Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ



               
                Μέσα στήν λατρευτική ζωή τής Εκκλησίας όλοι οι πιστοί ζούμε τήν πνευματική αίσθηση τής Αναστάσεως τού Χριστού καθώς και τήν πνευματική προσδοκία τής δικής μας αναστάσεως κατά την Δευτέρα Παρουσία του. αυτό μαρτυρεί ο απ. Παύλος: «Ξέρουμε ότι ο Θεός που ανέστησε τόν Κύριο Ιησούν, θα αναστήσει και μας και θα μας παρουσιάσει μπροστά Του μαζί με όλους εσάς». Πώς ξέρουμε, πώς αντλούμε αυτήν τήν θεία γνώση που είναι «τό τής θεολογίας μυστήριον» κατά τόν Μέγα Βασίλειο;

                Τήν αντλούμε από την αδιάψευστη μαρτυρία τού Ευαγγελίου, τό κήρυγμα τών Αποστόλων, τήν διδασκαλία τών Πατέρων, το δόγμα και τήν ομολογία πίστεως, τήν ζωή τής Εκκλησίας. Δεν αρκεί όμως να έχουμε μόνο κατά νουν αυτήν τήν θεόπνευστη πληροφορία διότι, όπως παρατηρεί πάλι ο Μ. Βασίλειος, «τό τής θεολογία μυστήριον τήν εκ τής αβασανίστου πίστεως επιζητεί συγκατάθεσιν», δηλαδή, απαιτείται συγκατάθεση χωρίς αμφιβολία και διακρίσεις λογισμών εκ μέρους μας για τό αν και κατά πόσον είναι αληθινή η πληροφορία τού μυστηρίου τής πίστεως. Διαφορετικά, όσα και αν γνωρίζουμε στήν θεωρία για τήν πίστη στόν αναστημένο Χριστό, χωρίς τήν δική μας ολόθυμη συμμετοχή, δεν μπορούμε να καρπωθούμε τήν σωτήρια αυτήν χάρη τής Αναστάσεως μέσα στήν ύπαρξή μας.

                Όταν ο Θεός δέχθηκε τήν μετάνοια τού προφήτη Δαβίδ και τόν λύτρωσε από τις μεγάλες του αμαρτίες και τις λυπηρές προσωπικές του περιστάσεις, είπε ο δεύτερος «επίστευσα, δι ό ελάλησα». Από τήν ζωντανή σωτηριώδη παρέμβαση τού Θεού στήν ζωή του, είδε με τα μάτια τής ψυχής του, τήν θεία δικαιοσύνη και το πλούσιο έλεός Του. Και πίστεψε, ύμνησε, ομολόγησε και δίδαξε ότι ο Θεός είναι «οικτίρμων και ελεήμων» και «δίκαιος εν πάσι τοίς έργοις Αυτού».

                Παίρνοντας και μείς παράδειγμα από τον μεγάλο προφήτη και ψαλμωδό τής Παλαιάς Διαθήκης ακολουθούμε τήν μαρτυρία τού απ. Παύλου. Αν πράγματι πιστεύουμε στόν Χριστό, θανατώνουμε διαρκώς στήν παρούσα ζωή τόν παλιό μας εαυτό με τα πάθη και τις πονηρές του επιθυμίες για να προσεγγίσουμε με τήν δική μας σταύρωση τήν δική Του Σταύρωση που νέκρωσε τις δικές μας αμαρτίες. Κάνουμε αγώνα πνευματικό για να μη ζήσει η αμαρτία μέσα μας.

                Επιδιώκουμε να ζήσει μέσα μας ο Χριστός με τήν αναστάσιμη χάρη Του και να γίνει φανερή η θεία Του ενέργεια στήν φθαρτή μας φύση. Να νιώσουμε τήν φθορά να υποχωρεί καις τήν θέση της να απλώνεται η αφθαρσία που Εκείνος δώρισε με τήν ζωηφόρο Ανάστασή Του. Ώστε και η προσδοκία μας στήν κοινή ανάσταση τών νεκρών να είναι βέβαιη. Και τότε μπορούμε, με συνέπεια τών λεγομένων μας, να ομολογούμε τήν αλήθεια που πιστεύουμε.

                Κάθε λόγος ή κάθε αναφορά μας στό περιεχόμενο τής πίστης, στα λόγια τού Ευαγγελίου και τό κήρυγμα, που δεν συνοδεύεται από τήν προσωπική μας πνευματική εμπειρία μέσα στήν λατρευτική ζωή τής Εκκλησίας είναι, όπως πάλι επισημαίνει ο Μ. Βασίλειος, κενά ρήματα επειδή στερούμαστε «τό εκ τής πίστεως ισχυρόν», δηλαδή, όταν μιλάμε για τόν Χριστό και τήν διδασκαλία Του και δεν βεβαιώνουμε όσα λέμε με τήν δύναμη τής πίστης τής ψυχής μας, τήν προσωπική μας εμπειρία, τότε τα λόγια  μας είναι κενά περιεχομένου. Διότι δεν αποπνέουν άρωμα εμπειρίας πίστης και συνεπώς δεν πείθουν. Αντίθετα είναι παράγωγα κενοδοξίας και αλαζονείας παρά λόγος πίστης προς σωτηρία ψυχών.

                Σε αυτήν τήν πλάνη περιέπεσε και ο φαρισαίος τής παραβολής. «Επαιρόμενος τη ματαιότητι τού νοός αυτού», κατά τόν Μ. Βασίλειο, δηλαδή επειδή παρασύρθηκε σε έπαρση από τόν μάταιο τρόπο σκέψης τού νού του, περιέπεσε σε καύχηση τού εαυτού του και κατάκριση τού τελώνου. Διότι είχε γνώση Θεού χωρίς ταπείνωση, χωρίς εμπειρία πνευματική. Είχε γνώση προς τό «θεαθήναι τοίς ανθρώποις». Αντίθετα, ο δακτυλοδεικτούμενος αμαρτωλός τελώνης είχε γνώση Θεού μέσα απ’ τήν βαθιά του ταπείνωση. Εφάρμοσε, χωρίς προφανώς να γνωρίζει, τα γεμάτα επίγνωση λόγια τού Δαβίδ: «Εγώ δε εταπεινώθην σφόδρα». Ομολόγησε τό μυστήριο τής Θεολογίας τού Σταυρού του Χριστού, επειδή ταπεινώθηκε μέσα στο βάθος τής αμαρτωλής του συνείδησης, ακολουθώντας τα ίχνη τού Θεανθρώπου, που ταπεινώθηκε «μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού».

                Σε μια τέτοια αξιομίμητη κατάσταση οφείλουμε και μείς να αναμοχλεύουμε τά σωτήρια λόγια τού Ευαγγελίου τής χάριτος, δηλαδή, να είμαστε σε βαθιά επίγνωση τών λεγομένων μας και ό, τι ομολογούμε να έχει τό ανάλογο αντίκρισμα πίστεως, ώστε να έχουμε παρρησία ενώπιον Θεού και ανθρώπων, όπως ο τελώνης, αλλά και κοινωνία πίστεως με τα άλλα μέλη τής Εκκλησίας. Ωστόσο, η κοινωνία πίστεως δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς κοινωνία Πνεύματος, δηλαδή, να εμφορούμαστε στόν πνευματικό μας αγώνα από τό ίδιο πνεύμα τής πίστεως που διέκρινε όλους τούς αγίους και δικαίους τής Εκκλησίας μας. Να έχουμε «τό αυτό Πνεύμα τής Πίστεως» που χαρακτηρίζει τό σώμα τής Εκκλησίας. Με άλλα λόγια, είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε τήν ενότητα τής πίστεως μέσα από τήν κοινή πνευματική μας εμπειρία, για να έχει η πίστη μας δύναμη και να είναι ο λόγος μας πειστικός.
Αρχιμ. Χ.Ν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: