Για την ίδια η ζωή της σταμάτησε το μαύρο πρωινό της 20ής Ιουλίου 1974. Ήταν τότε 27 χρονών. Είχε προλάβει να παντρευτεί και να κάνει δύο παιδιά. Την Ειρήνη που τότε ήταν δύο χρονών και τον Γιάννο, ενός έτους.
«Η ζωή σταμάτησε εκείνη τη μέρα. Να στραφούμε πίσω και θα αρχίσουμε να μεγαλώνουμε.»
20 Ιουλίου, χωριό Ελιά της Κερύνειας, ένα χιλιόμετρο μακριά από το σημείο όπου άρχισαν την εισβολή οι Τούρκοι.
"Είμαι η Χαρίτα Μάντολες, κατάγομαι από ένα όμορφο χωριό της Κερύνειας, στην Όρκα γεννήθηκα, ήταν ο πατέρας μου από εκεί, η μητέρα μου από τον Καραβά. Κατάγομαι από μιαν πολύτεκνη οικογένεια, ήμασταν 11 αδέρφια, 8η στην σειρά εγώ. Η μητέρα μου δυστυχώς, πέθανε όταν ήμουν 11 χρονών, κι ο μικρός αδερφός μου 5 χρονών. Και τότε απ’ το χωριό μου στην Όρκα, ο πατέρας μου μας πήρε και μας πήγε στο χωριό της μητέρας μου στον Καραβά. Εκεί είχε ένα τσιφλίκι, το τσιφλίκι της Ελιάς. Ήταν ένα μικρό χωριουδάκι η Ελιά, άλλα ήταν κι ένα τσιφλίκι με μεγάλη περιουσία το οποίο είχε δώσει ο παππούς στην μητέρα μου. Εκεί ήτανε νερά τρεχάτα, λεμονόδεντρα, περβόλια, οι πρόποδες του Πενταδακτύλου τα άγγιζαν, ήταν ο κάμπος και η θάλασσα-ήταν πανέμορφα τα μέρη μας. Εκεί παντρεύτηκα, έκανα δύο παιδάκια.
Ήτανε 2 χρονών η κόρη μου στην εισβολή και ενός ο γιός μου- δεν επερπάτα, ήταν μικρός. Στις 15 Ιουλίου έγινε το πραξικόπημα, και μετά ήρθε η τούρκικη εισβολή, 20 Ιουλίου. Στις 20 Ιουλίου ξυπνήσαμε με εκρήξεις, οι Τούρκοι άρχισαν να βγαίνουν εκεί κοντά στο σπίτι μας, ένα μίλι αγγλικό είμασταν μακριά από την αποβίβαση που εγίνετο, και ερχόντουσαν πιο κοντά μας- αυτά τα πράγματα κανείς δεν μπορεί να τα ξεχάσει. Όταν αρχίσαν οι εκρήξεις, κι άνοιξα το παράθυρο να βγαίνει προς την Κερύνεια, είδα έναν μαύρο καπνό να βγαίνει. Ο σύζυγός μου φώναξε, γρήγορα έξω να βγούμε γιατί ήρθαν οι Τούρκοι. Όλο το βράδυ άκουγε από το ραδιοφωνάκι, BBC,τον αγγλικό ραδιοσταθμό, ότι τα πλοία από την Τουρκία, ξεκίνησαν προς την Κύπρο. Και τότε μέχρι να κάνουμε δύο μπιμπερά γάλα στα μικρά παιδιά, να ξυπνήσουμε τον γέρο- τον πατέρα μου- και να βγούμε έξω, και που να κρυφτείς- δεν ξέραμε που να πάμε. Πήγαμε κάτω από τα λεμονόδεντρα που άγγιζαν κάτω, και έμπαινες κάτω από την λεμονιά και δεν σε έβλεπε κανείς από το φύλλωμα, φωνάξαμε και την αδερφή μου και τον σύζυγό της με δύο βρέφη. Μπήκαμε κάτω από τα λεμονόδεντρα με λίγο νερό, λίγο ψωμί. Και εκεί δεν μπορώ να περιγράψω τι γίνονταν˙ έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα! Κοντά μας έφτασε ένα αγοράκι δεκατεσσάρων χρονών, που έκλαιγε, έχασε τους γονείς του. Σε λίγο πέρασε ένας άντρας με τρία παιδάκια, έχασε την γυναίκα του και την πεθερά του. Τους δίναμε λίγο νερό, λίγο ψωμί και πήγαιναν να κρυφτούν πάνω στο βουνό. Και σιγά σιγά μεγάλωνε η ομάδα εκεί που είμασταν, έρχονταν και κάθονταν εκεί κοντά μας. Αφού ο σύζυγός μου άκουσε στο ραδιοφωνάκι πως οι έφεδροι πρέπει να καταταγούνε στην μονάδα τους. Ήταν 25 χρονών έφεδρος, και 23ων της μικρής μου αδερφής, και έφυγαν από κοντά μας, πήγαν να καταταγούν, έτρεξαν προς την Κερύνεια. Ήταν ένα στρατόπεδο, η Γκλιτσιώτισσα, το οποίο είχαν χτυπήσει πρώτο οι Τούρκοι, πήγαν εκεί να καταταχθούν. Όμως δεν άργησαν πολύ, ήρθαν με πολλούς άλλους στρατιώτες, αφού το πραξικόπημα είχε πάρει τα όπλα και τα είχε εξαφανίσει, και είπαν οι άλλοι οι στρατιώτες, πως πήγαμε εμείς και δεν είχε όπλα το στρατόπεδο για να μας δώσουν. Ο σύζυγός είπε πως είδε έξω Τούρκους που είχαν σκοτώσει πολλούς, γιατί τα πλοία από την θάλασσα έριχναν όλμους, τα αεροπλάνα κατέβαιναν πολύ χαμηλά και μυδραλιοβολούσαν από τα φτερά. Και τότε έμεινε ο σύζυγός μου μαζί μας, μέχρι το μεσημέρι, είδαμε, έβγαιναν από την θάλασσα οι Τούρκοι και προχωρούσαν, έτσι από μακριά έριχναν σφαίρες αλύπητα. Και αποφασίσαμε να πάμε να κρυφτούμε σε έναν στάβλο υπόγειο, που ήταν από σφαίρες χτισμένο, να μην σκοτώσουν οι αδέσποτες σφαίρες που έριχναν οι Τούρκοι. Ήταν βροχή οι σφαίρες και τα χόρτα τα ξερά, έπαιρναν φωτιές. Δίπλα από το σπίτι μου ήταν το σπίτι της μικρής αδερφής μου, και από κάτω ήταν αυτό το υπόγειο, που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μου για τα ζώα.
Εβράδιασε, κι έτρεχε πολύς κόσμος να φύγει- στρατιώτες κλαίγανε, φωνάζανε, τους δίναμε λίγο νερό, λίγο ψωμί, φεύγανε από κοντά μας. Και τότε έφτασε η κοπέλα αυτή που την έχασε ο σύζυγός της και έμεινε μαζί μας το βράδυ, και έκλεγε, και έλεγε, ‘’πάμε να βρούμε τον άντρα μου και τα μωρά μου’’, γιατί κι αυτός ήταν μαζί μας, και έφυγε από το πρωί, και κάπου θα είχε κρυφτεί. Τελικά έμεινε αυτή, και ξημέρωσε η άλλη μέρα. Το τι γίνονταν όλο το βράδυ μέσα εκεί είναι από αυτά που δεν μπορεί ο άνθρωπος να τα περιγράψει.
Την άλλη μέρα, 21 Ιουλίου, ο σύζυγός μου λέει, θα πάει στο σπίτι δίπλα να φέρει λίγο γάλα και λίγο ψωμί για τα παιδιά. Όταν βγήκε του είπα θά ‘ρθω και ώ μαζί σου, και μού ‘πε, ‘’δεν θα πάς πουθενά’’. Βγήκε, και όταν πήγα να πάω ένα αεροπλάνο πετούσε πολύ χαμηλά και μυδραλιοβολούσε στο σπίτι μας, μου φώναξε ‘’πρόσεχε’’. Τότε επέστρεψα στον στάβλο, και τότε ήρθε τρεχτός με ένα αδειανό βάζο, και του λέω, ‘’γιατί δεν έφερες λίγο νερό για τα παιδιά’’, κα μου λέει έλα έξω να σου πω, για να μην ακούσουν και πανικοβάλουμε τους ανθρώπους μέσα. Ένας στρατιώτης είναι πληγωμένος στον φούρνο του σπιτιού μας και έλα να του δώσουμε βοήθεια’’. Έτρεξα- δεν θα ξεχάσω ποτέ μου τον στρατιώτη, ήταν ο Χριστόφορος Ιατρού, από τον Αη Γιάννη τ’ Αγρού, ένα χωριό του Τρόοδος. Βγήκε από τον φούρνο και μπήκε μέσα στον γουμά- στο κοτέτσι- έτρεμε απ’ τον φόβο του και η γλώσσα του ήταν κρεμασμένη. Τον πήγαμε στο σπίτι, τον έβαλε ο σύζυγός μου στο μπάνιο, τού ‘πλυνε τις πληγές και του τις έδεσε, και του έδωσε από τα ρούχα του και φόρεσε, έβγαλε τα στρατιωτικά. Όταν τον περιποιηθήκαμε, έφτασε η μητέρα της κοπέλας. Η κοπέλα βγήκε επάνω και φώναζε να πάει να βρει τον άνδρα της, και τα μωρά της, η Μαρούλα. Και τότε λέει η μητέρα της, ‘’γρήγορα, πάμε να βρούμε τα μωρά και τον σύζυγό σου’’. Εγώ επέμενα να μείνουν μαζί μας, αλλά δεν τα κατάφερα. Είναι αυτός ο πόνος για τα παιδιά της, και έφυγαν απ’ εκεί, κι εγώ τις παρακολουθούσα από το παραθυράκι του μπάνιου μου που ανηφόριζαν, προς το χωριουδάκι, την Ελιά. Και είναι ακόμη οι κραυγές τους στα αυτιά μου, γιατί λίγο πιο πάνω ήταν κρυμμένου Τούρκοι στρατιώτες και τις άρπαξαν.
Αυτές αφού, λοιπόν, τις άρπαξαν, εγώ επέστρεψα στους ανθρώπους μου εκεί που έστεκαν, και τους είπα πως την Μαρούλα και την Χρυσταλού, τις άρπαξαν οι Τούρκοι. Και αμέσως πέρασε ένας Τούρκος μπροστά από το σπίτι μας, με έναν ασύρματο και κρατούσε και μια χειροβομβίδα. Σε λίγα λεπτά άρχισαν οι όλμοι από την θάλασσα να πέφτουν γύρω από τα σπίτια μας, και οι λάκκοι το χώμα που έβγαζαν σκέπαζε τα σπίτια. Τότε πήραμε κεριά και λαμπάδες και ανάψαμε και γονατίσαμε κάτω από τους δοκούς του σπιτιού, γιατί πιστεύαμε πως θα έπεφτε το σπίτι επάνω μας. Τότε εγώ βρέθηκα δίπλα στον στρατιώτη, και τον ρώτησα πως βρέθηκε εκεί, και μου είπε,’’ μας είχαν μαζέψει, μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο και εκεί διάλεξαν τους Μακαριακούς- τότε ήταν το πραξικόπημα. Τρία λεωφορεία γέμισαν, και μας έφεραν εδώ πιο κάτω από το σπίτι σας, και οι Τούρκοι μας έστησαν ενέδρα. Όλοι είναι κάτω νεκροί, εγώ πληγώθηκα και έκανα τον νεκρό. Και όταν βράδιασε, έφυγαν οι Τούρκοι, σύρθηκα μέχρι το σπίτι σας. Δεν ήξερα αν ήταν εδώ Τούρκοι ή Έλληνες, για να ζητήσω βοήθεια, άκουγα μέσα στο υπόγειο όλο το βράδυ, τα παιδιά που έκλαιγαν’’.
Είχαμε μαζευτεί 48 άτομα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Και τότε, σταμάτησαν να πέφτουν οι όλμοι, και ένας ένας πήγαμε και κρυφτήκαμε πάλι κάτω στο υπόγειο- και έγινε 5.20 το απόγευμα. Και τότε ακούσαμε πάνω ποδοβολητά, να χτυπούν να πυροβολούν- δεν ξέραμε αν μπήκαν Τούρκοι ή Έλληνες. Τότε είδαμε πως είμασταν περικυκλωμένοι από τους Τούρκους, και είπαμε να παραδοθούμε, αλλά οι άνδρες έλεγαν δεν θα παραδοθούμε. Είπαμε όμως αφού είμαστε άοπλοι, γυναικόπαιδα, να παραδοθούμε να πάρουν αιχμαλώτους. Και τελικά, μια ξαδέρφη μας, η Ελένη Ευθυμίου, έδεσε ένα λευκό πανί σε ένα καλάμι και το έβγαλε από μια τρύπα του στάβλου, και φώναζε, αγγλικά, ‘’μην πυροβολείτε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα’’. Οι Τούρκοι τότε ρίξαν την πορτούλα, και μας είπαν με ψηλά τα χέρια ένας ένας να βγαίνει έξω. Όλοι βαστούσαν από ένα παιδί στην αγκαλιά- εγώ βαστούσα την κόρη μου, ο άνδρας μου τον γιό μου. Μας έβγαλαν επάνω στην βεράντα και μας είπαν, ‘’καθίστε εδώ να δούμε τι θα σας κάνουμε’’. Όπως λέμε, τα βάσανα του Ιησού Χριστού, έτσι αρχίσαν να κάνουν τους ανθρώπους˙ τους χτυπούσαν, τους έσχισαν τα ρούχα, ποδοπάτησαν τα μπιμπερά με τα γάλατα των παιδιών μας. Ήρθαν και άλλοι Τούρκοι εκεί και φέραν εκεί κοντά μας μία Εγγλέζα με ένα παιδάκι, και αυτής τρέχαν αίματα από τα πόδια της, την βάλαν εκεί κοντά μας και μας είπε πως τον σύζυγό της τον πυροβόλησαν εκεί πιο κάτω σε ένα σπίτι οι Τούρκοι, και αυτήν την πήραν και την κακοποίησαν πολλές φορές.
Μετά μας είπαν να σηκωθούμε, να ξεκινήσουμε να μας πάρουν αιχμαλώτους. Για κανά χιλιόμετρο προχωρήσαμε και οι Τούρκοι μας χτυπούσαν δεξιά και αριστερά. Μας είπαν να στρίψουμε αριστερά σε έναν δρόμο αγροτικό, και εκεί επέλεξαν ένα ξέφωτο με ελιές. Μας είπαν να καθίσουμε εκεί κάτω από μια ελιά, μέχρι να ρθει ο αξιωματικός να μας πεί, τι θα σας κάνουμε- ακούγαμε τις διαταγές τους και δεν μπορούσαμε να κάνουμε διαφορετικά.
Εμείς τότε γονατίσαμε και κοιτάζαμε κατά τους πρόποδες του Πενταδακτύλου, όπου ήταν ένα ξωκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ- κι η χάρη του μεγάλη που μας βοήθησε. Οι Τούρκοι έστησαν γύρω μας κάτι σιδερένια τριπόδια και έβαλα πάνω σφαίρες, και πυροβολούσαν στο αέρα. Τα τούρκικα τα αεροπλάνα πετούσαν ψηλά, και έβαλα κόκκινα μαντήλια στο κεφάλι τους και μας είπαν, ‘’ μην φοβάστε, είναι δικά μας’’. Και τότε έτσι πως μας είχαν και μας πρόσεχαν, πήραν το σύζυγο της ξαδέρφης μου της Ελένης, με το παιδί στην αγκαλιά, τον έβγαλαν από τον κύκλο, το έβαλαν μπροστά το περίστροφο, κάθε λίγο να τον σκοτώσουν. Την Τρίτη φορά, έτοιμος ο στρατιωτικός αυτός να τον σκοτώσει, αυτός κατέβασε το παντελονάκι του μωρού και το κάθισε κάτω, για να ουρήσει, δήθεν, και όταν επάτησε την σκανδάλη έφυγε η σφαίρα. Και ο Τούρκος θύμωσε πολύ, άρχισε να τον χτυπά και τον έφερε στον κύκλο.
Ένας Τούρκος, κρύφτηκε σε μια κουφάλα της ελιάς, λίγο πιο μακριά από μας, προς την μεριά του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Και κάθε λίγο έβγαινε- προσπαθούσε να μην τον βλέπουν οι Τούρκοι- και μας έκανε νόημα με το χέρι˙ δεν ξέραμε όμως τι ήθελε να πεί, μήπως ήθελε να μας βοηθήσει. Λέγαμε μήπως, εννοούσε, ότι οι Τούρκοι θα αρχίσουν να πυροβολούν και εμείς να πέσουμε κάτω, ή μήπως πως θα αρχίσουν να πυροβολούν και θα μας σκοτώσουν όλους; Και είναι αυτά τα τελευταία λόγια που έχω ακούσει από τον άνδρα μου, ‘’αν αρχίσουν να πυροβολούν, εσύ να πέσεις κάτω και να κάνεις την νεκρή’’. Πίστευα κι εγώ πως και ο σύζυγός μου έτσι θα έκανε, αλλά δυστυχώς δεν ήταν έτσι τα πράγματα. Προσεύχομαι, όμως, για τον Τούρκο αυτόν, γιατί όταν μας είπαν να πέσουμε κάτω ήρθε ο αξιωματικός τους για να πει τι θα μας κάνουν. Αυτός δεν μιλούσε ούτε αγγλικά, ούτε γερμανικά, μόνο τούρκικα, και τότε σηκώθηκε μια γυναίκα που ήτανε μαζί μας- αυτή ήταν από ένα χωριό της Αμμοχώστου, όπου ζούσαν και Τούρκοι και Έλληνες, και ήξερε τούρκικα- και του λέει τι θα μας κάνετε, πρέπει να μας σεβαστείτε, είμαστε άοπλοι και γυναικόπαιδα. Και εγώ εκείνο που κατάλαβα είναι πως θα μας σκοτώσουν όλους, και πού είπε για τα Κότσινα- εξ ολοκλήρου τούρκικο χωριό στην Πάφο- που τάχα οι Έλληνες σκοτώσαν Τούρκους. Και του λέει αυτή, ‘’ψέματα σας λένε, οι δικοί μας δεν μπήκαν στα Κότσινα’’. Και αυτός της είπε, ‘’όχι, εμείς θα δώσουμε εκδίκηση’’. Και έφυγε, αφού έδωσε την διαταγή, και οι Τούρκοι μας είπαν να σηκωθούμε και να περπατούμε δύο δύο στην γραμμή. Όταν φτάναμε ως εκεί που μα είπαν, οι Τούρκοι μας χτυπούσαν και μας έλεγαν, τώρα τρείς τρείς στην γραμμή- πόλεμο νεύρων μας έκαναν. Εγώ κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου την κόρη μου, και δίπλα ήταν ο Τούρκος που πυροβολούσε έναν άνθρωπο από την παρέα μας, τον Κώστα τον Μέλισσο. Τον πυροβόλησε, κι αυτός σωριάστηκε στην ρίζα της ελιάς- εμένα καρφώθηκαν τα μάτι μου να βλέπω- και πάλι ανασηκώθηκε ο Κώστας να πάρει αγκαλιά την ελιά, και τον ξανά πυροβόλησε ο Τούρκος, και πάλι έπεσε κάτω, και Τρίτη φορά ανασηκώθηκε και ο Τούρκος τον πυροβόλησε πάλι και έμεινε κάτω. Τότε ήρθαν τα λόγια που μου είπε ο άνδρας μου, ‘’αν δεις να πυροβολεί, πέσε κάτω’’. Έπεσα κάτω κι εγώ, μαζί με άλλες γυναίκες, κι έσφιγγα στην αγκαλιά μου την κόρη μου.
Δεν ήξερα πόσο είχε περάσει, λεπτά, ή δευτερόλεπτα και ένιωσα να με κλωτσούν- το ένιωθα, αλλά δεν πίστευα ότι ήμουν στην ζωή. Και τότε γύρισα το κεφάλι της κόρης μου, να δώ άμα ζεί, γιατί τόσο πολύ το έσφιγγα, που νόμιζα πως το έπνιξα το παιδί, κι εκείνη μου ανοιγόκλεισε τα μάτια της. Και λέω, ‘’η κόρη μου ζεί, εγώ ζώ’’; Δεν πίστευα πως είχα ζωή πάνω μου, και έφερα το χέρι μου και άγγιξα το πόδι μου και λέω, ‘’ζώ’’! Και πήρα δύναμη- και πιστεύω στον Πανάγαθο Θεό, και την Παναγία μου, και τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, γιατί αυτοί μου δώσαν δύναμη. Σηκώθηκα, και άρχισα να ψάχνω και να φωνάζω, ‘’Ανδρέα, Ανδρέα’’! Ήταν μπροστά μου ο άντρας μου, κάτω. Έκανα ένα βήμα, ακόμη ένα, για να φθάσω να αγγίξω στα πόδια του, να δω αν ήταν ζωντανός και προσποιείτο τον νεκρό. Οι Τούρκοι, μας τραβούσαν μακριά, άλλοι μας τραβούσαν τα χέρια, για να μας πάρουν τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια. Εγώ έκανα και δεύτερη προσπάθεια, και πάλι με τραβούσαν πίσω, έκανα και Τρίτη, και δεν τα κατάφερα.
Τότε είδα τον γιό μου που τον βαστούσε ο άντρας μου, κι ήταν στο σβέρκο του- ήταν πληγωμένο το μωρό, κα τρέχαν τα αίματα, το έβλεπα που έκλεγε και κουνούσε το κεφαλάκι του. Άρχισα, να φωνάζω, ‘’το μωρό μου, το μωρό μου’’, και δεν με άφηναν να πάω κοντά του, κι εγώ επέμενα και φώναζα. Και μετά βρέθηκε ο Τούρκος της κουφάλας- και γι’ αυτό λέω, ‘’προσεύχομαι γι’ αυτόν- και του λέω, ‘’το μωρό μου θέλω, άφησέ με να πιάσω το μωρό μου’’. Κι αυτός το έπιασε και μου το πέταξε μακριά. Και αυτό είναι που λέω, ότι διεκδίκησα τον γιό μου, γιατί αν δεν τον διεκδικούσα θα ήταν τώρα αγνοούμενο το παιδί μου. Εκτός από τον γιό μου και άλλα δύο κοριτσάκια, τα πήρε και μας τα πέταξε μακριά. Εγώ έτρεξα να πάρω το μωρό μου μέσα από τα αγκάθια που αρκουδούσε. Έτρεξε και μια άλλη κοπελίτσα και μου λέει, ‘’άφησε μου τον Γιάννη σου, δικό μου το μωρό’’. Επειδή είδα ότι προηγείτο, της το άφησα και το έβαλε στην αγκαλιά της. Της το άρπαξε τότε ένας Τούρκος και το πέταξε μακριά, και πήγε να την κακοποιήσει- να την βιάσει- και την άρπαξε μια μεγάλη γυναίκα και την έβαλε στην αγκαλιά, και φώναζε, ‘’είναι η κόρη μου, άστε την’’, και έβγαλε ο Τούρκος την λόγχη και την έσκισε την κοιλιά, και άρπαξε την κοπελίτσα και της ξέσκισε τα ρούχα και την βίασε. Τότε εγώ έτρεξα πάλι να πάρω τον γιό από τα αγκάθια, και τότε έτρεξε η αδερφή μου και μου φώναξε, ‘’ άσε μου τον Γιάννη σου, γιατί εγώ έχω χάσει και τα τρία μου, τα μωρά’’. Τα μωρά της αδερφής μου ήταν 7, 8 και 9 χρονών, και βαστούσαν τον πατέρα τους από τα χέρια- αισθάνονταν περισσότερο ασφάλεια- αλλά όταν πυροβόλησαν το πατέρα και έπεσε κάτω, έπεσαν και τα παιδιά δίπλα, και η αδερφή μου τα είδε κάτω και νόμιζε ότι τα είχαν σκοτώσει- ενώ ζούσαν. Ο Βασίλης, αυτός που έβαλαν προηγουμένως να τον πυροβολήσουν, έτρεξε με το μωρό στην αγκαλιά, και τα παιδάκια άνοιξαν τα ματάκια τους κι όταν είδαν τον θείο τους έτρεξαν και αυτά προς την κατεύθυνση εκείνη, και γλύτωσαν.
Δώδεκα ανθρώπους εσκότωσαν εκεί, όπως φάνηκε και από τα λείψανα που βρήκαμε, και ήταν εν ψυχρό δολοφονία, δεν ήταν ούτε πληγωμένοι, τους χτυπούσαν στην καρδιά και έπεφταν κάτω. Δώδεκα άνδρες, όπως τον Χριστόφορο Ιατρού, τον στρατιώτη, τον Γιαννάκη τον Κοζάκο, το παιδί που ήρθε κοντά μας χωρίς τους γονείς του, τον Σπύρο τον Κερή, που έκανε γκαρσόνι στο ξενοδοχείο του θείου μου, τον πατέρα μου, ήταν 78 χρονών, τον θείο μου 62 χρονών, τον σύζυγό μου 25 χρονών, της αδερφής μου της μικρής 23 χρονών, της μεγαλύτερης 32 χρονών, το θείο μου, τον ξάδερφό μου, και άλλοι γείτονες και συγχωριανοί.
Οι Τούρκοι μετά μας έδιωχναν να φύγουμε, και τους λέγαμε, ‘’σκοτώστε μας και ‘μας, αφού σκοτώσατε αυτούς’’, και αυτός ο Τούρκος της κουφάλας μας έδιωχνε να φύγουμε. Κι όταν απομακρυνθήκαμε αρκετά, ήρθαμε και ανταμωθήκαμε με τον Βασίλη σε ένα περβόλι, και μας έδωσε τα παιδιά, και πήγε και κρύφθηκε σε ένα πηγάδι, και έζησε εκεί 7 μέρες. Και μετά, είδε τον Άγιο Γεώργιο, και του ‘πε να βγει έξω, και είχαν φύγει οι Τούρκοι, και τον βρήκαν, κατά λάθος, δικοί μας στρατιώτες και τον έφεραν στις ελεύθερες περιοχές. Αγνοείται, η μάνα, η αδερφή του, ο πεθερός του, και ο κουνιάδος του, και δεν άντεξε κι αυτός και αρρώστησε και τον χάσαμε.
Από κεί εμείς κρυφτήκαμε σε έναν άλλο στάβλο, και εκεί βρήκαμε στρώμα βαμβακένιο, και πήραμε το βαμβάκι και βουλώναμε τα στόματα και τα αυτιά από τα παιδάκια, για να μην κλαίνε. Το βρέφος της μικρής αδερφής μου, 11 μηνών ήτανε, και έκλαιγε και της έλεγαν οι γυναίκες, ‘’πνίξ’ το, πνίξ’ το, να μην μας ακούσουν οι Τούρκοι’’. Είναι φοβερά αυτά τα πράγματα που ζήσαμε εμείς, όπως ζήσανε στον Πόντο, και αυτοί, οι Μικρασιάτες- και πραγματικά με λυπεί αυτό το πράγμα που επαναλαμβάνεται, αυτή η ιστορία με την Τουρκία.
Από εκεί, στο Έξι μίλι, στο δρόμο Καραβά-Κερύνειας, μας βρήκαν δικοί μας στρατιώτες, και ειδοποίησαν τα Ηνωμένα Έθνη, και ειδοποίησαν λεωφορεία και ήρθαν και μας πήραν στον Καραβά, και από εκεί μας πήρε ο αδερφός μου και μας πήγε στην Πλατανιστά, ένα χωριό ψηλά στο βουνό, και μας φιλοξένησαν εκεί, από τις 27 του Ιούλη μέχρι 6 Αυγούστου. Και από εκεί έφυγα με τα παιδιά μου στην Λευκωσία, στον Ερυθρό Σταυρό, να δω τι είχαν γίνει οι δικοί μας οι άνθρωποι.»
Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονάει...
Αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν την βάρβαρη εισβολή των Τούρκων του 1974 και δημοσιεύθηκαν σε εφημερίδες εκείνης της εποχής, όπου μέσα από ρεπορτάζ με ζωντανές μαρτυρίες, αποτυπώνεται το μέγεθος της θηριωδίας που επιτελέστηκε τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974.Πόνος, θλίψη, δυστυχία, είναι φτωχά επίθετα για να περιγράψουν τις εκατοντάδες προσωπικές μαρτυρίες.
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ.
https://www.sigmalive.com/news/local/348714/xarita-mantoles-i-diki-tis-istoria
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου