Στην σημερινή αποστολική περικοπή ο Παύλος καλεί τους χριστιανούς της Κορίνθου να συνειδητοποιήσουν το νόημα της μαρτυρίας και τον σκοπό της παρουσίας τους μέσα στον κόσμο. Μιάς παρουσίας φωτιστικής και σωστικής μές στο σκοτάδι και την απόγνωση που συχνά ο κόσμος επιβάλλει. Καλείται ο χριστιανός, όχι ως αυτόφωτος, αλλά φωτισμένος εν αγίω Πνεύματι και χαριτωμένος από το άγιο Βάπτισμα και τον εν Χριστώ αγώνα του να πορευτεί τον δρόμο του και να ψάξει μέσα στην λάσπη της αμαρτίας το χνάρι του Χριστού. Να ορίσει έτσι τον βηματισμό του για όσο χρόνο του χαρίσει η οικονομία του Θεού, έχοντας πάντοτε συναίσθηση της εξάρτησής του από τον Θεό και Πατέρα του, ο οποίος και τον κατέστησε ναό του «καθώς είπεν ο Θεός ότι ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω και έσομαι ευτών Θεός και αυτοί έσονταί μοι λαός».
«Μά πώς είναι δυνατόν», θα πεί κανείς, «άνθρωπος είναι κι ο χριστιανός. Δεν θα πέσει; Δεν θα κάνει λάθη; Δεν θα αμαρτήσει»; Βεβαίως και θα πέσει, και θα αμαρτήσει, και θα αστοχήσει, όμως έχοντας πάντοτε προ οφθαλμών του ότι μόνον η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού ζωή τον καθιστά φυσιολογικό άνθρωπο, θα οδηγείται, με την χάρη του Θεού, στην μετάνοια. Ο κόσμος γύρω του ακριβώς το αντίθετο διδάσκει, διαδίδει και –το χειρότερο-προσπαθεί να επιβάλει. Ότι δηλαδή η παράδοση του ανθρώπου στα πάθη και την αμαρτία είναι μια κατάσταση φυσιολογική, μια πράξη ελευθερίας και μάλιστα βαθιά ανθρώπινη. Όμως οι φίλοι και οικείοι του Θεού, οι άγιοί μας, άλλα μας διδάσκουν. Ότι η ανθρώπινη ζωή δεν είναι ούτε ζωή ούτε ανθρώπινη, αλλά η επίφασή τους, όταν δεν είναι του Χριστού. Ο απόστολος Πέτρος υπερθεματίζει λέγοντας: «σύμφωνα με το παράδειγμα του αγίου Θεού που σας κάλεσε, γίνεται κι εσείς άγιοι σε κάθε περίπτωση και σε κάθε τρόπο της συμπεριφοράς σας».
Η κλήση λοιπόν για αγιότητα επαναλαμβάνεται σήμερα στα αυτιά μας, των πολιτών του εικοστού πρώτου αιώνα, ως «θεών κεκελευσμένων», κατά τον λόγο του Μεγάλου Αθανασίου, που η αγάπη του Θεού μας αξίωσε να ζούμε. Οφείλουμε λοιπόν να εργαζόμαστε ως «βασίλειον ιεράτευμα, έθνος άγιον» αξίως της κλήσεώς μας σε τούτον τον καιρό. Δεν είναι λόγια επομένως που τα θαυμάζουμε σε επίπεδο θεωρητικό, εξ αποστάσεως, όπως κάνουμε με τα εκθέματα στις προθήκες ενός μουσείου όπου απλώς περιεργαζόμαστε έστω και εκπληττόμενοι, τα έργα και τα κατορθώματα ανθρώπων μιάς άλλης εποχής.
Ο παντοδύναμος Θεός μας αποκαλεί παιδιά του, υιούς και θυγατέρες του. τι λοιπόν μεγαλύτερο, τι αξιώτερο, τι ουσιαστικώτερο αυτού; Αυτό ζούσαν κατά πάντα οι αδελφοί μας οι άγιοι, οι μάρτυρες, οι όσιοι, οι ιεράρχες και πατέρες μας. Αυτό διαθέτουμε κι εμείς. Και πλάι σε αυτό τα συναξάρια των αγίων μας που, παρότι έζησαν σε καιρούς το ίδιο δύσκολους και το ίδιο αμαρτωλούς με το δικό μας, «εκαθάρισαν εαυτούς από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», «επιτελούντες αγιωσύνην εν φόβω Θεού». Αν θεωρήσουμε τον χρόνο της ζωής μας χείμαρρο ορμητικό που στο πέρασμά του μας παρασύρει, τότε οι μνήμες των αγίων μας είναι πάσσαλοι βαθιά χωμένοι στον πυθμένα του, από τους οποίους μπορούμε να κρατηθούμε για να μην οδηγηθούμε στην απώλεια.
Ο κόσμος γέμισε ψεύτικους παραδείσους. Ο τρόπος με τον οποίο εορτάζει τις μεγάλες του εορτές είναι χαρακτηριστικό της τροχιάς στην οποία έχει βάλει την ζωή του. ας θυμηθούμε τον εορταστικό στολισμό των καταστημάτων, δρόμων, σπιτιών ένα μήνα πριν. Τα πάντα γέμισαν φωτάκια διαφόρων τύπων και χρωματισμών, με λαμπερά στολίδια που τόσο γρήγορα και τόσο άδοξε έσβησαν κάποια νύχτα χωρίς να ξανανάψουν πιά. Η μακράν του Χριστού ζωή έτσι κυλά, παρουσιάζοντας ενίοτε στον ταλαίπωρο άνθρωπο βιτρίνες φωτισμένες με ψεύτικα φωτάκια, παραδείσους ελκυστικούς με πολλές εναλλακτικές παρουσίες αντί προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων που τον δυσκολεύουν και τον στενοχωρούν. Όλες αυτές οι παρουσίες, όμως, δεν μπορούν να καλύψουν το μεγάλο κενό της απουσίας του Χριστού. Ας γεμίσουμε λοιπόν, αδελφοί, την ζωή μας με εκείνον, ας ζήσουμε το μυστήριο της υιοθεσίας που μας χορηγήθηκε δωρεάν, στηριζόμενοι στην επαγγελία του ίδιου του Χριστού: «εγώ ειμι μεθ’ υμών και ουδείς καθ’ υμών».
Αρχι. Α. Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου