π. Δημητρίου Μπόκου
Ἀναπήδησε,
καθὼς τὸ βλέμμα της ἔπεσε στὸ ρολόι τοῦ τοίχου. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ θὰ ’ρχόταν ὁ ἄντρας
της καὶ τὸ φαγητό, γιὰ μιὰ ἀκόμα φορά, δὲ θά ’ταν στὴν ὥρα του.
Ἄρχισε
νὰ καθαρίζει βιαστικὰ τὶς πατάτες. Στὴν κατσαρόλα τσιτσίριζε δυνατὰ τὸ κομματιασμένο
κοτόπουλο. Ἔριξε μέσα μισὸ ποτηράκι κόκκινο κρασί, τὴν ἀνακίνησε δυνατὰ καὶ χαμήλωσε
λίγο τὴ φωτιά, καθὼς πῆρε νὰ ροδίζει τὸ κρέας. Ἡ εὐχάριστη μυρωδιὰ πλημμύρισε
τὴν κουζίνα.
Μὰ πῶς
τὴν πάθαινε ἔτσι; Πῶς περνοῦσε ἡ ὥρα της χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνει;
Ἡ ἀλήθεια
ἦταν πὼς ἡ Λίνα δὲν τὰ κατάφερνε καὶ πολὺ καλά. Ἦταν ἄμαθη ἀπὸ δουλειὰ κι ὅταν
παντρεύτηκε ἔπεσε ἀπότομα στὰ βαθιά. Ἦταν κι ἐργαζόμενη, τῆς βγῆκε κι ὁ Φώτης
πολὺ ἀπαιτητικός, τί νὰ σοῦ κάμει; Ὅταν γύριζε σπίτι δὲν ἤξερε ἀπὸ ποῦ ν’ ἀρχίσει
καὶ ποῦ νὰ τελειώσει. Τὴν ἔπιανε ἄγχος καὶ πονοκέφαλος. Μὰ κι ὅταν καταπιανόταν
μὲ κάτι, τῆς ἔλειπε ὁ ἀέρας τῆς ἐπιδέξιας νοικοκυρᾶς καὶ ἡ δουλειὰ τὴν ἔπαιρνε
καπάκι.
Ὅπως τὸ
φοβόταν, τὸ τραπέζι δὲν ἦταν στρωμένο ὅταν ἦρθε ὁ Φώτης.
- Τὸ περίμενα! γκρίνιαξε ἐκεῖνος μπαίνοντας. Δὲ
θὰ φᾶμε ποτὲ στὴν ὥρα μας.
Ἡ κατάσταση εἶχε φτάσει
στὸ ἀπροχώρητο. Εἶχε πιὰ βαρεθεῖ.
Εἶχε
παντρευτεῖ τὴ Λίνα, παρ’ ὅλο ποὺ εἶχε καταλάβει πὼς δὲν ἦταν καὶ τόσο σπουδαία στὸ
νοικοκυριό.
- Θὰ στρώσει στὸν γάμο, σκέφτηκε. Θὰ τὴν κάμω ἐγὼ
νὰ τρέχει.
Μὰ
στὴν πράξη, πέντε χρόνια τώρα παντρεμένοι, δὲν τοῦ βγῆκε τόσο εὔκολο. Παραῆταν
ὅμως κι αὐτὸς ἀπαιτητικός. Στὸ μυαλό του εἶχε πάντα ἕνα ἰδεατὸ πρότυπο γιὰ τὴ γυναίκα.
Ἔπρεπε νὰ εἶναι ἱκανὴ γιὰ τοῦτο, γιὰ ’κεῖνο, γιὰ τὸ ἕνα, γιὰ τὸ ἄλλο. Ἔπρεπε…, ὅλο
ἔπρεπε… Οἱ προδιαγραφές του ἦταν πολὺ ὑψηλές. Οἱ ἀπαιτήσεις του μεγάλες.
Στὴν ἀρχὴ βάλθηκε νὰ βοηθάει
τὴ Λίνα, μὰ ὅταν εἶδε πὼς ἐκείνη, ἀντὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ, βολευόταν, ἄλλαξε τακτική.
Τὴν ἄφησε μόνη. Ἀβοήθητη ἡ Λίνα πελάγωσε. Κι ὅσο τῆς ἔμεναν πίσω οἱ δουλειές, τόσο
τῆς ἔβαζε τὶς φωνὲς καὶ τὴν ἔβγαζε ἄχρηστη. Ἡ σύγκρισή της μὲ τὸ εἴδωλο ποὺ εἶχε
στὸ μυαλό του εἰσορμοῦσε ἀκάθεκτη στὴ σκέψη του. Ἔνιωθε τόσο διαψευσμένες τὶς προσδοκίες
του!
Πέρασε
ἕνα τέταρτο μέχρι νὰ καταφέρει ἐπιτέλους ἡ Λίνα νὰ σερβίρει τὸ φαγητό.
- Ἂν σ’ ἐνδιαφέρει, μπορεῖς νὰ κοπιάσεις στὸ τραπέζι!
εἶπε ψυχρά.
- Καιρὸς ἦταν! μουρμούρισε μὲς ἀπ’ τὰ δόντια του
ὁ Φώτης.
Ἡ διάθεσή
του ἦταν κακὴ καὶ δὲν τό ’κρυβε. Τὴν πολεμοῦσε, ὅ,τι κι ἂν ἔκανε. Ἔφτασε στὸ σημεῖο
νὰ μὴ μπορεῖ νὰ δεῖ τίποτε καλὸ πάνω της. Ἤθελε μόνο νὰ κριτικάρει τὴν κάθε της
κίνηση.
Ἐκείνη τό ’νιωθε καὶ ἀντιδροῦσε
ὅλο καὶ χειρότερα. Ἀμυνόταν σὰν πληγωμένο ζῶο. Ἡ σχέση τους σιγὰ-σιγὰ κρύωσε γιὰ
τὰ καλά. Ἔγιναν μεταξύ τους ἀδιάφοροι. Ἐκεῖνος ἔπεσε μὲ τὰ μοῦτρα στὸ παιδὶ ποὺ
τὸ λάτρευε. Ἐκείνη κλείστηκε στὸν ἑαυτό της ὑψώνοντας ἕνα τεῖχος γύρω της.
Ὁ Φώτης
προχώρησε στὸ τραπέζι, ἀλλὰ ψαχνόταν μέσα του γιὰ ν’ ἁρπαχτεῖ. Τὸ φαγητὸ ἦταν
καλό, ἀπ’ τὰ καλύτερα ποὺ μποροῦσε νὰ φτιάξει ἡ Λίνα, μὰ τώρα αὐτὸ τὸν ἄφηνε ἀσυγκίνητο.
Μὲ τὴν πρώτη μπουκιὰ ξύνισε τὰ μοῦτρα.
- Σιγὰ τὸ πράμα! Αὐτὴν τὴν ἀηδία περιμέναμε τόση
ὥρα;
- Νὰ μὴν τὸ φᾶς, ἂν δὲ σ’ ἀρέσει! ἀντεπιτέθηκε ἡ
Λίνα.
- Μὲ προκαλεῖς κι ἀπὸ πάνω; Καὶ βέβαια δὲ θὰ τὸ
φάω! Χάρισμά σου, κυρία μου! Οὔτε γιὰ τὰ σκυλιὰ δὲν κάνει τὸ φαΐ σου.
Ἔσπρωξε
ἀπότομα τὸ πιάτο πέρα καὶ σηκώθηκε. Δὲν εἶχε πρόθεση γιὰ τέτοια σκηνή, μὰ ἀφοῦ
τοῦ προέκυψε, δὲν σκόπευε νὰ κάνει πίσω. Προχώρησε γεμάτος θυμὸ πρὸς τὰ ἐνδότερα.
Πάνω στὸ κρεβάτι τους ὀρθώνονταν στοίβα τὰ πλυμένα ροῦχα περιμένοντας τὸ σίδερο.
Ἄναψε πιὸ πολὺ καθὼς τὰ εἶδε.
- Κι αὐτὰ τί θέλουν ἐδῶ πέρα; Θὰ μείνουν καμιὰ
βδομάδα ἀσιδέρωτα;
- Θὰ τὰ σιδερώσω ὅταν ἐγὼ θελήσω! ἀπάντησε ὀργισμένη
καὶ ἡ Λίνα. Ἀρκετὰ πιά! Δὲν θὰ δουλεύω μὲ τὸ δικό σου πρόγραμμα.
- Ἂς πόναγες λιγάκι περισσότερο αὐτὸ τὸ σπίτι!
- Πόνεσες ποτὲ ἐσὺ γιὰ μένα;
- Ἔτσι νομίζεις; Καὶ γιατί σὲ πῆρα τότε; Ἀλλὰ
τέτοιος βλάκας ἤμουνα!
- Ἀγάπησες μόνο τὴ γυναίκα ποὺ ἔχεις στὸ μυαλό σου!
Αὐτὸ τὸ εἴδωλο ποὺ ἔφτιαξες μὲ τὸν ἀρρωστημένο ἐγωισμό σου. Αὐτὸ ἀκριβῶς ἀγαπᾶς.
Τὴν ψεύτικη ὀπτασία τῆς τέλειας, μὰ ἀνύπαρκτης γυναίκας, ποὺ ζωγράφισες κατὰ τὰ
κέφια σου ἐσύ, ὁ τέλειος! Ὁ δραστήριος! Ὁ ἱκανός! Ἄντε νὰ τὴ βρεῖς λοιπὸν καὶ παράτα
με στὴ δυστυχία μου!
Ἡ Λίνα ξέσπασε σὲ λυγμοὺς
καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπο στὸ κρεβάτι. Φουρκισμένος ὁ Φώτης τὴν κοίταξε ἀμήχανος,
στριφογύρισε ἀναποφάσιστος δυὸ–τρεῖς φορὲς καὶ τέλος ἅρπαξε τὸ σακάκι του καὶ βγῆκε
βροντώντας δυνατὰ τὴν πόρτα πίσω του.
Δὲν ἤξερε
ποῦ πήγαινε κι οὔτε ποὺ τὸν ἔνοιαζε. Ἦταν ἕνα ἡφαίστειο ποὺ ἔβραζε.
Πῶς κατάντησαν
ἔτσι; Τί ἔφταιγε καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ βροῦν ἄκρη; Ζητοῦσε τὰ πιὸ λογικὰ πράγματα
τοῦ κόσμου! Σκοτωνόταν γιὰ νὰ μὴν λείψει τίποτε ἀπ’ τὸ σπίτι τους. Μέχρι καὶ δεύτερη
δουλειὰ εἶχε βρεῖ γιὰ νὰ τὰ βγάζουν πέρα ἄνετα.
Ἀκούραστο μελίσσι οἱ σκέψεις
του βούιζαν στὸ κεφάλι του. Κατέβηκε στὴν κεντρικὴ πλατεία, διέσχισε τὴ λεωφόρο,
βρέθηκε νὰ περπατάει δίπλα στὴν ὄχθη τοῦ χείμαρρου, ποὺ μέσα ἀπὸ δροσερὲς δεντροστοιχίες
κι ἀνθισμένα παρτέρια διέτρεχε τὴν πόλη τους. Στάθηκε γιὰ λίγο στὰ προστατευτικὰ
πεζούλια τῆς ὄχθης κι ἔβλεπε τὰ κρυστάλλινα νερὰ ποὺ κυλοῦσαν ἀνάμεσα στὶς στρογγυλεμένες
πέτρες.
Τὸ βουητὸ
τῆς πόλης ἔσμιγε μὲ τὴ θολούρα τοῦ μυαλοῦ του, μὰ δὲν κατάφερε νὰ σκεπάσει ἕναν
εὐχάριστο ἦχο ἀπὸ κουδουνάκια στὴν ἀπέναντι ὄχθη. Σήκωσε τὸ κεφάλι του ἀπότομα.
Δυὸ ὑπέροχα
ἄλογα, τραβώντας μιὰ κομψὴ ἅμαξα, ἀνηφόριζαν μ’ ἐλαφρὸ τροχασμὸ τὴ λεωφόρο. Παραξενεύτηκε.
Ἀπὸ ποῦ ξεφύτρωσαν αὐτά; Δὲν εἶχαν συνηθίσει σὲ τέτοια θεάματα. Ὅπως καὶ νά ’χε,
ἦταν χάρμα νὰ τὰ χαζεύεις. Ἀνέβηκαν, ἔκαμαν τὸν γύρο τῆς πλατείας καὶ πῆραν πάλι
νὰ κατεβαίνουν ἀπ’ τὴ μεριά του. Νά τα, ποὺ τώρα πέρναγαν δίπλα του.
Ἔδειχναν θαυμάσια ζῶα,
μὰ ἦταν ὁλοφάνερο πὼς δὲν ἔμοιαζαν μεταξύ τους. Ἦταν διαφορετικὴ ράτσα τὸ καθένα.
Τὸ ἕνα, ψηλότερο ἀπὸ τ’ ἄλλο, μὲ λεπτότερα πόδια καὶ μικροκαμωμένο κεφάλι, ἔδειχνε
πιὸ νευρικὸ κι εὐκίνητο. Τὸ ἄλλο, μὲ ὀγκωδέστερο σῶμα, ἰσχυροὺς μυῶνες καὶ πλατειὰ
ράχη, ἦταν σαφῶς δυνατότερο, ἀλλὰ πιὸ δυσκίνητο. Καὶ τὰ δύο ὅμως ἦταν ὑπέροχα
δείγματα τῆς ράτσας τους.
Παρὰ τὴ
διαφορά τους, ἀποτελοῦσαν ἕνα τέλεια συντονισμένο ζευγάρι. Ὁ βηματισμός τους ἦταν
ὁμοιόμορφος καὶ ἡ ἅμαξα διέγραφε μιὰν ὁμαλότατη πορεία χωρὶς κλυδωνισμούς. Πῶς
τὰ κατάφερναν;
Μὰ χάρη
στὸν ἄνθρωπο ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του τὰ χαλινάρια. Δὲν εἶχε μαστίγιο. Οὔτε καὶ
φώναζε. Ἀντιθέτως! Σιγοτραγουδοῦσε καὶ σφύριζε εὔθυμα. Ἔσκυβε κάθε λίγο στ’ ἄλογά
του καὶ τοὺς μιλοῦσε. Τὰ φώναζε μὲ τ’ ὄνομά τους, τὰ χάιδευε μὲ τὴν παλάμη του μαλακά.
Στὰ δάχτυλά
του ὅμως ἔπαιζε συνεχῶς τὰ χαλινάρια. Μ’ αὐτὰ συντόνιζε τὸ βῆμα τους. Μ’ ἕνα ἐλαφρὸ
τράβηγμα ἀνέκοπτε τὸν γρήγορο ρυθμὸ τοῦ εὐκίνητου ἀλόγου. Φρόντιζε νὰ εἶναι στὴν
ἴδια γραμμὴ καὶ τὰ δυό τους. Κανένα πιὸ μπροστά, κανένα πιὸ πίσω. Συγκρατοῦσε
τὸ γρήγορο, παρακινοῦσε τὸ ἀργό. Ἔτσι κατάφερνε καὶ τὰ δυό τους νὰ τρέχουν στὸν
ἴδιο ρυθμό. Τὰ βήματά τους ἠχοῦσαν συγχρονισμένα σὰν χτύποι ρολογιοῦ. Τὶκ-τάκ,
τὶκ-τάκ, τὶκ- τάκ.
Ἦταν ὁ
τέλειος συντονιστής! Πραγματικὸς ἡνίοχος!
Τὰ
ἄλογα μὲ τὸ ἁμάξι χάθηκαν τελικὰ ἀπ’ τὰ μάτια του, μὰ ὁ Φώτης ἀσάλευτος κοίταζε
στὸ βάθος τοῦ δρόμου πίσω τους. Στ’ αὐτιά του ἔμεινε νὰ ἠχεῖ ἕνα γοητευτικὸ τὶκ-τάκ.
Αὐτὸ ἦταν! Ὁ ρυθμός! Ὁ τέλειος
συγχρονισμός!
Νὰ λοιπὸν
τί τοῦ ἔλειπε! Ἐδῶ ἦταν τὸ λάθος του!
Δὲν ὑπῆρχε
ὁ ἴδιος ρυθμὸς ἀνάμεσα σ’ αὐτὸν καὶ τὴ Λίνα. Αὐτὸς ἔτρεχε, ἐκείνη βραδυποροῦσε.
Ὁ καθένας ἤθελε τὸ δικό του. Συντονισμὸς μηδέν. Ποῦ νὰ βρεθεῖ ὁ ρυθμός, ὅταν ἡ
ἀγάπη ἔχει κάνει φτερά;
Ἐδῶ ἀκριβῶς
βρισκόταν ἡ τραγωδία. Χωρὶς νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ, εἶχε βάλει τὶς μεγάλες του ἀπαιτήσεις
ἀναγκαία προϋπόθεση
γιὰ τὴ σχέση τους. Τὴν ἀγάπη τὴν ἐννοοῦσε μόνο ὑπὸ ὅρους. Ἀπροϋπόθετη ἀγάπη τοῦ ἦταν ἀδιανόητη.
Ἀφοῦ δὲν ἔπαιρνε αὐτὸ ποὺ ἤθελε, δὲν ἔδινε κι αὐτὸς τίποτε. Δὲν τὸν ἐνδιέφερε
πραγματικὰ ἡ Λίνα. Τοποθετοῦσε τὸν πῆχυ στὸ ὕψος ποὺ αὐτὸς ἤθελε κι ἀφοῦ ἐκείνη
δὲν τὸν ἔφτανε, μοιραῖα τὴν ἀπέρριπτε.
Τί θὰ γινόταν ὅμως ἂν ἔκοβε
λιγάκι τὴ φόρα του; Ἂν κατέβαζε λίγο τὸν πῆχυ; Ἂν ἔβαζε λίγο φρένο στὴν κούρσα του;
Δὲ θὰ τὸν πρόφταινε τότε κι ἐκείνη; Δὲ θά ’φταναν ἔτσι πιὸ εὔκολα σὲ κάποιο
συγχρονισμό;
Τὰ νερὰ
ἔτρεχαν φλύαρα κάτω ἀπ’ τὰ πόδια του, μὰ ὁ Φώτης ἀκουμπισμένος στὸ πεζούλι τῆς ὄχθης
δὲν τά ’βλεπε. Ὁ χρόνος κυλοῦσε χωρὶς νὰ τὸ νιώθει. Γιὰ πρώτη φορὰ ἀναρωτιόταν γιὰ
πολὺ βαθιὰ πράγματα μέσα του.
Τί εἶναι
τελικὰ ἡ ἀγάπη;
Ν’ ἀποδέχομαι
τὸν ἄλλον ὅπως κι ἂν εἶναι, ἢ νὰ τὸν χρησιμοποιῶ ὅπως μοῦ ἀρέσει; Ὅταν δὲ μοῦ χρειάζεται
πλέον ἢ δὲ μ’ εὐχαριστεῖ, μετράει καθόλου γιὰ μένα; Πῶς βλέπω τὴ γυναίκα μου; Μήπως
μὲς ἀπ’ τὶς δικές μου ἀνάγκες καὶ μόνο; Μίλησα ποτὲ μαζί της γιὰ τὰ δικά της ὄνειρα,
τὰ δικά της ἐνδιαφέροντα;
Ποιὰ εἶναι ἡ μεγαλύτερη
ἀξία γιὰ μένα; Μήπως ὁ ἑαυτός μου; Ἀγαπάω κανέναν τελικά;
Πῆρε νὰ
περπατάει ἀργὰ τὸν ἀνήφορο, ὅταν ἕνα μικρὸ προσκυνητάρι στὴ γωνιὰ τοῦ δρόμου,
μὲ ἀναμμένο τὸ καντηλάκι του, τράβηξε τὴν προσοχή του. Βλέποντας πίσω ἀπ΄ τὴν τρεμάμενη
φλόγα μιὰ φτωχικὴ εἰκόνα τῆς Σταύρωσης, εἰκόνα τῆς ὑπέρτατης ἀγάπης καὶ θυσίας,
συλλογίστηκε:
Πόσο ἀνυπέρβλητα
πολύτιμος εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν Θεό! Γιατί δὲν παύει νά ’ναι μοναδικὸς
γιὰ Ἐκεῖνον, ἀκόμα κι ὅταν δὲν πετυχαίνει τίποτε; Γιατί ἔχει πάντα νόημα τὸ νὰ σταυρώνεται
ὁ Χριστός, ἀκόμα καὶ γιὰ τὸν πιὸ ἀποτυχημένο ἄνθρωπο; Πῶς μπορεῖ ὁ Θεὸς τελικὰ καὶ ἀγαπάει τὸν
ἄνθρωπο χωρὶς προϋποθέσεις;
Μπρὸς στὸ ἀπύθμενο μυστήριο
μιᾶς τέτοιας ἀγάπης ἔνιωσε πάμφτωχος. Δὲν ἦταν τίποτε, ἀφοῦ δὲν εἶχε ἀγάπη.
Τάχυνε
τὸ βῆμα του καθὼς ὁ ἥλιος ἐξακόντιζε τὶς τελευταῖες του ἀχτίδες στὴ γῆ. Στὴν ἐξώπορτα
τοῦ σπιτιοῦ του κοντοστάθηκε. Μπῆκε, προχώρησε ἀργά, σταμάτησε στὴν πόρτα τῆς κρεβατοκάμαρας.
Ἡ Λίνα ἦταν ξαπλωμένη χωρὶς νὰ κοιμᾶται.
- Πῆρα τὸ διαζύγιο! τῆς εἶπε. Τὴν ἔδιωξα τὴν ἄλλη.
Αὐτὴν ποὺ ἔλεγες πὼς εἶχα στὸ μυαλό μου.
Γύρισε
καὶ τὸν κοίταξε παράξενα.
- Ἀλήθεια! ξανάπε αὐτός. Τώρα θὰ τρέχουμε μαζὶ στὸν
ἴδιο, τὸν δικό σου ρυθμό.
Ἡ Λίνα
ἀνακάθισε.
- Μὰ τί λές; Πιωμένος εἶσαι;
- Ὄχι βέβαια! Εἶμαι νηφάλιος, πολὺ νηφάλιος. Ἴσως
ἡ πρώτη φορὰ ποὺ τὸ μυαλό μου εἶναι ξεκάθαρο.
Τὸν κοίταζε
χωρὶς νὰ καταλαβαίνει.
- Ὄχι, δὲν εἶναι κανένα κόλπο, μὴ φοβᾶσαι! συνέχισε
ὁ Φώτης. Μοῦ πῆρε πολύ, μὰ ἐπιτέλους τὸ κατάλαβα. Ἡ ἔγνοια μου τώρα θά ’ναι ν’ ἀνακαλύπτω,
ἀντὶ νὰ προκαθορίζω, τὴ γυναίκα μου. Νὰ σ’ ἀγαπῶ γι’ αὐτὸ ποὺ εἶσαι, ὄχι γι’ αὐτὸ
ποὺ θά ’θελα ἐγὼ νὰ εἶσαι!
Ἡ Λίνα
τινάχτηκε ὄρθια μὲ τὰ μάτια διεσταλμένα. Προσπάθησε νὰ σταθεῖ, μὰ ἡ σκοτοδίνη
σκέπασε τὸ μυαλό της. Τὰ πόδια της τρίκλισαν, πῆγε νὰ πέσει. Ἀπ’ τὸ ἀπότομο σήκωμα;
Ἀπ’ τὴ μεγάλη ἔκπληξη;
Μὰ καθὼς ἔγειρε στὸ
πλάι, ἕνα χέρι τὴν ἅρπαξε ἀπὸ τὴ μέση. Τὸ βλέμμα της ἀντάμωσε τὸ βλέμμα του, καθὼς
τὸ κεφάλι της ἔπεφτε βαρὺ στὸν ὦμο του.
Ἀπ’ τὸ
στιγμιαῖο ἐκεῖνο ἀντάμωμα ὅμως μιὰ ζεστὴ ἀχτίνα ξεπήδησε καὶ κατέβηκε στὴν καρδιά
της.
Ὁ ἥλιος τῆς ἀγάπης ὁλοφώτεινος
ἄρχισε ν’ ἀνατέλλει καὶ πάλι ἀνάμεσά τους…
Πάσχα
2005
Διαδίδω τὴν «Ἀντιύλη»
Ἐκτυπώνω/προωθῶ σὲ φιλικά μου e-mails
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου