Του Κυριάκου Λυκουρίνου
14 Σεπτεμβρίου, «Ημέρα Μνήμης» και πάλι για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Ογδόντα οκτώ χρόνια πέρασαν από τότε και θα ’λεγε κανείς ότι η μνήμη «γέρασε» μαζί με τους ανθρώπους. Κι όμως μόλις που ενηλικιώθηκε κι έχει σφρίγος νεανικό.
Ας κυριολεκτήσουμε: Για περίπου επτά δεκαετίες η τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού ήταν ένα θέμα καλυμμένο με σιωπή. Ο πολιτικός κόσμος είχε επιλέξει να ξεχαστούν τα πάντα, η ιστορική επιστήμη το είχε θέσει στο περιθώριο, η τέχνη σχεδόν το αγνοούσε, για τηνεκπαίδευση ήταν ανύπαρκτο. Με τους κρατικούς και ιδεολογικούς μηχανισμούς να επιδιώκουν τη λήθη, ο μικρασιατικός κόσμος και η καταστροφή του βρέθηκαν έξω από το οριοθετημένο πλαίσιο της εθνικής μνήμης.
«Θεμέλιος λίθος της μετά το 1922 νεοελληνικής ιδεολογίας υπήρξε η εξόντωση της προσφυγικής μνήμης», γράφει ο ιστορικός Βλάσης Αγτζίδης. Μπορεί να φαντάζει υπερβολική μια τέτοια εκτίμηση, γεγονός είναι όμως ότι η τραγική ιστορική εμπειρία του ελληνισμού της Ανατολής δεν είχε θέση στο οικοδόμημα της νεοελληνικής ιδεολογίας.
Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η ελληνική εξωτερική πολιτική προσανατολίστηκε στην ειρηνική συνύπαρξη με την Τουρκία (στο πλαίσιο αυτό υπογράφηκε το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο Φιλίας του 1930 και ο Βενιζέλος υπέβαλε πρόταση για βράβευση του Κεμάλ Ατατούρκ με το Νόμπελ Ειρήνης!). Κατά συνέπεια ό,τι μπορούσε να διασαλεύσει την πολιτική της ελληνοτουρκικής προσέγγισης έπρεπε να αποσιωπηθεί: Ούτε λέξη για τις αποτρόπαιες ανθελληνικές διώξεις του 1914-1922, για τις τουρκικές μεθόδους εθνοκάθαρσης, για τις εκατόμβες των θυμάτων και για τις ευθύνες του νεοτουρκικού και κεμαλικού εθνικισμού. Οι πολιτικές επιλογές υπαγόρευαν την καταστολή της μνήμης.
Λίγα ενδεικτικά παραδείγματα αρκούν για να φανεί σ’ όλη της την έκταση η πολιτική εθνικής αμνησίας και σιωπής που κράτησε κάπου εβδομήντα χρόνια και ακολουθήθηκε με συνέπεια απ’ όλο το φάσμα του πολιτικού κόσμου: Το 1926 εκδόθηκε στην Αμερική η «Μάστιγα της Ασίας» του Τζορτζ Χόρτον, ένα συνταρακτικό ντοκουμέντο για την εξόντωση των χριστιανικών λαών της Ανατολής. Ο συγγραφέας (μας το είπε πέρσι η κόρη του, η κ. Νάνσι Χόρτον) ζήτησε από το Βενιζέλο να εκδοθεί και στα ελληνικά, για να λάβει την απογοητευτική απάντηση: «Δεν είναι σωστή κίνηση»!
Στη δεκαετία του 1950 Έλληνες υπουργοί των εξωτερικών ζητούσαν από τον αυστριακό ομόλογό τους να απαγορεύσει την έρευνα του Πολυχρόνη Ενεπεκίδη στα κρατικά αρχεία της Βιέννης, ώστε να μην αποκαλυφθούν τα «τεκμήρια του εγκλήματος», το σχέδιο εξόντωσης των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων.
Η πολιτική της λήθης κορυφώθηκε στην περίοδο της Δικτατορίας, συνεχίστηκε όμως και μετά, με πιο κραυγαλέα την προσπάθεια να «θαφτεί» η ταινία «1922» του Νίκου Κούνδουρου. Το 1978 η ταινία απαγορεύτηκε μετά τις διαμαρτυρίες του τουρκικού υπουργείου εξωτερικών ότι «δυναμιτίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις». Το 1982 επρόκειται να προβληθεί στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης, αλλά την τελευταία στιγμή και μετά από αίτημα της εκεί ελληνικής πρεσβείας η κόπια κατασχέθηκε από τις ουγγρικές αρχές!
Όμως η μνήμη παρέμενε ζωντανή στις κοινωνίες των προσφύγων. Όχι μόνο ως αίσθημα πόνου και νοσταλγίας. Ο προσφυγικός κόσμος της Ελλάδας και της Διασποράς με τις οργανώσεις και τους συλλόγους του λειτούργησε ως κιβωτός διάσωσης της ιστορικής του διαδρομής και παράλληλα αγωνίστηκε να καταγράψει την Καταστροφή στη συλλογική μνήμη των Ελλήνων. Η δικαίωση των προσπαθειών ήρθε όταν ωρίμασαν οι συνθήκες: Από τη δεκαετία του 1980, με το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο να είναι πιο ανεκτικό και δημοκρατικό και με την διεύρυνση της κοινωνίας των πολιτών, δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για μια διαφορετική θεώρηση της Ιστορίας.
Σήμερα πλέον η παρουσία της πολιτικής ηγεσίας σε εκδηλώσεις και εορτασμούς του προσφυγικού στοιχείου (π.χ. στην Παναγία Σουμελά στο Βέρμιο), οι δηλώσεις του πολιτικού κόσμου για τη μνήμη των θυμάτων, η αγιοποίηση του εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου από την Εκκλησία της Ελλάδος κ.ά. διατρανώνουν την ενσωμάτωση των μικρασιατικών γεγονότων στην εθνική μνήμη. Αλλά και η πληθώρα των εκδόσεων και τα αφιερώματα των εφημερίδων για τον ελληνισμό της Ανατολής και την καταστροφή του, οι τηλεοπτικές σειρές και τα ντοκυμαντέρ με θέματα από το μικρασιατικό κόσμο και τον πολιτισμό των προσφύγων, οι μελέτες, οι έρευνες, η καταγραφή μαρτυριών κλπ. αφενός αναδεικνύουν τη σημασία του προσφυγικού κόσμου και αφετέρου κατοχυρώνουν τη Μικρασιατική Καταστροφή στη συλλογική μνήμη του νεότερου ελληνισμού.
Οι προσπάθειες για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης καρποφόρησαν με τις δύο ομόφωνες αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων: Το 1994 η Βουλή αναγνώρισε τη γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο και όρισε ως«Ημέρα Μνήμης» τη 19η Μαΐου, τη μέρα του 1919 που ο Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να θέσει σε εφαρμογή την τελική πράξη της εξολόθρευσης του ποντιακού ελληνισμού.
Τον Οκτώβριο του 1998 η Βουλή καθιέρωσε ως «Ημέρα εθνικής μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων της Μικράς Ασίας από το τουρκικό κράτος»τη 14η Σεπτεμβρίου, τη μέρα του 1922 που τα στρατεύματα του Νουρεντίν πυρπόλησαν τη Σμύρνη.
Όμως η ψήφιση αυτού του νόμου ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά των νοσταλγών της λήθης. Πολιτικοί, ιστορικοί και «διανοούμενοι» άρχισαν τότε να υποστηρίζουν ότι ο όρος «γενοκτονία» δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, αλλά είναι άποψη ανιστόρητη και αντιεπιστημονική, ότι θα βλάψει την πολιτική της προσέγγισης με την Τουρκία, ότι θα αμαυρώσει τη διεθνή εικόνα της χώρας κλπ.! Έτσι το 2001 απαλείφθηκε ο όρος «γενοκτονία» από το προεδρικό διάταγμα που καθόριζε το χαρακτήρα και τον τρόπο οργάνωσης των εκδηλώσεων! Ο νόμος, παρότι ψηφίστηκε ομόφωνα από τη Βουλή και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΦΕΚ 13-10-1998) με την υπογραφή του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην πράξη έμεινε κενό γράμμα.
Στη δημόσια συζήτηση οι αρνητές της «γενοκτονίας» προέβαλαν διάφορα επιχειρήματα: Υποστήριξαν π.χ. ότι η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν το αποτέλεσμα ενός πολέμου στον οποίο πρώτη η Ελλάδα «ήρξατο χειρών αδίκων», αφού εισέβαλε στη Μικρά Ασία το Μάιο του 1919, και ότι στο πλαίσιο της πολεμικής αναμέτρησης ήταν αναπόφευκτο να συμβούν εκατέρωθεν παραβιάσεις και αγριότητες εις βάρος αμάχων πληθυσμών. Η θέση αυτή αγνοεί ότι το σχέδιο εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής προηγείται της ελληνικής απόβασης κατά τουλάχιστον πέντε χρόνια, ότι οι διωγμοί, οι μαζικές εκτοπίσεις και οι σφαγές είχαν αρχίσει από το 1914 και ότι μέχρι το 1919 είχαν αφανιστεί εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Επιπλέον η άποψη για τις «αναπόφευκτες εκατέρωθεν αγριότητες» εξισώνει προκλητικά τα εγκλήματα του ελληνικού στρατού με τη προσχεδιασμένη και μεθοδική εξολόθρευση 700.000 – 1.000.000 ανθρώπων από τους Νεότουρκους και τους κεμαλικούς.
Επιχείρησαν επίσης να υποβαθμίσουν την έκταση της τραγωδίας, κάνοντας λόγο για «μόνο» 450 – 500 χιλιάδες νεκρούς. Μα ακόμη κι αν δεχθούμε αυτούς τους υπολογισμούς, μπορεί η εξόντωση του 20-25% του μικρασιατικού πληθυσμού να εξηγηθεί με τις αναπόφευκτες πολεμικές βαρβαρότητες; Ένας τόσο μεγάλος αριθμός θυμάτων δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλεσμα μιας συστηματικής, οργανωμένης και καθολικής προσπάθειας εξολόθρευσης, δίνει από μόνος του τη διάσταση γενοκτονίας σε βάρος του ελληνισμού της Ανατολής.
Η άποψη αυτή υιοθετείται σήμερα ακόμη και στην Τουρκία: Η αντικεμαλική τουρκική Αριστερά αναφέρεται με τόλμη στις ευθύνες του τουρκικού εθνικισμού, αποκαλύπτει τις διώξεις κατά των χριστιανικών λαών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις χαρακτηρίζει ως γενοκτονία.
Τα κριτήρια της Γενοκτονίας προσδιορίστηκαν νομικά το 1948 με τη Σύμβαση του ΟΗΕ για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της Γενοκτονίας (“The Convention on the Prevention and Punishment of the Crime of Genocide”). Η Σύμβαση ορίζει ως γενοκτονία την «εσκεμμένη προσπάθεια καταστροφής, εν όλω ή εν μέρει, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτικής ομάδας» και εξειδικεύει τα μέσα της καταστροφής. Αναμφίβολα οι τουρκικές προθέσεις και οι μέθοδοι που εφαρμόστηκαν για την εξόντωση του ελληνικού άμαχου πληθυσμού (μαζικές σφαγές, απελάσεις και εκτοπισμοί, «τάγματα εργασίας», λιμός, πορείες θανάτου, καταστροφές οικισμών και πλουτοπαραγωγικών πηγών κ.ά.) ανταποκρίνονται πλήρως σ’ αυτά τα κριτήρια.
Βέβαια τα ιστορικού και νομικού χαρακτήρα επιχειρήματα, ακόμη και τα πολιτικού χαρακτήρα, μπορεί κανείς να τα συζητήσει. Κάποιοι όμως έφτασαν σε σημείο να γράψουν ότι δεν υπάρχει καν λόγος να καθιερωθεί η 14η Σεπτεμβρίου ως Ημέρα Εθνικής Μνήμης, αφού όλη η Ιστορία πρέπει να είναι αντικείμενο συλλογικής μνήμης! Λες και η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ένα απλό «γεγονός» κι όχι ο τραγικός επίλογος μιας ελληνικής ιστορίας σχεδόν 3.000 χρόνων. Λες και ο ξεριζωμός ήταν ένα απλό συμβάν και δε σημάδεψε καταλυτικά την ιστορική μας διαδρομή.
Άλλοι υποστήριξαν ακόμη ότι πρέπει να ξεχάσουμε τη Μικρασιατική Καταστροφή, επειδή η ιστορία ρίχνει «βαριά σκιά» πάνω στις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πιστεύουν πραγματικά ότι αυτό που δυσχεραίνει την ελληνοτουρκική προσέγγιση (από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα) είναι η μνήμη των μικρασιατικών γεγονότων; Δεν είναι οι διώξεις κατά του ελληνισμού της Πόλης, η εισβολή και η κατοχή στην Κύπρο, τα Ίμια και οι τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο, οι συνεχείς παραβάσεις και παραβιάσεις του ελληνικού θαλάσσιου και εναέριου χώρου, οι προκλητικές πτήσεις μαχητικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά νησιά, η επεκτατική πολιτική του γείτονα;
Γνωστός ο αντίλογος των νοσταλγών της λήθης:
-Όποιος ανασκαλεύει τα μικρασιατικά γεγονότα υποδαυλίζει το φανατισμό.
-Όποιος μιλάει για τα μαρτύρια του ελληνισμού της Ανατολής δίνει τροφή στους εθνικιστές που καλλιεργούν το μίσος και υψώνουν τα λάβαρα της εκδίκησης.
-Όποιος επικρίνει την υποχωρητικότητα και υπερασπίζεται μια στάση εθνικής αξιοπρέπειας παίζει το παιγνίδι των «ελληναράδων» που φαντασιώνονται πολιτικές εθνικού «τσαμπουκά».
-Όποιος στηλιτεύει τις τουρκικές θηριωδίες του 1914-1922 σεκοντάρει τις γνωστές ρατσιστικές απόψεις περί έμφυτης τουρκικής βαρβαρότητας.
-Όποιος ζητεί από την τουρκική πλευρά να αναγνωρίσει τις σκοτεινές πλευρές της ιστορίας της και να δικαιώσει τα θύματά της με μια συμβολική, έστω, πράξη συγγνώμης, γκρεμίζει τις γέφυρες επικοινωνίας με το γειτονικό λαό.
Η εκτροπή στη μισαλλοδοξία είναι κίνδυνος πραγματικός και καθόλου αμελητέος. Θα πρέπει όμως, γι’ αυτό το λόγο, να παραδώσουμε στη λήθη την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής και του ξεριζωμού; Σκοπός της ιστορικής μνήμης δεν μπορεί να είναι η διαιώνιση των παθών του παρελθόντος. Η μνήμη είναι ζωτική ανάγκη για ένα λαό, αποτελεί πρωταρχικής σημασίας παράγοντα για τη συγκρότηση της συλλογικής του ταυτότητας («λαός χωρίς μνήμη είναι λαός χωρίς ταυτότητα»). Είναι όμως παράλληλα και ηθικό χρέος του. [Aπό τον Μικρασιάτη]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου