Ὁ πόθος τῆς Χαναναίας, μιᾶς γυναίκας μέ καταγωγή συροφοινικική, δηλαδή ἀλλότρια ἀπό ἄποψη φυλετική καί θρησκευτική, ἀποτελεῖ τό παραπέτασμα τῆς εἰσόδου μας στό κατανυκτικό, παιδαγωγικό καί προπασχάλιο κλίμα τοῦ κατανυκτικοῦ Τριωδίου. Εἶναι γνωστή ἡ θέση τῆς γυναίκας στά κοινωνικά θέσμια τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ· ὅταν μάλιστα αὐτά συμπλέκονται μέ τό ἀλλοεθνές καί ἀλλόφυλον, τότε τά τείχη καθίσταν - ται ἀνυπέρβλητα γιά τόν ἄνθρωπο πού τά χτίζει αὐτοεγκλειόμενος ἐν - τός τους, ὄχι ὅμως γιά τόν Θεό, ὁ ὁποῖος «θέλει πάντας ἀνθρώπους σω - θῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Διαβάτης στή ζωή τῶν ἀν - θρώπων, ὅπως καί αὐτῆς τῆς γυναίκας, εἶναι ὁ Κύριός μας, πάντοτε στόν κατάλληλο χρόνο καί μέ τόν κατάλληλο τρόπο.
Ἡ πνευματική ὡρίμανση τῆς Χαναναίας
Ἡ παρουσία καί τό κήρυγμά του, μαγνήτης πού ἑλκύει καρδιακά τήν πονεμένη αὐτή μάνα γιά νά τοῦ καταθέσει μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς της κραυγή σωτηρίας, σωτηρίας προσωπικῆς καί συνάμα σχετικῆς μέ τήν πολυώδυνη πνευματική ἀσθένεια τῆς θυγατέρας της: «Ἐλέησόν με, Κύριε, ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται». Ζητάει μέ πίστη διπλό τό ἔλεος τοῦ φιλεύσπλαχνου Θεοῦ· ἔλεος γιά τήν ἴδια, ἔλεος καί γιά τό ταλαίπωρο παιδί της. Ἀποκαλεῖ θεολογώντας καί συγχρόνως ὁμολογών - τας Κύριο τόν Δεσπότη Χριστό, κάνοντας - στερημένη ὁποιασδήποτε γνώσεως, πνευματικῆς καλλιέργειας ἤ ἄλλης ἀνθρώπινης προϋπόθεσης - αὐτό πού ἀρνοῦνται πεισματικά ἐπί τρία ὁλόκληρα χρόνια νά κάνουν οἱ ὁμοεθνεῖς, ὁμόφυλοι καί ὁμόγλωσσοι νομομαθέστατοι Γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι σέ κάθε περίσταση.
Ἀδυναμία γιά κατανόηση τῆς προσφορᾶς
Ὡς καρδιογνώστης ὁ Ἰησοῦς, καί τήν παρουσία καί τό πρόβλημά της γνωρίζει, ἀλλά καί τήν καρδιακή της διάθεση ἀναγνωρίζει. Οἱ μαθητές, καλοπροαίρετοι μέν, στέκονται ὅμως στήν ἐπιφάνεια τοῦ ὅλου συμβάν - τος καί προσπαθοῦν νά «προφυλάξουν» τόν Διδάσκαλο! Τόν καλοῦν νά ἐκδιώξει τή γυναίκα γιατί διαταράσσει τήν ἡσυχία καί ἴσως γίνεται αἰτία γιά περαιτέρω ἀναστατώσεις. Ὁ Χριστός τούς ἀποστομώνει: «Δέν ἔχω ἀποσταλεῖ ἀπό τόν Πατέρα μου παρά μόνο γιά τά χαμένα πρόβατα τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
Ἡ ἱστορική πορεία τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν κόσμο εἶναι πορεία-πρόσκληση πρός «πάντα τά ἔθνη» χωρίς ἐξαιρέσεις, χωρίς προσωποληψία, χωρίς ἀναμονή ἀνταπόδοσης. Ἡ σωτηρία πού προσφέρει ὁ Χριστός εἶ - ναι ὁ ἴδιος του ὁ ἑαυτός, ὁ ὁποῖος «ἀγάπη ἐστίν», ὡς ἐκ τούτου ὅσο περισσότερο μοιράζεται δέν ἀπομειώνεται, ἀλλά ὑπερπερισσεύει καί πολλαπλασιάζεται. Τά ἀγαθά τῆς βασιλείας, οἱ θέσεις θά λέγαμε στήν καρδιά τοῦ Δεσπότου εἶναι χωρητικές κάθε ἀνθρώπινης ψυχῆς ἀπό τῆς πλάσεως ἕως τῆς ἀναπλάσεως καί ἀπό τῆς ἀναπλάσεως ἕως τῆς συντελείας. Κάθε ἀνθρώπινη ψυχή μπορεῖ κάνοντας χρήση τοῦ θεόσδοτου αὐτεξουσίου νά ἐπιλέγει ἤ νά ἀπορρίπτει ὡς κατοικητήριό της τή δεσποτική καρδιά. Ὡς παιδαγωγός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων μας ὁ Ιησοῦς βλέπουμε νά χορηγεῖ μέ ἰατρική τέχνη στή συγκεκριμένη ψυχή τά φάρμακα τῆς ἀθανασίας. Ἡ σωτήρια ἐπέμβασή του ἀρχίζει μέ τή φαινομενική ἀπαξίωση στό πρόσωπο τῆς Χαναναίας. Στήν ἐπιπλέον κραυγή της: «Κύριε, βοήθα με στή δυστυχία μου», ἐκεῖνος τῆς ἀπαντάει: «Δέν εἶναι σωστό νά πάρει κανείς τό ψωμί τῶν παιδιῶν καί νά τό ρίξει στά σκυλάκια».
Τό ἔνδυμα τῆς βασιλείας
Ἡ ταπείνωση στόν ἄνθρωπο εἶναι, ὅπως καλά γνωρίζουμε, ὑπερύψωση στή θέα τοῦ Θεοῦ καί ἀσφαλῶς ἀποτελεῖ τό καταλληλότερο ἔνδυμα γιά τήν εἴσοδο στόν νυμφώνα τοῦ Κυρίου. Ἄν θεωρήσουμε ὅτι ἡ Χαναναία γυμνή καί παγωμένη στό σκοτάδι τῆς εἰδωλολατρίας τό πρῶτο πού χρειάζεται εἶναι ἔνδυμα νά τή ζεστάνει, ὁ Κύριός μας ἀκούγοντας τήν ἀπάντησή της «Ναί, Κύριε, δέχομαι ὅτι εἶμαι σκυλάκι, διότι καί τά σκυλάκια τρώγουν ἀπό τά ψίχουλα πού πέφτουν ἀπό τό τραπέζι τῶν κυρίων τους», ἤδη τήν ἐνδύει μέ τό ἔνδυμα τῆς θερμουργοῦ ταπεινώσεως καί τήν εἰσάγει στή χαρά του, προσφέροντάς της συνάμα τό δῶρο τῆς πνευματικῆς ὑγείας τῆς θυγατέρας της.
Ἡ προσέγγιση τῆς Χαναναίας μακάρι νά γίνει καί δική μας στόν βηματισμό μας πρός τήν εὐλογημένη περίοδο τοῦ Τριωδίου. Ἄς ἀνοίξουμε τήν πνευματική μας ἱματιοθήκη καί ἄς ἀναζητήσουμε μέ προσευχή καί αὐτομεμψία τό κατάλληλο ἔνδυμα γιά νά εἰσέλθουμε στόν νυμφώνα τοῦ Κυρίου.
Ἀρχιμ. Ἄ. Ἀ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου