τοῦ Γέροντος Πορφυρίου
Τὸ σπουδαῖο εἶναι νὰ μποῦμε στὴν Ἐκκλησία. Νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τοὺς συνανθρώπους μας, μὲ τὶς χαρὲς καὶ τὶς λύπες ὅλων. Νὰ τοὺς νιώθουμε δικούς μας, νὰ προσευχόμαστε γιὰ ὅλους, νὰ πονᾶμε γιὰ τὴν σωτηρία τους, νὰ ξεχνᾶμε τοὺς ἑαυτούς μας. Νὰ κάνομε τὸ πᾶν γι’ αὐτούς, ὅπως ὁ Χριστὸς γιά μας. Μέσα στὴν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μὲ κάθε δυστυχισμένο καὶ πονεμένο κι ἁμαρτωλό. Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ θέλει νὰ σωθεῖ μόνος του, χωρὶς νὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος νὰ προσεύχεται κανεὶς γιὰ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τοὺς ἄλλους πρέπει νὰ ἀγαπᾶμε καὶ νὰ προσευχόμαστε νὰ μὴ χαθεῖ κανείς• νὰ μποῦν ὅλοι στὴν Ἐκκλησία. Αὐτὸ ἔχει ἀξία. Καὶ μ’ αὐτὴ τὴν ἐπιθυμία πρέπει νὰ φύγει κανεὶς ἀπ’ τὸν κόσμο, γιὰ νὰ πάει στὸ μοναστήρι ἡ στὴν ἔρημο.
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει τὰ μυστήρια ποὺ σώζουν, δὲν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἐξομολογούμαστε, ὅμως μᾶς διαβάζει ὁ παπὰς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καὶ προχωροῦμε πρὸς τὴν ἀθανασία, χωρὶς καθόλου ἄγχος, χωρὶς καθόλου φόβο.
Ὅποιος ζεῖ τὸν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μὲ τὴν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μία τρέλα! Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἠμῶν ἐστὶν» (Λούκ. 17,21). Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστὸς κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Καὶ συμβαίνει ὅπως μ’ ἕνα κομμάτι σίδηρο ποὺ τοποθετημένο μὲς στὴ φωτιὰ γίνεται φωτιὰ καὶ φῶς• ἔξω ἀπ’ τὴν...φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Ὅσοι κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴν διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία. Οὔτε, βέβαια τὸν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ὅταν μὲ τὴν προσευχὴ μᾶς ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καὶ κάνομε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνομε τὸ πᾶν, ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «τὶς λοιδορίες δὲν τὶς ἀνταπέδιδε, καὶ ὅταν ἔπασχε δὲν ἀπειλοῦσε» (Ἃ΄ Πετρ. 2,23).
Νὰ προσέχουμε καὶ τὸ τυπικὸ μέρος. Νὰ ζοῦμε τὰ μυστήρια, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ’ αὐτὰ βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια καὶ κυρίως μὲ τὴν Θεία Κοινωνία.
Γιὰ πολλούς, ὅμως, ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τους θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται. Καὶ πράγματι. Γιατί ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴν ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστεια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ κακοῦ πνεύματος (δήλ. δαιμονικῆς ἐνέργειας). Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶμαι μία σατανικὴ ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τὴ θρησκεία σὰν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στὴν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι», καὶ μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νὰ βλασφημᾶνε τὰ θεία, ὅταν κάποιος λίγο τους ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὑπάρχει στὸ μέσον δαιμόνιο.
Στὴν πραγματικότητα, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως, προϋπόθεση, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν μπερδεύει, τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη, στὴν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια.
Στὶς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιὰ μπερδεμένων γονέων.
Πολλὲς φορὲς οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροὶ προσελκύουν τὴ χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τὸ οὐσιαστικότερο εἶναι νὰ φύγεις ἀπ’ τὸν τύπο καὶ νὰ πηγαίνεις στὴν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη.
Ὅταν δὲν ζεῖς μὲ τὸν Χριστό, ζεῖς μὲς στὴ μελαγχολία, στὴ θλίψη, στὸ ἄγχος, στὴ στενοχώρια. δὲν ζεῖς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλὲς ἀνωμαλίες καὶ στὸν ὀργανισμό. Ἐπηρεάζεται τὸ σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τὸ συκώτι, ἡ χολή, τὸ πάγκρεας, τὸ στομάχι. Σοὺ λένε: «Γιὰ νὰ εἶσαι ὑγιής, πάρε τὸ πρωὶ τὸ γάλα σου, τὸ αὐγουλάκι σου, τὸ βουτυράκι σου μὲ δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἂν ζεῖς σωστά, ἂν ἀγαπήσεις τὸν Χριστό, μ’ ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τὸ μεγάλο φάρμακο εἶναι νὰ ἐπιδοθεῖ κανεὶς στὴν λατρεία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τὰ μεταβάλλει, τὰ μεταποιεῖ, τὰ ἁγιάζει, τὰ διορθώνει, τὰ ἀλλάζει, τὰ μεταστοιχειώνει.
Ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι κάτι ἄλλο. Δὲν ἔχει τέλος, δὲν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιὸ πολὺ ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νὰ φθείρει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό.. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκικὴ ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετὰ μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δὲν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμικὴ ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καὶ σιγὰ σιγὰ σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καὶ βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στὴ σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονὲς κουράζουν, ἐνῶ αὐτὴ διαρκῶς δὲν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονὴ ἀκόρεστος, ποὺ δὲν τὴν βαριέται κανεὶς ποτέ. Εἶναι τὸ ἄκρον ἀγαθόν.
Ὅταν ἀγαπᾶς τὸν Χριστό, παρόλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὴ συναίσθηση ποὺ ἔχεις γι’ αὐτὲς ἔχεις τὴ βεβαιότητα ὅτι ξεπέρασες τὸν θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Τὸν Χριστὸ νὰ τὸν αἰσθανόμαστε σὰν φίλο μας. Εἶναι φίλος μας. Τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου…» (Ἰω. 15,14). Σὰν φίλο νὰ τὸν ἀτενίζομε καὶ νὰ τὸν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μὲ οἰκειότητα, μὲ ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νὰ τρέχομε κοντά του• ὄχι μὲ φόβο ὅτι θὰ μᾶς τιμωρήσει ἀλλὰ μὲ θάρρος, ποὺ θὰ μᾶς τὸ δίδει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νὰ τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τὸ ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσε μέ». Ἀλλὰ συγχρόνως νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μὲ ἀγάπη καὶ μᾶς συγχωρεῖ. Νὰ μὴ μᾶς χωρίζει ἀπ’ τὸν Χριστὸ ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καὶ τὸν ἀγαπᾶμε, δὲν θὰ αἰσθανόμαστε ξένοι καὶ χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τὴν ἀγάπη Του κι ὅπως καὶ νὰ φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.
Τὸ Εὐαγγέλιο, βέβαια, λέει μὲ συμβολικὲς λέξεις γιὰ τὸν ἄδικο ὅτι θὰ βρεθεῖ ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει «ὁ τριγμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων», διότι μακράν του Θεοῦ ἔτσι εἶναι. Καὶ ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ φόβο θανάτου καὶ κολάσεως. Λένε: «Ἔχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αὐτὲς οἱ λέξεις, ἂν τὶς ἐξετάσομε βαθιά, δημιουργοῦν τὸν φόβο τῆς κολάσεως. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθώντας ν’ ἀποφύγει τὴν ἁμαρτία, κάνει αὐτὲς τὶς σκέψεις, γιὰ νὰ κυριευθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀπ’ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, τῆς κολάσεως καὶ τοῦ διαβόλου.
Ὅλα ἔχουν τὴ σημασία τους, τὸ χρόνο καὶ τὴν περίστασή τους. Ἡ ἔννοια τοῦ φόβου εἶναι καλὴ γιὰ τὰ πρῶτα στάδια. Εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχάριους, γι’ αὐτοὺς ποὺ ζεῖ μέσα τοὺς ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀρχάριος, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη λεπτυνθεῖ, συγκρατεῖται ἀπ’ τὸ κακὸ μὲ τὸ φόβο. Καὶ ὁ φόβος εἶναι ἀπαραίτητος, ἐφόσον εἴμαστε ὑλικοὶ καὶ χαμερπεῖς. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι ἕνα στάδιο, ἕνας χαμηλὸς βαθμὸς σχέσεως μὲ τὸ θεῖον. Τὸ πᾶμε στὴ συναλλαγή, προκειμένου νὰ κερδίσομε τὸν Παράδεισο ἡ νὰ γλιτώσομε τὴν κόλαση. Αὐτό, ἂν τὸ καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ἰδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Ἐμένα δὲ μοῦ ἀρέσει αὐτὸς ὁ τρόπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει καὶ μπεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τί τοῦ χρειάζεται ὁ φόβος; Ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει ἀπὸ ἀγάπη κι ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ἀξία αὐτό. Τὸ νὰ γίνει καλὸς κάποιος ἀπὸ φόβο στὸν Θεὸ κι ὄχι ἀπὸ ἀγάπη δὲν ἔχει τόση ἀξία.
Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής. Ἂν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς «χοντρὲς» ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του.
Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸ θεῖον. Ὂλ’ αὐτὰ κρυφά, μυστικά, σὰν τοὺς ἀσκητές. Θυμάστε ποῦ σᾶς ἔχω πεῖ γιὰ τ’ ἀηδονάκι; Μὲς στὸ δάσος κελαϊδάει. Στὴ σιγή. Νὰ πεῖ πῶς κάποιος τ’ ἀκούει, πῶς κάποιος τὸ ἐπαινεῖ; Πόσο ὡραῖο κελάηδημα στὴν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καὶ μ’ αὐτὸν ποὺ ἐρωτεύεται τὸν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, «φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα». Πιάνει μία σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καὶ ζεῖ τὸν Θεὸ μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις».
Περιφρονῆστε τὰ πάθη, μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο. Στραφεῖτε στὸν Χριστό.
Ἡ θεία χάρις μᾶς διδάσκει τὸ δικό μας χρέος. Γιὰ νὰ τὴν προσελκύσουμε, θέλει ἀγάπη, λαχτάρα. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θέλει θεῖο ἔρωτα. Ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ, γιὰ νὰ μᾶς φέρει σὲ κατάλληλη «φόρμα» γιὰ προσευχή. Μόνος Του θὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς καὶ θὰ ἐγκύψει στὴν ψυχή μας, ἀρκεῖ νὰ βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια ποὺ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦν• ἀγαθὴ προαίρεση, ταπείνωση καὶ ἀγάπη. Χωρὶς αὐτὰ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ»
Ὁ παραμικρὸς γογγυσμὸς κατὰ τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τὴν ψυχή σας καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τὴν ψυχή, δὲν τολμάει νὰ πλησιάσει.
Νὰ ζητᾶμε νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ• αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ συμφέρον, τὸ πιὸ ἀσφαλὲς γιά μας καὶ γιὰ ὅσους προσευχόμαστε. Ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καὶ λίγος ἐγωισμός, δὲν γίνεται τίποτα.
Ὅταν ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δίδει κάτι ποὺ ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τὸ λόγο Του. Ἔχει κι ὁ Θεὸς τὰ «μυστικά» Του.
Ἂν δὲν κάνετε ὑπακοὴ (σὲ ἱερέα-πνευματικὸ) καὶ δὲν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχὴ (δήλ. τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ) δὲν ἔρχεται καὶ ὑπάρχει καὶ φόβος πλάνης.
Νὰ μὴν γίνεται ἡ εὐχὴ (τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ) ἀγγαρεία. Ἡ πίεση μπορεῖ νὰ φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νὰ κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοὶ μὲ τὴν εὐχή, γιατί τὴν ἔκαναν μὲ πίεση. Καὶ γίνεται, βέβαια, κι ὅταν τὸ κάνεις ἀγγαρεία• ἀλλὰ δὲν εἶναι ὑγιές.
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθεῖτε ἰδιαίτερα γιὰ νὰ πεῖτε τὴν εὐχή. Δὲν χρειάζεται καμιὰ προσπάθεια ὅταν ἔχεις θεῖο ἔρωτα. Ὅπου βρίσκεσθε, σὲ σκαμνί, σὲ καρέκλα, σὲ αὐτοκίνητο, παντοῦ, στὸν δρόμο, στὸ σχολεῖο, στὸ γραφεῖο, στὴ δουλειὰ μπορεῖτε νὰ λέτε τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μέ», ἁπαλά, χωρὶς πίεση, χωρὶς σφίξιμο.
Σημασία στὴν προσευχὴ ἔχει ὄχι ἡ χρονικὴ διάρκεια ἀλλὰ ἡ ἔνταση. Νὰ προσεύχεσθε ἔστω καὶ πέντε λεπτά, ἀλλὰ δοσμένα στὸ Θεὸ μὲ ἀγάπη καὶ λαχτάρα. Μπορεῖ ἕνας μία ὁλόκληρη νύχτα νὰ προσεύχεται κι αὐτὴ ἡ προσευχὴ τῶν πέντε λεπτῶν νὰ εἶναι ἀνώτερη. Μυστήριο εἶναι αὐτὸ βέβαια, ἀλλὰ ἔτσι εἶναι.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ὅλα τὰ κάνει προσευχή. Καὶ τὴ δυσκολία καὶ τὴ θλίψη, τὶς κάνει προσευχή. Ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ τύχει ἀμέσως ἀρχίζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Ἡ προσευχὴ ὠφελεῖ σὲ ὅλα, καὶ στὰ πιὸ ἁπλά. Γιὰ παράδειγμα, πάσχεις ἀπὸ αὐπνία• νὰ μὴ σκέπτεσαι τὸν ὕπνο. Νὰ σηκώνεσαι, νὰ βγαίνεις ἔξω καὶ νὰ ἔρχεσαι πάλι μέσα στὸ δωμάτιο, νὰ πέφτεις στὸ κρεβάτι σὰν γιὰ πρώτη φορά, χωρὶς νὰ σκέπτεσαι ἂν θὰ κοιμηθεῖς ἡ ὄχι. Νὰ συγκεντρώνεσαι, νὰ λὲς τὴ δοξολογία καὶ μετὰ τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» κι ἔτσι θὰ ἔρχεται ὁ ὕπνος.
Ὅλα εἶναι μέσα μας, καὶ τὰ ἔνστικτα καὶ τὰ πάντα, καὶ ζητοῦν ἱκανοποίηση. Ἂν δὲν τὰ ἱκανοποιήσομε, κάποτε θὰ ἐκδικηθοῦν, ἐκτὸς καὶ τὰ διοχετεύσομε ἀλλοῦ, στὸ ἀνώτερο, στὸν Θεό.
Δὲν γίνεσθε ἅγιοι κυνηγώντας τὸ κακό. Ἀφῆστε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε πρὸς τὸν Χριστὸ κι Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει. Ἀντὶ νὰ στέκεσθε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ νὰ διώχνετε τὸν ἐχθρό, περιφρονῆστε τὸν. Ἔρχεται ἀπὸ δῶ τὸ κακό; Δοθεῖτε μὰ τρόπο ἁπαλὸ ἀπὸ ἐκεῖ. Δηλαδὴ ἔρχεται νὰ σᾶς προσβάλει τὸ κακό, δῶστε ἐσεῖς τὴν ἐσωτερική σας δύναμη στὸ καλό, στὸν Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ». Ξέρει ἐκεῖνος πὼς νὰ σᾶς ἐλεήσει, μὲ τί τρόπο. Κι ὅταν γεμίζετε ἀπ’ τὸ καλό, δὲν στρέφεσθε πιὰ πρὸς τὸ κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καλοί. Ποῦ νὰ βρεῖ τόπο τότε τὸ κακό; Ἐξαφανίζεται!
Σᾶς πιάνει φοβία κι ἀπογοήτευση; Στραφεῖτε στὸν Χριστό. Ἀγαπῆστε τὸν ἁπλά, ταπεινά, χωρὶς ἀπαίτηση καὶ θὰ σᾶς ἀπαλλάξει ὁ Ἴδιος.
Νὰ μὴ διαλέγετε ἀρνητικοὺς τρόπους γιὰ τὴ διόρθωσή σας. Δὲν χρειάζεται οὔτε τὸν διάβολο νὰ φοβάσθε, οὔτε τὴν κόλαση, οὔτε τίποτα. Δημιουργοῦν ἀντίδραση. Ἔχω κι ἐγὼ μία μικρὴ πείρα σ’ αὐτά. Ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ κάθεσθε, νὰ πλήττετε καὶ νὰ σφίγγεσθε, γιὰ νὰ βελτιωθεῖτε. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ ζεῖτε, νὰ μελετᾶτε, νὰ προσεύχεσθε, νὰ προχωρᾶτε στὴν ἀγάπη, στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας.
Τὶς ἀδυναμίες ἀφῆστε τὶς ὅλες, γιὰ νὰ μὴν παίρνει εἴδηση τὸ ἀντίθετο πνεῦμα (δήλ. ὁ διάβολος) καὶ σᾶς βουτάει καὶ σᾶς καθηλώνει καὶ σᾶς βάζει στὴ στενοχώρια. Νὰ μὴν κάνετε καμιὰ προσπάθεια ν’ ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ αὐτές. Ν’ ἀγωνίζεσθε μὲ ἁπαλότητα καὶ ἁπλότητα, χωρὶς σφίξιμο καὶ ἄγχος. Μὴ λέτε: «Τώρα θὰ σφιχτῶ, θὰ κάνω προσευχὴ ν’ ἀποκτήσω ἀγάπη, νὰ γίνω καλὸς κ.λπ.». Δὲν εἶναι καλὸ νὰ σφίγγεσαι καὶ νὰ πλήττεις, γιὰ νὰ γίνεις καλός. Ἔτσι θ’ ἀντιδράσετε χειρότερα. Ὅλα νὰ γίνονται μὲ ἁπαλὸ τρόπο, ἀβίαστα καὶ ἐλεύθερα. Οὔτε νὰ λέτε: «Θεέ μου, ἀπάλλαξε μὲ ἀπ’ αὐτό», παραδείγματος χάριν, τὸν θυμό, τὴν λύπη. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ προσευχόμαστε ἡ καὶ νὰ σκεπτόμαστε τὸ συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στὴν ψυχή μας καὶ μπλεκόμαστε ἀκόμη περισσότερο. Ρίξου μὲ ὁρμή, γιὰ νὰ νικήσεις τὸ πάθος καὶ θὰ δεῖς τότε πὼς θὰ σ’ ἀγκαλιάσει, θὰ σὲ σφίξει καὶ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ κάνεις τίποτα.
Ἡ ἐλευθερία δὲν κερδίζεται, ἂν δὲν ἐλευθερώσομε τὸ ἐσωτερικό μας ἀπ’ τὰ μπερδέματα καὶ τὰ πάθη.
Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μας, αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν γιά μας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος σήμερα αὐτὸ ζητάει. Καὶ παίρνει τὰ δηλητήρια καὶ τὰ ναρκωτικά, γιὰ νὰ ἔλθει σὲ κόσμους χαρᾶς. ἀλλὰ ψεύτικης χαρᾶς. Κάτι αἰσθάνεται ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ αὔριο εἶναι τσακισμένος. Τὸ ἕνα τὸν τρίβει, τὸν τρώει, τὸν τσακίζει, τὸν ψήνει. Ἐνῶ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ τὸ δόσιμο στὸν Χριστό, τὸν ζωογονεῖ, τοῦ δίνει χαρά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται τὴ ζωή, νὰ νιώθει δύναμη, μεγαλεῖο.
Εἶναι μεγάλη τέχνη νὰ τὰ καταφέρετε νὰ ἁγιασθεῖ ἡ ψυχή σας. Παντοῦ μπορεῖ ν’ ἁγιάσει κανείς. Καὶ στὴν Ὁμόνοια μπορεῖ ν’ ἁγιάσει, ἂν τὸ θέλει. Στὴν ἐργασία σας, ὅποια καὶ νὰ εἶναι, μπορεῖτε νὰ γίνετε ἅγιοι. Μὲ τὴν πραότητα, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγάπη. Νὰ βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγάπη, προσευχὴ καὶ σιωπή. Ὄχι νὰ ἔχετε ἄγχος καὶ νὰ σᾶς πονάει τὸ στῆθος.
Νὰ ἐργάζεσθε μὲ ἐγρήγορση, ἁπλά, ἁπαλά, χωρὶς ἀγωνία, μὲ χαρὰ κι ἀγαλλίαση, μὲ ἀγαθὴ διάθεση. Τότε ἔρχεται ἡ θεία χάρις.
Ὅλα τὰ δυσάρεστα, ποὺ μένουν μέσα στὴν ψυχή σας καὶ φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νὰ γίνουν ἀφορμὴ γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παύσουν νὰ σᾶς καταπονοῦν. Νὰ ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ προσπαθεῖτε καὶ νὰ σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια νὰ εἶναι ν’ ἀτενίσετε τὸ φῶς, νὰ κατακτήσετε τὸ φῶς. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ δίδεσθε στὴ στενοχώρια, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, νὰ δίδεσθε στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δὲν ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας στὸν Χριστό.
Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ὅταν γίνεται ἁπλά, ἁπαλά, χωρὶς πίεση, κάνει τὸν διάβολο νὰ φεύγει. Ὁ σατανᾶς δὲν φεύγει μὲ πίεση, μὲ σφίξιμο. Ἀπομακρύνεται μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν προσευχή. Ὑποχωρεῖ, ὅταν δεῖ τὴν ψυχὴ νὰ τὸν περιφρονεῖ καὶ νὰ στρέφεται μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Τὴν περιφρόνηση δὲν μπορεῖ νὰ τὴ ὑποφέρει, διότι εἶναι ὑπερόπτης. Ὅταν, ὅμως, πιέζεσθε, τὸ κακὸ πνεῦμα σᾶς παίρνει εἴδηση καὶ σᾶς πολεμάει. Μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο, οὔτε νὰ παρακαλεῖτε νὰ φύγει. Ὅσο παρακαλεῖτε νὰ φύγει, τόσο σᾶς ἀγκαλιάζει. Τὸν διάβολο νὰ τὸν περιφρονεῖτε. Νὰ μὴν τὸν πολεμᾶτε κατὰ μέτωπον. Ὅταν πολεμᾶς μὲ πεῖσμα κατὰ τοῦ διαβόλου, ἐπιτίθεται κι ἐκεῖνος σὰν τίγρης, σὰν ἀγριόγατα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις σφαῖρες, αὐτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις βόμβα, σοὺ ρίχνει πύραυλο. Μὴ κοιτάζετε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πέφτετε στὴν ἀγκαλιά Του καὶ νὰ προχωρεῖτε.
Ὁ ταπεινὸς ἔχει συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως καί, ὅσο κι ἂν εἶναι ἄσχημη, δὲν χάνει τὴν προσωπικότητά του. Δὲν χάνει τὴν ἰσορροπία του. Τὸ ἀντίθετο συμβάνει μὲ τὸν ἐγωιστή, τὸν ἔχοντα αἰσθήματα κατωτερότητος. Στὴν ἀρχὴ μοιάζει μὲ τὸν ταπεινό. Λίγο, ὅμως, ἂν τὸν πειράξει κανείς, ἀμέσως χάνει τὴν εἰρήνη του, ἐκνευρίζεται, ταράζεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρὶς Θεό, χωρὶς γαλήνη, χωρὶς ἐμπιστοσύνη, ἀλλὰ μὲ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικὲς καὶ ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμὸς εἶναι δαιμονικὲς καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ταπεινολογία. Τὸ λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση δὲν μιλάει, δὲν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινὸς μήπως μὲ τὶς ταπεινολογίες πέσει στὴν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Ὁ κενόδοξος τὴν ψυχὴ τοῦ τὴν ἀποξενώνει ἀπ’ τὴν αἰώνια ζωή. Τελικὰ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνομε κάτι γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνομε, νὰ τὸ κάνομε γιὰ νὰ εὐχαριστήσομε τὸν Θεό• ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς κενοδοξία, χωρὶς ὑπηρηφάνεια, χωρὶς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς…
Δὲν πρέπει ἡ ψυχὴ μᾶς ν’ ἀντιστέκεται καὶ νὰ λέει, «γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Θεός, γιατί τὸ ἄλλο ἀλλιῶς, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει διαφορετικά;». Ὂλ’ αὐτὰ δείχνουν μία ἐσωτερικὴ μικροψυχία καὶ ἀντίδραση. Δείχνουν τὴν μεγάλα ἰδέα ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τὴν ὑπερηφάνειά μας καὶ τὸν μεγάλο ἐγωισμό μας. Αὐτὰ τὰ «γιατί» πολὺ βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο, δημιουργοῦν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί νὰ εἶμαι πολὺ ψηλὸς» ἡ – τὸ ἀντίθετο – «πολὺ κοντός;». Αὐτὸ δὲν φεύγει ἀπὸ μέσα. Καὶ προσεύχεται κανεὶς καὶ ἀγρυπνεῖ, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο. Καὶ ὑποφέρει καὶ ἀγανακτεῖ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὴν χάρη φεύγουν ὅλα. Ὑπάρχει αὐτὸ τὸ «κάτι» στὸ βάθος, δηλαδὴ τὸ «γιατί», ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τὸν ἄνθρωπο κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τὸ κόμπλεξ, ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιὰ μὲ ὡραία τριαντάφυλλα κι ὅσο ποτίζεται μὲ τὴν πίστη, μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν ὑπομονή, μὲ τὴν ταπείνωση, τόσο παύει νὰ ἔχει δύναμη τὸ κακὸ καὶ παύει νὰ ὑπάρχει• δηλαδὴ δὲν ἐξαφανίζεται, ἀλλὰ μαραίνεται. Ὅσο δὲν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται καὶ ἀμέσως ξεπετάγεται ἀγκάθι.
Ἐκπειράζουμε τὸν Θεό, ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι μακράν του Θεοῦ. Τὸν ἐκπειράζομε, ὅταν ζητοῦμε κάτι, ἀλλὰ ἡ ζωή μας δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ἐνάντια στὸν Θεό. ἄγχος, ἀγωνία, ἀπ’ τὸ ἕνα μέρος, κι ἀπ’ τὸ ἄλλο παρακαλοῦμε.
Μπορεῖ νὰ σοὺ πεῖ ὁ πνευματικός: «Πὼς θὰ ἤθελα νὰ ἤμασταν σὲ ἕνα ἥσυχο μέρος, νὰ μὴν εἶχα ἀσχολίες καὶ νὰ μοῦ ἔλεγες τὴ ζωή σου ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τότε ποὺ αἰσθάνθηκες τὸν ἑαυτό σου• ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ θυμᾶσαι καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπὸ σένα, ὄχι μόνο τὰ δυσάρεστα ἀλλὰ καὶ τὰ εὐχάριστα, ὄχι μόνο τὶς ἁμαρτίες ἀλλὰ καὶ τὰ καλά. Καὶ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὶς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τὴν ζωή σου».
Πολλὲς φορὲς ἔχω μεταχειρισθεῖ αὐτὴ τὴ γενικὴ ἐξομολόγηση καὶ εἶδα θαύματα πάνω σ’ αὐτό. Τὴν ὥρα ποὺ λὲς στὸν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία χάρις καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπὸ ὅλα τὰ ἄσχημα βιώματα καὶ τὶς πληγὲς καὶ τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ τὶς ἐνοχές• διότι, τὴν ὥρα ποὺ τὰ λὲς ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμὰ γιὰ τὴν ἀπαλλαγή σου.
Ἂς μὴ γυρίζουμε πίσω στὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τελείωσε. Ὁ Θεὸς ὅλα τὰ συγχωρεῖ μὲ τὴν ἐξομολόγηση. Κι ἐγὼ σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω. Δὲν βαδίζω καλά. Ὅ,τι ὅμως μὲ στενοχωρεῖ, τὸ κάνω προσευχή, δὲν τὸ κλείνω μέσα μου, πάω στὸ πνευματικό, τὸ ἐξομολογοῦμαι, τελείωσε! Νὰ μὴ γυρίζομε πίσω καὶ νὰ λέμε τί δὲν κάναμε. Σημασία ἔχει τί θὰ κάνομε τώρα, ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμὴ καὶ ἔπειτα.
Ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀπογοήτευση εἶναι τὸ χειρότερο πράγμα. Εἶναι παγίδα τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χάσει τὴν προθυμία του στὰ πνευματικὰ καὶ νὰ τὸν φέρει σὲ ἀπελπισία.
Ὅλες σχεδὸν οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπὸ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ ἄγχος. Τὸ ἄγχος τὸ δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος. Ἂν δὲν ἔχετε ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστό, ἂν δὲν ἀσχολεῖσθε μὲ ἅγια πράγματα, σίγουρα θὰ γεμίσετε μὲ μελαγχολία καὶ κακό.
Ἕνα πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν καταθλιπτικὸ εἶναι καὶ ἡ ἐργασία, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ ζωή. Ὁ κῆπος, τὰ φυτά, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα, ἡ ἐξοχή, ὁ περίπατος στὴν ὕπαιθρο, ἡ πορεία, ὂλ’ αὐτὰ βγάζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὴν ἀδράνεια καὶ τοῦ δημιουργοῦν ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Ἐπιδροῦν σὰν φάρμακα. Ἡ ἀσχολία μὲ τὴν τέχνη, τὴ μουσικὴ κ.λπ. κάνει πολὺ καλό. Σ’ ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ δίδω τὴ μεγαλύτερη σημασία εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ τὶς ἀκολουθίες. Μελετώντας τὰ λόγια του Θεοῦ, θεραπεύεται κανεὶς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει.
Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νὰ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ κρίνομε ἀπὸ πράγματα ἐπιφανειακὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, βλέπετε μία γυναίκα γυμνὴ ἡ ἄσεμνα ντυμένη, νὰ μὴ μένετε στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ νὰ μπαίνετε, στὸ βάθος, στὴν ψυχή της. Ἴσως νὰ εἶναι πολὺ καλὴ ψυχὴ κι ἔχει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ποὺ τὶς ἐκδηλώνει μὲ τὴν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα τῆς δυναμισμό, ἔχει τὴ δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νὰ ἐκλύσει τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπὸ ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τὰ πράγματα. Σκεφθεῖτε νὰ γνωρίσει αὐτὴ τὸν Χριστό. Θὰ πιστέψει, κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὁρμὴ θὰ τὴ στρέψει στὸν Χριστό. Θὰ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ἁγία.
Πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ τοὺς φόβους μας καὶ τὴν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρὶς νὰ τὸ θέλομε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνομε, κάνομε κακὸ στὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν τὸν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, γιὰ παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τὸ παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στὸ παιδὶ ὅλο τὸ ἄγχος της γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν ὑγεία του, γιὰ τὴν πρόοδό του, ἔστω κι ἂν δὲν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἂν δὲν ἐκδηλώνει αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα της. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ φυσικὴ ἀγάπη, μπορεῖ κάποτε νὰ βλάψει. Δὲν συμβαίνει, ὅμως, τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, τὸν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.
Βίος καὶ Λόγοι, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονὴ Χρυσοπηγῆς Χανίων.
2003
Γέρων Πορφύριος
Μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποὺ ἔχει τὰ μυστήρια ποὺ σώζουν, δὲν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νὰ εἴμαστε πολὺ ἁμαρτωλοί. Ἐξομολογούμαστε, ὅμως μᾶς διαβάζει ὁ παπὰς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καὶ προχωροῦμε πρὸς τὴν ἀθανασία, χωρὶς καθόλου ἄγχος, χωρὶς καθόλου φόβο.
Ὅποιος ζεῖ τὸν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μὲ τὴν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μία τρέλα! Ἡ ζωὴ αὐτὴ εἶναι διαφορετικὴ ἀπ’ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτὴ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ἠμῶν ἐστὶν» (Λούκ. 17,21). Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστὸς κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Καὶ συμβαίνει ὅπως μ’ ἕνα κομμάτι σίδηρο ποὺ τοποθετημένο μὲς στὴ φωτιὰ γίνεται φωτιὰ καὶ φῶς• ἔξω ἀπ’ τὴν...φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Ὅσοι κατηγοροῦν τὴν Ἐκκλησία γιὰ τὰ λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μὲ σκοπὸ δῆθεν νὰ βοηθήσουν γιὰ τὴν διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοὶ δὲν ἀγαποῦν τὴν Ἐκκλησία. Οὔτε, βέβαια τὸν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τὴν Ἐκκλησία, ὅταν μὲ τὴν προσευχὴ μᾶς ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καὶ κάνομε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνομε τὸ πᾶν, ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «τὶς λοιδορίες δὲν τὶς ἀνταπέδιδε, καὶ ὅταν ἔπασχε δὲν ἀπειλοῦσε» (Ἃ΄ Πετρ. 2,23).
Νὰ προσέχουμε καὶ τὸ τυπικὸ μέρος. Νὰ ζοῦμε τὰ μυστήρια, ἰδιαίτερα τὸ μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ’ αὐτὰ βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστὸς στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ μυστήρια καὶ κυρίως μὲ τὴν Θεία Κοινωνία.
Γιὰ πολλούς, ὅμως, ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μία ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτὸ πολλοὺς ἀπ’ τοὺς «θρήσκους» τους θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σὲ τί χάλια βρίσκονται. Καὶ πράγματι. Γιατί ἂν δὲν καταλάβει κανεὶς τὸ βάθος τῆς θρησκείας καὶ δὲν τὴν ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστεια καὶ μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, ποὺ ὁ ἄνθρωπος χάνει τὸν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καὶ φέρεται ὑπὸ κακοῦ πνεύματος (δήλ. δαιμονικῆς ἐνέργειας). Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτὴ ἡ ταπείνωση εἶμαι μία σατανικὴ ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τὴ θρησκεία σὰν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στὴν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι», καὶ μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νὰ βλασφημᾶνε τὰ θεία, ὅταν κάποιος λίγο τους ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρὰ ὅτι ὑπάρχει στὸ μέσον δαιμόνιο.
Στὴν πραγματικότητα, ἡ χριστιανικὴ θρησκεία μεταβάλλει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως, προϋπόθεση, γιὰ νὰ ἀντιληφθεῖ καὶ νὰ διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτίζει τὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τὸν μπερδεύει, τὸν ὁδηγεῖ στὴν πλάνη, στὴν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νὰ κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τὴν ἀλήθεια.
Στὶς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιὰ μπερδεμένων γονέων.
Πολλὲς φορὲς οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροὶ προσελκύουν τὴ χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τὸ οὐσιαστικότερο εἶναι νὰ φύγεις ἀπ’ τὸν τύπο καὶ νὰ πηγαίνεις στὴν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νὰ γίνεται ἀπὸ ἀγάπη.
Ὅταν δὲν ζεῖς μὲ τὸν Χριστό, ζεῖς μὲς στὴ μελαγχολία, στὴ θλίψη, στὸ ἄγχος, στὴ στενοχώρια. δὲν ζεῖς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλὲς ἀνωμαλίες καὶ στὸν ὀργανισμό. Ἐπηρεάζεται τὸ σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τὸ συκώτι, ἡ χολή, τὸ πάγκρεας, τὸ στομάχι. Σοὺ λένε: «Γιὰ νὰ εἶσαι ὑγιής, πάρε τὸ πρωὶ τὸ γάλα σου, τὸ αὐγουλάκι σου, τὸ βουτυράκι σου μὲ δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἂν ζεῖς σωστά, ἂν ἀγαπήσεις τὸν Χριστό, μ’ ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τὸ μεγάλο φάρμακο εἶναι νὰ ἐπιδοθεῖ κανεὶς στὴν λατρεία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τὰ μεταβάλλει, τὰ μεταποιεῖ, τὰ ἁγιάζει, τὰ διορθώνει, τὰ ἀλλάζει, τὰ μεταστοιχειώνει.
Ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Χριστὸ εἶναι κάτι ἄλλο. Δὲν ἔχει τέλος, δὲν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιὸ πολὺ ὁ ἄνθρωπος θέλει νὰ ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νὰ φθείρει τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό.. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκικὴ ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετὰ μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νὰ μεταβληθεῖ σὲ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δὲν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμικὴ ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καὶ σιγὰ σιγὰ σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καὶ βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο σὲ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στὴ σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονὲς κουράζουν, ἐνῶ αὐτὴ διαρκῶς δὲν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονὴ ἀκόρεστος, ποὺ δὲν τὴν βαριέται κανεὶς ποτέ. Εἶναι τὸ ἄκρον ἀγαθόν.
Ὅταν ἀγαπᾶς τὸν Χριστό, παρόλες τὶς ἀδυναμίες καὶ τὴ συναίσθηση ποὺ ἔχεις γι’ αὐτὲς ἔχεις τὴ βεβαιότητα ὅτι ξεπέρασες τὸν θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στὴν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Τὸν Χριστὸ νὰ τὸν αἰσθανόμαστε σὰν φίλο μας. Εἶναι φίλος μας. Τὸ βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου…» (Ἰω. 15,14). Σὰν φίλο νὰ τὸν ἀτενίζομε καὶ νὰ τὸν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μὲ οἰκειότητα, μὲ ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νὰ τρέχομε κοντά του• ὄχι μὲ φόβο ὅτι θὰ μᾶς τιμωρήσει ἀλλὰ μὲ θάρρος, ποὺ θὰ μᾶς τὸ δίδει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νὰ τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τὸ ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσε μέ». Ἀλλὰ συγχρόνως νὰ αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μὲ ἀγάπη καὶ μᾶς συγχωρεῖ. Νὰ μὴ μᾶς χωρίζει ἀπ’ τὸν Χριστὸ ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καὶ τὸν ἀγαπᾶμε, δὲν θὰ αἰσθανόμαστε ξένοι καὶ χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τὴν ἀγάπη Του κι ὅπως καὶ νὰ φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.
Τὸ Εὐαγγέλιο, βέβαια, λέει μὲ συμβολικὲς λέξεις γιὰ τὸν ἄδικο ὅτι θὰ βρεθεῖ ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει «ὁ τριγμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων», διότι μακράν του Θεοῦ ἔτσι εἶναι. Καὶ ἀπὸ τοὺς νηπτικοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πολλοὶ ὁμιλοῦν γιὰ φόβο θανάτου καὶ κολάσεως. Λένε: «Ἔχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αὐτὲς οἱ λέξεις, ἂν τὶς ἐξετάσομε βαθιά, δημιουργοῦν τὸν φόβο τῆς κολάσεως. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθώντας ν’ ἀποφύγει τὴν ἁμαρτία, κάνει αὐτὲς τὶς σκέψεις, γιὰ νὰ κυριευθεῖ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀπ’ τὸ φόβο τοῦ θανάτου, τῆς κολάσεως καὶ τοῦ διαβόλου.
Ὅλα ἔχουν τὴ σημασία τους, τὸ χρόνο καὶ τὴν περίστασή τους. Ἡ ἔννοια τοῦ φόβου εἶναι καλὴ γιὰ τὰ πρῶτα στάδια. Εἶναι γιὰ τοὺς ἀρχάριους, γι’ αὐτοὺς ποὺ ζεῖ μέσα τοὺς ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀρχάριος, ποὺ δὲν ἔχει ἀκόμη λεπτυνθεῖ, συγκρατεῖται ἀπ’ τὸ κακὸ μὲ τὸ φόβο. Καὶ ὁ φόβος εἶναι ἀπαραίτητος, ἐφόσον εἴμαστε ὑλικοὶ καὶ χαμερπεῖς. Ἀλλ’ αὐτὸ εἶναι ἕνα στάδιο, ἕνας χαμηλὸς βαθμὸς σχέσεως μὲ τὸ θεῖον. Τὸ πᾶμε στὴ συναλλαγή, προκειμένου νὰ κερδίσομε τὸν Παράδεισο ἡ νὰ γλιτώσομε τὴν κόλαση. Αὐτό, ἂν τὸ καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ἰδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Ἐμένα δὲ μοῦ ἀρέσει αὐτὸς ὁ τρόπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει καὶ μπεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τί τοῦ χρειάζεται ὁ φόβος; Ὅ,τι κάνει, τὸ κάνει ἀπὸ ἀγάπη κι ἔχει πολὺ μεγαλύτερη ἀξία αὐτό. Τὸ νὰ γίνει καλὸς κάποιος ἀπὸ φόβο στὸν Θεὸ κι ὄχι ἀπὸ ἀγάπη δὲν ἔχει τόση ἀξία.
Ὅποιος θέλει νὰ γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νὰ γίνει ποιητής. Ἂν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχὴ καὶ γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστὸς τὶς σχέσεις, διότι ὁ Χριστὸς «χοντρὲς» ψυχὲς δὲν θέλει κοντά Του.
Κανεὶς νὰ μὴ σᾶς βλέπει, κανεὶς νὰ μὴν καταλαβαίνει τὶς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρὸς τὸ θεῖον. Ὂλ’ αὐτὰ κρυφά, μυστικά, σὰν τοὺς ἀσκητές. Θυμάστε ποῦ σᾶς ἔχω πεῖ γιὰ τ’ ἀηδονάκι; Μὲς στὸ δάσος κελαϊδάει. Στὴ σιγή. Νὰ πεῖ πῶς κάποιος τ’ ἀκούει, πῶς κάποιος τὸ ἐπαινεῖ; Πόσο ὡραῖο κελάηδημα στὴν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καὶ μ’ αὐτὸν ποὺ ἐρωτεύεται τὸν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, «φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα». Πιάνει μία σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καὶ ζεῖ τὸν Θεὸ μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις».
Περιφρονῆστε τὰ πάθη, μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο. Στραφεῖτε στὸν Χριστό.
Ἡ θεία χάρις μᾶς διδάσκει τὸ δικό μας χρέος. Γιὰ νὰ τὴν προσελκύσουμε, θέλει ἀγάπη, λαχτάρα. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θέλει θεῖο ἔρωτα. Ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ, γιὰ νὰ μᾶς φέρει σὲ κατάλληλη «φόρμα» γιὰ προσευχή. Μόνος Του θὰ ἔλθει ὁ Χριστὸς καὶ θὰ ἐγκύψει στὴν ψυχή μας, ἀρκεῖ νὰ βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια ποὺ νὰ Τὸν εὐχαριστοῦν• ἀγαθὴ προαίρεση, ταπείνωση καὶ ἀγάπη. Χωρὶς αὐτὰ δὲν μποροῦμε νὰ ποῦμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ»
Ὁ παραμικρὸς γογγυσμὸς κατὰ τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τὴν ψυχή σας καὶ δὲν μπορεῖτε νὰ προσευχηθεῖτε. Τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τὴν ψυχή, δὲν τολμάει νὰ πλησιάσει.
Νὰ ζητᾶμε νὰ γίνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ• αὐτὸ εἶναι τὸ πιὸ συμφέρον, τὸ πιὸ ἀσφαλὲς γιά μας καὶ γιὰ ὅσους προσευχόμαστε. Ὁ Χριστὸς θὰ μᾶς τὰ δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καὶ λίγος ἐγωισμός, δὲν γίνεται τίποτα.
Ὅταν ὁ Θεὸς δὲν μᾶς δίδει κάτι ποὺ ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τὸ λόγο Του. Ἔχει κι ὁ Θεὸς τὰ «μυστικά» Του.
Ἂν δὲν κάνετε ὑπακοὴ (σὲ ἱερέα-πνευματικὸ) καὶ δὲν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχὴ (δήλ. τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ) δὲν ἔρχεται καὶ ὑπάρχει καὶ φόβος πλάνης.
Νὰ μὴν γίνεται ἡ εὐχὴ (τὸ Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μὲ) ἀγγαρεία. Ἡ πίεση μπορεῖ νὰ φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νὰ κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοὶ μὲ τὴν εὐχή, γιατί τὴν ἔκαναν μὲ πίεση. Καὶ γίνεται, βέβαια, κι ὅταν τὸ κάνεις ἀγγαρεία• ἀλλὰ δὲν εἶναι ὑγιές.
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ συγκεντρωθεῖτε ἰδιαίτερα γιὰ νὰ πεῖτε τὴν εὐχή. Δὲν χρειάζεται καμιὰ προσπάθεια ὅταν ἔχεις θεῖο ἔρωτα. Ὅπου βρίσκεσθε, σὲ σκαμνί, σὲ καρέκλα, σὲ αὐτοκίνητο, παντοῦ, στὸν δρόμο, στὸ σχολεῖο, στὸ γραφεῖο, στὴ δουλειὰ μπορεῖτε νὰ λέτε τὴν εὐχή, τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ἐλέησον μέ», ἁπαλά, χωρὶς πίεση, χωρὶς σφίξιμο.
Σημασία στὴν προσευχὴ ἔχει ὄχι ἡ χρονικὴ διάρκεια ἀλλὰ ἡ ἔνταση. Νὰ προσεύχεσθε ἔστω καὶ πέντε λεπτά, ἀλλὰ δοσμένα στὸ Θεὸ μὲ ἀγάπη καὶ λαχτάρα. Μπορεῖ ἕνας μία ὁλόκληρη νύχτα νὰ προσεύχεται κι αὐτὴ ἡ προσευχὴ τῶν πέντε λεπτῶν νὰ εἶναι ἀνώτερη. Μυστήριο εἶναι αὐτὸ βέβαια, ἀλλὰ ἔτσι εἶναι.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ὅλα τὰ κάνει προσευχή. Καὶ τὴ δυσκολία καὶ τὴ θλίψη, τὶς κάνει προσευχή. Ὅ,τι καὶ νὰ τοῦ τύχει ἀμέσως ἀρχίζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Ἡ προσευχὴ ὠφελεῖ σὲ ὅλα, καὶ στὰ πιὸ ἁπλά. Γιὰ παράδειγμα, πάσχεις ἀπὸ αὐπνία• νὰ μὴ σκέπτεσαι τὸν ὕπνο. Νὰ σηκώνεσαι, νὰ βγαίνεις ἔξω καὶ νὰ ἔρχεσαι πάλι μέσα στὸ δωμάτιο, νὰ πέφτεις στὸ κρεβάτι σὰν γιὰ πρώτη φορά, χωρὶς νὰ σκέπτεσαι ἂν θὰ κοιμηθεῖς ἡ ὄχι. Νὰ συγκεντρώνεσαι, νὰ λὲς τὴ δοξολογία καὶ μετὰ τρεῖς φορὲς τὸ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» κι ἔτσι θὰ ἔρχεται ὁ ὕπνος.
Ὅλα εἶναι μέσα μας, καὶ τὰ ἔνστικτα καὶ τὰ πάντα, καὶ ζητοῦν ἱκανοποίηση. Ἂν δὲν τὰ ἱκανοποιήσομε, κάποτε θὰ ἐκδικηθοῦν, ἐκτὸς καὶ τὰ διοχετεύσομε ἀλλοῦ, στὸ ἀνώτερο, στὸν Θεό.
Δὲν γίνεσθε ἅγιοι κυνηγώντας τὸ κακό. Ἀφῆστε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε πρὸς τὸν Χριστὸ κι Αὐτὸς θὰ σᾶς σώσει. Ἀντὶ νὰ στέκεσθε ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ νὰ διώχνετε τὸν ἐχθρό, περιφρονῆστε τὸν. Ἔρχεται ἀπὸ δῶ τὸ κακό; Δοθεῖτε μὰ τρόπο ἁπαλὸ ἀπὸ ἐκεῖ. Δηλαδὴ ἔρχεται νὰ σᾶς προσβάλει τὸ κακό, δῶστε ἐσεῖς τὴν ἐσωτερική σας δύναμη στὸ καλό, στὸν Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον μέ». Ξέρει ἐκεῖνος πὼς νὰ σᾶς ἐλεήσει, μὲ τί τρόπο. Κι ὅταν γεμίζετε ἀπ’ τὸ καλό, δὲν στρέφεσθε πιὰ πρὸς τὸ κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, καλοί. Ποῦ νὰ βρεῖ τόπο τότε τὸ κακό; Ἐξαφανίζεται!
Σᾶς πιάνει φοβία κι ἀπογοήτευση; Στραφεῖτε στὸν Χριστό. Ἀγαπῆστε τὸν ἁπλά, ταπεινά, χωρὶς ἀπαίτηση καὶ θὰ σᾶς ἀπαλλάξει ὁ Ἴδιος.
Νὰ μὴ διαλέγετε ἀρνητικοὺς τρόπους γιὰ τὴ διόρθωσή σας. Δὲν χρειάζεται οὔτε τὸν διάβολο νὰ φοβάσθε, οὔτε τὴν κόλαση, οὔτε τίποτα. Δημιουργοῦν ἀντίδραση. Ἔχω κι ἐγὼ μία μικρὴ πείρα σ’ αὐτά. Ὁ σκοπὸς δὲν εἶναι νὰ κάθεσθε, νὰ πλήττετε καὶ νὰ σφίγγεσθε, γιὰ νὰ βελτιωθεῖτε. Ὁ σκοπὸς εἶναι νὰ ζεῖτε, νὰ μελετᾶτε, νὰ προσεύχεσθε, νὰ προχωρᾶτε στὴν ἀγάπη, στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας.
Τὶς ἀδυναμίες ἀφῆστε τὶς ὅλες, γιὰ νὰ μὴν παίρνει εἴδηση τὸ ἀντίθετο πνεῦμα (δήλ. ὁ διάβολος) καὶ σᾶς βουτάει καὶ σᾶς καθηλώνει καὶ σᾶς βάζει στὴ στενοχώρια. Νὰ μὴν κάνετε καμιὰ προσπάθεια ν’ ἀπαλλαγεῖτε ἀπὸ αὐτές. Ν’ ἀγωνίζεσθε μὲ ἁπαλότητα καὶ ἁπλότητα, χωρὶς σφίξιμο καὶ ἄγχος. Μὴ λέτε: «Τώρα θὰ σφιχτῶ, θὰ κάνω προσευχὴ ν’ ἀποκτήσω ἀγάπη, νὰ γίνω καλὸς κ.λπ.». Δὲν εἶναι καλὸ νὰ σφίγγεσαι καὶ νὰ πλήττεις, γιὰ νὰ γίνεις καλός. Ἔτσι θ’ ἀντιδράσετε χειρότερα. Ὅλα νὰ γίνονται μὲ ἁπαλὸ τρόπο, ἀβίαστα καὶ ἐλεύθερα. Οὔτε νὰ λέτε: «Θεέ μου, ἀπάλλαξε μὲ ἀπ’ αὐτό», παραδείγματος χάριν, τὸν θυμό, τὴν λύπη. Δὲν εἶναι καλὸ νὰ προσευχόμαστε ἡ καὶ νὰ σκεπτόμαστε τὸ συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στὴν ψυχή μας καὶ μπλεκόμαστε ἀκόμη περισσότερο. Ρίξου μὲ ὁρμή, γιὰ νὰ νικήσεις τὸ πάθος καὶ θὰ δεῖς τότε πὼς θὰ σ’ ἀγκαλιάσει, θὰ σὲ σφίξει καὶ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ κάνεις τίποτα.
Ἡ ἐλευθερία δὲν κερδίζεται, ἂν δὲν ἐλευθερώσομε τὸ ἐσωτερικό μας ἀπ’ τὰ μπερδέματα καὶ τὰ πάθη.
Αὐτὸ εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτὴ εἶναι ἡ χαρά μας, αὐτὸ εἶναι τὸ πᾶν γιά μας. Καὶ ὁ ἄνθρωπος σήμερα αὐτὸ ζητάει. Καὶ παίρνει τὰ δηλητήρια καὶ τὰ ναρκωτικά, γιὰ νὰ ἔλθει σὲ κόσμους χαρᾶς. ἀλλὰ ψεύτικης χαρᾶς. Κάτι αἰσθάνεται ἐκείνη τὴ στιγμὴ καὶ αὔριο εἶναι τσακισμένος. Τὸ ἕνα τὸν τρίβει, τὸν τρώει, τὸν τσακίζει, τὸν ψήνει. Ἐνῶ τὸ ἄλλο, δηλαδὴ τὸ δόσιμο στὸν Χριστό, τὸν ζωογονεῖ, τοῦ δίνει χαρά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται τὴ ζωή, νὰ νιώθει δύναμη, μεγαλεῖο.
Εἶναι μεγάλη τέχνη νὰ τὰ καταφέρετε νὰ ἁγιασθεῖ ἡ ψυχή σας. Παντοῦ μπορεῖ ν’ ἁγιάσει κανείς. Καὶ στὴν Ὁμόνοια μπορεῖ ν’ ἁγιάσει, ἂν τὸ θέλει. Στὴν ἐργασία σας, ὅποια καὶ νὰ εἶναι, μπορεῖτε νὰ γίνετε ἅγιοι. Μὲ τὴν πραότητα, τὴν ὑπομονή, τὴν ἀγάπη. Νὰ βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ ἀγάπη, προσευχὴ καὶ σιωπή. Ὄχι νὰ ἔχετε ἄγχος καὶ νὰ σᾶς πονάει τὸ στῆθος.
Νὰ ἐργάζεσθε μὲ ἐγρήγορση, ἁπλά, ἁπαλά, χωρὶς ἀγωνία, μὲ χαρὰ κι ἀγαλλίαση, μὲ ἀγαθὴ διάθεση. Τότε ἔρχεται ἡ θεία χάρις.
Ὅλα τὰ δυσάρεστα, ποὺ μένουν μέσα στὴν ψυχή σας καὶ φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νὰ γίνουν ἀφορμὴ γιὰ τὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παύσουν νὰ σᾶς καταπονοῦν. Νὰ ἔχετε ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό.
Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ προσπαθεῖτε καὶ νὰ σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια νὰ εἶναι ν’ ἀτενίσετε τὸ φῶς, νὰ κατακτήσετε τὸ φῶς. Ἔτσι, ἀντὶ νὰ δίδεσθε στὴ στενοχώρια, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, νὰ δίδεσθε στὴ δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δὲν ἐμπιστευόμαστε τὴ ζωή μας στὸν Χριστό.
Ἡ ἐπικοινωνία μὲ τὸν Χριστό, ὅταν γίνεται ἁπλά, ἁπαλά, χωρὶς πίεση, κάνει τὸν διάβολο νὰ φεύγει. Ὁ σατανᾶς δὲν φεύγει μὲ πίεση, μὲ σφίξιμο. Ἀπομακρύνεται μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν προσευχή. Ὑποχωρεῖ, ὅταν δεῖ τὴν ψυχὴ νὰ τὸν περιφρονεῖ καὶ νὰ στρέφεται μὲ ἀγάπη πρὸς τὸν Χριστό. Τὴν περιφρόνηση δὲν μπορεῖ νὰ τὴ ὑποφέρει, διότι εἶναι ὑπερόπτης. Ὅταν, ὅμως, πιέζεσθε, τὸ κακὸ πνεῦμα σᾶς παίρνει εἴδηση καὶ σᾶς πολεμάει. Μὴν ἀσχολεῖσθε μὲ τὸν διάβολο, οὔτε νὰ παρακαλεῖτε νὰ φύγει. Ὅσο παρακαλεῖτε νὰ φύγει, τόσο σᾶς ἀγκαλιάζει. Τὸν διάβολο νὰ τὸν περιφρονεῖτε. Νὰ μὴν τὸν πολεμᾶτε κατὰ μέτωπον. Ὅταν πολεμᾶς μὲ πεῖσμα κατὰ τοῦ διαβόλου, ἐπιτίθεται κι ἐκεῖνος σὰν τίγρης, σὰν ἀγριόγατα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις σφαῖρες, αὐτός σου ρίχνει χειροβομβίδα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις βόμβα, σοὺ ρίχνει πύραυλο. Μὴ κοιτάζετε τὸ κακό. Νὰ κοιτάζετε τὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ πέφτετε στὴν ἀγκαλιά Του καὶ νὰ προχωρεῖτε.
Ὁ ταπεινὸς ἔχει συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως καί, ὅσο κι ἂν εἶναι ἄσχημη, δὲν χάνει τὴν προσωπικότητά του. Δὲν χάνει τὴν ἰσορροπία του. Τὸ ἀντίθετο συμβάνει μὲ τὸν ἐγωιστή, τὸν ἔχοντα αἰσθήματα κατωτερότητος. Στὴν ἀρχὴ μοιάζει μὲ τὸν ταπεινό. Λίγο, ὅμως, ἂν τὸν πειράξει κανείς, ἀμέσως χάνει τὴν εἰρήνη του, ἐκνευρίζεται, ταράζεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρὶς Θεό, χωρὶς γαλήνη, χωρὶς ἐμπιστοσύνη, ἀλλὰ μὲ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικὲς καὶ ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμὸς εἶναι δαιμονικὲς καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ταπεινολογία. Τὸ λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση δὲν μιλάει, δὲν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινὸς μήπως μὲ τὶς ταπεινολογίες πέσει στὴν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δὲν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινὴ ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στὸν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ Ἐκεῖνον.
Ὁ κενόδοξος τὴν ψυχὴ τοῦ τὴν ἀποξενώνει ἀπ’ τὴν αἰώνια ζωή. Τελικὰ ὁ ἐγωισμὸς εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνομε κάτι γιὰ νὰ ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνομε, νὰ τὸ κάνομε γιὰ νὰ εὐχαριστήσομε τὸν Θεό• ἀνιδιοτελῶς, χωρὶς κενοδοξία, χωρὶς ὑπηρηφάνεια, χωρὶς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς…
Δὲν πρέπει ἡ ψυχὴ μᾶς ν’ ἀντιστέκεται καὶ νὰ λέει, «γιατί τὸ ἔκανε αὐτὸ ὁ Θεός, γιατί τὸ ἄλλο ἀλλιῶς, δὲν μποροῦσε νὰ τὸ κάνει διαφορετικά;». Ὂλ’ αὐτὰ δείχνουν μία ἐσωτερικὴ μικροψυχία καὶ ἀντίδραση. Δείχνουν τὴν μεγάλα ἰδέα ποὺ ἔχομε γιὰ τὸν ἑαυτό μας, τὴν ὑπερηφάνειά μας καὶ τὸν μεγάλο ἐγωισμό μας. Αὐτὰ τὰ «γιατί» πολὺ βασανίζουν τὸν ἄνθρωπο, δημιουργοῦν αὐτὸ ποὺ λέει ὁ κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί νὰ εἶμαι πολὺ ψηλὸς» ἡ – τὸ ἀντίθετο – «πολὺ κοντός;». Αὐτὸ δὲν φεύγει ἀπὸ μέσα. Καὶ προσεύχεται κανεὶς καὶ ἀγρυπνεῖ, ἀλλὰ γίνεται τὸ ἀντίθετο. Καὶ ὑποφέρει καὶ ἀγανακτεῖ χωρὶς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ μὲ τὸν Χριστό, μὲ τὴν χάρη φεύγουν ὅλα. Ὑπάρχει αὐτὸ τὸ «κάτι» στὸ βάθος, δηλαδὴ τὸ «γιατί», ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τὸν ἄνθρωπο κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τὸ κόμπλεξ, ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιὰ μὲ ὡραία τριαντάφυλλα κι ὅσο ποτίζεται μὲ τὴν πίστη, μὲ τὴν ἀγάπη, μὲ τὴν ὑπομονή, μὲ τὴν ταπείνωση, τόσο παύει νὰ ἔχει δύναμη τὸ κακὸ καὶ παύει νὰ ὑπάρχει• δηλαδὴ δὲν ἐξαφανίζεται, ἀλλὰ μαραίνεται. Ὅσο δὲν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται καὶ ἀμέσως ξεπετάγεται ἀγκάθι.
Ἐκπειράζουμε τὸν Θεό, ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἀλλὰ ἡ ζωὴ μᾶς εἶναι μακράν του Θεοῦ. Τὸν ἐκπειράζομε, ὅταν ζητοῦμε κάτι, ἀλλὰ ἡ ζωή μας δὲν εἶναι σύμφωνη μὲ τὸ θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ἐνάντια στὸν Θεό. ἄγχος, ἀγωνία, ἀπ’ τὸ ἕνα μέρος, κι ἀπ’ τὸ ἄλλο παρακαλοῦμε.
Μπορεῖ νὰ σοὺ πεῖ ὁ πνευματικός: «Πὼς θὰ ἤθελα νὰ ἤμασταν σὲ ἕνα ἥσυχο μέρος, νὰ μὴν εἶχα ἀσχολίες καὶ νὰ μοῦ ἔλεγες τὴ ζωή σου ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀπὸ τότε ποὺ αἰσθάνθηκες τὸν ἑαυτό σου• ὅλα τὰ γεγονότα ποὺ θυμᾶσαι καὶ ποιὰ ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπὸ σένα, ὄχι μόνο τὰ δυσάρεστα ἀλλὰ καὶ τὰ εὐχάριστα, ὄχι μόνο τὶς ἁμαρτίες ἀλλὰ καὶ τὰ καλά. Καὶ τὶς ἐπιτυχίες καὶ τὶς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τὴν ζωή σου».
Πολλὲς φορὲς ἔχω μεταχειρισθεῖ αὐτὴ τὴ γενικὴ ἐξομολόγηση καὶ εἶδα θαύματα πάνω σ’ αὐτό. Τὴν ὥρα ποὺ λὲς στὸν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία χάρις καὶ σὲ ἀπαλλάσσει ἀπὸ ὅλα τὰ ἄσχημα βιώματα καὶ τὶς πληγὲς καὶ τὰ ψυχικὰ τραύματα καὶ τὶς ἐνοχές• διότι, τὴν ὥρα ποὺ τὰ λὲς ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμὰ γιὰ τὴν ἀπαλλαγή σου.
Ἂς μὴ γυρίζουμε πίσω στὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τελείωσε. Ὁ Θεὸς ὅλα τὰ συγχωρεῖ μὲ τὴν ἐξομολόγηση. Κι ἐγὼ σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω. Δὲν βαδίζω καλά. Ὅ,τι ὅμως μὲ στενοχωρεῖ, τὸ κάνω προσευχή, δὲν τὸ κλείνω μέσα μου, πάω στὸ πνευματικό, τὸ ἐξομολογοῦμαι, τελείωσε! Νὰ μὴ γυρίζομε πίσω καὶ νὰ λέμε τί δὲν κάναμε. Σημασία ἔχει τί θὰ κάνομε τώρα, ἀπ’ αὐτὴ τὴ στιγμὴ καὶ ἔπειτα.
Ἡ ἀπελπισία καὶ ἡ ἀπογοήτευση εἶναι τὸ χειρότερο πράγμα. Εἶναι παγίδα τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ χάσει τὴν προθυμία του στὰ πνευματικὰ καὶ νὰ τὸν φέρει σὲ ἀπελπισία.
Ὅλες σχεδὸν οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπὸ ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στὸν Θεὸ καὶ αὐτὸ δημιουργεῖ ἄγχος. Τὸ ἄγχος τὸ δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος. Ἂν δὲν ἔχετε ἔρωτα γιὰ τὸν Χριστό, ἂν δὲν ἀσχολεῖσθε μὲ ἅγια πράγματα, σίγουρα θὰ γεμίσετε μὲ μελαγχολία καὶ κακό.
Ἕνα πράγμα ποὺ μπορεῖ νὰ βοηθήσει τὸν καταθλιπτικὸ εἶναι καὶ ἡ ἐργασία, τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ ζωή. Ὁ κῆπος, τὰ φυτά, τὰ λουλούδια, τὰ δέντρα, ἡ ἐξοχή, ὁ περίπατος στὴν ὕπαιθρο, ἡ πορεία, ὂλ’ αὐτὰ βγάζουν τὸν ἄνθρωπο ἀπ’ τὴν ἀδράνεια καὶ τοῦ δημιουργοῦν ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Ἐπιδροῦν σὰν φάρμακα. Ἡ ἀσχολία μὲ τὴν τέχνη, τὴ μουσικὴ κ.λπ. κάνει πολὺ καλό. Σ’ ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ δίδω τὴ μεγαλύτερη σημασία εἶναι τὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Ἐκκλησία, γιὰ τὴ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιὰ τὶς ἀκολουθίες. Μελετώντας τὰ λόγια του Θεοῦ, θεραπεύεται κανεὶς χωρὶς νὰ τὸ καταλάβει.
Νὰ μὴν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νὰ βιαζόμαστε, οὔτε νὰ κρίνομε ἀπὸ πράγματα ἐπιφανειακὰ καὶ ἐξωτερικά. Ἄν, γιὰ παράδειγμα, βλέπετε μία γυναίκα γυμνὴ ἡ ἄσεμνα ντυμένη, νὰ μὴ μένετε στὸ ἐξωτερικό, ἀλλὰ νὰ μπαίνετε, στὸ βάθος, στὴν ψυχή της. Ἴσως νὰ εἶναι πολὺ καλὴ ψυχὴ κι ἔχει ὑπαρξιακὲς ἀναζητήσεις, ποὺ τὶς ἐκδηλώνει μὲ τὴν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα τῆς δυναμισμό, ἔχει τὴ δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νὰ ἐκλύσει τὰ βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπὸ ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τὰ πράγματα. Σκεφθεῖτε νὰ γνωρίσει αὐτὴ τὸν Χριστό. Θὰ πιστέψει, κι ὅλη αὐτὴ τὴν ὁρμὴ θὰ τὴ στρέψει στὸν Χριστό. Θὰ κάνει τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ἑλκύσει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Θὰ γίνει ἁγία.
Πολλὲς φορὲς μὲ τὴν ἀγωνία μας καὶ τοὺς φόβους μας καὶ τὴν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρὶς νὰ τὸ θέλομε καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλαβαίνομε, κάνομε κακὸ στὸν ἄλλον, ἔστω κι ἂν τὸν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, γιὰ παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τὸ παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στὸ παιδὶ ὅλο τὸ ἄγχος της γιὰ τὴ ζωή του, γιὰ τὴν ὑγεία του, γιὰ τὴν πρόοδό του, ἔστω κι ἂν δὲν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἂν δὲν ἐκδηλώνει αὐτὸ ποὺ ἔχει μέσα της. Αὐτὴ ἡ ἀγάπη, ἡ φυσικὴ ἀγάπη, μπορεῖ κάποτε νὰ βλάψει. Δὲν συμβαίνει, ὅμως, τὸ ἴδιο μὲ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνδυάζεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτὴ κάνει ἅγιο τὸν ἄνθρωπο, τὸν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.
Βίος καὶ Λόγοι, ἔκδ. Ἱερᾶς Μονὴ Χρυσοπηγῆς Χανίων.
2003
Γέρων Πορφύριος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου