Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Των Ελλήνων οι κοινότητες, των Ρωμιών οι κοινωνιές

Θεόδωρος Παντούλας   
Οι «κοινότητες» και η περί κοινοτισμού συζήτηση είναι μια επίκαιρη βεβαίως αναζήτηση αλλά όχι σπάνια και μια βιαστική, γι’ αυτό κι επιπόλαιη, απάντηση στην απρόσωπη τυραννία αυτού που αποκαλούμε σύγχρονο τρόπο ζωής.
Μ’ άλλα λόγια, μετά την χρεωκοπία των παγκοσμιοποιητικών συστημάτων, ο κοινοτισμός επαναπροτείνεται ως εναλλακτικό πρόταγμα, οικουμενικού μάλιστα ενδιαφέροντος, στα αδιέξοδα της παγκοσμιοποίησης, όπως μάλλον ευγενώς αποκαλείται η παγκοσμιοκρατία που ευτελίζει τις ανθρώπινες ζωές σε όλον τον πλανήτη.
Ο όρος κοινότητα, όπως και τόσοι άλλοι, έχει κακοπάθει. Μιλάμε λ.χ. για Ευρωπαϊκή κοινότητα, μπερδεύοντας την διεύρυνση μιας Αγοράς  με μια εναλλακτική πρόταση συγκρότησης του ανθρώπινου βίου, πρόταση η οποία μάλιστα βρίσκεται στους αντίποδες της Αγοράς.
Η κοινότητα αποτέλεσε ένα αρχαίο τρόπο οργάνωσης του συλλογικού βίου, ένα πολιτειακό πρότυπο, που μπορεί συχνά να το θεωρούμε συγκεκριμένο αλλά στην πραγματικότητα υπήρξε εξαιρετικά πολύμορφο με αξιοσημείωτες διαφοροποιήσεις, τόσο τοπικές όσο και χρονικές. Σε πολύ-πολύ γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε ότι τα υποδείγματα κοινοτικής οργάνωσης έχουν έντονα αυτοδιοικητικό και όχι αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα. Βασίζονται στην ισόνομη συμμετοχή, στην αυτάρκεια, την αλληλεγγύη, την διαιτησία και την επιείκεια. Για πρακτικούς λόγους εκλέγονται «άρχοντες», οι οποίοι όμως διαρκώς λογοδοτούν στις συνελεύσεις των πολιτών,
Η ημετέρα παράδοση είναι εξαιρετικά πλούσια σε μορφές κοινοτικής αυτοοργάνωσης. Όταν λέω ημετέρα, δεν το εννοώ φυλετικά. Η παράδοση είναι δική μας όσο εμείς την κοινωνούμε όχι όμως όταν την κάνουμε ατραξιόν της συλλογικής φιλαυτίας μας. Και πολύ φοβάμαι ότι πολύ συχνά συμβαίνει το δεύτερο.
Εν προκειμένω το μέτρο που θα πρέπει  να ακολουθήσουμε είναι, νομίζω,  αυτό που ο Ζήσιμος Λορενζάτος, άθελά του, καθόρισε σε ένα έξοχο και οχληρό μεταπολεμικό του Δοκίμιο, το οποίο –ειρήσθω εν παρόδω– δεν έτυχε, δυστυχώς, ευρύτερης αποδοχής από τον πνευματικό μας κόσμο, ο οποίος εισέτι προτιμά να αναλώνεται σε ανέξοδες ρητορείες ή ανερμάτιστους νεωτερισμούς.
Συνεχίζουμε το όνομα ενός άνισου τόπου που υπάρχει πολύ περισσότερο στο χρόνο παρά στον χώρο, και γι’ αυτό η μοίρα μας δεν καταλαβαίνει τη μοίρα των λαών του χώρου, αλλά κλώθεται ολοένα τριγύρω στο άλυτο πρόβλημα των δυό διαστάσεων.

Είμαστε οι μνηστήρες του χρόνου και οι καταδικασμένοι του χώρου. [...]. Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτα από την έκτασή μας.

Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, θα πρέπει να συλλογιστούμε, μήπως μέσα στην εποχή που μπαίνουμε δεν μας απομένει άλλο εμπόρευμα από την πνευματική επίδοσή μας. [...]. Η δική μας ορθόδοξη παράδοση της Ανατολής –άμεσα ή έμμεσα– έδωσε στη δύση ό,τι βαθύτερο ακριβώς έχει να παρουσιάσει εκείνη πνευματικά. Και όταν λέμε δική μας, δεν εννοούμε πως εμείς οι έλληνες δώσαμε στους άλλους τίποτα, ή πως η ορθόδοξη παράδοση ανήκει σε μάς, είναι εθνική ή φυλετική, αλλά πως εμείς ανήκουμε σε αυτή κατά το ποσοστό που γινόμαστε ημείς, λαός άγιος Χριστού, καθώς έγραφε ο Φώτιος από την εξορία (Επιστ. 126), και μόνο κατά το ποσοστό αυτό, όσο την έχουμε ή την ακολουθάμε, μπορούμε την ορθόδοξη παράδοση να τη λέμε δική μας˙ ποτέ εθνικά ή φυλετικά.1
Αυτό είναι το μέτρο, κι αν θέλουμε ας μετρηθούμε με αυτό αλλά ας σταματήσουμε να περνάμε χαζοχαρούμενα από κάτω.
Από την επαφή των πρωτοελλήνων με την Ασία και τους λαούς της θα δημιουργηθούν οι πρώτες ελληνίδες πόλεις, οι οποίες χωρίς ενιαία πολιτική υπόσταση, συν τω χρόνω, θ’ απλωθούν από την Ιωνία έως την Σικελία και από τις ιλλυρικές ακτές έως την Κύπρο. Ήταν η πολύ ωραία εκείνη εποχή κατά την οποία ο έμπορος ήταν ταυτώνυμο του ταξιδιάρης και όχι του φραγκοφονιάς. Οι ελληνίδες πόλεις και οι αποικίες τους εκαταλάμβαναν το νότιο μέρος της χερσονήσου του Αίμου, τις νήσους του Αιγαίου πελάγους, την μικρασιατική ακτή και τις πλησιόχωρες αυτής περιοχές, καθώς επίσης και τις αδριατικές και ποντικές ακτές, χωρίς να επηρεάζουν ιδιαιτέρως την βαλκανική ενδοχώρα που τότε κατοικείτο, κυρίως, από Ιλλυριούς και Θράκες. Πέρασαν γρήγορα από την αγροτική και στρατιωτική μοναρχία για να καταλήξουν στην δημοκρατία των ολίγων ελεύθερων πολιτών (στο όνομα της οποίας οι μεταγενέστεροι έλαβαν κι εξετέλεσαν τις πλέον αντιδημοτικές αποφάσεις).
Κατά την ελληνική αρχαιότητα, και κυρίως κατά την κλασική περίοδο, καταγράφεται ταύτιση κοινότητας-κοινωνίας-πολιτείας. Κατά την εκτίμηση του Νικολάου Ι. Πανταζόπουλου ήταν τότε που το Κράτος αφομοίωνε οργανικά τις επιμέρους αυτόνομες κοινωνικές μορφές (φυλές, φατρίες, δήμους), χωρίς να τις διαστρεβλώνει ή να τις καταργεί, αναπαράγωντας απ’ αυτές την πολιτεία σαν οργανωμένη μορφή κοινότητας, στην οποία ο πολίτης αποτελούσε μόριο, οργανικό δηλαδή και αναπόσπαστο μέρος και της επιμέρους ομάδας και της γενικότερης εκφράσεώς της, της πόλεως.²
Η ελευθερία των ελληνίδων πόλεων απεμπολήθηκε από τις ίδιες τις πόλεις, που όχι μόνο υποτάχθηκαν πολιτικά στον μέγα Αλέξανδρο αλλά και πνευματικά, αναγνωρίζοντάς τον ως Θεό. Αυτή η υποταγή κι ο ετεροκαθορισμός θα παγιωθούν κατά τους αλεξανδρινούς χρόνους και την μετέπειτα ρωμαϊκή οικουμένη.
Η ρωμαϊκή κατάκτηση και ο αυτοκρατορικός συγκεντρωτισμός συρρικνώνουν την πολιτική αυτονομία αλλά δεν την εξαφανίζουν. Γι’ αυτό επιβιώνουν αυτόχθονοι θεσμοί οργάνωσης, οι οποίοι θα επανανοηματοδοτηθούν με την έλευση του Χριστιανισμού. Νέο κρασί θα γεμίσει παλιούς ασκούς.
Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες οι κοινότητες ανθούν, ευνοημένες από την παρακμή των πόλεων και της αστικής οικονομίας. Οι μετρημένες παρατηρήσεις του μητροπολίτη Περγάμου κ. Ιωάννη Ζηζιούλα μας βοηθούν όχι μόνο να κατανοήσουμε την συνάντηση Ελληνισμού – Χριστιανισμού αλλά και να διακρίνουμε πέρα από την συνέχεια την μεταμόρφωση, η οποία έγινε κατορθωτή χάρη στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας.
Η αρχαία ελληνική «πόλις», το αυτοδιοίκητο τοπικό αυτό σώμα, επέζησε μέσα στη συγκεντρωτική ρωμαϊκή αυτοκρατορία με τη μορφή του Χριστιανισμού οργανωμένου ως εκκλησίες «πόλεων», επισημαίνει ο μητροπολίτης Περγάμου.
Ο όρος «εκκλησία», τον οποίο διάλεξε ο Χριστιανισμός για να δηλώση την ιστορική υπόστασή του, υπενθυμίζει την πολιτική ζωή των Ελλήνων. Η λέξη «εκκλησία», τόσο γνωστή στην αρχαία ελληνική γραμματεία, σημαίνει την επίσημη και κατά τακτά διαστήματα συνέλευση των πολιτών μιας πόλεως, για να λάβουν σοβαρές αποφάσεις (π.χ. η εκκλησία του δήμου που συναντούμε στην αθηναϊκή νομοθεσία του Σόλωνος). [...].

Η συγκεκριμένη μορφή της πολιτειακής αυτής συνείδησης των πρώτων χριστιανών ήταν η σύναξη για την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Η σύναξη αυτή ήταν η εκκλησία των χριστιανών, γιατί αυτή (και μόνο αυτή) [...] ήταν ο χώρος στον οποίο αποκτούσαν την ταυτότητά τους τα πραγματικά τους πρόσωπα που τους έδινε το Βάπτισμα. [...]. Εκεί μπορούσαν να ασκήσουν όχι μπροστά σε ανθρώπους, αλλά μπροστά στον ίδιο τον Θεό. Έτσι οι σκλαβωμένοι αυτοί και διωκόμενοι κοινωνικά ένιωθαν πιό ελεύθεροι από κάθε άλλον. [...].

Το πρώτο και βασικό στοιχείο οργανώσεως της Εκκλησίας ήταν από την αρχή το ίδιο το γεγονός της συνάξεως, η «εκκλησία». Χωρίς τη σύναξη του «λαού του Θεού» δεν μπορούσε να γίνει τίποτε. [...]. Έτσι δημιουργήθηκε ο θεσμός των λαϊκών. Οι λαϊκοί ήταν κάτι σαν τον ελληνικό «δήμο», αλλά με την εξής διαφορά: αν και εκδήλωναν τη «βουλή» τους ελεύθερα, δεν ήταν αυτοί η πηγή του δικαίου, αλλά ο Θεός. Μόνο η εναρμόνιση της βουλής του «λαού» με εκείνη του Θεού τους έκανε πραγματικούς «λαϊκούς» με εκκλησιαστική έννοια. [...].

Ο όρος επίσκοπος είναι ελληνικός, αλλά η σημασία του στον Χριστιανισμό ήταν διαφορετική από εκείνη που είχε στην ελληνική ζωή. Στον ελληνικό κόσμο που περιστοίχιζε την πρώτη Εκκλησία, «επίσκοποι» ονομάζονταν διάφοροι εθνικοί και τοπικοί αξιωματούχοι, οικονομικοί επιθεωρητές, διαχειριστές των κτιρίων και της διοικήσεως. [...]. Τίποτε από αυτά δεν αποδίσει το περιεχόμενο που δόθηκε από νωρίς στον «επίσκοπο» της Εκκλησίας. [...]. Ήταν η κεφαλή του σώματος της ευχαριστιακής συνάξεως και συνεπώς η «εικών» του Χριστού, αυτός που συμβόλιζε και εξέφραζε την παρουσία του Θεού στην Εκκλησία, την «κατακόρυφη κάθετη» διάσταση του δικαίου. Έτσι επίσκοπος και λαός ήταν αμοιβαία αναγκαίοι όροι για την οργάνωση της Εκκλησίας. [...].

Η αλληλεξάρτηση αυτή επισκόπου και ευχαριστιακής συνάξεως εξασφάλιζε την Εκκλησία από δύο κινδύνους: από τη μετατροπή της σε μια ανθρώπινη ελληνικού τύπου «εκκλησία» ή «δημοκρατία» και από την πτώση της σε μια τυραννία θεοκρατικής μορφής. Έτσι το ελληνικό πνεύμα της «εκκλησίας» μεταμορφώνεται στη βάση του, αποβάλλει τον ανθρωποκεντρισμό του, χωρίς να θυσιάσει την ελευθερία του.³
Παρά τον συγκεντρωτισμό που, εν πολλοίς, χαρακτήριζε την «βυζαντινή» γραφειοκρατία και την υπαλληλία που τον υποστήριζε, διατηρούνται, διευρύνονται ή και δημιουργούνται νέες κοινότητες αυτή την περίοδο. Οι κεντρικές απόπειρες για έλεγχο των τοπικών κοινοτήτων και η υπαγωγή τους στο αυτοκρατορικό συγκεντωτισμό αποτύγχαναν κατ’ εξακολούθηση. Η κεντρική διοίκηση αργά ή γρήγορα θα συμβιβαζόταν με τις τοπικές αυτονομίες, θα τις αναγνώριζε και θα τις αντιμετώπιζε ως φορολογικές μονάδες, υπεύθυνες για την καταβολή των φόρων όλων των μελών της.
Τόσο η Φραγκοκρατία, όσο και η μεταγενέστερη Οθωμανοκρατία διατήρησαν τις κοινότητες και σε ορισμένες περιπτώσεις τις ενθάρρυναν, λόγω της εγγενούς αδυναμίας τους να ελέγξουν τις κατακτήσεις τους διαφορετικά.
Η σύμπτωση εκκλησιαστικής κοινότητας και διοικητικού πυρήνα, της ενορίας και της αυτοδιοικούμενης, εν πολλοίς, κοινότητας γίνεται καταφανής καθ’ όλη την διάρκεια της Οθωμανοκρατίας. Οι αρμοδιότητες μάλιστα φαίνεται πως αυτή την περίοδο διευρύνονται. Πέραν των οικονομικών υποχρεώσεων που έχουν οι κοινότητες έναντι της κεντρικής εξουσίας, έχουν επιπλέον διοικητικές δικαιοδοσίες, δικαστικές εκπαιδευτικές, προνοιακές κ.ά. Κατά την περίοδο αυτή μάλιστα το κοινοτικό σύστημα που στην τελειότερη μορφή του λειτουργεί σε τρεις βαθμούς (κοινότητα, επαρχία, νομός) εμφανίζεται σαν ένα οργανωμένο παρακράτος, που κάτω από ξενική κατάκτηση διαμορφώνει ένα ζωντανό ή άγραφο λαϊκό δίκαιο, πλουραλιστικού χαρακτήρα και βρίσκεται κάτω από ενιαία θρησκευτική ηγεσία, αυτή του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Υπάρχει ένας τεράστιος πλούτος κοινοτικών παραλλαγών, ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να παρουσιαστεί στα πλαίσια μιας σύντομης διαπραγμάτευσης. Να υπενθυμίσουμε μόνο ότι υπάρχουν κοινότητες ηπειρωτικές και νησιωτικές. Ορεινές και πεδινές, αγροκτηνοτροφικές και εμποροναυτικές. Υπάρχουν κοινότητες ακόμη κι εν μέσω αλλόγλωσσων, αλλόθρησκων κι αλλογενών. Λιγότερο ή περισσότερο αστικές. Λιγότερο ή περισσότερο δημοκρατικές. Λιγότερο ή περισσότερο συνεταιριστικές. Κοινότητες με ευρεία ή περιορισμένη αυτονομία. Μοναχικές ή ομοσπονδιακές. Κοινό τους στοιχείο: η κοινή τους πίστη. Οι αυλόγυροι των Εκκλησιών –αρέσει ή δεν αρέσει– ήταν οι αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις των υπόδουλων Ρωμιών. Εμβληματική μορφή των κοινοτήτων ήταν και ο παπάς τους. Μέλος της αδελφότητας, ένας από τους αδελφούς, παρών σε όλες τις εκδηλώσεις της, πρωτοχορευτής στα πανηγύρια της.
Θα πρέπει βεβαίως αυτές οι κοινότητες να αντιδιασταλούν από τις μεσαιωνικές πόλεις της Δύσης, που αναπτύχθυκαν σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια μιας εξελιγμένης αστικής οικονομίας ως εμπορικά, βιοτεχνικά ή διοικητικά κέντρα.
Οι εδώ κοινότητες λειτουργούσαν –κυριολεκτικά– ως ενώσεις ομοδόξων και η κοινή πίστη των μελών της ήταν στοιχείο ταυτότητας και διαφοροποίησής τους από τους άλλους. Κάθε κοινότητα είχε τον δικό της Άγιο, τον δικό της πολιούχο. Το ίδιο και οι διάφορες συντεχνίες. Σε αυτόν έδιναν αναφορά και γύρω από την εκκλησιά του αντάμωναν στις χαρές και τις λύπες τους. Η κοινότητα αυτή –όπως ακριβώς και η Εκκλησία– περιλαμβάνει εκτός από τους ζώντες και τους τεθνεώτες. Η κατά χώρον περιορισμένη κοινότης είναι κατά χρόνον απεριόριστη, πράγματι δε ο κοινοτισμός είναι η παράδοσις, είναι η συνισταμένη που προϋποθέτει και περιλαμβάνει και τους απελθόντας εκ της ζωής και τους παρόντας εν αυτή και τους μέλλοντας κι όχι μόνο την στιγμιαία παραφορά του όχλου, η οποία επικρατεί στο ρηχό, το χωρίς μνήμη, το χρονικώς ανερμάτιστο κοινοβουλευτικό Κράτος, που, αντίθετα, επιδέχεται βέβαια απεριόριστη κατά χώρον εξάπλωση⁵.
Πολιτισμός είναι ή ίδια η καθημερινότητά μας. Εν προκειμένω η αδιαμεσολάβητη καθημερινότητα. Και τα λείψανα της λαϊκής τέχνης, που σήμερα θαυμάζουν ειδικοί κι ανειδίκευτοι, είναι αψευδείς μάρτυρες ενός σπουδαίου πολιτισμού. Τα αρχιτεκτονικά κατορθώματα, τα ξυλόγλυπτα έπιπλα, οι φορεσιές και τα τραγούδια εκφράζουν έναν λαμπρό πολιτισμό που αφορά την κοινότητα όχι μεμονωμένες εκφάνσεις ή εκφράσεις της.
Οι κοινότητες βρέθηκαν υπό διωγμό μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και την επιβολή προτύπων ξένων προς την επιχώρια παράδοση. Οι κοινότητες διαλύονται το 1833 με νόμο του κράτους! Οι πολίτες πλέον ούτε συνέρχονται ούτε συνεταιρίζονται ούτε συναποφασίζουν. Στην θέση των αιρετών αρχόντων τους διορίζονται μισθοδοτούμενοι κρατικοί υπάλληλοι, τοπάρχες νόθων διοικητικών περιφερειών. Η νεωτερική φραγκοκρατία με τον μεταπρατικό παρασιτισμό της κατέστρεψε τις παραγωγικές βάσεις των κοινοτήτων, σκορπίζοντας τον πληθυσμό τους ανέστιο στους τέσσερις ανέμους.
Οι κοινότητες αντιστάθηκαν και μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες λειτουργούσαν, έστω κι αν οι δομές τους είχαν υποστεί σοβαρότατα πλήγματα. Ακόμη και οι εκριζωμένοι εσωτερικοί ή εξωτερικοί μετανάστες στα αστικά κέντρα που τους ξέβρασε η μεταπολεμική, κυρίως, προσφυγιά συγκροτούσαν κοινότητες -Αδελφότητες τις έλεγαν-  σε μια απελπισμένη προσπάθεια να στεγάσουν την ετερότητά τους, να διατηρήσουν την εν διωγμώ ταυτότητά τους. Οι μεγαλουπόλεις όμως δεν αγαπούν τις ταυτότητες. Τις ισοπεδώνουν. Ίσως επειδή οι άνθρωποι χωρίς ταυτότητα χειραγωγούνται εύκολα. Γίνονται αδιαμαρτύρητα γρανάζια της καταναλωτικής αποχαύνωσης που σιτίζεται με αναλώσιμες μοναξιές.
Οι νεοέλληνες ωστόσο μέχρι πριν λίγες δεκαετίες δεν ήσαν μόνοι. Ήξεραν να πιάνονται χέρι χέρι σε κύκλιους χορούς. Δεν βλαστημάγαν την ζωή και σκύβαν το κεφάλι από συστολή και όχι από υποταγή.
Μετά χάθηκαν στους δρόμους της (υπ)ανάπτυξης αλλά δεν ξεδίψασαν με τα πιοτά της. Τώρα αναζητούν και πάλι το νήμα που τους δένει με εκείνη την παράδοση που δεν είχε ανθρώπους μόνους ή αποκλεισμένους.
Μέχρι να συμβεί αυτό το αντάμωμα, ας ευχηθούμε από καρδιάς να μην ξεμάθουμε να πιανόμαστε χέρι χέρι. Ή όπως θα έλεγε ο μελίρρυτος μελωδός Διονύσης Σαββόπουλος «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κι εμείς από αυτούς.
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ζήσιμος Λορεντζάτος, Δοκίμιο Ι, 1947 – Το χαμένο κέντρο, Αθήνα 1962.
2. Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, Ο Ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Αθήνα 1993, σ. 21-22.
3. Ιωάννης Ζηζιούλας, Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Η συνάντηση των δυο κόσμων, 1976.
4. Ν. Πανταζόπουλος, ό.π., σελ.30.
5. Κ. Καραβίδας, Το πρόβλημα της Αυτονομίας, Σοσιαλισμός και κοινοτισμός,  Αθήνα 1981, σελ. 59.

ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΟΤΕΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ
Στην σύντομη αναδρομή μας θυμηθήκαμε ότι η κοινότητα αποτέλεσε ένα τρόπο οργάνωσης του συλλογικού βίου, ένα πολιτειακό πρότυπο, που επαναπροτείνεται στις μέρες μας ως εναλλακτική πρόταση υπέρβασης των αδιεξόδων του σύγχρονου βίου και της απροσωπίας του. Ξεκινήσαμε την αναδρομή μας από την κοινότητα της Ιερουσαλήμ, επισημαίνοντας την θεμελιώδη, κατά την κρίση μας, διαφορά της Εκκλησίας του Χριστού από τις προχριστιανικές εκκλησίες και αυτοδιοικητικές συνελεύσεις πολιτών. Τολμήσαμε περίπου την ταύτιση κοινότητας και ενορίας και προσπαθήσαμε να εξηγήσουμε τι διαφοροποιεί τις χριστιανικές κοινότητες από προηγούμενες και μεταγενέστερες προσπάθειες αυτοθέσμισης διαφόρων συλλογικοτήτων.Ανατρέξαμε στην ημετέρα κοινοτική παράδοση επισημαίνοντας ότι είναι δική μας όσο εμείς την κοινωνούμε κι όχι όταν την κάνουμε ατραξιόν της συλλογικής φιλαυτίας μας.Μιλήσαμε για την εκδίωξη αυτής της παράδοσης από το νεοελληνικό κράτος και τον σύγχρονο τρόπο ζωής και θέσαμε το δύσκολο ερώτημα εάν σήμερα με τις τρέχουσες συνθήκες και προϋποθέσεις είναι εφικτή η επανασύνδεσή μας με αυτήν.Αποφύγαμε την εύκολη κατάφαση αλλά καλό θα είναι να μην αποφύγουμε να επισημάνουμε ότι αυτό που συνήθως μπερδεύεται με την Κοινότητα των Προσώπων είναι οι ατομοκεντρικές, κολεκτιβιστικές και κορπορατιστικές ενώσεις που προϋποθέτουν μέλη και όχι πρόσωπα. Στην δική μας κοινοτική παράδοση η πρώτη κοινότητα δημιουργήθηκε στην Ιερουσαλήμ, μετά την Πεντηκοστή. Όλοι οι πιστοί «είχαν άπαντα κοινά» (Πράξεις, Λουκάς). Αυτή η κοινότητα βεβαίως δεν βρισκόταν εν κενώ. Είχε συγκεκριμένα χρονικά και γεωγραφικά όρια. Ήταν τα όρια της ενορίας κι αργότερα της μονής. Ήταν όμως μια εσχατολογική κοινότητα. Κι αυτό νομίζω ότι ήταν και το στοιχείο που την διαφοροποιούσε και την διαφοροποιεί από προηγούμενες και μεταγενέστερες προσπάθειες αυτοθέσμισης διαφόρων συλλογικοτήτων. Από τότε βεβαίως κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Αλλά οι ενορίες διέσωσαν, εν πολλοίς, τον κοινοτικό τους χαρακτήρα ή τον αλλοίωσαν σε τέτοιο βαθμό που πολλοί σήμερα πιστεύουν ότι είναι δυνατή η συγκρότηση κοινότητας χωρίς τις εσχατολογικές προϋποθέσεις των χριστιανικών κοινοτήτων. Στην πραγματικότητα όμως αντιλαμβάνονται ως κοινότητα  μια κοινωνική σύμβαση με καλές προθέσεις. Κανένα κοινωνικό συμβόλαιο όμως δεν συγκροτεί Σώμα Χριστού, Εκκλησία, Κοινότητα.

πηγή: antifono.gr ( με ευγενική παραχώρηση από το περιοδικό manifesto, τ.20 Νοέμβριος 2010 )
http://www.antifono.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: