Η ΖΩΗ, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἕνα ταξίδι. Καὶ ὁ δρόμος ὁ σωστός, ποὺ πρέπει ὅλοι ν᾽ ἀκολουθήσουμε γιὰ νὰ φθάσουμε στὸ τέρμα, στὸν οὐρανό, εἶνε ἕνας· ὁ δρόμος ποὺ χάρα ξε ὁ Χριστὸς μὲ τὸ αἷμα του· τὸν βάδισε ὁ ἴδι ος καὶ ἑκατομμύρια μαρτύρων καὶ ὁμολογη τῶν τῆς πίστεώς μας. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς εἶπε· «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ἰωάν. 14,6).
Εἶνε ἀλήθεια ὅτι αὐτὸς ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶνε δύσκολος, ἀνηφορικός, ἕνας Γολγοθᾶς. «Στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν…» (Ματθ. 7,14). Ἀντιθέτως ὁ δρόμος τῆς κακίας, τῆς διαφθορᾶς, τῆς ἀπιστίας εἶνε εὔκολος, κατηφορικός. «Πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν…» (ἔ.ἀ. 7,13), στὴν καταστροφή. Ὁ ἕνας δρόμος εἶνε τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄλλος τοῦ σατανᾶ· ὁ ἕνας εἶνε τοῦ παραδείσου, ὁ ἄλλος τῆς κολάσεως. Διαλέξτε· ἐλεύθερος εἶνε ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀκολουθήσῃ ὅποιο δρόμο θέλει.
Δύσκολο πρᾶγμα οἱ ἀρετές. Κι ἂν ρωτᾶτε, ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἀρετὲς ποιά εἶνε ἡ πιὸ δύσκoλη, ὁ φιλάργυρος θὰ πῇ ἡ ἐλεημοσύνη, ὁ κοιλιόδουλος θὰ πῇ ἡ νηστεία, ὁ σαρκολάτρης θὰ πῇ ἡ παρθενία, ὁ φιλόζωος θὰ πῇ τὸ μαρτύριο γιὰ τὸ Χριστό. Ἀλλὰ ἐγὼ θεωρῶ ὅτι τὸ πιὸ δύσκολο ἀπ᾽ ὅλα εἶνε – ποιό; Αὐτὸ ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο· νὰ συγχω ρῇ ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Εἶνε ἕνα χαλικάκι, ποὺ ζητάει ὁ Χριστὸς νὰ σηκώσουμε, ἀλλὰ ὁ διάβο λος τὸ κάνει βουνὸ ἀσήκωτο. Κι ὅτι αὐτὸ εἶνε ἡ πιὸ δύσκολη ἀρετὴ θὰ σᾶς τὸ δείξω μὲ 3 – 4 παραδείγματα· παρακαλῶ προσέξτε.
* * *
-Τὸ ἕνα παράδειγμα εἶνε ἀπὸ τοὺς βίους τῶν ἁγίων. Ἄν ἀνοίξετε τὰ συναξάρια, θὰ δῆτε ὅτι στὶς 9 Φεβρουαρίου ἑορτάζει ἕνας ἅγι ος ποὺ ὀνομάζεται Νικηφόρος. Ἀκοῦστε πῶς μαρτύρησε. Στὴν ἐποχή του ὁ Νικηφόρος τὰ εἶχε χαλάσει μὲ ἕναν ἱερέα ποὺ τὸν ἔλεγαν Σαπρίκιο. Ἦταν μαλωμένοι· καὶ ἔφταιγε ὁ Σαπρίκιος, ὄχι ὁ Νικηφόρος. Ἔγινε διωγμός, καὶ τὸν πρῶτο ποὺ ἔπιασαν ἦταν ὁ παπᾶς, ὁ Σαπρί κιος. Τὸν δίκασαν καὶ βγῆκε ἀπόφασι ν᾽ ἀποκεφαλισθῇ. Τὸν πῆραν οἱ στρατιῶτες πρωὶ – πρωὶ πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου καὶ τὸν ὡδηγοῦσαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλι νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Ὅταν ἔμαθε ὁ Νικηφόρος ὅτι ὁ Σαπρίκιος σὲ λίγη ὥρα δὲ θὰ ὑπάρχῃ στὴ ζωή, τὸν ἔπιασε τὸ κλάμα. Τρέχει στὸ δρόμο, προλαβαίνει τὴ συνοδεία, καὶ πέφτει στὰ πόδια του. ―Ἀδελφὲ Σαπρίκιε, συχώρεσέ με. Ἐκεῖνος ὅμως τίποτα. ―Δὲ σὲ συγχωρῶ! Μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ τοῦ μαρτυρίου ὁ Νικηφόρος ἔπεφτε καὶ παρακαλοῦσε τὸ Σαπρίκιο νὰ τὸν συγχωρήσῃ. Ἀδύνατον. Τότε τί συνέβη· μόλις ὁ στρατιώτης ὕψωσε τὸ σπαθὶ νὰ τοῦ κόψῃ τὸ κεφάλι, ὁ Σαπρίκιος λέει· ―Γιατί μὲ σφάζετε; ―Γιατὶ εἶσαι Χριστιανός. ―Γι᾽ αὐτὸ λοιπόν; τότε ἐγὼ ἀρνοῦμαι τὸ Χριστό… Καὶ ἐνῷ οἱ ἄγ γελοι τοῦ ἑτοίμαζαν στεφάνι, ὁ Σαπρίκιος, ποὺ δὲ συγχώρησε τὸ Νικηφόρο, κρίθηκε ἀν άξιος τοῦ μαρτυρίου· τὸν ἐγκατέλειψε ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἀρνήθηκε τὸ Χριστό. Ἀντ᾽ αὐτοῦ μαρτύρησε – ποιός; Ὁ Νικηφόρος, ποὺ εἶχε καλὴ καρδιὰ καὶ ἀγάπη. Ὡμολόγησε ὅτι εἶνε Χριστιανός, καὶ μαρτύρησε. Ἔτσι στὶς 9 Φεβρουαρίου, ἀντὶ Σαπρικίου τοῦ μάρτυρος, τιμοῦμε τὴ μνήμη Νικηφόρου τοῦ μάρτυρος. Τρομερὸ παράδειγμα αὐτό· δείχνει ὅτι ἀνώτε ρο κι ἀπ᾽ τὸ μαρτύριο εἶνε τὸ νὰ συγχωρή σῃς, νὰ δώσῃς συγχώρησι μέσα ἀπ᾽ τὴν καρδιά σου. Μά εἶνε εὔκολο; Σᾶς εἶπα, πετραδάκι εἶνε, μία λέξι εἶνε· ἀλλὰ γίνεται πιὸ βαρειὰ κι ἀπὸ τὸν Ὄλυμπο καὶ τὸ Βίτσι καὶ τὸ Γράμμο.
Δὲ συγχωροῦν οἱ ἄνθρωποι. Θέλετε παραδείγματα ὄχι παλιὰ ἀλλὰ καινούργια; Δὲν εἶνε πολὺς καιρὸς ποὺ σ᾽ ἕνα χωριὸ ἕνας πολὺ γέρος, 90 χρονῶν, πέθαινε. Πάει ὁ παπᾶς, κα λὸς παπᾶς, στὸ σπίτι. ―Γέροντα, τί κάνεις; ―Δὲν μπορῶ. ―Θέλεις νὰ κοινωνήσῃς; ―Θέλω. ―Θὰ σὲ κοινωνήσω, ἀλλὰ νὰ φωνάξουμε ἐκεῖνο τὸν ἄνθρωπο, ποὺ ἔχεις χρόνια ὁλόκληρα νὰ τοῦ μιλήσῃς. ―Ποιόν; ἐκεῖνον; Ἄαα, δὲν τὸ συγχωρῶ. Πές μου, παππούλη, νὰ κάνω ὅ,τι ἄλλο θέλεις· ν᾽ ἀνάψω λαμπάδες, νὰ χτίσω ἐκκλησιά, νὰ κάνω ἐλεημοσύνες, νὰ νη στέψω· αὐτὸν δὲν τὸν συγχωρῶ. ―Βρὲ τοῦτο – βρὲ ἐκεῖνο, τοῦ ἔλεγε ὁ παπᾶς μὲ δάκρυα. Τίποτα. Ξεψυχοῦσε, θὰ παρέδιδε τὴν ψυχή του στὸ διάβολο, καὶ ὅμως δὲν συγχώρησε.
Καὶ τὰ ἔθνη μισοῦνται. Αὐτὸ θὰ φάῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Γερμανοὶ δὲ συγχωροῦν τοὺς ῾Ρώσους, καὶ ῾Ρῶσοι δὲ συγχωροῦν τοὺς Γερμανούς. Ὑπάρχει μνησικακία. Ἂν ὑπῆρχε συγ χώ ρησι, ὁ κόσμος θὰ ἦταν παράδεισος. Ἡ πιὸ ὡραία λέξι στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ συγχώρησις.
Δὲ συγχωρεῖ ὁ ἄνθρωπος. Θέλετε ἄλλο ἕνα παράδειγμα; Δὲν εἶνε οὔτε δέκα μέρες, ποὺ ἔμαθα ὅτι σ᾽ ἕνα χωριὸ ἕνα ἀντρόγυνο τρώγονται. Τοὺς κάλεσα. ―Τί ἔχετε; Ἡ γυναίκα, τα πεινή, τὴ φώτισε ὁ Θεὸς καὶ εἶπε· ―Ἐγὼ φταίω· ἀδικῶ πολλὲς φορὲς τὸν ἄντρα μου, τὸν βρίζω, τὸν κακολογῶ· μετανοιώνω, τὸν παρακα λῶ νὰ μὲ συχωρέσῃ – καὶ ἔπεσε καὶ τοῦ ἔκανε μετάνοια. Σπάνιο πρᾶγμα γυναίκα νὰ παρα δε χτῇ ὅτι σφάλλει. Ἐγὼ συγκινήθηκα, ἔκλα ψα. Νὰ βλέπῃς μιὰ γυναῖκα νέα, ὄμορφη κοπέλλα, νὰ γονατίζῃ μπροστὰ σ᾽ ἕναν ἄντρα ―ποὺ τὴν ἀπατοῦσε― καὶ νὰ λέῃ, Σοῦ ζητῶ νὰ μὲ συχωρέσῃς γιὰ ὅσα σοῦ εἶπα. Καὶ οἱ ἄγγελοι καὶ τὰ ἄστρα συγκινοῦνται. Αὐτός; ―Δὲ σὲ συγχω ρῶ!… Πόσα τοῦ ἔκανε! δὲν τὴν συγχώρησε.
* * *
Τέτοιος εἶνε ὁ κόσμος. Ὑπάρχουν δυστυχῶς οἰκογένειες ποὺ ἔχουν μεταξύ τους μνη σικακία καὶ ἐπὶ χρόνια δὲ συγχωροῦνται. Προσπαθοῦν ὁ παπᾶς καὶ ἡ μητρόπολι, ἀλλὰ τὸ μῖσος διαιωνίζεται ἀπὸ τοὺς γονεῖς στὰ παιδιὰ καὶ τὰ ἐγγόνια.
Ἄνθρωπος ποὺ δὲ συγχωρεῖ δὲν εἶνε Χριστιανός. Εἶνε ζῷο, θηρίο. Λένε ὅτι, ἂν κάποιο παιδὶ πειράξῃ τὴν καμήλα, αὐτὴ δὲν τὸ ξεχνάει. Μπορεῖ νὰ περάσουν χρόνια, ἀλλ᾽ ἅμα τὸ πετύχῃ στὸ δρόμο, θὰ τὸ τσακίσῃ· δὲ συγ χωρεῖ. Γι᾽ αὐτὸ λέμε «αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος μοιάζει μὲ καμήλα, δὲ συγχωρεῖ· κρατάει βαθειὰ μέσα του τὴν ἐκδίκησι». Ἀντιθέτως αὐτὸς ποὺ συγχωρεῖ ἀπὸ τὴν καρδιά του, μοιάζει – μὲ ποιόν; Μὲ τὸ Θεό. Μὲ τὸ Θεό; Μάλιστα.
Αὐτὸ μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Γιατὶ ὁ Θεὸς τί κάνει· συγχωρεῖ, διαρκῶς συγχωρεῖ. Εἶνε μακρόθυμος, πολυέλεος καὶ πολυεύσπλαγχνος. Τί κάνουμε ἐμεῖς; Ἐμᾶς μᾶς φταίει ὁ ἄλλος, ὁ γείτονάς μας, γιατὶ μᾶς πείραξε, γιατὶ τὸ ζῷο του μπῆκε στὸ χωράφι μας…, γιὰ μικρὰ καὶ ἀσήμαντα πράγματα. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φταῖμε ἐμεῖς στὸ Θεὸ εἶνε πολὺ μεγάλα. Φταῖμε, ἁμαρτάνουμε συνεχῶς. Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ μάτια μας, μὲ τ᾽ αὐτιά μας, μὲ τὰ χέρια μας, μὲ τὸ κορμί μας· ἁμαρτάνουμε τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα, στὸ καφενεῖο, στὸ δρόμο, στὰ χωράφια, ἁμαρτάνουμε ἀκόμα καὶ μέσ᾽ στὴν ἐκκλησία. Ποιός μπορεῖ νὰ μετρήσῃ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου; Ἄβυσσος, «μύρια τάλαντα» ποὺ λέει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο (Ματθ. 18,24), ἀμέτρητα τ᾽ ἁμαρτήματά μας, ἀστρονομικὸς ἀριθμός. «Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλή θη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους, τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;» (τροπ. Κασσιανῆς, δοξ. αἴν. Μ. Τετάρτης).
Καὶ τί κάνει ὁ Θεός; μᾶς συνερίζεται; Ἂν μᾶς συνεριζόταν, ἂν γιὰ κάθε ἁμαρτία ποὺ κάνουμε, γιὰ κάθε βλαστήμια ποὺ ἀκούγεται, ἔπεφτε ἕνα ἀστροπελέκι, θὰ εἴχαμε καῆ ὅλοι. Μᾶς συγχωρεῖ, συνεχῶς συγχωρεῖ τ᾽ ἁμαρτή ματά μας. Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐμεῖς νὰ εἴμεθα συγγνωμικοί. Αὐτὸ ζητᾷ ἀπὸ μᾶς. Ὅπως ἐκεῖνος συγχωρεῖ τ᾽ ἁμαρτήματά μας, τὰ μεγάλα καὶ ἀμέτρητα, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς νὰ συγχωροῦμε τοὺς ἄλ λους· οἱ νύφες τὶς πεθερές, οἱ πεθερὲς τὶς νύ φες, ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα του, ὁ πατέρας τὸ παιδί του, οἱ χωριανοὶ τοὺς συγχωριανούς τους. Δῶστε μου, δῶστε μου ἕνα χωριὸ ὅπου ὑπάρχει συγγνώμη, ἔλεος, ἀγάπη· παράδεισος εἶνε. Δῶστε μου ἕνα ἄλλο χωριό, ὅπου δὲν ὑπάρχει συγχώρησις καὶ ἔλεος· κόλασις εἶνε. Κόλασις ἔγινε ἡ γῆ, γιατὶ σβήσαμε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ μας, τὰ ἀπέριττα καὶ αἰώνια λόγια «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 13,34).
* * *
Ἀγαπητοί μου, ἂς ξερριζώσῃ ὁ Θεὸς ἀπ᾽ τὴν καρδιά μας τὸ ἀγκάθι ποὺ λέγεται μνησικακία, καὶ ἂς φυτέψῃ τὸ οὐράνιο λουλούδι, τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μας. Ἔτσι θὰ εἴμαστε μιμηταὶ ἐκείνου, ποὺ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ συγχώρησε τοὺς σταυρωτάς του. Ἔτσι θὰ μποροῦμε νὰ προσευχώμεθα καὶ νὰ λέμε τὸν τρο μερὸ ἐκεῖνο λόγο· «Καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν» (Ματθ. 6,12). Διαφορετικά, εἴμεθα ψεῦτες καὶ θεομπαῖχτες ὅλοι, κλῆρος καὶ λαός.
Αὐτὴ ἡ ὑπόσχεσι εἶνε ὅρος συγχωρήσεως. Συγχωρεῖς; θὰ συγχωρηθῇς· δὲ συγχωρεῖς; χίλιοι παπᾶδες νὰ σοῦ κάνουν μνημόσυνα, χίλιοι δεσποτάδες καὶ πατριαρχάδες νὰ πᾶνε στὸν τάφο σου, δὲν θὰ συγχωρηθῇς. Συγχώρησε λοιπόν, γιὰ νὰ συγχωρηθῇς.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναὸ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου
Κάτω Κλεινῶν – Φλωρίνης 14-8-1977)
Καὶ τὰ ἔθνη μισοῦνται. Αὐτὸ θὰ φάῃ τὴν ἀνθρωπότητα. Γερμανοὶ δὲ συγχωροῦν τοὺς ῾Ρώσους, καὶ ῾Ρῶσοι δὲ συγχωροῦν τοὺς Γερμανούς. Ὑπάρχει μνησικακία. Ἂν ὑπῆρχε συγ χώ ρησι, ὁ κόσμος θὰ ἦταν παράδεισος. Ἡ πιὸ ὡραία λέξι στὸ Εὐαγγέλιο εἶνε ἡ συγχώρησις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου