του Νίκου Χαλαζία*
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος οι Πανελλαδικές Εξετάσεις τροφοδότησαν ένα πλήθος σχολίων και αναλύσεων στις εφημερίδες αλλά και στα ηλεκτρονικά μέσα. Οι βάσεις που έπεσαν, οι αριστούχοι που μειώθηκαν ή αυξήθηκαν, η «εμπεριστατωμένη» κριτική των γονιών για τα θέματα, οι δηλώσεις των «αρμοδίων», οι εξαγγελίες για αλλαγή του εξεταστικού συστήματος… Σαράντα χρόνια τώρα θεατές στο ίδιο κακόγουστο θέαμα. Κάθε υπουργός, κυριευόμενος από… μεταρρυθμιστικό οίστρο, θεωρεί περίπου… υποχρέωσή του να αλλάξει το σύστημα των Πανελλαδικών Εξετάσεων! Έτσι τα τέσσερα εξεταζόμενα μαθήματα γίνονται… δεκατέσσερα, για να μειωθούν εν συνεχεία στα εννιά, να πάνε ύστερα στα έξι και να επανέλθουν στα τέσσερα. Εμβόλιμα, κατά τις ιδεοληψίες εκάστου υπουργού (ή κατά τα συμφέροντα συντεχνιών) προστίθεται ως εξεταζόμενο μάθημα η Κοινωνιολογία, αφαιρείται αυτή και εισάγεται το μάθημα της Πληροφορικής, εξορίζονται τα Λατινικά και επανεμφανίζεται η Κοινωνιολογία, απορρίπτεται η Κοινωνιολογία και επανέρχονται τα Λατινικά! Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα!
Ασφαλώς δεν μπορώ να έχω υπόψη μου την συνολική εικόνα του εκπαιδευτικού συστήματος. Θα μιλήσω όμως για δύο μαθήματα που επί 35 χρόνια διδάσκω στην Μέση Εκπαίδευση: την Έκθεση (στο σημερινό άρθρο) και την Ιστορία. Και θα επιχειρήσω μια σύγκριση ανάμεσα στο χθες και στο σήμερα των Εξετάσεων.
Είμαι από εκείνους της τελευταίας γενιάς που έδωσε εξετάσεις για εισαγωγή στα ΑΕΙ με το σύστημα των Γενικών Εισιτηρίων Εξετάσεων το 1979. Όταν η αναλογία επιτυχόντων προς εξεταζομένους ήταν 1 προς 7 περίπου!
Τότε, λοιπόν, στο μάθημα της Έκθεσης, δινόταν στους υποψηφίους ένα θέμα και καλούνταν αυτοί να αναπτύξουν ελεύθερα τις απόψεις τους επ’ αυτού. Έτσι οι υποψήφιοι εξέθεταν τις ιδέες τους σε κείμενα συνήθως των τεσσάρων έως έξι (ενίοτε και οκτώ) σελίδων! Σημειωτέον ότι στα σχολεία δεν υπήρχε βιβλίο έκθεσης· απλώς κάθε δεκαπενθήμερο οι μαθητές ανέπτυσσαν ένα θέμα επί δίωρο και ακολουθούσε την άλλη εβδομάδα διόρθωση των γραπτών και συζήτηση στην τάξη επί του θέματος. Ουσιαστικά το μάθημα αναδείχθηκε από σπουδαίους καθηγητές – φροντιστές (Καργάκος, Κορέλας, Εργολάβος κλπ.)
Σήμερα δίνεται στους μαθητές ένα ή δύο κείμενα, συνήθως άρθρα ή δοκίμια – από πέρυσι και ένα λογοτεχνικό – και καλούνται οι μαθητές:
α. να γράψουν περίληψη ενός… τμήματος του κειμένου (15 μονάδες).
β. να απαντήσουν σε ερωτήσεις του τύπου «Σωστό ή Λάθος», να εντοπίσουν τους τρόπους ανάπτυξης μιας παραγράφου, να μετατρέψουν την ενεργητική σύνταξη σε παθητική, να γράψουν συνώνυμα ή αντώνυμα, να μετασχηματίσουν το α’ ενικό του κειμένου σε γ΄ ενικό, να μετατρέψουν τον πλάγιο λόγο σε ευθύ κλπ. κλπ. Πρόκειται για ασκήσεις που απευθύνονται μάλλον σε μαθητές του Γυμνασίου και όχι σε υποψήφιους ανωτάτων σχολών. Γιατί τίθενται τέτοιες ασκήσεις; Μα για χάρη της… αντικειμενικής βαθμολόγησης! Μάλιστα από πέρυσι… εμπλουτίζονται οι ασκήσεις και με ερωτήματα νέου τύπου περί… επιστημικής και δεοντικής τροπικότητας! (40 μονάδες).
γ. να αναπτύξουν ένα κείμενο 150 περίπου λέξεων απαντώντας σε ερώτηση που αφορά το δοθέν λογοτεχνικό κείμενο (15 μονάδες).
δ. να εκθέσουν τις απόψεις του για ένα θέμα σχετικό με τα δοθέντα κείμενα (30 μονάδες). Η παλιά έκθεση (τώρα τη λένε και «παραγωγή λόγου») συρρικνωμένη σε 350 λέξεις και βαθμολογικά υποβαθμισμένη!
Τότε τα θέματα ήταν απαιτητικά και ενίοτε ήταν ρητά αρχαίων σοφών· συνεπώς ο μαθητής έπρεπε πρώτα να μεταφράσει το θέμα και μετά να το αναπτύξει, χωρίς καμιά έξωθεν βοήθεια!
Σήμερα, μια άγνωστη λέξη σε κάποιους μαθητές δημιουργεί μέγιστο θέμα και έντρομη η Επιτροπή Εξετάσεων σπεύδει να δώσει διευκρινίσεις. Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, με υποσημειώσεις εξηγούνται κάποιοι όροι του κειμένου που η Επιτροπή Εξετάσεων πιθανολογεί ότι είναι άγνωστοι στους μαθητές! Παρεμπιπτόντως, πέρυσι, γονείς και κηδεμόνες είχαν την απαίτηση να χαρακτηριστεί ως λαθεμένη μια απάντηση στην Κοινωνιολογία γιατί η πρόταση που ζητήθηκε από τους μαθητές να χαρακτηριστεί «Σωστή» ή «Λαθεμένη», δεν ήταν όπως ακριβώς την είχε το σχολικό βιβλίο!
Η υποβάθμιση της Έκθεσης ξεκίνησε το 1987, όταν με την αλήστου μνήμης «μεταρρύθμιση» του Αρσένη, εισήχθησαν ως νέα στοιχεία η περίληψη και οι ασκήσεις που προαναφέραμε. Την ίδια εποχή γράφηκαν και διανεμήθηκαν στους μαθητές των τριών τάξεων του Λυκείου και διατηρούνται ως σήμερα (!) τρία βιβλία με τίτλο «Έκφραση – Έκθεση». Μνημεία προχειρότητας, συμφυρμός κειμένων χωρίς καμιά σύνδεση μεταξύ τους, συμπιλήματα που πρακτικώς ήταν αδύνατο να διδαχθούν στους μαθητές. Γιατί γράφηκαν; Μάλλον για να «αξιοποιηθούν» τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κονδύλια! Και ο νοών νοείτω!
Ουσιαστικά με την προσθήκη και της Λογοτεχνίας οι μαθητές δεν διαγωνίζονται ούτε στην Έκθεση ούτε στη Λογοτεχνία. Καλούνται να απαντήσουν – αυτοί, οι υποψήφιοι ακαδημαϊκοί πολίτες – σε παιδαριώδεις και απλοϊκές ερωτήσεις και να συνθέσουν κειμενάκια των 150 -350 λέξεων. Πώς μπορεί ένας μαθητής να αναπτύξει τις σκέψεις του, να παρουσιάσει τον πλούτο των ιδεών του και να κρίνει καταστάσεις, να αποτιμήσει απόψεις και να πάρει θέση πάνω στα μεγάλα ζητήματα της εποχής μας; Εκτός κι αν πια με το μάθημα της Έκθεσης δεν προσπαθούμε να δούμε κατά πόσο ένας μαθητής, καλός στη Χημεία ή στη Φυσική ή στη Βιολογία, διαθέτει και μια γενικότερη παιδεία, ένα ευρύτερο προβληματισμό για την κοινωνία και την εποχή του…
Πολλοί ισχυρίζονται πως τώρα είναι αντικειμενική η βαθμολόγηση, μιας και στις ασκήσεις είναι δεδομένες οι απαντήσεις και έτσι δεν αδικούνται οι μαθητές από την υποκειμενική αξιολόγηση του θέματος που ανέπτυξαν. Μα τότε γιατί οι αναβαθμολογήσεις στην Έκθεση έφτασαν στο 17% των γραπτών πέρσι και 13,26% φέτος; Κι αν ακόμα είναι «αντικειμενική» η βαθμολόγηση των ασκήσεων, ο τελικός βαθμός δεν νοθεύεται άραγε με την «υποκειμενική» βαθμολόγηση του αναπτυγμένου θέματος, που συμμετέχει στην τελική βαθμολογία κατά 30%;
Αλλού είναι η ουσία: χαμήλωσε ο πήχης και οι μαθητές που – ας μην το ξεχνάμε – ζουν στην εποχή της εικόνας, αφενός κουτσά στραβά απαντούν σε ασκήσεις – τυφλοσούρτη, αφετέρου δεινοπαθούν να συνθέσουν ένα κείμενο 300 λέξεων. Το τραγικό είναι πως και εδώ η πλειονότητα δεν καταφέρνει να ανταποκριθεί επαρκώς. Γιατί όταν χαμηλώνεις τον πήχη δεν αναδεικνύεις πρωταθλητές, όταν δεν καλλιεργείς την αριστεία, αφήνεις τη μετριότητα να κυριαρχήσει… Και δεν μιλάω εδώ για τους βαθμούς· αναφέρομαι στην πραγματική εικόνα των γραπτών ως προς την έκφραση και το περιεχόμενο. Τυχαίο άραγε είναι το φετινό ποσοστό αριστούχων στην Έκθεση; Από 17- 20 έγραψε μόλις το 4,61% των υποψηφίων και πάνω από 19 μόλις το 0,06%! Και το 22,77% κάτω από τη βάση!
Τι δίνουμε στους μαθητές μας; Καλή ιδέα η Τράπεζα Θεμάτων αλλά ποιος ελέγχει τα κείμενα που περιέχονται σε ανάλογα σχολικά βιβλία; Είναι βέβαιοι οι αρμόδιοι ότι μπορεί ο μαθητής να κατανοήσει το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο «Εμείς και οι άλλοι» (φάκελος υλικού ΙΕΠ, σσ. 23-24);
«Πρώτα απ’ όλα, για να τεθεί η διάγνωση της ναρκισσιστικής διαταραχής της προσωπικότητας θα πρέπει να διαπιστώνεται ένα διάχυτο πρότυπο μεγαλείου – στη φαντασία ή τη συμπεριφορά – σε συνδυασμό με την ανάγκη για θαυμασμό και την έλλειψη ενσυναίσθησης, δηλαδή ενδιαφέροντος για τα συναισθήματα και τις ανάγκες των άλλων. Θα πρέπει, επίσης, να παραβλάπτεται η λειτουργικότητα του ατόμου και να πληρούνται συγκεκριμένα κριτήρια, όπως ισχύει και για άλλες διαταραχές της προσωπικότητας, όπως για την παραπλήσια Ιστριονική Διαταραχή της Προσωπικότητας που τη χαρακτηρίζει ένα διάχυτο πρότυπο υπερβολικής συγκινησιακής έκφρασης και επιδίωξης πρόκλησης της προσοχής».
Παρένθεση: το προαναφερθέν βιβλίο περιέχει – και σωστά – κείμενα που αφορούν τους μετανάστες, τον ρατσισμό, την τεχνολογία, το φυσικό περιβάλλον. Καμιά αναφορά όμως σε ζητήματα ιστορικής μνήμης, θρησκευτικής παράδοσης, εθνικής ταυτότητας.
Τι να κάνουμε, λοιπόν, που θα ’λεγε και ο Λένιν; Πίσω ολοταχώς; Αν δεν φοβόμαστε τις λέξεις και θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε τα παιδιά μας, ας αφήσουμε τους άσκοπους πειραματισμούς και τις δήθεν καινοτομίες και ας αποδεχτούμε δοκιμασμένες λύσεις. Ο μαθητής πρέπει να μάθει να διαβάζει, αν θέλουμε να καλλιεργηθεί γλωσσικά και όχι μόνον. Στην εποχή που κυριαρχεί η εικόνα, η επαφή με το βιβλίο δημιουργεί ισορροπία. Το πολλαπλό βιβλίο θα μπορούσε να εφαρμοστεί και στην Έκθεση. Η μελέτη μιας σειράς δοκιμίων, άρθρων, επιφυλλίδων καταξιωμένων τεχνιτών του Λόγου, θα απέβαινε πολλαπλά ωφέλιμη για τους μαθητές του Λυκείου.
Γι’ αυτό λοιπόν: η Έκθεση ας περιοριστεί στην ανάπτυξη θέματος (χωρίς περιορισμό λέξεων) και έτσι ακριβώς ας εξετάζεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις. Με θέματα που απαιτούν γνώση και κριτική σκέψη, με ερωτήματα που δεν ταιριάζουν σε προκατασκευασμένες απαντήσεις, αλλά ενθαρρύνουν την έκφραση γνώμης, επιζητούν την τεκμηρίωση της όποιας (ακόμα και «αιρετικής») άποψης. Οι ασκήσεις για τη γλώσσα αφορούν τις μικρότερες τάξεις και πάντως δεν έχουν θέση στις πανελλαδικές εξετάσεις. Άλλωστε, το γραπτό του μαθητή είναι ο καθρέφτης της γλωσσικής του επάρκειας. Έτσι δεν θα αναγκάζονται και οι βαθμολογητές να διυλίζουν τον κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο.
Επιμύθιο: κακά τα ψέματα, φτωχή γλώσσα σημαίνει φτωχή και συνεπώς ευκόλως χειραγωγούμενη σκέψη. Και το ερώτημα προβάλλει αμείλικτο: μπορεί άραγε η Δημοκρατία να στηριχθεί σε πολίτες που μαραγκιάζουμε το νου και την ψυχή τους ήδη από τα μαθητικά τους χρόνια;
- Ο Νίκος Χαλαζιάς είναι Φιλόλογος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου