Της χριστιανικής ζωής ό δρόμος είναι πάντα ωραίος, ελπιδοφόρος και τερπνός. Δεν είναι, όμως, και τόσο εύκολος. Στρωμμένος με ένα σωρό φαρμακερά αγκάθια, τις άγριες και αιμοβόρες θλίψεις, τις ατίθασσες παγίδες, αλλά και τους αδίστακτους πειρασμούς, γίνεται πολλές φορές τρομερά δύσκολος, δύσβατος, δραματικός. Και γίνεται ακόμη πιο δύσκολος, όταν μαζί με τά αγκάθια είναι σκορπισμένα παντού φίδια και σκορπιοί, ή ύπουλη αμαρτία και τά άγρια, τά αιμοβόρα πάθη, πού δηλητηριάζουν τού ανθρώπου τήν "ψυχή, τήν τραυματίζουν, την πληγώνουν αγιάτρευτα, βαθειά, πού δια νά σωθή χρειάζεται τήν συμπαράσταση κάποιας μεγάλης, δυνατής μορφής, τήν βοήθεια ενός ικανού νά οδηγεί στην σωτηρία, τήν λύτρωσι και τήν χαρά.
Δυό τέτοιες μορφές, σκεύη τίμια της εκλογής τού Λυτρωτή Χριστού, θεόπνευστα όργανα τής σωτηρίας τού ανθρώπου, προβάλλει σήμερα ή Εκκλησία, με τήν περικοπή τού ιερού Ευαγγελίου, τον Φίλιππον και τον Ναθαναήλ, πού με τήν θερμή των πίστι και τήν αποστολική δραστηριότητα των χάρισαν, όχι μόνον στους ανθρώπους τής ταραγμένης εποχής των, αλλά και όλων των αιώνων, τήν ορθόδοξη διδασκαλία, και γνώρισαν τά μέσα τής σωτηρίας, του λυτρωμού και τής χαράς, πού προσφέρει σε όλους ό Χριστός, διά νά μή μοιάζουν «κάλαμον ύπό ανέμου σαλευόμενον», ούτε και νά ταλαιπωρούνται κάτω άπό τά φοβερά και ανελέητα κτυπήματα τής αιμοβόρου αμαρτίας.
Δυο άνθρωποι άσημοι, απλοϊκοί, ό Φίλιππος και ό Ναθαναήλ, ό ένας άπό την Βηθσαϊδά, τήν πατρίδα του Ανδρέα και του Πέτρου, και ό άλλος άπό τήν Κανά της Γαλιλαίας, πιστοί φίλοι και αγνοί Ισραηλίται, σκυμμένοι στις σελίδες της Γραφής, μελετούσαν αχόρταγα τα λόγια των θεοπνεύστων Προφητών, και περίμεναν με αγωνία τον Απεσταλμένον του Θεού.
Κάποια ήμερα, τήν ώρα, που ό ήλιος είχε προβάλλει στον ορίζοντα, πάνω άπό τις δαντελλωτές βουνοκορφές της ολόχαρης και ολοκάθαρης ανατολής, και εσκόρπιζε κάτω στην γη τήν θαλπωρή, μερικοί απλοϊκοί ψαράδες, στην ακροθαλασσιά της μαγευτικής Τιβεριάδος, έπλεναν τά δίκτυα των, ενώ άλλοι είχαν κάπως απομακρυνθεί, δια νά δροσισθούν κάτω άπό τις θαλερές συκιές της κατάφυτης εκείνης και ολοπράσινης πλαγιάς. Ένοιωθαν, όμως, όλοι μέσα των κάτι παράξενα και ακαθόριστα σκιρτήματα χαράς, και έρριχναν το βλέμμα των ανήσυχο και ερευνητικό, πότε στον ολόχρυσο δρόμο, που είχαν στρώσει οι ακτίνες του ηλίου επάνω στης λίμνης τά γαλήνια νερά, πότε στον ολοκάθαρο γαλάζιο ουρανό και πότε στην γύρω φύση, πού είχε πάρει μια ξέχωρη χάρι, μια ουράνια ευλογημένη ομορφιά. Ακριβώς εκείνη τήν ήμερα, πού όλα ήσαν χαρούμενα και γοητευτικά, έφθασε ό Διδάσκαλος στην ακροθαλασσιά, δια να καλέσει κοντά Του εκείνους, που προώριζε να βαστάσουν στους ώμους των τήν πιο μεγάλη, τήν πιο ιερή αποστολή σ' αυτό τον κόσμο. Και διάλεξε απλοϊκούς ανθρώπους, μέ τήν καρδιά των γεμάτη καλοσύνη, σαν τό μεθυστικά μύρα των πιο ευωδιασμένων λουλουδιών. Κάπου εκεί συνάντησε πρώτον τον Φίλιππον, έρριψε επάνω του ένα βλέμμα στοργικό, και μέ δυο λόγια: «Ακολούθει μοι», τόν έσυρε εις την επιρροή Του. Εκείνος, μέ τήν ψυχή του πλημμυρισμένη από μια άφατη χαρά, ακολούθησε τόν Διδάσκαλο Χριστό και, έπειτα άπό τήν πρώτη επαφή και γνωριμία, επίσπευσε βαθειά, ότι αυτός ήτο ό Μεσσίας, πού τόσους αιώνας μέ λαχτάρα περίμενε ό λαός του Ισραήλ. Και ήτο τόση ή χαρά του, διά τόν θεϊκό εκείνο θησαυρό, πού είχε αποκτήσει, ώστε με ξεχειλισμένη τήν καρδιά από ενθουσιασμό και ευτυχία να σπεύση στον φίλον του Ναθαναήλ, και νά του πει: «Ον έγραψε Μωϋσής έν τω νόμω και οι Προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τόν υιόν του Ιωσήφ τόν από Ναζαρέτ». Ό Ναθαναήλ, πού ήξερε πόσο κακό όνομα είχε ή άσημη τής εποχής εκείνης Ναζαρέτ, διότι οι κάτοικοι της ήσαν άπιστοι και πονηροί, προέβαλε τήν δυσπιστία του: «Έκ Ναζαρέτ δύναται τι αγαθόν είναι;». Και ό Φίλιππος, πού κρατούσε, πλέον, στην καρδιά του τόν πολύτιμο, τόν ανεκτίμητο εκείνο θησαυρό, στην απορία και τόν δισταγμό του φίλου του Ναθαναήλ προβάλλει τήν προσωπική του γνωριμία με τόν Ιησού, και τού λέγει: «Έρχου και ίδε».
Ο Χριστός ξεφυλλίζει τώρα τις σελίδες του βιβλίου, που ήτο κρυμμένο στα βάθη της καρδιάς του απλοϊκού Ναθαναήλ, και εκείνος αισθάνεται, ότι έχει εμπρός του έναν άνθρωπο με υπερφυσική δύναμι και γοητεία, ακούει φοβισμένος τά πρώτα του λόγια: «Ίδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ω δόλος ουκ έστι...», και από τα χείλη του ξεφεύγει αυθόρμητα η ταπεινή ομολογία: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ...». Ο Χριστός τότε του είπε: «Φοβήθηκες, διότι διάβασα λίγα λόγια από το βιβλίο της καρδιάς σου; Έλα τώρα μαζί μου «και μείζω τούτων όψει». Και άρχισε η πρώτη γοητευτική διδασκαλία διά το πελώριο έργο, που θα φόρτωνε Εκείνος στους ώμους των ανθρώπων της δικής Του εκλογής, και την δύναμι, που θα τους έδιδε, διά νά σείσουν από τά θεμέλια τά πανάρχαια, τά αγέρωχα και μεγαλοπρεπή οικοδομήματα τών θρησκευτικών προλήψεων και πεποιθήσεων τού ταλαιπωρημένου από τό άγχος και τήν αγωνία κόσμου, και να θεμελιώσουν επάνω στά ερείπια των το θεόδμητο οικοδόμημα της Εκκλησίας, με την διαβεβαίωση, ότι καμιά δύναμις στον κόσμο αυτό δεν θά μπόρεση ποτέ νά την κλονίσει, αφού αργότερα ο Ίδιος είπε: «και πύλαι Άδου ου καταισχύσουσιν αυτής...» (Ματθ. 16, 18).
Σκεύη της εκλογής του Λυτρωτή Χρίστου, τίμια και θεόπνευστα όργανα της σωτηρίας της "ψυχής κάθε ανθρώπου είναι ο πρωτόκλητος Ανδρέας και ο Πέτρος, ό Φίλιππος και ό Ναθαναήλ και όλη ή σεπτή χορεία των θεοφόρων Αποστόλων, πού τους κάλεσε Εκείνος άπό τήν αφάνεια, και τους φύτρωσε την μεγάλη και ιερά αποστολή νά μαθητεύσουν «πάντα τά έθνη», και νά διδάξουν στά άτομα και τους λαούς τήν ορθή πίστι και διδασκαλία, αλλά και την όμορφη, την αγία χριστιανική ζωή. Και θα γευθούν οι άνθρωποι τους καρπούς αυτής της ζωής, αν μιμηθούν τό παράδειγμα τού στοργικού Φιλίππου και του απλοϊκού Ναθαναήλ, και μεταφέρουν παντού το μήνυμα τής χαράς και της αγάπης, όπως τό έκαμε ό Φίλιππος και, σαν τόν Ναθαναήλ, διαλαλούν τήν πίστι των, την αφοσίωση και τήν λατρεία προς τόν Ένα, τόν μοναδικό Προφήτη, τον αληθινό Μεσσία, τόν Απεσταλμένο του Θεού, τον Λυτρωτή όλου τού κόσμου, τον Χριστό.
Ο Φίλιππος, άδολος και αγνός Ισραηλίτης, δεν κράτησε τον θησαυρό εκείνο κρυμμένο στά βάθη τής καρδιάς του, αλλ' έσπευσε να τόν γνωρίσει και στους στενούς, τους πιστούς φίλους του και τους γνωστούς, πού μέ τόν ίδιο πόθο περίμεναν και εκείνοι τόν Μεσσία, λαχταρούσαν νά τόν ιδούν, νά τόν ακούσουν και νά τόν ακολουθήσουν. Με ένα: «Έρχου και ίδε» ξερίζωσε ό Φίλιππος τήν δυσπιστία, πού είχε μέσα του ό φίλος του Ναθαναήλ, και τόν οδήγησε στον Λυτρωτή. Και έγιναν τότε και οι δυο, σύμβολα μιας αγνής και άδολης φιλίας, οι πύρινοι μαθηταί του Λυτρωτή Χριστού, οι φλογεροί Ιεραπόστολοι, τα πραγματικά όργανα του μεγάλου και δικαίου Θεού, γιά τήν σωτηρία τής ψυχής εκείνων, πού ζούσαν μέσα στο σκοτάδι.
Άλλα ποιος και πόσοι μιμούνται σήμερα τό παράδειγμα τών δυο αυτών μαθητών, τού απλοϊκού Φιλίππου και τού αγαθού Ναθαναήλ; Ποιος φροντίζει νά διδάξει στους άλλους την ορθή πίστι, τήν άγια χριστιανική διδασκαλία και τήν ενάρετη ζωή; Πόσοι πονούν διά τό θλιβερό κατάντημα εκείνων, πού ποδοπάτησαν τις ηθικές αξίες και έρριψαν στον βούρκο τα άγια μας και τα ιερά; Ποιος φροντίζει νά φωτίση τήν σκέψη του σκοτισμένου αδελφού του, νά δώσει θάρρος στον απελπισμένο, χαρά στον πληγωμένο και αισιοδοξία στον αδύνατο και τον πτωχό; Ποιος μπορεί νά επαναλαμβάνει τά λόγια του θείου Παύλου: «... Στήκετε και κρατείτε τάς παραδόσεις, ας εδιδάχθητε...» (Α', Θεσ. 2, 15), διά νά συγκρατήσει εκείνους, πού ζαλισμένοι από τά δράματα και τις τραγωδίες της ζωής, έχουν πάρει τον κατήφορο και τρέχουν ασυγκράτητα προς τον όλεθρο και τήν καταστροφή; Ποιος είπε στην σύγχρονη του γενεά «έρχου και ίδε», διά νά μή μένει σκεπτική, απογοητευμένη, και ζητεί τήν αλήθεια, τήν χαρά κα! τήν δικαιοσύνη εκεί, πού δεν υπάρχει; Τά στενά και αγκαθοσπαρμένα μονοπάτια, πού ακολουθούν, όσοι δέν γνώρισαν τόν Λυτρωτή Χριστό, οδηγούν πάντα σέ σκοτεινούς και απελπιστικούς γκρεμούς. Νοσταλγούν όλοι τήν δικαιοσύνη, προβάλλουν, όμως, εμπρός των πελώρια, δυσθεώρητα και απροσπέλαστα τά βουνά της αδικίας. Χαϊδεύουν μέ στοργή τις ομορφιές όλες της ζωής, και δέν συναντούν πουθενά τό παρήγορο χαμόγελο της, τήν αληθινή, τήν ουράνια χαρά. Και θά ψάχνουν όλοι αδιάκοπα νά βρουν αυτή τήν χαρά, χωρίς ποτέ και νά τήν απολαύσουν, αν δέν φθάσει στά βάθη τής καρδιάς των ή φωνή του Αποστόλου: «έρχου και ίδε», διά νά πάρουν τόν δρόμο, πού οδηγεί στον Λυτρωτή. Τότε, και μόνον τότε, θά τερματισθεί ή αγωνία, πού τυραννάει και πνίγει τήν συνείδηση κάθε ανθρώπου, και θά διαλυθεί τό φρικαλέο φάσμα κάποιου πολέμου, που ταράσσει κάθε λίγο τόν ύπνο ατόμων και λαών.
Και όλα αυτά θά γίνουν, αν ακούσει κάποτε ό άνθρωπος τήν πρόσκληση τού πιστού, του άδολου Φιλίππου, και μιμηθεί τήν ομολογία τού απλοϊκού Ναθαναήλ, αν όλοι, Κληρικοί και λαϊκοί, εργάτες του ιερού Ευαγγελίου, με την ορθή πίστη και την άγια των ζωή, δεν παύσουν νά καλούν σέ μετάνοια και επιστροφή τά παραστρατημένα πλήθη του λαού.
Ή αγία του Χριστού μας Εκκλησία εορτάζει σήμερα μια περίλαμπρη νίκη, την νίκη της Ορθοδοξίας, πού την κέρδισε μέ βάσανα και διωγμούς, με κατατρεγμούς και φυλακίσεις, μέ μαρτύρια και θανάτους φοβερούς, μέ έναν αγώνα ζωής αιώνων ολοκλήρων. Σήμερα οί Προφήται χαίρουν, οι Απόστολοι και οί Μάρτυρες αγάλλονται, σκιρτά των Πατέρων ή ψυχή, οί ήρωες της Πίστεως ευφραίνονται, και οί αγωνισταί του ιερού Ευαγγελίου της αγάπης προσφέρουν τήν λατρεία των στον θείον Δομήτορα της Εκκλησίας. Όλοι στήνουν τό τρόπαιο της νίκης στην ψυχή των, στην οικογένεια, στην κοινωνία, στα πέρατα της Οικουμένης. Όλοι στρέφουν τήν σκέψη προς Εκείνον, πού γλυκαίνει τον πόνο, ομορφαίνει τήν ζωή και χαρίζει στους ενάρετους και δικαίους τήν ατίμητη αιωνιότητα και δόξα, τήν παντοτινή χαρά του ουρανού.
Χαρά, λοιπόν, σ' εκείνους, πού θά ακολουθήσουν τό φωτεινό παράδειγμα των Αποστόλων του Χριστού, των θεοπνεύστων αυτών οργάνων της σωτηρίας της ψυχής όλου τού κόσμου. Κοντά στον Χριστό τό φως της πίστεως θά καταυγάζει τήν ψυχή των, ό ήλιος της αγάπης θα θερμαίνει τήν καρδιά των, και ή φωνή του Λυτρωτή, όπως τότε στην ακροθαλασσιά της μαγευτικής Τιβεριάδος, θά ψιθυρίζει στον καθένα στοργικά:
«Άνθρωπε, μη ζητάς την ευτυχία εκεί, που δεν υπάρχει... Έλα κοντά μου, και θα βρεις την λύση του μεγάλου μυστηρίου, που σκεπάζει την ζωή σου. Έλα... Μη διστάζεις... Ακολούθει μοι...».
"Τα Ασάλευτα Θεμέλια" του Μητροπολίτου Δράμας Φιλίππου
www.gonia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου