Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που κάνουμε σήμερα, είναι η αποσπασματική εξέταση των διαφόρων κοινωνικών δραστηριοτήτων και προβλημάτων, σαν να ήταν αυτόνομες και όχι στενά συνδεδεμένες σε ένα αδιαίρετο σύνολο. Εξετάζουμε έτσι «τεχνοκρατικά»[1] και απομονωμένα την οικονομία, την πολιτική, την ψυχολογία, την ανθρωπολογία, την Παιδεία – για να έλθουμε στο προκείμενο – και τόσα άλλα βεβαίως. Η Παιδεία, που υπήρξε ανέκαθεν κύριος μοχλός, όχι μόνο της ανάπτυξης των κοινωνιών – όπως και αν θεωρήσουμε τον όρο ανάπτυξη, όπου βεβαίως συμπεριλαμβάνεται και αυτό που καλούμε οικονομία –, αλλά και κύριος παράγων εξέλιξης του ίδιου του ανθρώπου ως σκεπτόμενου όντος, δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από τον συνολικό τρόπο ύπαρξης και εξέλιξης των κοινωνιών, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου.
Για να μιλήσουμε λοιπόν για την Παιδεία σήμερα, θα πρέπει να την εντάξουμε πρώτα στην όλη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που ...
δείχνει να έχει απομακρυνθεί από τις παλαιότερες επιδιώξεις αναζήτησης υπαρξιακών νοημάτων – μάλλον θεωρώντας πως το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί – και που δείχνει να έχει επικεντρωθεί στην εξυπηρέτηση της επιδίωξης της ευτυχίας ως έννοιας ταυτόσημης με την υλική ευμάρεια και βεβαίως στην ανάπτυξη αυτού που την προϋποθέτει: στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, που έχει αναχθεί σχεδόν σε οντολογικό επίπεδο και που τείνει έτσι να καταστεί αυτοσκοπός. Αυτή η αλλαγή των στοχεύσεων του ανθρώπου και των κοινωνιών του, υπήρξε κοινή σε όλα τα πολιτικά ιδεολογήματα των τελευταίων αιώνων, εποχή που χαρακτηρίζουμε με τον όρο νεωτερικότητα. Από τον Χομπς και τον Λοκ, στον Άνταμ Σμιθ και στον Κέινς, αλλά και από τον Μώρο μέχρι τον Μαρξ και τους απογόνους του, η έννοια της ευτυχίας ήταν η ίδια. Ο τρόπος πρόσβασης προς αυτήν διέφερε. Είναι προφανές πως υπό το πρίσμα αυτό νοούμε και σχεδιάζουμε την Παιδεία σήμερα, ασχέτως αν – μάλλον για να τηρήσουμε τα προσχήματα από ντροπή προς την Ιστορία – τη διαχωρίζουμε από την Εκπαίδευση ή κατάρτιση. Ας δεχτούμε πάντως ότι ενδεχομένως και να υπάρχει κάτι βαθύτερο όταν μιλάμε για Παιδεία και όταν τη διαχωρίζουμε από τον όρο Εκπαίδευση.
Η σημερινή κοινωνική, καλύτερα ανθρωποκοινωνική, κατάσταση – που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μετανεωτερική – βρίσκεται καταδήλως σε καμπή, καμπή βεβαίως που μπορεί να διαρκέσει πολύ. Αυτό που παρατηρούμε ως οικονομική κρίση δεν είναι παρά το επιφαινόμενο. Το πραγματικό πρόβλημα είναι δομικό του ίδιου του τρόπου ύπαρξης και λειτουργίας των κοινωνιών, αλλά αφορά και στη δομή του ίδιου του ανθρώπου, που χάνει, ολοένα και περισσότερο, τις αναγκαίες για τη ζωή του βεβαιότητες. Το ίδιο δομικό είναι και το πρόβλημα της Παιδείας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που αποκαλούμε Εκπαίδευση. Δεν είναι εμφανή, μήτε κατανοητά, τα δομικά στοιχεία της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας και του τρόπου που αυτή εξελίσσεται, γι’ αυτό έχουν ίσως οδηγήσει στο παράλογο, το αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Παιδεία. Αυτό ισχύει σε σημαντικό βαθμό σε όλον τον κόσμο, στην περίπτωση της Ελλάδας τα πράγματα είναι ακόμα περισσότερο μπερδεμένα.
Ως προς τα συμβαίνοντα σε όλον τον κόσμο, ας μην παρασυρόμαστε από μια σχετική τακτοποίηση του εκπαιδευτικού τοπίου στη Δύση. Η Παιδεία στη Δύση βρίσκεται προσκολλημένη στην παράδοση της νεωτερικότητας, τη στιγμή όμως που η φιλοσοφική της θεμελίωση καταδήλως αμφισβητείται και η επιρροή της κλονίζεται. Αυτή η φιλοσοφική της θεμελίωση είναι που νομοτελειακώς την οδήγησε στον επικρατούντα νεοφιλελευθερισμό, που οδήγησε σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα και σε κοινωνίες επιπέδου ζούγκλας. Έτσι, ναι μεν σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός επικρατεί, ως οικονομικό σύστημα θεμελιωμένο στη νεωτερική μεταφυσική, όμως και ο ίδιος ο εμπνευστής του τέλους της Ιστορίας[2], εξ αιτίας της διαπίστωσης αυτής της φαινομενικά οριστικής επικράτησης του (νεο)φιλελευθερισμού και της φιλοσοφικής του θεμελίωσης, ανέκρουσε πρύμνα. Οι αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολής, που φαίνεται πως θα επικρατήσουν παγκοσμίως – και που ήδη ορίζουν τις διεθνείς εξελίξεις – προτάσσουν άλλους Τρόπους, Τρόπους στους οποίους οφείλουν την ίδια τους την τεχνοοικονομική ανάπτυξη, αλλά που οι δικές μας οντολογικές εμμονές μας εμποδίζουν να κατανοήσουμε.
Στην Ελλάδα τώρα, τα πράγματα δείχνουν χειρότερα. Η χώρα μας δημιουργήθηκε ως προτεκτοράτο και ιστορικά πορεύτηκε υπό το πολιτικό καθεστώς ενός ιδιότυπου κρατισμού, αυθαίρετου κρατισμού, ενός κρατισμού ιδιοτελώς προστατευόμενου από τους προστάτες της. Αυτή η ιστορικά μη αυτόνομη κρατική μας υπόσταση, με τις συνακόλουθες χειραγωγήσεις του λαού, οδήγησε σε μια Παιδεία ασπόνδυλη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της περίφημης γενιάς του ’30, Παιδεία που ποτέ δεν υπερέβη τα στενά πλαίσια της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Αλλά τελευταία και αυτή βαλτώνει: «πονηροί πολιτευτές» – όπως θα ’λεγε ο Σαββόπουλος – βρήκαν στα Πανεπιστήμια πειθήνιο κομματικό στρατό, πειθήνιο γιατί φτιάχνεται ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άλλο. Στη συνέχεια, με μια προπαγανδιστική και ανόητη ρητορεία, η Παιδεία εντάχθηκε στην προεκλογική στρατηγική γήτευσης των νέων ψηφοφόρων, παραβλέποντας ή ακόμα και εμποδίζοντας την πραγματική συσχέτισή της με την κοινωνία και τις λειτουργίες της, έστω με τις νεωτερικές στοχεύσεις της. Οδηγηθήκαμε και στην ακύρωση όλων όσων είχαμε μέχρι πρότινος κατορθώσει, π.χ. η «δωρεάν Παιδεία» των Παπανδρέου - Παπανούτσου, όπου το ζητούμενο ήταν η ισότητα των ευκαιριών για όλους τους ικανούς νέους μας, οδηγήθηκε στο ακριβώς αντίθετο, έγινε πανάκριβη και ολοένα και περισσότερο ταξική, άριστα Πανεπιστήμιά μας και Σχολές αριστείας οδηγήθηκαν σε πλήρη απαξίωση, ακόμα και η Μέση Εκπαίδευση σχεδόν ακυρώθηκε[3].
Τα τελευταία χρόνια έχουμε στη χώρα μας από τη μια μεριά μια επικρατούσα μυθολογία που εμποδίζει τη σύνδεση της Εκπαίδευσης με την παραγωγή, όπως θα ήθελαν και ο Μαρξ και ο Άνταμ Σμιθ, δηλαδή με το μελλοντικό επάγγελμα των φοιτούντων, από την άλλη μεριά, πολιτικές ηγεσίες άσχετες με το θέμα. Οι πολιτικές αυτές ηγεσίες αντιγράφουν τα ισχύοντα στα αμερικανικά κυρίως πανεπιστήμια, αγνοώντας επιδεικτικώς τα υφιστάμενα εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τους καθ’ ύλην αρμόδιους και εμπλεκόμενους (όπου συμπεριλαμβάνεται και η ευρύτερη κοινωνική βούληση) και έχουν οδηγήσει την όποια Εκπαίδευση σε μια απόλυτη σύγχυση και σε διαρκώς επιδεινούμενη υποβάθμιση. Εδώ και πολλά χρόνια οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας δείχνουν απίστευτη αλαζονεία και τραγική ανικανότητα (οι εμπνεύσεις τους κρίνονται εκ του αποτελέσματος), που σε συνδυασμό με τις μικροκομματικές επιδιώξεις των εκάστοτε αντιπολιτευομένων δημιουργούν εκρηκτικά μείγματα. Αμφιβάλλω για το αν θα προλάβουμε να συνέλθουμε προτού... μια άλλη Διαμαντοπούλου μας ξαναμπερδέψει. Ας μη μιλάμε για Παιδεία. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι αυτό σημαίνει, γιατί απλούστατα οι «σύμμαχοί» μας, μας έχουν αποστερήσει, εντελώς πλέον, του δικαιώματος να σκεφτόμαστε αυτονόμως, μας έχουν αποστερήσει του δικαιώματος να έχουμε οράματα, πέραν αυτού της εξόφλησης των «δανείων» μας (και μας υποχρεώνουν σε πρακτικές τέτοιες ώστε ποτέ να μην μπορέσουμε να τα εξοφλήσουμε).
Δεν υπεκφεύγω της διατύπωσης συγκεκριμένων προτάσεων. Δεν θα έχουν όμως κανένα νόημα αν δεν προσπαθήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε το τι θέλουμε από την Εκπαίδευση και το τι θέλουμε από την Παιδεία. Έτσι, απλώς προσπαθώ να θέσω τον προβληματισμό προς μια πραγματική διερεύνηση και επίλυση του προβλήματος. Επιτρέψτε μου και μια άλλη διαπίστωση: Μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα όλοι οι μορφωμένοι της Ευρώπης μίλαγαν ελληνικά, πριν από τον Α’ Πόλεμο πήγαινες σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας και μίλαγες ελληνικά, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες πήγαινες στα Βαλκάνια, αλλά και στην Αίγυπτο και σε καταλάβαιναν, σήμερα έχουμε μείνει μόνοι στα αζήτητα. Κάναμε «διεθνές Πανεπιστήμιο» στην Αγγλική γλώσσα. Σίγουρα τα Ελληνικά δεν μαθαίνονται αμέσως, αλλά γιατί να μην υποχρεώνονται οι φοιτητές να παραδίδουν τη διπλωματική τους εργασία στα Ελληνικά; Έπειτα από τέσσερα χρόνια θα την έχουν μάθει και θα θέλουν να τη μάθουν. Πριν από λίγα χρόνια όλοι στα Βαλκάνια και αλλού στον περίγυρό μας, αλλά και εκτός αυτού, ήθελαν να μάθουν Ελληνικά, τώρα εμείς μαθαίνουμε στα παιδιά μας βουλγάρικα για να σπουδάσουν εκεί. Η γλώσσα είναι κομβικός αναπτυξιακός παράγοντας. Τέτοια βλακεία από πλευράς μας είναι του φυσικού μας ή είναι σκόπιμη προδοσία[4];
Για να μιλήσουμε λοιπόν για την Παιδεία σήμερα, θα πρέπει να την εντάξουμε πρώτα στην όλη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Πραγματικότητα που ...
δείχνει να έχει απομακρυνθεί από τις παλαιότερες επιδιώξεις αναζήτησης υπαρξιακών νοημάτων – μάλλον θεωρώντας πως το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί – και που δείχνει να έχει επικεντρωθεί στην εξυπηρέτηση της επιδίωξης της ευτυχίας ως έννοιας ταυτόσημης με την υλική ευμάρεια και βεβαίως στην ανάπτυξη αυτού που την προϋποθέτει: στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, που έχει αναχθεί σχεδόν σε οντολογικό επίπεδο και που τείνει έτσι να καταστεί αυτοσκοπός. Αυτή η αλλαγή των στοχεύσεων του ανθρώπου και των κοινωνιών του, υπήρξε κοινή σε όλα τα πολιτικά ιδεολογήματα των τελευταίων αιώνων, εποχή που χαρακτηρίζουμε με τον όρο νεωτερικότητα. Από τον Χομπς και τον Λοκ, στον Άνταμ Σμιθ και στον Κέινς, αλλά και από τον Μώρο μέχρι τον Μαρξ και τους απογόνους του, η έννοια της ευτυχίας ήταν η ίδια. Ο τρόπος πρόσβασης προς αυτήν διέφερε. Είναι προφανές πως υπό το πρίσμα αυτό νοούμε και σχεδιάζουμε την Παιδεία σήμερα, ασχέτως αν – μάλλον για να τηρήσουμε τα προσχήματα από ντροπή προς την Ιστορία – τη διαχωρίζουμε από την Εκπαίδευση ή κατάρτιση. Ας δεχτούμε πάντως ότι ενδεχομένως και να υπάρχει κάτι βαθύτερο όταν μιλάμε για Παιδεία και όταν τη διαχωρίζουμε από τον όρο Εκπαίδευση.
Η σημερινή κοινωνική, καλύτερα ανθρωποκοινωνική, κατάσταση – που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μετανεωτερική – βρίσκεται καταδήλως σε καμπή, καμπή βεβαίως που μπορεί να διαρκέσει πολύ. Αυτό που παρατηρούμε ως οικονομική κρίση δεν είναι παρά το επιφαινόμενο. Το πραγματικό πρόβλημα είναι δομικό του ίδιου του τρόπου ύπαρξης και λειτουργίας των κοινωνιών, αλλά αφορά και στη δομή του ίδιου του ανθρώπου, που χάνει, ολοένα και περισσότερο, τις αναγκαίες για τη ζωή του βεβαιότητες. Το ίδιο δομικό είναι και το πρόβλημα της Παιδείας, συμπεριλαμβανομένου αυτού που αποκαλούμε Εκπαίδευση. Δεν είναι εμφανή, μήτε κατανοητά, τα δομικά στοιχεία της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας και του τρόπου που αυτή εξελίσσεται, γι’ αυτό έχουν ίσως οδηγήσει στο παράλογο, το αυτό αντανακλάται και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την Παιδεία. Αυτό ισχύει σε σημαντικό βαθμό σε όλον τον κόσμο, στην περίπτωση της Ελλάδας τα πράγματα είναι ακόμα περισσότερο μπερδεμένα.
Ως προς τα συμβαίνοντα σε όλον τον κόσμο, ας μην παρασυρόμαστε από μια σχετική τακτοποίηση του εκπαιδευτικού τοπίου στη Δύση. Η Παιδεία στη Δύση βρίσκεται προσκολλημένη στην παράδοση της νεωτερικότητας, τη στιγμή όμως που η φιλοσοφική της θεμελίωση καταδήλως αμφισβητείται και η επιρροή της κλονίζεται. Αυτή η φιλοσοφική της θεμελίωση είναι που νομοτελειακώς την οδήγησε στον επικρατούντα νεοφιλελευθερισμό, που οδήγησε σε οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα και σε κοινωνίες επιπέδου ζούγκλας. Έτσι, ναι μεν σήμερα ο νεοφιλελευθερισμός επικρατεί, ως οικονομικό σύστημα θεμελιωμένο στη νεωτερική μεταφυσική, όμως και ο ίδιος ο εμπνευστής του τέλους της Ιστορίας[2], εξ αιτίας της διαπίστωσης αυτής της φαινομενικά οριστικής επικράτησης του (νεο)φιλελευθερισμού και της φιλοσοφικής του θεμελίωσης, ανέκρουσε πρύμνα. Οι αναδυόμενες οικονομίες της Ανατολής, που φαίνεται πως θα επικρατήσουν παγκοσμίως – και που ήδη ορίζουν τις διεθνείς εξελίξεις – προτάσσουν άλλους Τρόπους, Τρόπους στους οποίους οφείλουν την ίδια τους την τεχνοοικονομική ανάπτυξη, αλλά που οι δικές μας οντολογικές εμμονές μας εμποδίζουν να κατανοήσουμε.
Στην Ελλάδα τώρα, τα πράγματα δείχνουν χειρότερα. Η χώρα μας δημιουργήθηκε ως προτεκτοράτο και ιστορικά πορεύτηκε υπό το πολιτικό καθεστώς ενός ιδιότυπου κρατισμού, αυθαίρετου κρατισμού, ενός κρατισμού ιδιοτελώς προστατευόμενου από τους προστάτες της. Αυτή η ιστορικά μη αυτόνομη κρατική μας υπόσταση, με τις συνακόλουθες χειραγωγήσεις του λαού, οδήγησε σε μια Παιδεία ασπόνδυλη, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της περίφημης γενιάς του ’30, Παιδεία που ποτέ δεν υπερέβη τα στενά πλαίσια της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Αλλά τελευταία και αυτή βαλτώνει: «πονηροί πολιτευτές» – όπως θα ’λεγε ο Σαββόπουλος – βρήκαν στα Πανεπιστήμια πειθήνιο κομματικό στρατό, πειθήνιο γιατί φτιάχνεται ανίκανος να κάνει οτιδήποτε άλλο. Στη συνέχεια, με μια προπαγανδιστική και ανόητη ρητορεία, η Παιδεία εντάχθηκε στην προεκλογική στρατηγική γήτευσης των νέων ψηφοφόρων, παραβλέποντας ή ακόμα και εμποδίζοντας την πραγματική συσχέτισή της με την κοινωνία και τις λειτουργίες της, έστω με τις νεωτερικές στοχεύσεις της. Οδηγηθήκαμε και στην ακύρωση όλων όσων είχαμε μέχρι πρότινος κατορθώσει, π.χ. η «δωρεάν Παιδεία» των Παπανδρέου - Παπανούτσου, όπου το ζητούμενο ήταν η ισότητα των ευκαιριών για όλους τους ικανούς νέους μας, οδηγήθηκε στο ακριβώς αντίθετο, έγινε πανάκριβη και ολοένα και περισσότερο ταξική, άριστα Πανεπιστήμιά μας και Σχολές αριστείας οδηγήθηκαν σε πλήρη απαξίωση, ακόμα και η Μέση Εκπαίδευση σχεδόν ακυρώθηκε[3].
Τα τελευταία χρόνια έχουμε στη χώρα μας από τη μια μεριά μια επικρατούσα μυθολογία που εμποδίζει τη σύνδεση της Εκπαίδευσης με την παραγωγή, όπως θα ήθελαν και ο Μαρξ και ο Άνταμ Σμιθ, δηλαδή με το μελλοντικό επάγγελμα των φοιτούντων, από την άλλη μεριά, πολιτικές ηγεσίες άσχετες με το θέμα. Οι πολιτικές αυτές ηγεσίες αντιγράφουν τα ισχύοντα στα αμερικανικά κυρίως πανεπιστήμια, αγνοώντας επιδεικτικώς τα υφιστάμενα εκπαιδευτικά Ιδρύματα και τους καθ’ ύλην αρμόδιους και εμπλεκόμενους (όπου συμπεριλαμβάνεται και η ευρύτερη κοινωνική βούληση) και έχουν οδηγήσει την όποια Εκπαίδευση σε μια απόλυτη σύγχυση και σε διαρκώς επιδεινούμενη υποβάθμιση. Εδώ και πολλά χρόνια οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας δείχνουν απίστευτη αλαζονεία και τραγική ανικανότητα (οι εμπνεύσεις τους κρίνονται εκ του αποτελέσματος), που σε συνδυασμό με τις μικροκομματικές επιδιώξεις των εκάστοτε αντιπολιτευομένων δημιουργούν εκρηκτικά μείγματα. Αμφιβάλλω για το αν θα προλάβουμε να συνέλθουμε προτού... μια άλλη Διαμαντοπούλου μας ξαναμπερδέψει. Ας μη μιλάμε για Παιδεία. Κανείς δεν καταλαβαίνει τι αυτό σημαίνει, γιατί απλούστατα οι «σύμμαχοί» μας, μας έχουν αποστερήσει, εντελώς πλέον, του δικαιώματος να σκεφτόμαστε αυτονόμως, μας έχουν αποστερήσει του δικαιώματος να έχουμε οράματα, πέραν αυτού της εξόφλησης των «δανείων» μας (και μας υποχρεώνουν σε πρακτικές τέτοιες ώστε ποτέ να μην μπορέσουμε να τα εξοφλήσουμε).
Δεν υπεκφεύγω της διατύπωσης συγκεκριμένων προτάσεων. Δεν θα έχουν όμως κανένα νόημα αν δεν προσπαθήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε το τι θέλουμε από την Εκπαίδευση και το τι θέλουμε από την Παιδεία. Έτσι, απλώς προσπαθώ να θέσω τον προβληματισμό προς μια πραγματική διερεύνηση και επίλυση του προβλήματος. Επιτρέψτε μου και μια άλλη διαπίστωση: Μέχρι τα μισά του 19ου αιώνα όλοι οι μορφωμένοι της Ευρώπης μίλαγαν ελληνικά, πριν από τον Α’ Πόλεμο πήγαινες σε πολλές χώρες της Ευρώπης και της Ασίας και μίλαγες ελληνικά, μέχρι πριν από μερικές δεκαετίες πήγαινες στα Βαλκάνια, αλλά και στην Αίγυπτο και σε καταλάβαιναν, σήμερα έχουμε μείνει μόνοι στα αζήτητα. Κάναμε «διεθνές Πανεπιστήμιο» στην Αγγλική γλώσσα. Σίγουρα τα Ελληνικά δεν μαθαίνονται αμέσως, αλλά γιατί να μην υποχρεώνονται οι φοιτητές να παραδίδουν τη διπλωματική τους εργασία στα Ελληνικά; Έπειτα από τέσσερα χρόνια θα την έχουν μάθει και θα θέλουν να τη μάθουν. Πριν από λίγα χρόνια όλοι στα Βαλκάνια και αλλού στον περίγυρό μας, αλλά και εκτός αυτού, ήθελαν να μάθουν Ελληνικά, τώρα εμείς μαθαίνουμε στα παιδιά μας βουλγάρικα για να σπουδάσουν εκεί. Η γλώσσα είναι κομβικός αναπτυξιακός παράγοντας. Τέτοια βλακεία από πλευράς μας είναι του φυσικού μας ή είναι σκόπιμη προδοσία[4];
[1] Μάλιστα χρησιμοποιούμε τον όρο τεχνοκράτης επιτιμητικά. Όμως τεχνοκράτης είναι αυτός που ασχολείται με την τεχνική του και μόνο, π.χ. με τις τράπεζες και μόνο αν είναι τραπεζίτης, με το χρηματιστήριο και μόνο αν είναι χρηματιστής, με τις κοινωνικές δομές και συμπεριφορές αν είναι κοινωνιολόγος κ.λπ.. Αν πράττει όμως έτσι, μη εντάσσοντας δηλ. στη σκέψη του τις ολικές διαστάσεις των επί μέρους, είναι απλώς κακός επιστήμων, κακός εργοδότης αλλά και κακός εραστής: κεφαλαιοκράτης είναι αυτός που ασχολείται με το κεφάλαιο και μόνο, φαλλοκράτης αυτός που ασχολείται με τον φαλλό του και μόνο, κ.λπ.
[2] Φουκουγιάμα Φ.
[3] Πληροφορούμε τους μη έχοντες ανάλογη εμπειρία, πως στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου δεν γίνονται μαθήματα (στην κυριολεξία) λίγους μήνες προ των πανελληνίων εξετάσεων, για να πηγαίνουν απρόσκοπτα οι μαθητές στα (ιδιωτικά) φροντιστήρια (κατά τη συντριπτική τους πλειονότητα). Στηλιτεύουμε το γεγονός ότι εισέρχονται στα Πανεπιστήμια και στα ΤΕΙ υποψήφιοι με βαθμολογία 3 στα 20. Γιατί δεν διερωτώμεθα, εμείς και η Πολιτεία, πως αυτά τα παιδιά πήραν απολυτήριο Λυκείου;
[4] «Έγκριτοι» αναλυτές στηλιτεύουν πως στη Βουλή ακούγονται τέτοιες «ακραίες» εκφράσεις, όπως «προδότες», «πουλημένοι», «τρομοκράτες», «ανίκανοι», κ.λπ. Προσωπικά δεν βρίσκω άλλους «καθώς πρέπει» χαρακτηρισμούς για ενέργειες πολιτικών μας, αν θέλουμε να πούμε την αλήθεια. Δεν υπάρχουν ακραίες και απρεπείς εκφράσεις, υπάρχουν απρεπείς πολιτικοί, που δεν μπορούν παρά να χαρακτηριστούν έτσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου