Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο Παύλος υπενθυμίζει ένα γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης: την συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ. Μετά από μία νίκη του Αβραάμ στην περιοχή του Χοδολογόμορ και την συντριβή των εχθρών του, ο Αβραάμ επισκέπτεται την βασιλιά της Σαλήμ Μελχισεδέκ (Γεν.14, 17-20), ο οποίος ήταν ιερέας του Θεού και την ίδια στιγμή ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής έχων» (Εβρ. 7,3). Ο Μελχισεδέκ ευλογεί τον Αβραάμ και εκείνος του προσφέρει το ένα δέκατο από τα λάφυρα που είχε αποκομίσει από την νίκη του, παρότι ο Μελχισεδέκ δεν ανήκε στην κατηγορία των ιερέων που ακολουθούσε συγκεκριμένη τάξη, συνέχεια, διαδοχή. Δεν ήταν μέλος του θρησκευτικού ιερατείου. Διακονούσε τον αληθινό Θεό, δεν ήταν όμως ενταγμένος στην ιουδαϊκή θρησκεία. Και την ίδια στιγμή κανείς δεν γνώριζε ποιες ήταν οι ρίζες του, ποιοι οι γονείς του, ούτε πότε γεννήθηκε ούτε αν και πότε πέθανε. Ο Θεός είχε ορίσει να υπηρετούν θρησκευτικά τους Ιουδαίους όσοι κατάγονταν από την γενιά του Λευί. Αυτοί συμπεριλαμβάνονται στο πρόσωπο του Αβραάμ, παρότι δεν είχαν υπάρξει ακόμη, αφού ο Λευί ήταν γιός του εγγονού του Αβραάμ, του Ιακώβ. Εντούτοις, παρότι ο Αβραάμ είχε απευθείας σχέση με το Θεό, υπήρξε κι αυτός ιερέας του Θεού και την ίδια στιγμή ο κομιστής της Διαθήκης του Θεού, της συμφωνίας για την γη της Επαγγελίας, σε σχέση με τον Μελχισεδέκ είναι «το έλαττον», το οποίο «ευλογείται χωρίς πάσης αντιλογίας υπό του κρείττονος» (Εβρ. 7, 7).
Ο Παύλος επισημαίνει ότι ο Χριστός είναι ιερέας «εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. 7, 17) και δεν ακολουθεί την συνέχεια της λευιτικής, της θρησκευτικής ιερωσύνης. Είναι και ο Ίδιος «απάτωρ», ως προς την ανθρώπινη φύση Του. «Αμήτωρ», ως προς τη Θεϊκή Του φύση. «Αγενεαλόγητος», ως προς την ιερωσύνη Του, καθώς βγαίνει από την ανθρώπινη σειρά, δεν είναι μέλος θρησκείας, αλλά ούτε και ιδρυτής της, γιατί ο Χριστός δεν θέλησε να δημιουργήσει ένα σύστημα που θα μιλά για τον Θεό και θα Τον δείχνει με ορισμένες τελετές, αλλά ήταν ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος και συναντά τον άνθρωπο όχι μόνο στα πρόσωπα των ιερέων, αλλά στον καθέναν που θέλει να Τον συναντήσει. Γι’ αυτό και στην χριστιανική παράδοσηη ιερωσύνη δεν είναι προνόμιο μίας φυλής, μίας κάστας, μίας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, αλλά δίδεται σε όλους τους πιστούς κατά την στιγμή του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, καθώς μετέχουμε στο «τρισσόν αξίωμα του Κυρίου», το βασιλικό, το ιερατικό και το προφητικό, ενώ ακόμη και η ιερωσύνη ως συγκεκριμένη και συνεχής διακονία του σώματος του Χριστού δίδεται σε όσους έχουν κλήση από το Θεό και όχι σε όσους είναι συνεχιστές παραδόσεων και γενεών. Την ίδια στιγμή ο Χριστός δεν έχει αρχή ούτε τέλος, γιατί είναι «Συνάναρχος τω Πατρί» και «της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος».
Επομένως, ο Χριστός συναντά τον άνθρωπο όχι στην βάση της «κατά νόμον σαρκικής εντολής», «αλλά κατά δύναμιν ζωής ακαταλύτου» (Εβρ. 7, 16). Δεν υπάρχει σύμφωνα με τις επιταγές του ανθρώπινου νόμου, αλλά με τη δύναμη που δίνει μία ζωή χωρίς τελειωμό. Έτσι, χωρίς να απορρίπτει τις θρησκευτικές διατάξεις, γι’ αυτό και ο Ιωσήφ και η Παναγία θα Τον πάνε στο Ναό, δίδει σ’ αυτές ένα νέο περιεχόμενο. Ο Νόμος δεν δυναστεύει τη ζωή του ανθρώπου, αλλά γίνεται παιδαγωγός. Η θρησκεία, επομένως, λειτουργεί παιδαγωγικά για τον καθέναν. Μιλά για τον Θεό και με τις διατάξεις της βοηθά τον καθένα να συνειδητοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να πορευτεί κατά το θέλημα του Κυρίου. Όμως δεν αρκεί η ένταξη του ανθρώπου στην θρησκεία, εάν δεν αγωνιστεί να προσλάβει αυτήν την δύναμη της ακατάλυτης ζωής που η σχέση πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Χριστό δίδει.
Η συνάντηση του Χριστού με τον Συμεών μας δείχνει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να προσλάβουμε την όντως Ζωή.Είναι η αναφορά και η προσφορά στο Θεό του κόσμου και της ζωής, των αγαθών που ο Θεός και ο κόπος μας δίνουν, η απάρνηση της αυτάρκειας και της χρήσης των πάντων προς δικό μας όφελος, είναι η ευχαριστία για όσα μας δίδονται, διότι αυτό σημαίνει ιερωσύνη. Είναι η πίστη στις επαγγελίες του Θεού, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Ευαγγέλιο και την ζωή και την παράδοση της Εκκλησίας και τις βίωσαν οι πριν από εμάς, με τους οποίους δεν μας συνδέουν μόνο γενεαλογίες γένους, φυλής, ιστορίας, διατάξεων (οι οποίες έχουν ως ρίζα τους τα ανθρώπινα), αλλά η γενεαλογία της πίστης. Είναι η πρόσληψη του Χριστού μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ως κοινωνία ζωής και αιωνιότητας. Κάθε φορά που κοινωνούμε μοιάζουμε με τον γέροντα Συμεών. Δεν παίρνουμε απλώς το Χριστό στα χέρια μας, αλλά Εκείνος αγιάζει την σύμπασα ύπαρξή μας, καθιστώντας την Σώμα και Αίμα Του και την ίδια στιγμή αθανατίζοντάς την.
Ο γέροντας Συμεών ο Θεοδόχος αναφώνησε «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα», όταν δέχτηκε στα χέρια του τον Χριστό. Με τα λόγια αυτά σφράγισε την χαρά που πλημμύρισε την ύπαρξή του καθώς ένιωσε ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της ζωής του, μέσα σε μία στιγμή, για την οποία προετοιμαζόταν όλη του την ζωή. Αν κάποιος στάθμιζε την διακονία του Θεού στην τήρηση των διατάξεων του νόμου και την αφιέρωσή του στον Ναό με την στιγμή της συνάντησης με το Χριστό θα έλεγε ότι μόνο το τέλος άξιζε. Για να φτάσει όμως να είναι έτοιμος για το τέλος, παιδαγωγήθηκε και παιδαγώγησε. Αυτή ας είναι και η δική μας ζωή μέσα στην Εκκλησία. Η παιδαγωγία από την μία, αλλά και την ίδια στιγμή η δίψα για συνεχή κοινωνία με το Θεό στο πρόσωπο του Κυρίου μας. Ο Συμεών γεύθηκε την χαρά μία φορά και στη συνέχεια ξεκίνησε το ταξίδι στην αιωνιότητα. Εμείς έχουμε την ευλογία να γευόμαστε την χαρά κάθε φορά που κοινωνούμε τον Χριστό. Και είναι αυτή η συνάντηση η αφετηρία μιας ζωής που ξεπερνά τα πλαίσια και τα όρια της θρησκείας, χωρίς να την απορρίπτει.
Η εποχή μας έχει περιθωριοποιήσει την θρησκεία και έχει διακηρύξει τον θάνατο του Θεού. Δεν έχει να προσδοκά όμως καμία συνάντηση με την όντως Ζωή. Κι αυτή είναι η απουσία νοήματος και την ίδια στιγμή η απουσία της γνήσιας χαράς. Έχει υποβιβάσει την ιερωσύνη σε θρησκευτική τελετουργία, κατάλοιπο παράδοσης και παρελθόντος, αρνούμενη ακόμη και την παιδαγωγία. Η γιορτή της Υπαπαντής μας υπενθυμίζει τα μηνύματα της ζωής που γεύεται την συνάντηση με τον Θεό. Ας οικειωθούμε την χαρά και την ευλογία κι ας γίνει η πορεία μας πορεία αναφοράς και ευχαριστίας, πίστης και πρόσληψης του Χριστού. Για να έχει νόημα και να μη νικιέται από τίποτε και από κανέναν. Ούτε καν από τον θάνατο.
Η εορτή της Υπαπαντής δεν είναι γνωστή στους περισσότερους ανθρώπους. Αλλά ακόμη κι όσοι την γνωρίζουν μένουν στην σύνδεση με τον Χριστό ως βρέφος, την εκπλήρωση των διατάξεων του μωσαϊκού νόμου από τον Κύριο σχετικά με την επίσκεψή Του στο Ναό των Ιεροσολύμων και την συνάντησή Του με τον Συμεών, την προφητεία του γέροντα ιερέα σχετικά με το ότι ο Κύριος θα είναι «σημείον αντιλεγόμενον» και την προετοιμασία της Παναγίας ότι την καρδιά της θα διέλθει ρομφαία (Λουκ. 2, 22-40). Ο Απόστολος Παύλος δίνει μία άλλη διάσταση στην εορτή, πέρα από τα γεγονότα στη συγκεκριμένη τους μορφή. Αναφέρει στην προς Εβραίους επιστολή του την συνάντηση του Θεού με τον άνθρωπο στο πρόσωπο του Χριστού και την ίδια στιγμή το ξεκίνημα μία νέας πορείας για τον άνθρωπο, την θρησκεία, τον κόσμο μέσα από αυτή τη συνάντηση.
Ο Παύλος υπενθυμίζει ένα γεγονός της Παλαιάς Διαθήκης: την συνάντηση του Αβραάμ με τον Μελχισεδέκ. Μετά από μία νίκη του Αβραάμ στην περιοχή του Χοδολογόμορ και την συντριβή των εχθρών του, ο Αβραάμ επισκέπτεται την βασιλιά της Σαλήμ Μελχισεδέκ (Γεν.14, 17-20), ο οποίος ήταν ιερέας του Θεού και την ίδια στιγμή ήταν «απάτωρ, αμήτωρ, αγενεαλόγητος, μήτε αρχήν ημερών, μήτε τέλος ζωής έχων» (Εβρ. 7,3). Ο Μελχισεδέκ ευλογεί τον Αβραάμ και εκείνος του προσφέρει το ένα δέκατο από τα λάφυρα που είχε αποκομίσει από την νίκη του, παρότι ο Μελχισεδέκ δεν ανήκε στην κατηγορία των ιερέων που ακολουθούσε συγκεκριμένη τάξη, συνέχεια, διαδοχή. Δεν ήταν μέλος του θρησκευτικού ιερατείου. Διακονούσε τον αληθινό Θεό, δεν ήταν όμως ενταγμένος στην ιουδαϊκή θρησκεία. Και την ίδια στιγμή κανείς δεν γνώριζε ποιες ήταν οι ρίζες του, ποιοι οι γονείς του, ούτε πότε γεννήθηκε ούτε αν και πότε πέθανε. Ο Θεός είχε ορίσει να υπηρετούν θρησκευτικά τους Ιουδαίους όσοι κατάγονταν από την γενιά του Λευί. Αυτοί συμπεριλαμβάνονται στο πρόσωπο του Αβραάμ, παρότι δεν είχαν υπάρξει ακόμη, αφού ο Λευί ήταν γιός του εγγονού του Αβραάμ, του Ιακώβ. Εντούτοις, παρότι ο Αβραάμ είχε απευθείας σχέση με το Θεό, υπήρξε κι αυτός ιερέας του Θεού και την ίδια στιγμή ο κομιστής της Διαθήκης του Θεού, της συμφωνίας για την γη της Επαγγελίας, σε σχέση με τον Μελχισεδέκ είναι «το έλαττον», το οποίο «ευλογείται χωρίς πάσης αντιλογίας υπό του κρείττονος» (Εβρ. 7, 7).
Ο Παύλος επισημαίνει ότι ο Χριστός είναι ιερέας «εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ» (Εβρ. 7, 17) και δεν ακολουθεί την συνέχεια της λευιτικής, της θρησκευτικής ιερωσύνης. Είναι και ο Ίδιος «απάτωρ», ως προς την ανθρώπινη φύση Του. «Αμήτωρ», ως προς τη Θεϊκή Του φύση. «Αγενεαλόγητος», ως προς την ιερωσύνη Του, καθώς βγαίνει από την ανθρώπινη σειρά, δεν είναι μέλος θρησκείας, αλλά ούτε και ιδρυτής της, γιατί ο Χριστός δεν θέλησε να δημιουργήσει ένα σύστημα που θα μιλά για τον Θεό και θα Τον δείχνει με ορισμένες τελετές, αλλά ήταν ο Ίδιος ο Θεός που έγινε άνθρωπος και συναντά τον άνθρωπο όχι μόνο στα πρόσωπα των ιερέων, αλλά στον καθέναν που θέλει να Τον συναντήσει. Γι’ αυτό και στην χριστιανική παράδοσηη ιερωσύνη δεν είναι προνόμιο μίας φυλής, μίας κάστας, μίας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, αλλά δίδεται σε όλους τους πιστούς κατά την στιγμή του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, καθώς μετέχουμε στο «τρισσόν αξίωμα του Κυρίου», το βασιλικό, το ιερατικό και το προφητικό, ενώ ακόμη και η ιερωσύνη ως συγκεκριμένη και συνεχής διακονία του σώματος του Χριστού δίδεται σε όσους έχουν κλήση από το Θεό και όχι σε όσους είναι συνεχιστές παραδόσεων και γενεών. Την ίδια στιγμή ο Χριστός δεν έχει αρχή ούτε τέλος, γιατί είναι «Συνάναρχος τω Πατρί» και «της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος».
Επομένως, ο Χριστός συναντά τον άνθρωπο όχι στην βάση της «κατά νόμον σαρκικής εντολής», «αλλά κατά δύναμιν ζωής ακαταλύτου» (Εβρ. 7, 16). Δεν υπάρχει σύμφωνα με τις επιταγές του ανθρώπινου νόμου, αλλά με τη δύναμη που δίνει μία ζωή χωρίς τελειωμό. Έτσι, χωρίς να απορρίπτει τις θρησκευτικές διατάξεις, γι’ αυτό και ο Ιωσήφ και η Παναγία θα Τον πάνε στο Ναό, δίδει σ’ αυτές ένα νέο περιεχόμενο. Ο Νόμος δεν δυναστεύει τη ζωή του ανθρώπου, αλλά γίνεται παιδαγωγός. Η θρησκεία, επομένως, λειτουργεί παιδαγωγικά για τον καθέναν. Μιλά για τον Θεό και με τις διατάξεις της βοηθά τον καθένα να συνειδητοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να πορευτεί κατά το θέλημα του Κυρίου. Όμως δεν αρκεί η ένταξη του ανθρώπου στην θρησκεία, εάν δεν αγωνιστεί να προσλάβει αυτήν την δύναμη της ακατάλυτης ζωής που η σχέση πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Χριστό δίδει.
Η συνάντηση του Χριστού με τον Συμεών μας δείχνει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να προσλάβουμε την όντως Ζωή.Είναι η αναφορά και η προσφορά στο Θεό του κόσμου και της ζωής, των αγαθών που ο Θεός και ο κόπος μας δίνουν, η απάρνηση της αυτάρκειας και της χρήσης των πάντων προς δικό μας όφελος, είναι η ευχαριστία για όσα μας δίδονται, διότι αυτό σημαίνει ιερωσύνη. Είναι η πίστη στις επαγγελίες του Θεού, όπως αυτές αποτυπώνονται στο Ευαγγέλιο και την ζωή και την παράδοση της Εκκλησίας και τις βίωσαν οι πριν από εμάς, με τους οποίους δεν μας συνδέουν μόνο γενεαλογίες γένους, φυλής, ιστορίας, διατάξεων (οι οποίες έχουν ως ρίζα τους τα ανθρώπινα), αλλά η γενεαλογία της πίστης. Είναι η πρόσληψη του Χριστού μέσα από το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, ως κοινωνία ζωής και αιωνιότητας. Κάθε φορά που κοινωνούμε μοιάζουμε με τον γέροντα Συμεών. Δεν παίρνουμε απλώς το Χριστό στα χέρια μας, αλλά Εκείνος αγιάζει την σύμπασα ύπαρξή μας, καθιστώντας την Σώμα και Αίμα Του και την ίδια στιγμή αθανατίζοντάς την.
Ο γέροντας Συμεών ο Θεοδόχος αναφώνησε «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα», όταν δέχτηκε στα χέρια του τον Χριστό. Με τα λόγια αυτά σφράγισε την χαρά που πλημμύρισε την ύπαρξή του καθώς ένιωσε ότι εκπληρώθηκε ο σκοπός της ζωής του, μέσα σε μία στιγμή, για την οποία προετοιμαζόταν όλη του την ζωή. Αν κάποιος στάθμιζε την διακονία του Θεού στην τήρηση των διατάξεων του νόμου και την αφιέρωσή του στον Ναό με την στιγμή της συνάντησης με το Χριστό θα έλεγε ότι μόνο το τέλος άξιζε. Για να φτάσει όμως να είναι έτοιμος για το τέλος, παιδαγωγήθηκε και παιδαγώγησε. Αυτή ας είναι και η δική μας ζωή μέσα στην Εκκλησία. Η παιδαγωγία από την μία, αλλά και την ίδια στιγμή η δίψα για συνεχή κοινωνία με το Θεό στο πρόσωπο του Κυρίου μας. Ο Συμεών γεύθηκε την χαρά μία φορά και στη συνέχεια ξεκίνησε το ταξίδι στην αιωνιότητα. Εμείς έχουμε την ευλογία να γευόμαστε την χαρά κάθε φορά που κοινωνούμε τον Χριστό. Και είναι αυτή η συνάντηση η αφετηρία μιας ζωής που ξεπερνά τα πλαίσια και τα όρια της θρησκείας, χωρίς να την απορρίπτει.
Η εποχή μας έχει περιθωριοποιήσει την θρησκεία και έχει διακηρύξει τον θάνατο του Θεού. Δεν έχει να προσδοκά όμως καμία συνάντηση με την όντως Ζωή. Κι αυτή είναι η απουσία νοήματος και την ίδια στιγμή η απουσία της γνήσιας χαράς. Έχει υποβιβάσει την ιερωσύνη σε θρησκευτική τελετουργία, κατάλοιπο παράδοσης και παρελθόντος, αρνούμενη ακόμη και την παιδαγωγία. Η γιορτή της Υπαπαντής μας υπενθυμίζει τα μηνύματα της ζωής που γεύεται την συνάντηση με τον Θεό. Ας οικειωθούμε την χαρά και την ευλογία κι ας γίνει η πορεία μας πορεία αναφοράς και ευχαριστίας, πίστης και πρόσληψης του Χριστού. Για να έχει νόημα και να μη νικιέται από τίποτε και από κανέναν. Ούτε καν από τον θάνατο.
http://synodoiporia.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου