Έχοντας μεγαλώσει στην Άρτα, στη γειτονιά του Κάστρου, αναρωτιόμουνα παιδιόθεν αν κάποιος διερχόμενος ή σύντομος επισκέπτης -ακόμα και αν γνωρίζει ότι υπήρξε κάποτε πρωτεύουσα του Δεσποτάτου της Ηπείρου- μπορεί να αντιληφθεί την γεωπολιτική σημασία και τον κρίσιμο ρόλο που είχε η μικρή αυτή πόλη στα χρόνια του ελληνικού μεσαίωνα. Γιατί δεν είναι εύκολο να αποδώσεις στις πραγματικές τους, διεθνείς τότε, διαστάσεις, τα στρατηγικά σχέδια, τις συνωμοσίες, τα πολιτικά παιχνίδια και τις δολοφονικές ίντριγκες που εξυφαίνονταν στο κάστρο αυτής της πόλης – με τελικό σκοπό όχι απλώς την τοπική εξουσία, αλλά την ανακατάληψη (από τους Λατίνους) της Κωνσταντινούπολης και του αυτοκρατορικού θρόνου του Βυζαντίου, του απόλυτου τροπαίου της εποχής.
Η ιστορία έχει ως εξής: μετά την φραγκική κατάκτηση της Πόλης το 1204, το Δεσποτάτο της Ηπείρου από τα δυτικά και η Αυτοκρατορία της Νίκαιας στο ανατολικό τμήμα του διαλυμένου κράτους των Ρωμιών, ήταν τα δύο ελληνικά, ελληνόφωνα και ορθόδοξα, «απομεινάρια» που διεκδικούσαν, έναντι πολλών εχθρών αλλά κυρίως ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους, τον θρόνο της Βασιλεύουσας. Και πριν αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το κουβάρι των γεγονότων από την αρχή, νομίζω θα είναι χρήσιμο να αναφερθούμε σε ένα επεισόδιο που διαδραματίστηκε το 1217 και αναδεικνύει εμφατικά την ανάμειξη του Δεσποτάτου και της Άρτας στον πυρήνα εξελίξεων παγκόσμιας, τότε, σημασίας.
Το 1216 ο Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης πέθανε – ο διάδοχός του, Πέτρος του Κουρτεναί, εγγονός του Λουδοβίκου ΣΤ΄, βασιλιά της Γαλλίας και φημισμένος σταυροφόρος ιππότης, στέφθηκε στη Ρώμη αυτοκράτορας από τον Πάπα και, επικεφαλής ενός στρατού 5 χιλιάδων ανδρών, κατευθύνθηκε προς την Κωνσταντινούπολη. Σε κάποιο (άγνωστο επακριβώς) σημείο της διαδρομής του στην Εγνατία Οδό, κάπου στα αλβανικά ή μακεδονίτικα βουνά, ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας, δεσπότης της Ηπείρου, του έστησε ενέδρα. Ήταν η τελευταία φορά που ακούστηκε το όνομα του Πέτρου. Ο Θεόδωρος Δούκας δεν δίστασε να τον «εξαφανίσει», ενώ αιχμαλώτισε και τον παπικό καρδινάλιο που τον συνόδευε. Χρειάστηκε μάλιστα να συγκεντρωθούν σταυροφόροι στην Ιταλία και να απειλήσει ο Πάπας με εκστρατεία εναντίον της Ηπείρου για να απελευθερώσει ο δυναμικός Δεσπότης της Ηπείρου, ένα χρόνο αργότερα, τον παπικό λεγάτο (αντιπρόσωπο).
Το Δεσποτάτο της Ηπείρου είχε δημιουργήσει το 1204, αμέσως μετά την κατάκτηση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, ο Μιχαήλ Άγγελος Κομνηνός Δούκας, νόθος γιος του σεβαστοκράτορα Ιωάννη Δούκα και ξάδελφος των αυτοκρατόρων Ισαάκιου Β΄ Άγγελου και Αλεξίου Γ΄ Άγγελου. Ο Μιχαήλ Α΄Κομνηνός Δούκας, όπως ονομαζόταν σαν Δεσπότης της Ηπείρου, ήταν ήδη έμπειρος στρατιωτικός, διοικητής βυζαντινού Θέματος και, πιθανότατα, αντιμετώπισε την βυζαντινή κατάρρευση ως μοναδική του ευκαιρία να αυξήσει την εξουσία και το κύρος του, μέχρι και να εκπληρώσει την κοινή για την κοινωνική του τάξη φιλοδοξία, να γίνει αυτός «Αυτοκράτορας των Ρωμαίων». Όντας μέλος μιας ελληνικής αριστοκρατίας που τα προνόμιά της υποβιβάστηκαν έναντι της νεοφερμένης λατινικής, είχε ίσως και «πατριωτικά», σίγουρα πάντως ωφελιμιστικά κίνητρα να εκδιώξει τους Λατίνους από τη ρωμαίικη επικράτεια.
Η Πελοπόννησος και η Αττική ήταν ήδη λατινοκρατούμενες – ο Μιχαήλ επέλεξε την Άρτα ως πρωτεύουσα ενός κράτους που εκτεινόταν από το Δυρράχιο ως τη Ναύπακτο, από βορά προς νότο και μέχρι και τη Θεσσαλία στα ανατολικά. Η Άρτα ήταν ήδη πόλη με κάστρο: κτισμένη ακριβώς πάνω στα ερείπια της αρχαίας Αμβρακίας αποτελούσε, ως πόλη ξανά, την μετεξέλιξη του οικισμού που, μάλλον ποτέ δεν έπαψε να υπάρχει σε αυτόν τον τόπο. Η μεσαιωνική πόλη πιθανότατα σχηματίστηκε από κατοίκους της γειτονικής Νικόπολης που αναγκαστικά, μετά από επιδρομές Σλάβων και Αράβων, μετακινήθηκαν εκεί μεταξύ 9ου- 10ου αι.. Αναφέρεται ως Άρτα πρώτη φορά το 1082, ενώ στα μέσα του 12ου αι. η Βενετία διατηρεί προξενείο στην πόλη. Στα χρόνια του Μιχαήλ ήταν ήδη εμπορικό κέντρο με εξαγωγική δραστηριότητα. Με δύο (κοντινά) λιμάνια, μια εύφορη πεδιάδα που αρδεύεται από δύο ποταμούς, εκ των οποίων ο Άραχθος ήταν και πλωτός, άρα εξαιρετικά χρήσιμος τόσο ως εμπορική οδός όσο και σαν φυσική οχύρωση, η μεσαιωνική Άρτα πριν ακόμα από την ίδρυση του Δεσποτάτου αποτελούσε (μαζί με το Δυρράχιο) την «δυτική πύλη» του Βυζαντίου. Λατίνοι, Φράγκοι, Νορμανδοί, Βενετοί στα δυο αυτά σημεία εμπέδωναν την είσοδό τους στον ελληνικό κόσμο της εποχής. Ο Ιωάννης Καντακουζηνός, ο λόγιος στρατηγός και μετέπειτα αυτοκράτορας, που πολιόρκησε την Άρτα το 1340, πολλά χρόνια μετά την ίδρυση του Δεσποτάτου, την αποκαλούσε «κεφάλαιον των πόλεων».
Ο ιδρυτής του, Μιχαήλ Α΄, σχεδόν ενάμιση αιώνα πριν, είχε ξεκινήσει μια δυναστεία όπου οι απανωτοί διάδοχοι έζησαν και πέθαναν «κινηματογραφικά»- η πλοκή του «Game of Thrones» θα μπορούσε να αντλήσει ενδιαφέροντα «καρέ» από τον βίο τους.
Ο ίδιος ο Μιχαήλ, που η κόρη του, Θεοδώρα Κομνηνή Δούκαινα έγινε βασίλισσα της Σερβίας, δολοφονήθηκε από υπηρέτη του το 1215. Τα κίνητρα της δολοφονίας δεν είναι γνωστά, πάντως στην εξουσία αναρριχήθηκε ο ετεροθαλής αδελφός του, Θεόδωρος. Αυτός κατέλαβε το 1224 την Θεσσαλονίκη, στέφθηκε αυτοκράτορας και παραλίγο να επανακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Αιχμαλωτίστηκε από τους Βούλγαρους μετά την ήττα του στη μάχη της Κλοκοτνίτσας, τυφλώθηκε από τους δεσμώτες του όταν κατηγορήθηκε για συνωμοσία και απελευθερώθηκε μόνο όταν δέχτηκε να παντρέψει την κόρη του Ειρήνη με τον Βούλγαρο βασιλιά Ιβάν Β΄. Ο Θεόδωρος Κομνηνός Δούκας πέθανε τελικά στη Μικρά Ασία το 1252, εξορισμένος εκεί από τον αυτοκράτορα της Νίκαιας.
Ο διάδοχος του Θεόδωρου, Μιχαήλ Β΄, ήταν νόθος γιος του Μιχαήλ Α΄- στα χρόνια του η πόλη της Άρτας βρέθηκε στο απόγειο της ακμής της ενώ ο ίδιος συνέχισε την παράδοση των προκατόχων του σε ένα αδίστακτο διπλωματικό παιχνίδι με Βενετούς, Λατίνους, Σέρβους, Βούλγαρους και την Αυτοκρατορία της Νίκαιας να εναλλάσσονται σε αντιπάλους και συμμάχους εν ριπή οφθαλμού. Συμμαχώντας με τον βασιλιά της Σικελίας, Μανφρέδο Χοενστάουφεν και τον πρίγκιπα της Αχαΐας, Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, ο στρατός τους συγκρούστηκε το 1259 στην Πελαγονία με τις δυνάμεις της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο νόθος γιος του Μιχαήλ, Ιωάννης Δούκας, αυτομόλησε στον εχθρό και ο Μιχαήλ με τον στρατό του Δεσποτάτου αποχώρησε αιφνιδιαστικά, αφήνοντας τους Λατίνους συμμάχους του να υποστούν πανωλεθρία. Δυο χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας της Νίκαιας, Μιχαήλ Παλαιολόγος, ολοκλήρωσε την επανάκτηση της Πόλης από τους Λατίνους. Ο Θωμάς Κομνηνός Δούκας Άγγελος, εγγονός του Μιχαήλ Β΄, δολοφονήθηκε το 1318 από τον ανιψιό του, Νικόλαο Ορσίνι. Παρά το λατινικό του όνομα, ο Ορσίνι ήταν κι αυτός Κομνηνός Δούκας από την πλευρά της μητέρας του που ήταν αδερφή του Θωμά. Ο Νικόλαος Ορσίνι έγινε Δεσπότης της Ηπείρου και παντρεύτηκε την χήρα του Θωμά, Άννα Παλαιολογίνα, κόρη του Βυζαντινού (συν)αυτοκράτορα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1323 δολοφονήθηκε κι αυτός από τον αδελφό του, Ιωάννη Β΄ Ορσίνι.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έζησαν στο Κάστρο της πόλης και την διαφέντεψαν από ‘κει. Στις επάλξεις του δόθηκαν μάχες σώμα με σώμα, στα «ριζά» των τειχών του πολιορκίες εκτυλίχθηκαν– λίγο αλαφροΐσκιωτος να είσαι και με τη βοήθεια των ιστορικών στοιχείων μπορείς να τις φανταστείς μάλλον ρεαλιστικά. Τους χίλιους ιππείς – 3 τάγματα του στρατού του Δεσποτάτου και των Φράγκων της Ελλάδας που είχαν συμμαχήσει – να επελαύνουν απ’ τα Γιάννενα μέχρι το κάστρο της Άρτας για να αντιπαρατεθούν με τους Γενουάτες του αυτοκρατορικού στρατού, που φημίζονταν για τις ικανότητές τους στη χρήση της βαλίστρας. Τους Φράγκους της Κεφαλλονιάς και του Μοριά, από πρώην σύμμαχοι να γίνονται αυτοί πολιορκητές το 1304 – και τότε, την «δέσποινα Άννα» Καντακουζηνή, μητέρα του ανήλικου δεσπότη Θωμά, να διατάζει το γκρέμισμα των κοντινών στα τείχη σπιτιών, να κρατάει εντός των τειχών μόνο τους απαραίτητους για την υπεράσπιση του, αφού έχει αδειάσει την πόλη από τους κατοίκους της και έχει αφήσει μέσα στο κάστρο τις απαραίτητες προμήθειες. Μπορείς να φανταστείς τους Φράγκους στρατιώτες μέσα στην καλοκαιριάτικη κάψα του κάμπου να αναζητούν εις μάτην τρόφιμα στα έρημα χωριά και τους στρατιώτες του Δεσποτάτου, που είχαν αποσυρθεί μαζί με τον ανήλικο Δεσπότη Θωμά, να τους παρενοχλούν συστηματικά ώστε δεν μπορούσαν ούτε τα άλογά τους να ποτίσουν στα νερά του Αράχθου.
Τα πολιορκητικά μηχανήματα του βυζαντινού αυτοκρατορικού στρατού και τον Μέγα Δομέστιχο, Ιωάννη Καντακουζηνό έξω από τα ίδια τείχη το 1339- 1340. Και τους αμυνόμενους στους πύργους και τις πολεμίστρες, που «από των τειχών ημύνοντο καρτερώς και απράκτους απεδείκνυον πάσας μηχανάς και τειχομαχίας», όπως ο ίδιος ο Καντακουζηνός έγραψε. Τον Αλβανό ηγεμόνα Γιακούπη, που «βασίλεψε» στην Άρτα στα πρότυπα των Κομνηνοδουκάδων, να χάνει την εξουσία του μετά από εξέγερση των αρχόντων της πόλης – και όταν ο απλός λαός που τον αγαπούσε «τον έμπασε στη χώρα» ξανά, να φυλακίζει τους άρχοντες, να πνίγει και να γκρεμίζει πολλούς από τα τείχη του κάστρου.
Δεν υπήρξαν αυτοί οι αιώνες καθόλου ρομαντική, ούτε ιδεατή περίοδος. Η ζωή – των απλών ανθρώπων ειδικά – ήταν σκληρή. Η ύπαρξή τους αναλώσιμη, φτηνή και απόλυτα εξαρτώμενη από τα κελεύσματα και τα συμφέροντα αρχόντων που αναδεικνύονταν με πρωταρχικό «προσόν» την «ευγενική» καταγωγή και κυβερνούσαν «ελέω Θεού». Δεν έχουν απομείνει πολλά από τότε. Η σύγχρονη Άρτα δεν είναι Μυστράς, όμως το μεσαιωνικό της παρελθόν είναι εμφανές, σε κάποια σημεία της στέκει ακόμη απαράλλαχτο και λειτουργεί, ακόμη, βιωματικά. Το κάστρο και οι διάστικτες στον αστικό ιστό αλλά και τα γύρω χωριά εκκλησιές, μαζί με το ιστορικό γεφύρι (που όμως δεν είναι κατεξοχήν βυζαντινό κτίσμα) είναι όσα απέμειναν. Πως να έμοιαζε η μεσαιωνική εκδοχή της πόλης και η ζωή των κατοίκων της; Γιατί δεν ήταν μόνο οι πολιορκίες και οι εκκλησιές- όσο κι αν οι δρόμοι της Άρτας, όπως και όλων των βυζαντινών πόλεων της εποχής, μάλλον ήταν μαύροι απ’ το πολύ ράσο…
Η μεσαιωνική πόλη στα χρόνια που άκμασε υπολογίζεται περίπου μισή σε έκταση και πληθυσμό από την σημερινή – δεκαπέντε χιλιάδες άνθρωποι ζούσαν σε μια περιοχή με πυκνή και ακανόνιστη δόμηση, που ξεκινούσε από το κάστρο και κατέληγε γύρω από την Παρηγορήτισσα, τον «καθεδρικό» της «πολυάνθρωπης» πόλης, όπως την χαρακτηρίζει ο Ιωάννης Καντακουζηνός. Για τα σπίτια της πόλης υπάρχουν ανασκαφικά ευρήματα μονώροφων και διώροφων οικιών με δύο ή τρία δωμάτια σε κάθε επίπεδο. Όπως σε κάθε μεσαιωνική πόλη θα πρέπει να υπήρχαν και καλύβες, αλλά και αρχοντικά με τοξοστοιχίες και εξώστες, όπως το κτήριο που απεικονίζεται στον νάρθηκα της Παναγιάς της Βλαχέρνας.
Στην αγορά της, σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, «συνέρρεαν πλήθη» – Βενετοί, Φλωρεντινοί, Ραγουζαίοι (Ραγούζα είναι η μεσαιωνική ονομασία του Ντουμπρόβνικ), Αλβανοί και Βλάχοι, Βούλγαροι και Σέρβοι είναι για μεγάλα χρονικά διαστήματα εγκατεστημένοι στην Άρτα και ασχολούνται με εμπορικές δραστηριότητες. Συνεργεία μαστόρων και τεχνιτών, από άλλες περιοχές του βυζαντινού κόσμου αλλά και την Ιταλία, επίσης έρχονταν στην πόλη, αναλαμβάνοντας εργολαβίες που αφορούσαν από την οικοδομική δραστηριότητα μέχρι θρησκευτικά έργα τέχνης, ενώ η εβραϊκή κοινότητα της πόλης αναφέρεται από τον Εβραίο περιηγητή, Βενιαμίν εκ Τουδέλης, ήδη από το 1165. Ήταν λοιπόν μια τοπική κοινωνία με πολυπολιτισμική χροιά η μεσαιωνική Άρτα- αλλά και μια προσφυγούπολη, αφού τα χρόνια που ακολούθησαν την κατάκτηση της Πόλης από τους Σταυροφόρους, πολλοί Βυζαντινοί, κυρίως από την Πελοπόννησο και την Κωνσταντινούπολη, μετανάστευσαν στην Άρτα, που ήταν η πρωτεύουσα ενός ελληνικού κράτους.
Στην πόλη σίγουρα υπήρχαν εργαστήρια καλλιτεχνικής φύσης, δηλαδή κεραμικής, ζωγραφικής και πιθανότατα μικροτεχνίας και υφαντουργίας, αλλά και πιο βαριές «βιοτεχνικές» μονάδες επεξεργασίας βαμβακιού και μαλλιού. Και επίσης, όπως καταγράφονται στις ιστορικές πηγές, στην μεσαιωνική πόλη ζούσαν μικροπωλητές όλων των ειδών, ονηλάτες, μάγειροι, μαραγκοί που απασχολούνταν σε ναυπηγικές δραστηριότητες, συμβολαιογράφοι, κτηματίες, έμποροι με εξαγωγική δραστηριότητα, σαλπιγκτές και επαγγελματίες στρατιωτικοί. Κινητήριος μοχλός της ζωής στη μεσαιωνική Άρτα ήταν, όμως, η πεδιάδα – ακριβώς όπως συνεχίζει να συμβαίνει. Αμπέλια, οπωροφόρα δέντρα, σιτάρι και κεχρί, βαμβάκι, πρώτες ύλες για βαφές, αλάτι. Ένα σημαντικό τμήμα του αγροτικού δυναμικού ήταν «πάροικοι»: νοίκιαζαν τη γη που καλλιεργούσαν από γαιοκτήμονες, δεν μπορούσαν να την εγκαταλείψουν χωρίς τη συναίνεση των αφεντικών και ήταν υποχρεωμένοι να εκτελούν τις αγγαρείες που τους ανέθεταν. Και η δουλεία ακόμα, όσο κι αν περιοριζόταν στο πέρασμα των αιώνων, ποτέ δεν έπαψε να υφίσταται – η Άρτα υπήρξε κέντρο δουλεμπορίου, οπού οι Βενετοί έκαναν ακόμη και απαγωγές παροίκων αγροτών, αλλά και οι Καταλανοί πειρατές διακρίνονταν σε αυτό το πεδίο παλιανθρωπιάς.
Τα έλη του Αμβρακικού έκαναν το κλίμα του τόπου βαρύ. Στο Χρονικό των Τόκκων, τελευταίων Δεσποτών της Άρτας πριν την παράδοση της πόλης στους Τούρκους, το 1449, γράφει χαρακτηριστικά: «ένι ο τόπος βαρικός και στυπτικόν το κάστρο». Ήταν όμως μια εποχή όπου η επιβίωση, αντανακλαστικά, επιλέγονταν από τους ανθρώπους ως ασύγκριτα σημαντικότερη από την «ποιότητα ζωής», όπως σήμερα λέμε. Ο Αμβρακικός τάιζε ψάρια, «ιχθύες παχείς και ποικιλογενείς» τους ντόπιους, που στις ακτές του Κόλπου και τις όχθες του ποταμού έβρισκαν και άφθονο κυνήγι. Ο Κυριακός ο εξ Αγκώνος περιγράφει κυνήγι αγριόχοιρων με βέλη, άλογα και λαγωνικά, όπως και τις πομπώδεις βαρκάδες του Δεσπότη και μελών της τοπικής αριστοκρατίας, εν είδει επιδέξιων θηρευτών.
Κάπου στα μέσα του 14ου αι. η πόλη αρχίζει να φθίνει – οι αλβανικές επιδρομές, μια μεγάλη πυρκαγιά και ένας φοβερός λιμός μάλλον αποτέλεσαν καθοριστικούς παράγοντες για την αποδιάρθρωση του αστικού ιστού εκτός των τειχών. Η πόλη συρρικνώθηκε πληθυσμιακά και περιορίστηκε, κυρίως, μέσα στο κάστρο. Μόνο το «Μποριό» (Εμποριό), η αγορά και συνοικία των εμπόρων κάτω από τα τείχη, συνέχισε να έχει ζωή. Οι Αρτινοί ξεθάρρεψαν, βγήκαν από την προστατευτική φυλακή των τειχών και έζησαν πάλι στα πατρογονικά τους σπίτια και οικόπεδα της ερειπωμένης μεσαιωνικής πόλης, μόνο μετά το 1449, οπότε η πόλη παραδόθηκε στους Τούρκους. Η αμφιλεγόμενη «οθωμανική ειρήνη» επιβλήθηκε «διά πυρός και σιδήρου» – δεν παύει, όμως, να χαρακτηρίζει μια ειρηνική περίοδο. Τα αιματηρά, άλλοτε απελευθερωτικά αλλά και συχνά εμφυλιοπολεμικά «Game of Thrones» είχαν, άλλωστε, ειδικά για τους Έλληνες ουσιαστικά σταματήσει. Μετά το 1453, για 400 χρόνια.
Η οθωμανική περίοδος αποτελεί το επόμενο κεφάλαιο της ιστορίας αυτού του τόπου – επακριβώς της περιοχής ανάμεσα στον Άραχθο ποταμό και τον λόφο της Περάνθης – της πόλης της Άρτας, που «βαστάει» ανθρώπινη ζωή συνεχώς, 2.700 χρόνια μέχρι σήμερα.
Ευχαριστούμε την κ. Βαρβάρα Παπαδοπούλου , προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Άρτας (www.efaart.gr) και τους συνεργάτες της για το φωτογραφικό υλικό που μας παραχώρησαν και, κυρίως, για τις άοκνες, συστηματικές τους προσπάθειες στο πεδίο της πολύτιμης δουλειάς τους.
Βιβλιογραφία:
«Μεσαιωνική Άρτα- Τοπογραφία- Κοινωνία. Αφιέρωμα στη Μεσαιωνική Άρτα», του Μιχαήλ Κορδώση, καθηγητή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Επιμέλεια έκδοσης Δρ. Έφη Συγκέλλου, «Σκουφάς», Τόμος ΙΔ΄, Άρτα, 2011.
«Η Βυζαντινή Άρτα και τα μνημεία της», Βαρβάρα Ν. Παπαδοπούλου, Υπουργείο Πολιτισμού, Αθήνα, 2002.«Βυζάντιο και Βενετία», Donald Nicol, Εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα, 2004.
Φωτογραφικό οδοιπορικό:
Aλέξης Γαγλίας
huffingtonpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου