Η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος [ή, 4η της Κωνσταντινουπόλεως ( 879/880 )] και η Καταδίκη της Προσθήκης και του Δόγματος του «Filioque» Του π. Γεωργίου Διον. Δραγά Το άρθρο αυτό αρχικά εμφανίσθηκε στο έντυπο «The Greek Orthodox Theological Review» (Ελληνορθόδοξη Θεολογική Επιθεώρηση), Τόμος. 44, αριθ. 1-4, 1999, σελίδες 357-369. Πηγή: http://www.geocities.com/trvalentine/orthodox/dragas_eighth.html |
* Το άρθρο έχει μεταφραστεί από την Αγγλική στην Ελληνική. Τα σημειούμενα αποσπάσματα Πρακτικών κλπ. που έχουν επίσης δημοσιευθεί στην Αγγλική γλώσσα έχουν αποδοθεί σε απλά Ελληνικά. Όταν εντοπισθούν τα κανονικά/πρωτότυπα κείμενα των αποσπασμάτων, θα εισαχθούν και στο παρόν άρθρο, χάριν ακριβείας.
Προοίμιο Καταδίκασε η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος στην Κωνσταντινούπολης ( 879/880 ) την προσθήκη του «Φιλιόκβε» στο Οικουμενικό Σύμβολο της Πίστεως ως κάτι Κανονικά απαράδεκτο και θεολογικά εσφαλμένο; Αυτό είναι το ερώτημα στο οποίο αυτό το δοκίμιο προσπαθεί να δώσει μια απάντηση, υπό το φως των πρόσφατων συζητήσεων μεταξύ Ορθοδόξων και Λουθηρανών στην Αμερική. Αποτελείται από τρία μέρη: (α) διευκρινίσεις που αφορούν την «Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο» (β) η σημασία του Όρου αυτής της Συνόδου για το ζήτημα του Φιλιόκβε, και (γ) μια επανεξέταση του ιδίου τον Όρου.
α) Διευκρινίσεις σχετικά με την Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο Σε ό,τι αφορά τις Οικουμενικές Συνόδους, η Ελληνορθόδοξη Ανατολή και η Λατινική Δύση φαίνεται να διαφοροποιούνται, στο σημείο εκείνο όπου εμφανίζεται η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος. Αμφότεροι οι Ελληνορθόδοξοι και οι Ρωμαιοκαθολικοί αποδέχονται τις πρώτες Επτά Οικουμενικές Συνόδους.1 Πέραν όμως αυτών των Επτά Συνόδων, οι Ρωμαιοκαθολικοί απαριθμούν αρκετές άλλες (συνόδους), με τις οποίες το σύνολό τους αριθμεί 21, η δε ονομαζόμενη Βατικανού Β’ είναι εξ αυτών η πιο πρόσφατη.2 Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει άλλες Συνόδους πέραν της Εβδόμης, αν και αποδέχεται κάποιες που έλαβαν χώρα μετά από αυτήν και που ονομάσθηκαν «Οικουμενικές» (όπως φαίνεται από τα Πρακτικά τους). Μία από αυτές είναι η λεγόμενη Ογδόη Οικουμενική, ή, η 4η Σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως ( 879-880).3 Οι Ρωμαιοκαθολικοί ακαδημαϊκοί έχουν επανειλημμένως σχολιάσει πως οι Ορθόδοξοι δεν έχουν συγκαλέσει –και μάλιστα πως δεν θα μπορούσαν να έχουν συγκαλέσει- άλλες Οικουμενικές Συνόδους πέραν της Εβδόμης, μετά από τον χωρισμό τους από την Έδρα της Ρώμης το 1054. Αυτό το σχόλιο είναι εντελώς αδικαιολόγητο και παραπλανητικό. Η έλλειψη αρίθμησης δεν συνεπάγεται και έλλειψη πραγματοποίησης. Η Ορθόδοξη ιστορική διαδρομή των Συνόδων, καθώς και τα σχετικά συνοδικά έγγραφα, αποδεικνύουν ξεκάθαρα την ύπαρξη ορισμένων Οικουμενικών Συνόδων μετά από τις πρώτες Επτά Συνόδους, οι οποίες συνεχίζουν να διατηρούν την συνοδική ζωή της Εκκλησίας μέσα στην Ιστορία, με ένα τρόπο πολύ πιο ακριβή από εκείνο της Λατινικής Εκκλησίας. Οι Σύνοδοι αυτοί [συμπεριλαμβανομένης εκείνης της Κωνσταντινουπόλεως του 879/880 ή «Ογδόη Οικουμενική» όπως αναφέρεται στον Τόμο Χαράς του Πατριάρχου Δοσιθέου, ο οποίος εξέδωσε τα Πρακτικά της για πρώτη φορά το 1705 4 και επίσης από τον Μητροπολίτη Νείλο της Ρόδου, το κείμενο του οποίου επικαλείται η έκδοση Mansi 5] δεν έχουν απαριθμηθεί στην Ανατολή, λόγω της Ορθοδόξου ελπίδας για πιθανή επούλωση του Σχίσματος του 1054, κάτι που επεδιώκετο από τους Ορθοδόξους μέχρι την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453. Υπάρχουν και άλλοι, προφανείς λόγοι που εμπόδισαν την απαρίθμηση, οι περισσότεροι των οποίων σχετίζονται με τα δύσκολα χρόνια που η Ορθόδοξη Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει, μετά από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και την διάλυση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που την υποστήριζε. Όμως, αυτό δεν είναι ζήτημα που χρειάζεται να συζητηθεί εδώ. Η περίπτωση της Ογδόης Οικουμενικής Συνόδου όχι μόνο μας παρέχει την ευκαιρία να διευκρινισθεί αυτή η εκτροπή, αλλά επίσης για να αναδειχθεί η αυθαίρετη συνοδική εξέλιξη της Εκκλησίας της Ρώμης, μετά από την αποκοπή της από τις Ανατολικές Ορθόδοξες Εκκλησίες. Σύμφωνα με τους Ρωμαιοκαθολικούς, η Ογδόη Οικουμενική Σύνοδος είναι μια Σύνοδος που έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη το 869/870 – επίσης γνωστή ως ‘Σύνοδος του Ιγνατίου’ επειδή επανέφερε τον Ιγνάτιο στον Πατριαρχικό θρόνο – και η οποία, μεταξύ άλλων, εξασφάλισε την καταδίκη του Οικουμενικού Πατριάρχου Φωτίου.6 Όμως, έχει επιβεβαιωθεί περίτρανα και από νεώτερους ακαδημαϊκούς πως αυτή η Σύνοδος του Ιγνατίου απερρίφθη από μια άλλη Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης, η οποία έλαβε χώρα ακριβώς δέκα χρόνια αργότερα, το 879/880. Η Σύνοδος αυτή είναι επίσης γνωστή ως Σύνοδος του Φωτίου, επειδή αθώωσε και επανέφερε στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης τον Άγιο Φώτιο και τους συν-Ιεράρχες του, και η οποία υπεγράφη από τους Ανατολικούς και τους Δυτικούς.7 Πώς έγινε, και οι Ρωμαιοκαθολικοί κατέληξαν να αψηφούν αυτό το συνοδικό γεγονός; Μετά από τον Παπαδόπουλο Κεραμέα, ο Γιόχαν Μέγιερ – συγγραφέας μιας πολύ λεπτομερούς μελέτης της Συνόδου της Κωνσταντινούπολης του 879/880 – επισήμανε πως οι Ρωμαιοκαθολικοί κανονιολόγοι αναφέρθηκαν για πρώτη φορά στην δική τους Ογδόη Οικουμενική Σύνοδο (του Ιγνατίου) στις αρχές του δωδέκατου αιώνα. Ευθυγραμμισμένος με τον Ντβόρνικ και με άλλους, ο Μέγιερ επί πλέον διευκρίνισε πως αυτό έγινε και επίτηδες, επειδή οι κανονιολόγοι αυτοί είχαν τότε ανάγκη τον Κανόνα 22 της συγκεκριμένης Συνόδου. Στην ουσία όμως, παρέβλεψαν το γεγονός ότι «αυτή η Σύνοδος είχε ακυρωθεί από μια άλλη, την Σύνοδο του Φωτίου το 879/880, οι πράξεις της οποίας Συνόδου ήσαν επίσης φυλασσόμενες στα παπικά αρχεία».8 Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε πως οι Ρωμαιοκαθολικοί αργότερα ονόμασαν αυτή την Σύνοδο του Φωτίου «Ψεύδο-ογδόη Οικουμενική Σύνοδος» (Conciliabulum Oecumenicum Pseudooctavum), αναγνωρίζοντας -με αυτόν τον αδιαμφισβήτητο τρόπο- πως όντως υπάρχει μια άλλη Ογδόη Σύνοδος, αντίπαλη εκείνης της δικής τους προτίμησης!! 9 Η ιστορία αυτής της Κωνσταντινουπολίτικης Συνόδου, η οποία άφησε το σημάδι της στην καριέρα του Οικουμενικού Πατριάρχη Φωτίου (έναν από τους πιο σπουδαίους Πατριάρχες της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας) έχει μελετηθεί εκτενέστατα από τους νεώτερους ιστορικούς. Η πρωτοπόρος εργασία του Ντβόρνικ έχει αποκαταστήσει τα βασικά δεδομένα.10 Ο Μέγιερ το 1975, 11 ο Φειδάς το 1994 12 και ο Σιαμάκης το 1995 13 : όλοι τους εμπλούτισαν τα δεδομένα αυτά. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, σε οποιονδήποτε επιθεωρήσει τις εργασίες αυτών, πως η θέση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας είναι εντελώς αστήρικτη. Η σύνοδος του Φωτίου το 879/880 είναι εκείνη που: (1) ακύρωσε την Σύνοδο του Ιγνατίου (869/870), (2) αναγνώρισε την Εβδόμη (787), προσθέτοντάς την στις προηγούμενες 6 Συνόδους, (3) αποκατάστησε την ενότητα στην ίδια την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και τις Εκκλησίες της Παλαιάς και της Νέας Ρώμης – ενότητα που είχε διασπαστεί από την αυθαίρετη παρέμβαση των παπών της Ρώμης στη ζωή της Ανατολικής Εκκλησίας, ειδικά μέσω της Συνόδου του Ιγνατίου, και (4) κατέγραψε την κανονική και θεολογική βάση για την ένωση της Εκκλησίας στην Ανατολή και την Δύση, μέσω του Όρου της.
β) Η σημασία του Όρου της Συνόδου αυτής για το ζήτημα του Φιλιόκβε Πρόκειται ακριβώς για την θεολογική βάση αυτής της Συνόδου που θα εστιάσουμε ειδικά το ενδιαφέρον μας εδώ. Είχε άραγε κάποια σχέση με το ζήτημα του Φιλιόκβε, ο Όρος της πίστεως αυτής της Συνόδου, ο οποίος διατυπώθηκε κατά την έκτη συνεδρία, παρόντος του Βασιλέα; Ο Λουθηρανός θεολόγος Δρ. Μπρους Μάρσαλ έχει την εντύπωση πως δεν είχε σχέση. Μάλιστα, κατ’ αυτόν, «το Φιλιόκβε σαν θεολογικό ζήτημα δεν έπαιξε κανένα ουσιαστικό ρόλο, είτε στην διακοπή της επικοινωνίας ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και την Ρώμη, είτε στην αποκατάσταση της επικοινωνίας τους. Δεν ήταν παρά μετά από πολύ καιρό που τέθηκαν καν σε συζήτηση μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας τα θεολογικά κριτήρια που περιέβαλαν το Φιλιόκβε.»14 Επί πλέον, ο Δρ. Μάρσαλ δήλωσε πως το Φιλιόκβε έπαιξε κάποιο ρόλο, μόνο σαν κανονικό ζήτημα εκείνη την εποχή, επειδή είχε κριθεί απαράδεκτη η προσθήκη του στο Σύμβολο της Πίστεως, και πως αυτό μονάχα αιτιολογούσε την διακοπή κοινωνίας. Το επακόλουθο αυτού του ισχυρισμού, που υποστηρίζεται από κάποιους Δυτικούς μελετητές, είναι πως οι σύγχρονοι διάλογοι ανάμεσα στους Ορθόδοξους και τους Δυτικούς Χριστιανούς δεν θα πρέπει να εκλαμβάνουν ως κριτήριο της αποκατάστασης της κοινωνίας τους το θεολογικό υπόβαθρο του Φιλιόκβε. Απαντώντας στην θέση αυτή, επιθυμώ να υπενθυμίσω τις απόψεις των Ορθοδόξων μελετητών οι οποίοι έχουν ασχοληθεί με αυτή την Σύνοδο του Φωτίου - και γενικότερα με τις Συνόδους του 9ου αιώνα - στις οποίες οφείλεται η υπέρβαση μιας μεγάλης κρίσεως στην κοινωνία ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση. Προτίθεμαι με αυτόν τον τρόπο να αποδείξω πως, από Ορθόδοξης απόψεως, η διάκριση ανάμεσα στο τι θεωρείται «κανονικό» και τι θεωρείται «θεολογικό» είναι νομικής φύσεως, και δεν έχει κάποιο πραγματικό βάρος. Δεν είναι διόλου εξυπηρετική, και μάλιστα γίνεται και εργαλείο διαιώνισης μιας αυθαίρετης κατάστασης, η οποία δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε άκαρπες και επισφαλείς συμφωνίες. Το 1974 ο Αμερικανός Ορθόδοξος μελετητής Richard Haugh, σε μια μελέτη της ιστορίας της Τριαδικής αντίφασης μεταξύ Ανατολής και Δύσης με ειδική αναφορά στο Φιλιόκβε, δήλωσε πως «η έκτη συνεδρία της Συνόδου το 879/880 είχε τεράστια σχέση με την Τριαδολογική αντίφαση.»15 Την άποψη αυτή την υποστήριξε, παραθέτοντας την συζήτηση του Όρου της πίστεως όπως αυτός είχε διατυπωθεί εκείνη την εποχή. Ο Haugh εξέτασε τις ειδικές, λεπτές αποχρώσεις του Όρου της Συνόδου αυτής υπό το φως των μετέπειτα συγγραμμάτων του Φωτίου, που αναφέρονταν στο δόγμα του Φιλιόκβε, 16 — ειδικότερα την Επιστολή προς τον Πατριάρχη της Ακυλείας (Aquileia) 17 και την Μυσταγωγία περί του Αγίου Πνεύματος, 18 τα οποία αμφότερα εξέλαβαν τον Όρο ως μια ισχυρότατη απόκρουση του Φράγκικου δόγματος για το Φιλιόκβε, το οποίο διαμόρφωσε το θεολογικό υπόβαθρο της θεολογικής αντίφασης ανάμεσα στους τότε Ορθοδόξους και Δυτικούς. Αν ο Όρος του 879/880 δεν είχε καμία θεολογική βαρύτητα για το Φιλιόκβε, τότε γιατί να αναφερθεί ο Αγ. Φώτιος στο ζήτημα αυτό, και μάλιστα στα δύο του αυτά γραπτά; Σε καμία περίπτωση – είτε πριν, είτε μετά την Σύνοδο του 879/880 – δεν απέρριψε το Φιλιόκβε για λόγους απλώς κανονικούς. Στην πραγματικότητα, είχε δηλώσει ξεκάθαρα, πως οι λόγοι του ήσαν και Ευαγγελικοί, και θεολογικοί. Ευαγγελικοί, επειδή εδράζουν στην διδασκαλία του Ευαγγελίου του Αγ. Ιωάννου και την ξεκάθαρη δήλωση πως «το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός» (τελεία και παύλα!). Θεολογικοί, επειδή το Φιλιόκβε εισήγαγε δύο αιτίες και δύο αρχές μέσα στην Τριάδα, συντρίβοντας έτσι την Μοναρχία της Αγίας Τριάδος. Γιατί λοιπόν να συγγράψει ο Αγ. Φώτιος μια τόσο πλήρη θεολογική κριτική όπως είναι η «Μυσταγωγία», λίγα μόλις χρόνια μετά από την Σύνοδο, αν η μοναδική του έγνοια ήταν απλώς μια επιβεβαίωση της αρχικής λεκτικής διατύπωσης του Συμβόλου της Πίστεως; Δεν θα ήταν αρκετό, αν είχε απλώς αναφερθεί στην κανονική απαγόρευση του Όρου του 879/880; Το 1975 ο Μέγιερ εξέδωσε την λεπτομερέστατη μελέτη του για την Σύνοδο του Φωτίου το 879/880, προβάλλοντας την θέση πως –όπως δηλώνει άλλωστε και ο τίτλος του βιβλίου του– η Σύνοδος αυτή ήταν «μια επιτυχής Σύνοδος ενότητας». Το 3ο μέρος της μελέτης του, με τίτλο «Συλλογισμός», καταλήγει: «Ο λόγος της σύγκλησης της Συνόδου το 879/880 ήταν η αποκατάσταση της ενότητας. Πιθανώς, πιο συγκεκριμένα να ήταν ένας εορτασμός για την επαναφορά της ειρήνης μέσα στην Εκκλησία του Θεού.» 19 Όμως, συνεχίζει με την παρατήρηση πως η βάση αυτής της ενότητας ήταν θεολογική. Με τα δικά του λόγια: «Αυτή η ενότητα σημαίνει πρωτίστως μια ενότητα στην ίδια πίστη. Ο Φώτιος ήταν ένας σθεναρός υποστηρικτής της καθαρότητας του δόγματος». Πράγματι, «…σε ό,τι αφορούσε την Ορθοδοξία, ο Φώτιος ήταν ένας αληθινός ομιλητής-εκπρόσωπος των Βυζαντινών Επισκόπων.» 20 Και συνεχίζει ο Μέγιερ: «…και η Δύση παρομοίως απέδιδε μεγάλη αξία στην καθαρότητα της πίστεως, αλλά στην πράξη επικεντρωνόταν περισσότερο στο ζήτημα της αφοσίωσης στην Εκκλησία της Ρώμης. Στην Σύνοδο του 879/880, η έγνοια των Πατέρων για την καθαρότητα του δόγματος αναδύθηκε μέσα από τον Όρο (την διατύπωση της πίστεως της Συνόδου) τον οποίο διακήρυξαν. Ο Όρος δεν μπορεί να εκληφθεί ως δογματικός ορισμός… αλλά μάλλον ως αληθινή έκφραση του εκκλησιαστικού συναισθήματος της Συνόδου… εκπεφρασμένη δια του Συνοδικού Συμβόλου της Πίστεως της Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως… Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως ο Φώτιος είχε εναντιωθεί στην προσθήκη του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως για λόγους δογματικούς. Στην περίφημη εγκύκλιό του προς τους Ανατολικούς Πατριάρχες είχε διαμαρτυρηθεί για την προσθήκη αυτή από τους Φράγκους μισσιονάριους που εργάζονταν στην Βουλγαρία, επειδή το θεωρούσε θεολογικά απαράδεκτο. Ολόκληρος ο ισχυρισμός του βασίζεται πάνω στην πεποίθηση πως αυτή η προσθήκη υπέσκαπτε την ενότητα του Θεού. Την ίδια λογική την βρίσκουμε και στην Μυσταγωγία του και στην επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο της Ακυλείας.»"21 Φυσικά, ο Φώτιος γνώριζε πως η Ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είχε εγκρίνει το Φράγκικο Φιλιόκβε και πως για τον λόγο αυτό είχε συμφωνήσει με την Συνοδική άρνηση να προστεθεί το Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως. Γνώριζε όμως εξ ίσου, πως οι Φράγκοι ακριβώς επεδίωκαν να εισάγουν το Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως πάνω σε θεολογική βάση – κάτι που εν καιρώ κατόρθωσαν να κάνουν. Έτσι, καταλήγει ο Μέγιερ: «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Όρος της Συνόδου του Φωτίου επισήμως αποδοκίμαζε την (θεολογική - και έτσι κι αλλιώς κανονική) χρήση του Φιλιόκβε από τους Φράγκους μισσιονάριους στην Βουλγαρία [σημ.: η φράση που παραθέτει εδώ «τη διανοία και γλώσσα στέγομεν» θυμίζει την Εγκύκλιο του 867 του Αγ. Φωτίου] και δεν απευθυνόταν γενικά εναντίον της Εκκλησίας της Ρώμης, μιας και αυτή δεν χρησιμοποιούσε το Φιλιόκβε εκείνη την εποχή.» 22 Το 1985 ο Δρ. Κωνσταντίνος Σιαμάκης δήλωνε την ίδια ακριβώς άποψη, μέσα στην εκτενή εισαγωγή του στην νέα έκδοση του Τόμου Χαράς του Πατριάρχου Δοσιθέου: «Στην Οικουμενική αυτή Σύνοδο καταδικάστηκε το Φιλιόκβε, σαν διδασκαλία αλλά και σαν προσθήκη μέσα στο Σύμβολο της Πίστεως.» 23 Μέσα στην περιγραφή του της 6ης συνεδρίας της Συνόδου, δηλώνει: «Το Φιλιόκβε καταδικάζεται….κλπ.» και πιο κάτω: «χωρίς να αναφέρεται στο Φιλιόκβε, ο Αυτοκράτωρ ζητά έναν Όρο από την Σύνοδο, και τα συνοδικά μέλη που παρίσταντο στην συνεδρίαση αυτή, και εκείνοι προτείνουν τον Όρο των πρώτων δύο Οικουμενικών Συνόδων, ήτοι, το Σύμβολο της Πίστεως - αλλά χωρίς καμία προσθήκη - και με τον όρο πως οποιαδήποτε προσθήκη ή αφαίρεση σ’ αυτό θα πρέπει να επισύρει το ανάθεμα της Εκκλησίας. Αυτό έγινε αποδεκτό από τον Αυτοκράτορα, ο οποίος το υπογράφει, και από τα συνοδικά μέλη, τα οποία εκφράζουν την ικανοποίησή τους.» 24 Είναι σημαντικό να επισημάνουμε πως ο Σιαμάκης επεδίωξε μια κριτική έρευνα του κειμένου των Πρακτικών και εξέθεσε την πρόθεση διαφόρων Δυτικών χειρογράφων (π.χ. Κώδικας Βατικανού Graecus 1892 του 16ου αιώνα) καθώς και διαφόρων άλλων Δυτικών συγγραφέων των Πράξεων της Συνόδου αυτής (π.χ. η έκδοση Rader του 1604) να αποκρύψουν το γεγονός πως ο Όρος είναι στην πραγματικότητα μια υπονοούμενη αλλά ολοφάνερη καταδίκη του Φράγκικου Φιλιόκβε. Πιο πρόσφατα, το 1994, ο Καθηγητής Φειδάς του Πανεπιστημίου Αθηνών δήλωσε την ίδια άποψη στο νέο και εντυπωσιακό εγχειρίδιό του για την Ιστορία της Εκκλησίας. Στον σχολιασμό του για την Σύνοδο του Φωτίου του 879/880 έγραψε πως «η αντίθεση ανάμεσα στην Παλαιά και την Νέα Ρώμη έχει σχέση και με την θεολογική διαφωνία για το ‘Φιλιόκβε’ – διαφωνία που τότε δεν είχε αποτελέσει εμπόδιο για την αποκατάσταση της κοινωνίας ανάμεσα στην Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, αφού δεν είχε εισαχθεί μέσα στο Σύμβολο της Πίστεως από τον Παπικό θρόνο, αλλά είχε πάντως αποκτήσει την εποχή εκείνη δογματικό χαρακτήρα, σε μια εμφανή προσπάθεια να διαφοροποιηθεί η Δύση από την Ανατολή.» Ο Φειδάς επίσης προτείνει πως: «…προφανώς, οι Παπικοί εκπρόσωποι δεν θα είχαν αντιληφθεί τον σκοπό της προτεινόμενης επανάληψης του παραδοσιακού Συμβόλου της Πίστεως μέσα στον Όρο της Συνόδου, η οποία (επανάληψη) είχε ξεκάθαρη σχέση με την καταδίκη της προσθήκης του Φιλιόκβε στο Σύμβολο αυτό – προσθήκη που είχε ήδη υιοθετηθεί στην Δύση από τους Φράγκους… Και όμως, όλοι οι συμμετέχοντες Επίσκοποι είχαν καταλάβει πως (η επανάληψη) εννοείτο ως καταδίκη της προσθήκης του Φιλιόκβε στο Σύμβολο της Πίστεως…»25 Επί πλέον, ο Φειδάς τονίζει πως η αποδοχή του Όρου από τον Πάπα Ιωάννη Η’ οφειλόταν στην επιρροή του Ζαχαρία Ανάγνων, βιβλιοθηκάριου του Βατικανού, Παπικού απεσταλμένου στην Σύνοδο, και φίλου και συμπαθούντος του Αγ. Φωτίου, στο οποίον αργότερα είχε απευθύνει μια επιστολή ως έκφραση ευχαριστίας. Οι ανωτέρω αναφορές δείχνουν καθαρά πως η σύγχρονη Ορθόδοξη ακαδημαϊκή αντίληψη είναι ομόφωνη ως προς την κατανόηση του Όρου της Συνόδου του Φωτίου το 879/880, δηλαδή, ότι είχε άμεση αναφορά στην διαμάχη για το Φιλιόκβε. Ο Όρος καταδικάζει το Φιλιόκβε, όχι μόνο σαν προσθήκη στο Σύμβολο της Πίστεως, αλλά και σαν διδασκαλία. Φυσικά, γίνεται αντιληπτό πως αυτή η καταδίκη είναι υπονοούμενη, και όχι ρητά εκπεφρασμένη, μέσα στην σαφή και σφοδρή καταδίκη του Όρου για οποιοδήποτε είδος προσθήκης στο Σύμβολο της Πίστεως. Το ότι αυτή η εμπλοκή είναι αναπόφευκτη, στηρίζεται από το ιστορικό πλαίσιο αυτής της Συνόδου, ήτοι, την σύγκρουση ανάμεσα στον Φώτιο και τους Φράγκους θεολόγους, η οποία (σύγκρουση) βρίσκεται στο προσκήνιο και το παρασκήνιο αυτής της Συνόδου. Το να περιορισθεί αυτή η εμπλοκή σε ένα απλό «κανονικό ζήτημα», που δεν έχει κανένα θεολογικό υπόβαθρο, δεν δικαιολογείται από το κείμενο και το δογματικό-ιστορικό (dogmengeschichtlich) πλαίσιό του, το οποίο προϋποθέτει την αντίθεση του Φωτίου στην Φράγκικη διδασκαλία του Φιλιόκβε. Αυτό μπορεί να γίνει πιο εμφανές, όταν επανεξετασθεί ο ίδιος ο Όρος.
γ) Μια επανεξέταση του ιδίου του Όρου της 8ης Οικουμενικής Συνόδου Απ’ όσα γνωρίζω, το ακόλουθο κείμενο είναι η πρώτη, ολοκληρωμένη μετάφραση του Όρου της Ογδόης Οικουμενικής Συνόδου, η οποία εμφανίζεται και στα Πρακτικά της Έκτης και της Έβδομης Συνεδρίας:26 * «Από κοινού καθαγιάζοντες και διατηρούντες ακέραιη την σεβάσμια και θεία διδασκαλία του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού η οποία έχει θεμελιωθεί στους κόλπους του νοός μας με αδίστακτη αποφασιστικότητα και καθαρότητα πίστεως, καθώς και τις ιερές διατάξεις και τα θεσπίσματα των κανόνων των αγίων Αποστόλων Του με ακλόνητη πεποίθηση, και μάλιστα τις Επτά εκείνες άγιες και οικουμενικές Συνόδους, οι οποίες καθοδηγήθηκαν εμπνεόμενες από το ένα και αυτό Άγιο Πνεύμα και διαμόρφωσαν την (Χριστιανική) διδασκαλία, και από κοινού διαφυλάττουσες απρόσβλητα και ανόθευτα τα κανονικά θεσπίσματα με ειλικρινή και ακλόνητη αποφασιστικότητα, αποβάλλομεν εκείνους που απομακρύνθηκαν από την Εκκλησία, και αγκαλιάζουμε και θεωρούμε άξιους αποδοχής εκείνους της ιδίας πίστεως ή διδασκάλους της ορθοδοξίας στους οποίους οφείλεται τιμή και ιερός σεβασμός, καθώς οι ίδιοι όρισαν. Ούτω, έχοντες κατά νουν και διακηρύττοντες όλα αυτά, αποδεχόμεθα με τον νου και με το στόμα («τη διανοία και γλώσσα») και διακηρύττουμε σε όλους τους ανθρώπους με σθεναρή φωνή τον Όρο (προδιαγραφή) της καθαροτάτης πίστεως των Χριστιανών - ο οποίος ήλθε εις ημάς άνωθεν, μέσω των Πατέρων ημών - αφαιρώντας ουδέν, νοθεύοντας ουδέν, καθ’ ότι η πρόσθεση και η αφαίρεση (όταν δεν έχει ανακινηθεί κάποια αίρεση από τις πανούργες μηχανεύσεις του πονηρού) γίνονται πρόξενοι αποδοκιμασίας εκείνων που δεν επιδέχονται καμία μομφή, και ασυγχώρητης επίθεσης κατά των Πατέρων. Όσο για την πράξη της αλλοίωσης των Όρων (κανονισμών, ορίων) των Πατέρων με νοθευμένα λόγια είναι ακόμα πιο χειρότερη από την άλλη. Ούτω, η αγία και οικουμενική αυτή Σύνοδος, ολόψυχα ενστερνιζόμενη και διακηρύττουσα με θείο πόθο και ευθύτητα του νου και στηρίζουσα και οικοδομούσα επ’ αυτής το στέρεο οικοδόμημα της σωτηρίας, ούτω πιστεύομεν, και μεγαλοφώνως διακηρύττομεν το μήνυμα αυτό εις πάντας: «Πιστεύω, εις Ένα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα… και εις Ένα Κύριο, Ιησού Χριστό, τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή… και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον,… το εκ του Πατρός εκπορευόμενον…» (εδώ απαγγέλλεται ολόκληρο το Σύμβολο της Πίστεως) Ούτω πιστεύομεν: εν αυτή τη ομολογία πίστεως εβαπτίσθημεν, μέσω αυτής ο λόγος της αληθείας απέδειξε πως κάθε αίρεση συντρίβεται και ακυρώνεται. Συντάσσομεν ως αδελφούς και πατέρες και συγκληρονόμους της ουρανίου πολιτείας εκείνους που ομοίως πιστεύουν. Εάν όμως τολμήσει κάποιος να ξαναγράψει και να αποκαλέσει «Κανόνα Πίστεως» κάποια άλλη έκθεση- εκτός από αυτήν του ιερού Συμβόλου που έχει διαδοθεί παντού εκ των άνω, από τους ευλογημένους και αγίους Πατέρες μας έως και από εμάς - και να υφαρπάσει το κύρος της ομολογίας εκείνων των θείων ανδρών και να επιβάλλουν τις δικές τους λεκτικές εφευρέσεις (ιδίαις ευρεσιολογίαις) και να τα προβάλλουν ως κοινή διδασκαλία στους πιστούς ή σε εκείνους που επιστρέφουν από κάποια αίρεση, και επιδείξουν το θράσος να νοθεύσουν ολότελα (κατακιβδηλεύσαι αποθρασυνθείη) την αρχαιότητα αυτού του ιερού και σεβαστού Όρου (Κανονισμού) με νόθες λέξεις, ή προσθήκες, ή αφαιρέσεις, τότε αυτός –σύμφωνα με την ψήφο των αγίων και Οικουμενικών Συνόδων η οποία έχει ήδη αναγνωρισθεί ενώπιον ημών – τότε αυτός να καθαιρεθεί εντελώς, εάν τυχόν είναι κληρικός, ή να εκδιωχθεί με ανάθεμα, εάν τυχόν είναι λαϊκός.» Η κατάνυξη και η αυστηρότητα αυτής της δήλωσης είναι πολύ εντυπωσιακή. Η αναφορά στον Κύριο, στους Αποστόλους και στους Πατέρες ως φύλακες της αληθούς πίστεως, υπονοεί σαφώς πως το ζήτημα που κρίνεται εδώ είναι θεολογικό. Το θέμα δεν είναι απλώς τα λόγια ή η γλώσσα, αλλά ο νους και η σκέψη επίσης. Η όλη δομή υπονοεί ξεκάθαρα πως κάποιο σοβαρό ζήτημα πλανάται στον αέρα, το οποίο όμως δεν κατονομάζεται ευθέως. Στο επίκεντρο είναι το Σύμβολο της Πίστεως, το οποίο δηλώνουν πως είναι αναντικατάστατο, με οτιδήποτε άλλο. Είναι ακόμα χειρότερο πράγμα όμως, αν το Σύμβολο πειραχθεί, ή αν προστεθεί ή αφαιρεθεί κάτι από αυτό. Η πρόσθεση ή η αφαίρεση δεν είναι ένα τυπικό θέμα, αλλά έχει να κάνει με την ουσία της πίστεως, στην οποία κανείς βαπτίζεται και πάνω στην οποία η σωτηρία εντός της Εκκλησίας έχει θεμελιωθεί. Η διάπραξη ενός τέτοιου λάθους δεν μπορεί παρά να σημαίνει απόρριψη της πίστεως που είχε κάποτε παραδοθεί στους αγίους, και συνεπώς δεν μπορεί παρά να επισύρει την εξορία από την Εκκλησία. Τι άλλο θα μπορούσε να έχει κατά νου ο Άγιος Φώτιος από το Φιλιόκβε; Υπήρχε καμία άλλη απειλή κατά του Συμβόλου την εποχή εκείνη; Το Φιλιόκβε ήταν το μοναδικό πρόβλημα, το οποίο ο ίδιος –πάνω απ’ όλους- είχε νωρίτερα εντοπίσει και αποκηρύξει, όταν αντιλήφθηκε πλήρως την σοβαρότητα του θέματος. Αυτό είναι επίσης το δογματικό πρόβλημα, το οποίο θα επισημάνει πάλι, σύντομα μετά την Σύνοδο αυτή, και για το οποίο θα συγγράψει την εκτενή του πραγματεία. Η χρησιμότητα αυτού του Όρου δεν μπορεί να ήταν άλλη, παρά μόνο σαν ένα είδος «έγκαιρης προετοιμασίας» για την επερχόμενη θύελλα που είχε διαβλέψει. Οι Φράγκοι θεολόγοι είχαν ήδη διαπράξει αυτό το σφάλμα, και πίεζαν υπέρ αυτού, μαζί με τους Πάπες. Η Ρώμη αντιστεκόταν, αλλά για πόσο καιρό ακόμα; Σίγουρα θα σκέφθηκε (ο Αγ. Φώτιος) πως ένας Όρος Οικουμενικής Συνόδου που θα συμπεριελάμβανε αυστηρές ποινές σε εκείνους που θα παραποιούσαν την αρχαία πίστη, θα γινόταν σεβαστός και ο κίνδυνος θα αποτρεπόταν. Το ότι αυτό δεν ήταν μόνο στην σκέψη του Φωτίου αλλά και ολόκληρης της Συνόδου γίνεται εμφανές στις αντιδράσεις των Επισκόπων κατά την ανάγνωση του Όρου. Διαβάζουμε στα Πρακτικά της Έκτης Συνεδρίας πως μετά από την ανάγνωση του Όρου, οι Επίσκοποι φώναξαν: * «Έτσι νομίζουμε, έτσι πιστεύουμε, σε αυτήν την ομολογία βαπτισθήκαμε και αξιωθήκαμε να εισέλθουμε στις τάξεις του Κλήρου. Θεωρούμε λοιπόν ως εχθρούς του Θεού και της Αλήθειας εκείνους που σκέπτονται αλλιώς, σε σχέση με αυτά. Εάν κανείς τολμήσει να ξαναγράψει ένα άλλο Σύμβολο της Πίστεως εκτός από αυτό, ή να προσθέσει σε αυτό, ή να αφαιρέσει οτιδήποτε από αυτό, και να επιδείξει το θράσος να το αποκαλέσει «Κανόνα», αυτός θα καταδικασθεί και θα εξορισθεί από την Χριστιανική Ομολογία. Διότι, το να αφαιρεθεί από, ή να προστεθεί στην Αγία και Ομοούσιον και Αχώριστον Τριάδα οτιδήποτε, είναι δηλωτικό του ότι η ομολογία που είχαμε μέχρι την ημέρα αυτή είναι ατελής, [Με άλλα λόγια, το πρόβλημα που υπονοείται, αλλά δεν κατονομάζεται, έχει σχέση με το Τριαδικό Δόγμα], και καταδικάζει την Αποστολική Παράδοση και την διδασκαλία των Πατέρων. Εάν οποιοσδήποτε λοιπόν, έχοντας φτάσει σε τέτοιο βαθμό απροσεξίας, τολμήσει να κάνει αυτό που είπαμε προηγουμένως και έχει προτείνει ένα άλλο Σύμβολο και το ονομάσει «Κανόνα», ή προσθέσει ή αφαιρέσει οτιδήποτε από το Σύμβολο που μας παραδόθηκε από την Πρώτη, Μεγάλη, Αγία και Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας, έστω αυτός Ανάθεμα!»"27 Τα Πρακτικά συνεχίζουν, με την καταγραφή της αποδοχής αυτής της κατανυκτικής δήλωσης από τους εκπροσώπους των άλλων Πατριαρχείων και τελικά από τον ίδιο τον Αυτοκράτορα. Η δήλωση του Αυτοκράτορα και η υπογραφή του δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για την σοβαρότητα αυτού του θεολογικού Όρου, που εκδόθηκε από μια οικουμενική Σύνοδο της Εκκλησίας: * «Εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Βασίλειος Αυτοκράτωρ εν Χριστώ, πιστός βασιλεύς των Ρωμαίων, συμφωνών παντοιοτρόπως με αυτήν την αγία και οικουμενική Σύνοδο, σε επιβεβαίωση και επισφράγιση της αγίας και οικουμενικής Εβδόμης Συνόδου, σε επιβεβαίωση και επισφράγιση του Φωτίου, αγιωτάτου Πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως και πνευματικού πατρός μου, και σε απόρριψη όλων όσων είχαν γραφτεί ή ειπωθεί εναντίον του, υπογράφω δεόντως, με το δικό μου χέρι.» 28 Εν είδει επιλόγου, μπορούμε να σημειώσουμε πως η εικόνα του Αγίου Φωτίου που αναφαίνεται μέσα από τις πράξεις της Ογδόης Οικουμενικής Συνόδου είναι εικόνα ενός μετρημένου, ευαίσθητου και ώριμου ανδρός. Η σύγκρουση αποφεύγεται μεν, αλλά χωρίς να παραχωρείται το αμετακίνητο σε ζητήματα που αφορούν την πίστη. Επιδεικνύεται μια γενναιοδωρία προς τους άλλους, και τα πάντα είναι διαποτισμένα από ωριμότητα. Και αυτή είναι πράγματι η εικόνα που ο καθηγητής Henry Chadwick έχει πρόσφατα αποφασίσει να προωθήσει.29 Αυτή είναι η αυθεντική εικόνα της Ανατολής. Η Σύνοδος του Φωτίου το 879/880 είναι όντως η Ογδόη Οικουμενική, της καθολικής Εκκλησίας, Ανατολικής και Δυτικής και Ορθοδόξου. Είναι μια Σύνοδος Ενότητος – η τελευταία πριν από το μεγάλο Σχίσμα – που βασίστηκε στην κοινή Αγία Παράδοση και ιδιαιτέρως στην ανόθευτη πίστη του Οικουμενικού Συμβόλου της Πίστεως.
Σημειώσεις 1. Οι Επτά αυτές Σύνοδοι είναι οι εξής: Νικαίας 1η (325), Κωνσταντινουπόλεως 1η (382), Εφέσου(431/3), Χαλκηδόνος (451), Κωνσταντινουπόλεως 2η (553), Κωνσταντινουπόλεως 3η (680/1), Νικαίας 2η (787). 2. Δείτε την πιο πρόσφατη συλλογή Κανόνων των Ρωμαιοκαθολικών Οικουμενικών Συνόδων του Norman R Tanner: Decrees of the Ecumenical Councils, Εκδόσεις Sheed & Ward, Λονδίνο, 1990. 3. Οι πιο γνωστές μεταγενέστερες Ορθόδοξοι Οικουμενικές Σύνοδοι είναι εκείνες που ταυτίζονται με τον Αγ. Γρηγόριο τον Παλαμά του 14ου αιώνα, οι Όροι των οποίων αποτελούν θεμελιώδη κείμενα της Ορθοδόξου Δογματικής. Η Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως του 1484 – μετά από την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους – η οποία καταδίκασε τις αποφάσεις της ενωτικής Συνόδου της Φεράρας-Φλωρεντίας (1437) 9 επίσης αναγνωρίζει τον εαυτό της ως μια «Μεγάλη, Αγία και Οικουμενική Σύνοδο». Το όλο ζήτημα των Οικουμενικών Συνόδων – πέραν των πρώτων οκτώ της πρώτης χιλιετίας – παραμένει, κατά την γνώμη μου, ένα ανοιχτό ερώτημα το οποίο μπορεί –και πρέπει- να αντιμετωπισθεί σήμερα. 4. Διαβάστε την ανατύπωση 1985 του Θεσσαλονικέα Εκδότη Β. Ρηγόπουλου: Δοσιθέου Πατριάρχου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς, Εισαγωγή, Σχόλια, Επιμέλεια Κειμένων Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Εκδόσεις Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1985. Σύμφωνα με τον Σιαμάκη, η έκδοση αυτή βασίσθηκε σε Χειρόγραφο από τον Αγιορείτικο Μοναστήρι Ιβήρων, το οποίο, δυστυχώς, έχει απωλεσθεί. (cit. pp. 90ff). 5. J. D. Mansi, Sacrorum Concilorum nova et amplissima Collectio, (Νέα και διευρυμένη Συλλογή Αγίων Συνόδων) Τόμος 17, cl. 371f. Η έκδοση αυτή είναι ανατύπωση από προγενέστερες εκδόσεις του J. Harduin, του 1703 και του1767. Η έκδοση αυτή βασίσθηκε σε χειρόγραφο που φυλασσόταν στην Βιβλιοθήκη του Βατικανού. Ο Δρ. Σιαμάκης πιστεύει πως μάλλον πρόκειται για το χειρόγραφο με κωδικό Ms Vaticanus Graecus 1115 (15ος αιώνας). Περί αυτής και άλλων αποπειρών στην Δύση να νοθεύσουν τα εν λόγω Πρακτικά, δείτε περισσότερα στην Εισαγωγή του Δρ. Σιαμάκη, cit. pp. 104ff. Περί της Ογδόης Οικουμενικής Συνόδου ο Ρωμαιοκαθολικός Hubert Jedin γράφει: * «Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει την συνέλευση του 869-70 ως οικουμενική σύνοδο. Όχι όμως η Ελληνική Εκκλησία. Ο Άγιος Φώτιος αποκαταστάθηκε και, κατά τον θάνατο του Ιγνατίου, επανατοποθετήθηκε στην πατριαρχική έδρα. Μια σύνοδος που ο ίδιος συγκάλεσε το 879/880 απέρριψε τις αποφάσεις της προηγούμενης συνόδου. Οι Έλληνες μετρούν αυτήν την σύνοδο ως ογδόη οικουμενική σύνοδο, αλλά, ένα δεύτερο σχίσμα προφανώς απεφεύχθη.» (από το βιβλίο του: Ecumenical Councils of the Catholic Church: A Historical Outline – Οι Οικουμενικές Σύνοδοι της Καθολικής Εκκλησίας: Ένα Ιστορικό Περίγραμμα, Herder: Freiburg, Nelson: Εδιμβούργο, Λονδίνο 1960, σελ. 58). Ο Jedin είναι ανακριβής σε αρκετές περιπτώσεις, αλλά αυτό είναι χαρακτηριστικό των περισσοτέρων Δυτικών συγγραφέων. Η Σύνοδος είχε συγκληθεί από τον Αυτοκράτορα Βασίλειο και συμμετείχαν οι εκπρόσωποι του Πάπα Ιωάννη Η’ και όλοι οι Ανατολικοί Πατριάρχες. Ο Jedin λέει μεν πως ‘το σχίσμα προφανώς απεφεύχθη’, όμως δεν διευκρινίζει πως αυτό οφειλόταν στο ότι ο Πάπας –δια των εκπροσώπων του- είχε αποδεχθεί όχι μόνο την αποκατάσταση του Αγίου Φωτίου, αλλά και την καταδίκη των προηγουμένων, αντι-Φωτικών συνόδων της Ρώμης και της Κωνσταντινουπόλεως. Πρέπει να προσθέσουμε εδώ, πως τα Πρακτικά της Συνόδου του Ιγνατίου (869/870), των οποίων τα πρωτότυπα δεν σώζονται, βρίσκονται μέσα σε δύο διαμορφωμένες εκδοχές: του Mansi, τόμος 16:16-208 (Λατινικά) και τόμος 16:308-420 (Ελληνικά) οι οποίες διαφέρουν αισθητά μεταξύ τους. Επ’ αυτού, και για μια πλήρη περιγραφή των 10 Πράξεων των Πρακτικών αυτών, δείτε Σιαμάκη, op. cit. pp. 54-75. Είναι σημαντικό να αναφερθεί εδώ πως η Σύνοδος αυτή ήταν εντελώς ανώμαλη στην σύστασή της, αφού συμπεριελάμβανε ψευδείς εκπροσώπους από την Αλεξάνδρεια και τα Ιεροσόλυμα, και περισσότερους ευγενείς λαϊκούς παρά επισκόπους (μόνο 12) στην αρχή και κατά τις δύο πρώτες συνεδρίες. Τελικά αναφέρονται 130 Επίσκοποι στα Πρακτικά, αλλά στην πραγματικότητα μόνο 84 φαίνεται να υπογράφουν. (op. cit. p. 56f). Η πιο σημαντική ανωμαλία όμως ήταν το γεγονός πως τα Πρακτικά είχαν ακρωτηριασθεί στα πιο κρίσιμα σημεία – ειδικά στο σημείο περί της καταδίκης του Φιλιόκβε !! (op. cit. p. 74) 6. Η καταδίκη της Ρωμαιοκαθολικής Ογδόης Συνόδου (η αντι-Φωτική Σύνοδος του 869/870 στην Κων/πολη) από τον Πάπα Ιωάννη Η’ πρωτοδιατυπώνεται στην επιστολή αυτού του Πάπα, «Επιστολή προς τους Αυτοκράτορες Βασίλειο, Λέοντα και Αλέξανδρο». Στην επιστολή αυτή, η οποία αναγνώσθηκε στην δεύτερη συνεδρία της Συνόδου του Φωτίου στην Κωνσταντινούπολη το 879/880 και συμπεριλαμβάνεται στην δεύτερη Πράξη των Πρακτικών, ο Πάπας Ιωάννης Η’ γράφει: * «κατά πρώτον, ας παραλάβομεν τον Φώτιο, τον εξοχώτατο και ιερώτατο Αρχιερέα του Θεού και Πατριάρχη, αδελφό και συλλειτουργό μας, ο οποίος είναι συνδικαιούχος, συμμέτοχος και κληρονόμος της κοινωνίας η οποία υπάρχει εις την Αγία Εκκλησία των Ρωμαίων… παραλάβετε τον άνδρα αυτό απροσποίητα. Ουδείς να συμπεριφέρεται προσποιητά εξ αιτίας των αδίκων συνόδων που συστάθηκαν εναντίον του. Ουδείς, καθώς μπορεί να κρίνεται ορθόν από πολλούς που συμπεριφέρονται ως αγέλη, να κάνει χρήση των αρνητικών ψήφων των μακαριστών Ιεραρχών που προηγήθηκαν ημών. Αναφέρομαι στον Νικόλαο και τον Αδριανό, ως δικαιολογία (να εναντιωθούν σ’ αυτόν), καθ’ ότι εκείνοι δεν απέδειξαν τι είχε πονηρά κατασκευασθεί εναντίον του… Κάθε πράγμα που είχε γίνει εναντίον του έχει πλέον τελειώσει και έχει εξορισθεί…» (Το Λατινικό κείμενο είναι ως εξής: Ac primum quidem a nobis suscipi Photium praetantissimum ac reverentissimum Dei Pontificem et Patriarcham, in fratrem nostrum et comministrum, eundemque communionis cum sancta Romana ecclesia participem, consortem, et haeredem... Suscipite virum sine aliqua exrusatione. Nemo praetexat eas quae contra ipsum factae sunt innjustas synodos. Nemo, ut plerisque videtur imperitis ac rudibis, decessorum nostrorum beatorum Pontificum, Nicolai inquam, et Hadriani, decreta culpet... Finita sunt enim omnia, repudiata omnia, quae adversus cum gesta sunt, infirma irritaquae reddita...) Mansi τόμος 17, cls. 400D & 401BC. *Για το Ελληνικό κείμενο, δείτε: Δοσίθεος, op. cit. p. 281f). * Για το Ελληνικό κείμενο, δείτε: Δοσίθεος op. cit. p. 292). (Λατινικό κείμενο: Caput 10. Volumus coram praesente synodo promulgari ut synodus quae facta est contra praedictum patriarcham Photium sub Hadriano sanctissimo Papa in urbe Roma et Constantinopoli ex nunc sit rejecta, irrita, et sine robore; neque connumeretur cum altera sancta synodo. Sancta Synodus respondit: Nos rebus ispsis condemnavimus et abjecimus et anathematizavimus dictam a vobis synodum, uniti Photio sanctissimo nostro Patriarchae: et eos qui non rejiciunt scripta dictave nostra cum in hac dicta a vobis synodo, anathematizamus.) Mansi τόμος 17, cl. 472AB. Επίσης παρ. 489/490E όπου επαναλαμβάνονται αυτά τα σημεία ως αποδεκτά από την Σύνοδο. * Για το Ελληνικό κείμενο, δείτε: Δοσίθεος op. cit.σελ. 345 και σελ. 361). Έχω συμπεριλάβει εδώ τα κείμενα αυτά, επειδή επανειλημμένως συναντώ σχόλια σε εργασίες Δυτικών ακαδημαϊκών, ειδικά Ρωμαιοκαθολικών, οι οποίοι προτείνουν συγκεχυμένες - και συχνά αμφισβητούμενες – πληροφορίες περί της ομόφωνης καταδίκης, από Ανατολή και Δύση, της αντι-Φωτικής Συνόδου του 869/870. 7. A Successful Council of Union: a theological analysis of the Photian Synod of 879-880, Θεσσαλονίκη 1975, σελ.71. 8. Mansi, op. cit., cl. 365. 9. The Photian Schism, History and Legend, Cambridge 1948, ανατύπ.. 1970. 10. op. cit. 11. cf. Εκκλησιαστικὴ Ιστορία, τομ. Β´ Απὸ τὴν Εικονομαχία μέχρι τη Μεταρρύθμιση, Αθήνα 1994, σσ. 92-141. 12. Τόμος Χαράς, op. cit. pp. 9-148. 13. Από την εργασία του Δρ. Marshall's "Brief Observations on the Council of 879-880 and the Filioque" (Σύντομες Παρατηρήσεις για την Σύνοδο του 879-880 και το Φιλιόκβε) η οποία παρουσιάσθηκε στον Λουθηρανό-Ορθόδοξο Διάλογο στο Κολλέγιο Αγίου Όλαφ στις 21-24 Φεβρουαρίου 1996. 14. Το βιβλίο του Photius and the Carolingians: The Trinitarian Controversy, (Ο Φώτιος και οι Καρολίγγειοι: Η Τριαδικές Αντιπαραθέσεις) Εκδόσεις Nordland Publishing Co, Belmont MA 1974. 15. Από την σύντομη αλλά περιεκτική έκθεση της Δέσποινας Στρατουδάκη-White, "Saint Photios and the Filioque Controversy," (Ο Άγιος Φώτιος και το Ζήτημα του Φιλιόκβε) στο περιοδικό Patristic and Byzantine Review (Πατερική και Βυζαντινή Επιθεώρηση), τόμος 2:2-3 (1983), σσ. 246-250. Ο Άγιος Φώτιος έγραψε για πρώτη φορά επί του προβλήματος του Φιλιόκβε το 864, στην επιστολή του προς τον Μπόρις-Μιχαήλ των Βουλγάρων [Πατρολογία PG 102:628-692. Κριτική έκδοση των B. Λαουρδας & L. C. Westerink Photius Epistulae et Amphilochia, (Επιστολαί Φωτίου και Αμφιλόχεια) BSB B. G. Teubner Verlagsgesellschaft 1983, σσ 2-39. Για την Αγγλική μετάφραση, δείτε των Δέσποινα Στρατουδάκη-White και Joseph R. Berrigan Jr., The Patriarch and the Prince (Ο Πατριάρχης και ο Πρίγκηπας), Εκδόσεις Holy Cross Orthodox Press, Brookline Mass 1982]. Επίσης αναφέρθηκε στο ζήτημα αυτό στην περίφημη Εγκύκλιο Επιστολή του προς τους Ανατολικούς Πατριάρχες το 867 [Πατρολογία PG 102:721-741 και Λαουρδας-Westerink, op. cit., σσ. 40-53.]. Και πάλι, έγραψε επί του θέματος στον Μητροπολίτη Ακυλείας (Aquileia) το 883 [Πατρολογία PG 102:793-821] και τελικά στην σπουδαία πραγματεία του, την Mystagogy (Μυσταγωγία) την οποία συνέγραψε το 885 [Πατρολογία PG 102:263-392]. Για την πλήρη βιβλιογραφία των μελετών περί του Φωτίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με το ζήτημα του Φιλιόκβε, δείτε την εκτενή Βιβλιογραφία μου στην Αθηναϊκή ανατύπωση της Πατρολογίας του Migne's PG 101, σελ. ρκα´ - ρλζ´. Για το Κείμενο της Επιστολής αυτής, η οποία εγράφη σε απάντηση μιας επιστολής που του είχε σταλεί από τον αποστολέα αυτής το 882, δείτε την σημ.16 επάνω, και επίσης του Ι. Βαλέττα Φωτίου Ἐπιστολαί, Λονδίνο 1864, σσ. 165-81. Για την Αγγλική μετάφρασή του, δείτε Δέσποινα Στρατουδάκη-White, "The Letter of St. Photios to the Metropolitan of Aquileia", (Η Επιστολή του Αγίου Φωτίου προς τον Μητροπολίτη της Ακυλείας) Περιοδικό Journal of Modern Hellenism, 6 (1989) 191-206. 16. Αυτό το πλέον διάσημο από τα κείμενα του Αγίου Φωτίου που ασχολείται με το πρόβλημα του Φιλιόκβε, γράφτηκε μόλις 4 χρόνια μετά από την 8η Οικουμενική Σύνοδο, γεγονός που αποδεικνύει ότι το ζήτημα συνέχιζε να βαραίνει πολύ επί των σχέσεων της Ανατολής και της Δύσης την εποχή εκείνη. * Για το Ελληνικό κείμενο, εκτός από εκείνο που δημοσιεύθηκε στην Πατρολογία PG 102 (δείτε σημ.16 επάνω), δείτε επίσης On the Mystagogy of the Holy Spirit by Saint Photius Patriarch of Constantinople (Περί της Μυσταγωγίας του Αγίου Πνεύματος, του Αγίου Φωτίου, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως), μεταφρασμένο από την Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως, Εκδόσεις Studion Publishers Inc. 1983, που προσφέρει το Ελληνικό κείμενο μαζί με το Αγγλικό στην απέναντι σελίδα (Μεταφραστής: Ronald Wertz). Μια άλλη Αγγλική μετάφραση με μια χρήσιμη εισαγωγή είναι τουJoseph P. Farrell, The Mystagogy of the Holy Spirit (Η Μυσταγωγία του Αγίου Πνεύματος), Εκδόσεις Holy Cross Press, Brookline MA 1987. 17. op. cit. p. 181. 18. op. cit. p. 183. 19. op. cit. p. 184. 20. op. cit. p. 185. 21. op. cit. p. 48. 22. op. cit. p. 83. 23. cf. op. cit. p. 133f. 24. Το κείμενο που χρησιμοποιήθηκε για την μετάφραση αυτή είναι του Δοσιθέου, όπως επανεκδόθηκε, με διορθώσεις από τον Σιαμάκηs. Η έκδοση Mansi επίσης χρησίμευσε συμβουλευτικά. 25. Σιαμάκης, op. cit. pp. 379f. και Mansi, op. cit. pp. 516f. 26. Σιαμάκης, op. cit. pp. 381 και Mansi, op. cit. pp. 517. Το σχόλιο αυτό βασίζεται πάνω σε μια πρόσφατη ανταλλαγή επιστολών ανάμεσα στον καθηγ. Chadwick και εμού.
* Το άρθρο έχει μεταφραστεί από την Αγγλική στην Ελληνική. Τα σημειούμενα αποσπάσματα Πρακτικών κλπ. που έχουν επίσης δημοσιευθεί στην Αγγλική γλώσσα έχουν αποδοθεί σε απλά Ελληνικά. Όταν εντοπισθούν τα κανονικά/πρωτότυπα κείμενα των αποσπασμάτων, θα εισαχθούν και στο παρόν άρθρο, χάριν ακριβείας.
Μετάφραση: Κ. Ν. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου