Technologies in Sustainable Smart Energy Systems.” Geopolitics, History, and International Relations, vol. 12, no. 1, 2020, 45–51. JSTORhttps://www.jstor.org/stable/26918283. Accessed 29 Feb. 2024.

[8] S. Wizinger, F. Pause. “New EU Law for New Market Players: What‘s in It for Renewable Energy Aggregators?” Renewable Energy Law and Policy Review, vol. 8, no. 2, 2017, 50–61. JSTORhttps://www.jstor.org/stable/26377527. Accessed 29 Feb. 2024.

[9] D. Bergemann et al., Renewable Energy Communities, Digitalization and Information. Fondazione Eni Enrico Mattei (FEEM), 2022. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/resrep45422. Accessed 29 Feb. 2024.

[10] A. Adil, “Societal Impacts of Emerging Grassroots Energy Communities: A Capabilities-Based Assessment.” Energy Impacts: A Multidisciplinary Exploration of North American Energy Development, edited by Jeffrey B. Jacquet et al., University Press of Colorado, 2021, 98–124. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/j.ctv19t41pj.7. Accessed 29 Feb. 2024.

[11] A.L. Kurian, “SUSTAINABLE DEVELOPMENT IN THE ENERGY SECTOR.” The Indian Journal of Political Science, vol. 73, no. 4, 2012, pp. 673–82. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/41858875. Accessed 29 Feb. 2024.

[12] J. Lowitzsch, F. Hanke. “Consumer (Co)Ownership in Renewables, Energy Efficiency and the Fight Against Energy Poverty – a Dilemma of Energy Transitions.” Renewable Energy Law and Policy Review, vol. 9, no. 3, 2019, 5–21. JSTORhttps://www.jstor.org/stable/26763579. Accessed 29 Feb. 2024.

[13] A. Adil, “Societal Impacts of Emerging Grassroots Energy Communities: A Capabilities-Based Assessment.” Energy Impacts: A Multidisciplinary Exploration of North American Energy Development, edited by Jeffrey B. Jacquet et al., University Press of Colorado, 2021, pp. 98–124. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/j.ctv19t41pj.7. Accessed 29 Feb. 2024.

[14] K. Johnstone, Accelerating Energy Access with Aggregation. International Institute for Environment and Development, 2019. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/resrep29075. Accessed 29 Feb. 2024.

[15] T. Mathew, “Energy, Environment and Development.” India International Centre Quarterly, vol. 10, no. 3, 1983, 359–70. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/23001375. Accessed 5 Mar. 2024.

[16] D.A. Everest, “THE EFFECT OF ENERGY ON THE ENVIRONMENT.” Energy & Environment, vol. 1, no. 2, 1990, 131–44. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/43734070. Accessed 5 Mar. 2024.

[17] D. Elliott, “ENERGY EFFICIENCY AND RENEWABLES.” Energy & Environment, vol. 15, no. 6, 2004, 1099–105. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/43734714. Accessed 5 Mar. 2024.

[18] R. Tennant-Wood, “Environment, Climate Change and Solar Energy.” Following the Sun: The Pioneering Years of Solar Energy Research at The Australian National University 1970—2005, ANU Press, 2012,  59–68. JSTORhttp://www.jstor.org/stable/j.ctt24h968.12. Accessed 5 Mar. 2024.

Δεν υπάρχουν σχόλια: