(Τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Βασιλείου Βολουδάκη)
Τό ἄρθρο πού ἀκολουθεῖ ἐγράφη τό 2009. Σήμερα εἶναι καί πάλι ἐπίκαιρο, μετά τήν πρόσφατη συνέντευξη Σεβ. Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξε τήν κατάργηση τοῦ ἐνώπιον τῶν Κρατικῶν Ἀρχῶν ὅρκου. Οἱ δηλώσεις τοῦ Ιεράρχου ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν Πίστη της Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καί στό ἄρθρο μας μέ πολλά ἐπιχειρήματα ἀλλά καί μέ τό στόμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Τό ἄρθρο πού ἀκολουθεῖ ἐγράφη τό 2009. Σήμερα εἶναι καί πάλι ἐπίκαιρο, μετά τήν πρόσφατη συνέντευξη Σεβ. Μητροπολίτου, ὁ ὁποῖος ὑπεστήριξε τήν κατάργηση τοῦ ἐνώπιον τῶν Κρατικῶν Ἀρχῶν ὅρκου. Οἱ δηλώσεις τοῦ Ιεράρχου ἔρχονται σέ ἀντίθεση μέ τήν Πίστη της Ἐκκλησίας μας, ἡ ὁποία ἐκφράζεται καί στό ἄρθρο μας μέ πολλά ἐπιχειρήματα ἀλλά καί μέ τό στόμα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου.
Ἡ πρόσφατη ὁρκωμοσία τῆς νέας Κυβερνήσεως ἔφερε πάλι στήν ἐπικαιρότητα τό θέμα τοῦ ὅρκου. Σέ μιά ἐνορχηστρωμένη ἀπό ἀντιχριστιανικούς κονδυλοφόρους προσπάθεια ἔγινε εὐθεία ἐπίθεση κατά τοῦ ἱεροῦ ἔθους τῆς ὁρκωμοσίας τῶν μελῶν τοῦ Ἑλληνικοῦ Κοινοβουλίου καί ἀναζωπυρώθηκε ἡ συζήτηση ἑνός θέματος πού ἡ Ὀρθοδοξία ἔχει ἐπιλύσει τελεσίδικα, μέ ἀποτέλεσμα ὁ πολύς κόσμος, πού ἔχει χάσει τήν σχέση του μέ τήν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα, νά ἐπηρεασθῆ, νά συγκατανεύση καί ἐν τέλει νά ἐπιζητήση τήν κατάργηση τοῦ ὅρκου.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ πρόσφατη περίπτωση μιᾶς μεγάλης ἐφημερίδος τῆς Κυριακῆς 25 Ὀκτωβρίου, ἡ ὁποία φιλοξένησε πολλά ἄρθρα –κληρικῶν καί λαϊκῶν– μέ θέμα τόν ὅρκο, στά ὁποῖα ἄρθρα ὅλοι, πιστεύοντες καί μή πιστεύοντες, κατέληξαν στό ὁμόφωνο συμπέρασμα ὅτι πρέπει νά καταργηθῆ ὁ ὅρκος!
Τό παράδοξο εἶναι ὅτι στήν λογικοφανῆ βαττολογία ἐνεπλάκησαν καί ἐκκλησιαστικά πρόσωπα, τά ὁποῖα ἐν γνώσει τους ἤ ἐν ἀγνοίᾳ τους (ὁ Θεός οἶδεν) ἔγιναν “νεροκουβαλητές” τῆς ἀντιχριστιανικῆς κουστωδίας!
* * *
Οἱ συζητήσεις περί τοῦ ὅρκου χρονολογοῦνται ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες, πολλοί δέ Πνευματικοί δέν δίστασαν κατά τό παρελθόν νά ἐπιβάλλουν μεγάλα πνευματικά ἐπιτίμια σέ χριστιανούς γιά τό λόγο καί μόνο ὅτι ...
παρεστάθησαν σέ δικαστήρια, ἀδιακρίτως τοῦ ἄν ὁρκίσθηκαν ἀληθῶς, ἐκλαμβάνοντες καί μόνη τήν παρουσία τοῦ χριστιανοῦ στό δικαστήριο ὡς πνευματικά ἀξιόποινη πράξη, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβάλλουν καί οἱ Πνευματικοί μέ τήν ἀδιακρισία τους αὐτή στό νά πληθυνθῆ ἡ ἀνομία στήν πατρίδα μας καί νά γίνουν περισσότερο ἀδίστακτοι οἱ παντός εἴδους πονηρευόμενοι, ἀφοῦ πλέον εἶχαν τήν βεβαιότητα ὅτι οἱ χριστιανοί, ἐμποδιζόμενοι ἀπό τόν ὅρκο, δέν θά διεκδικοῦσαν τό δίκαιό τους στά δικαστήρια.
παρεστάθησαν σέ δικαστήρια, ἀδιακρίτως τοῦ ἄν ὁρκίσθηκαν ἀληθῶς, ἐκλαμβάνοντες καί μόνη τήν παρουσία τοῦ χριστιανοῦ στό δικαστήριο ὡς πνευματικά ἀξιόποινη πράξη, μέ ἀποτέλεσμα νά συμβάλλουν καί οἱ Πνευματικοί μέ τήν ἀδιακρισία τους αὐτή στό νά πληθυνθῆ ἡ ἀνομία στήν πατρίδα μας καί νά γίνουν περισσότερο ἀδίστακτοι οἱ παντός εἴδους πονηρευόμενοι, ἀφοῦ πλέον εἶχαν τήν βεβαιότητα ὅτι οἱ χριστιανοί, ἐμποδιζόμενοι ἀπό τόν ὅρκο, δέν θά διεκδικοῦσαν τό δίκαιό τους στά δικαστήρια.
Τό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι τήν ἀθεολόγητη νοοτροπία τους ὑπέρ τῆς καταργήσεως τοῦ ὅρκου στηρίζουν –ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ πολέμιοι τοῦ ὅρκου– στήν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ κάθε ἄλλο παρά αὐτό ἡ Ἁγία Γραφή ὑποστηρίζει.
Συγκεκριμένα, στηρίζονται ἀποκλειστικά στά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού παρατίθενται στό Κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο
στούς στίχους 33 ἕως 37 τοῦ πέμπτου κεφαλαίου: «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δέ τῷ Κυρίῳ τούς ὅρκους σου. Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστί τοῦ Θεοῦ· μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ἤ μέλαιναν ποιῆσαι. Ἔστω δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὐ οὐ· τό δέ περισσόν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν».
στούς στίχους 33 ἕως 37 τοῦ πέμπτου κεφαλαίου: «Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δέ τῷ Κυρίῳ τούς ὅρκους σου. Ἐγώ δέ λέγω ὑμῖν μή ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστί τοῦ Θεοῦ· μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκήν ἤ μέλαιναν ποιῆσαι. Ἔστω δέ ὁ λόγος ὑμῶν ναί ναί, οὐ οὐ· τό δέ περισσόν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν».
Αὐτό τό ἀπόσπασμα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ ὁπωσδήποτε ἐκφράζει μέ ἔμφαση ὅτι πρέπει νά προσέχῃ διαρκῶς ὁ ἄνθρωπος τά λόγια του στίς καθημερινές του συναλλαγές μέ τούς συνανθρώπους του καί νά μή λησμονῇ ὅτι ἔχει ἐλλιπῆ πνευματική ὅραση, πρᾶγμα πού τόν ἐμποδίζει νά διακρίνη μέ ἀπόλυτο τρόπο τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος. Δέν ἐξαντλεῖ, ὅμως, ὁ λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή ὡς πρός τό θέμα τοῦ ὅρκου, διότι, τό ἀπόσπασμα αὐτό, δέν εἶναι ἡ μοναδική ἀναφορά τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό θέμα τοῦ ὅρκου, οὔτε περιέχει τό ἀπόσπασμα αὐτό καθ’ ἑαυτό τήν ἑρμηνεία καί τίς προεκτάσεις πού θέλει ὁ Θεός νά δώσει στό μέγα αὐτό θέμα. Ἡ ἑρμηνεία κάθε φράσεως τῆς Ἁγίας Γραφῆς δίδεται μέ ὁλόκληρη τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί ὄχι αὐτοτελῶς ἀπό τήν ἴδια τή φράση. Ἰδιαιτέρως δέ πιστοποιεῖται ὁ νοῦς τῆς Ἁγίας Γραφῆς μέ τίς Πράξεις, δηλαδή τήν πρακτική τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καί τήν ἑρμηνεία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅπως αὐτή φθάνει σέ μᾶς μέσα ἀπό «τά πάγχρυσα στόματα τοῦ Λόγου».
Πρέπει νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί στήν ἐξαγωγή συμπερασμάτων, ὅταν διαβάζουμε τήν Ἁγία Γραφή, ἀλλιῶς κινδυνεύουμε νά ἀπολυτοποιήσουμε μιά φράση εἰς βάρος τοῦ νοήματος τοῦ Θείου Λόγου. Ὅπως, παραδείγματος χάριν, ἐάν ἀπολυτοποιήσουμε τήν προτροπή τοῦ Χριστοῦ «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε» (Ματθ. 5,7) θά πρέπει νά ἀπενεργοποιήσουμε μέσα μας τή λειτουργία τῆς «κρίσεως», ἡ ὁποία, ὅμως εἶναι στοιχεῖο τοῦ «κατ’ εἰκόνα» πού ἐλάβαμε ἀπό τό Θεό. Ἄνθρωπος χωρίς «κρίση», εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἄνους πού δέν μπορεῖ νά ξεχωρίση τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ἀπό τίς συμβουλές τοῦ διαβόλου, πού δέν μπορεῖ νά διακρίνη τό καλό ἀπό τό κακό.
Τό σωστό συμπέρασμα ἀπό τήν προτροπή αὐτήν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὅτι πρέπει νά γνωρίζουμε πώς εἶναι προτιμότερο νά μή ἐκφέρουμε κρίση γιά τούς ἀνθρώπους, τόν χαρακτῆρα καί τίς προθέσεις τους, γιατί ἡ κρίση τῶν περισσοτέρων ἀνθρώπων δέν ἔχει βάθος, δέν γίνεται μέ πνευματική ὅραση ἀλλά εἶναι ἐπιφανειακή καί ἐμπαθής. Αὐτό τό ἐπιβεβαιώνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός λέγοντας μέςῳ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου στό κεφάλαιο 7, στ.24 «μή κρίνετε κατ’ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε». Συγχρόνως, μᾶς ἀποκαλύπτει ὁ Χριστός, μέ τόν ἴδιο Εὐαγγελιστή, σέ ἄλλο σημεῖο, καί μιά ἄλλη διάσταση τοῦ ρήματος «κρίνω», πού σημαίνει «καταδικάζω»: «Ἐάν τίς μου ἀκούσῃ τῶν ρημάτων καί μή πιστεύσῃ, ἐγώ οὐ κρίνω αὐτόν· οὐ γάρ ἦλθον ἵνα κρίνω τόν κόσμον ἀλλ’ ἵνα σώσω τόν κόσμον» (12,47). Καί πάλι σέ ἄλλο σημεῖο: «Ὑμεῖς κατά τήν σάρκα κρίνετε· ἐγώ οὐ κρίνω οὐδένα. Καί ἐάν κρίνω δέ ἐγώ, ἡ κρίσις ἡ ἐμή ἀληθής ἐστιν». (8,15-16)
Αὐτά τά ἴδια κριτήρια πρέπει νά ἰσχύσουν καί στήν ἔρευνά μας γιά τό θέμα τοῦ ὅρκου, ἐάν θέλουμε νά ἀντλήσουμε τό πνεῦμα τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου. Γιατί σαφῶς τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι ἡ κατάργηση τῶν ἐπιταγῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀλλά ἡ κατάργηση τῶν αὐθαιρέτων δοξασιῶν, μέ τίς ὁποῖες οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι εἶχαν ἐπιφορτίσει καί οὐσιαστικά εἶχαν ἀλλοιώσει τό Θέλημα καί τήν Ποιμαντική τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός δέν κατήργησε καμμιά, ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΜΜΙΑ ἀπό τίς προσταγές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιατί ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν μετατρέπεται, οὔτε τελειοποιεῖται καί πολύ περισσότερο δέν καταργεῖται. Ἐξ ἄλλου αὐτό τό ἐδήλωσε ἀπερίφραστα ὁ Χριστός γιά νά μή ἔχουμε ἐπ’ αὐτοῦ τήν παραμικρή ἀμφιβολία: «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τόν νόμον ἤ τούς Προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλά πληρῶσαι»! (Ματθ. 5,17).
Γι’ αὐτό θά προσπαθήσουμε νά συλλαβίσουμε τήν Ἁγία Γραφή μέ τή βοήθεια τῶν Ἁγίων μας, γιατί μόνο συλλαβίζοντάς την μποροῦμε νά ἀποφύγουμε τά βιαστικά συμπεράσματα.
* * *
Κάνοντας ἔναρξη τοῦ ἁγιοσυλλαβισμοῦ μας, κρίνουμε ἀπαραίτητο νά ἐπισημάνουμε τά κίνητρα ὅλων ἐκείνων πού συνδυασμένα πολεμοῦν γιά τήν κατάργηση τοῦ ὅρκου ἀπό τή δημόσια ζωή τοῦ τόπου μας. Τά κίνητρα εἶναι προφανῆ: Ὁ ἀποχριστιανισμός τῆς πατρίδος μας καί ὄχι, βεβαίως, ἡ περιφρούρηση τοῦ κύρους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, οὔτε τό ὄψιμο ἐνδιαφέρον ἀποχριστιανισμένων ἀνθρώπων γιά τήν περιφρούρηση τῆς πνευματικῆς ἀκεραιότητος τῶν χριστιανῶν! Εἶναι πασιφανές ὅτι ζητοῦν τήν κατάργηση τοῦ ὅρκου γιά νά ἐξαλειφθῆ κάθε ἀναφορά στόν Θεό καί γιά νά ἐμποδισθῆ κάθε ἀνάμειξη τοῦ Θεοῦ στή ζωή τῶν ἀνθρώπων.
Ὡστόσο, δημιουργεῖ πολλά ἐρωτηματικά καί ἡ μέθοδος πού χρησιμοποιοῦν κάποιοι λόγιοι Κληρικοί –μεγαλόσχημοι καί μικρόσχημοι– γιά νά καταδικάσουν τόν ὅρκο, χωρίς νά τούς ἀπασχολῆ ὅτι, τελικά, συμπράττουν ἐπί τοῦ πρακτέου μέ τούς ἐχθρούς τοῦ Χριστοῦ καί τῆς πνευματικῆς ζωῆς.
Δέν φαίνεται νά τούς ἀπασχολοῦν τά ἀρνητικά Ποιμαντικά ἀποτελέσματα πού θά προκύψουν ἀπό τήν τυχόν κατάργηση τοῦ Δημοσίου ὅρκου, γιατί ἔχουν στρέψει ἐξ ὁλοκλήρου τήν προσοχή τους στήν ἀποστήθιση καί κωδικοποίηση τῆς Θεολογίας καί ὄχι στήν βιωματική ἐφαρμογή της, ἀπό τήν ὁποία ἀντλοῦμε τήν βεβαιότητα γιά τήν ἀλήθεια ἤ τήν πλάνη τῶν πιστευμάτων μας. Ἄν κάναμε τόν κόπο νά ἐξετάσουμε τά πρακτικά ἀποτελέσματα τῶν τάχα θεολογικῶν ἐπιλογῶν μας, θά εἴχαμε διαπιστώσει ὅτι μεγάλο μέρος τῆς διαφθορᾶς τῶν σημερινῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στίς τάχα βαθυστόχαστες καί τάχα Πατερικές θεολογικές μας θεωρίες καί ἀπόψεις!
Ἄν κάναμε τόν κόπο νά ἀξιολογήσουμε τήν ἀποτελεσματικότητα τῆς Ποιμαντικῆς μας θά εἴχαμε διαπιστώσει ὅτι, μέ τήν τακτική πού ἀκολουθοῦμε, ὄχι μόνο ἀδυνατοῦμε νά διδάξουμε ὡς Ποιμένες τούς πολιτικούς ἀλλά καί ἀγόμεθα καί φερόμεθα ἀπό αὐτούς καί, οὐσιαστικά, οἱ πολιτικοί εἶναι αὐτοί πού μᾶς καθορίζουν τήν Ποιμαντική μας καί, κατά συνέπεια, καί τήν Ποιμαντική τοῦ λαοῦ μας. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἐξήγηση τοῦ γιατί πολλοί Ποιμένες δέν ἀντιλαμβάνονται τί σημαίνει στήν πράξη ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἐν Ὀνόματι τοῦ Θεοῦ διαβεβαιώσεως τῶν Δημοσίων Λειτουργῶν μέ τήν διαβεβαίωση τοῦ καθενός στή ... συνείδησή του(!), ἐνῶ ὅλοι γνωρίζουμε πώς οἱ περισσότερες συνειδήσεις στίς μέρες μας ἔχουν ταυτίσει ἀπόλυτα τό κακό μέ τό καλό, ἀφοῦ ἔχει γίνει πιά δημόσια ἀποδεκτό δόγμα ὅτι καλό εἶναι αὐτό πού ἐκφράζει καί ἀρέσει στόν καθένα!
Αὐτή ἡ ὑποτίμηση τῶν ποιμαντικῶν ἀποτελεσμάτων λειτούργησε ἀρνητικά στούς μέχρι σήμερα συνηγόρους τῆς καταργήσεως τοῦ ὅρκου καί, παρ’ ὅτι εἶναι λόγιοι καί συγγραφεῖς θεολογικῶν πραγματειῶν, ἀποφεύγουν συστηματικά, ὅταν διαπραγματεύονται τό θέμα τοῦ ὅρκου, νά κάνουν διάκριση μεταξύ τοῦ ἐφάμαρτου ὅρκου, πού δίδεται σάν “ψωμοτύρι” στήν καθημερινή συναλλαγή καί συναναστροφή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί τοῦ ὅρκου πού δίδεται ἐνώπιον τῶν Κρατικῶν Ἀρχῶν.
Ἔτσι, χρησιμοποιοῦν πληθύν Πατερικῶν ἐδαφίων, ἰδίως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού ἀναφέρονται ἀποκλειστικά στούς ἐφάμαρτους ὅρκους, πού ἀνταλλάσουν καθημερινά μεταξύ τους οἱ χριστιανοί, πρᾶγμα τό ὁποῖο βεβαίως καί πρέπει νά καταδικάζουμε ὅλοι, διότι ἀποτελοῦσε καί ἀποτελεῖ μάστιγα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί κατάρα γιά τήν ψυχή καί τή συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοιου εἴδους ὅρκοι δέν ἔχουν καμμιά θέση στή ζωή τοῦ χριστιανοῦ, διότι δέν πρέπει νά ἐνδιαφέρη τόν ἀληθινό χριστιανό ποιός θά τόν πιστέψη στίς καθημερινές ἀνθρώπινες σχέσεις ἤ συναλλαγές του, ἀφοῦ οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις δέν δημιουργοῦνται μέ ὁρκωμοσίες, ἀληθινές ἤ ψεύτικες, ἀλλά μέ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη τοῦ ἑνός στήν πνευματική καί ἠθική ἀκεραιότητα τοῦ ἄλλου. Ἐξ ἄλλου, δέν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά ὑπολογίζουμε τό ἐάν καί κατά πόσον ὁ ὁποιοσδήποτε μᾶς πιστεύει ἤ μᾶς ἀμφισβητεῖ, γιατί ὁ χριστιανός πρέπει νά ὑπολογίζη τήν ἐπικοινωνία καί τή σχέση μόνο μέ τούς ἀνθρώπους ἐκείνους πού ἀρκοῦνται στό «ναί ναί» καί στό «οὐ οὐ».
Ἐάν, λοιπόν, ἐξακολουθήσουμε νά συναγωνιζόμαστε στίς παραθέσεις Πατερικῶν κειμένων, ἀντιπαραθέτοντες καί κείμενα πού δέν ἀπαγορεύουν τόν ὅρκο ἀλλά τόν εὐνοοῦν, ὅπως λόγου χάριν διαβάζουμε στά Θεολογικά Ἔπη τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου ὅτι «ὅρκος πίστωσις ἐμμέσῳ (=μέ τή μεσολάβηση) Θεῷ· τούτου δέ τήρησίς τις ἡ εὐορκία (= ὁ ἀληθής ὅρκος)» καί ὅτι ἡ Ἁγία Γραφή «οὐ τόν ὅρκον καταλύει, ζητεῖ δέ τ’ἀληθῆ», τότε θά κάνουμε παράλληλες συζητήσεις χωρίς νά ἀγγίξουμε τήν οὐσία τοῦ θέματος πού δέν εἶναι γενικά ὁ ὅρκος ἀλλά ὁ ὅρκος ἐνώπιον τῶν Κρατικῶν Ἀρχῶν.
Ἄρα, γιά νά συνεννοηθοῦμε μέσα στό πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρέπει νά περιορισθοῦμε αὐστηρά στόν ὅρκο ἐνώπιων τῶν Δημοσίων Ἀρχῶν καί νά μή ἀναμειγνύουμε στή συζήτησή μας τούς καθημερινούς ὅρκους μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, πού δίδονται “στό πόδι” ἤ “στήν καρέκλα”, στήν προσπάθεια γιά τήν μεταξύ τους ἐπιβεβαίωση τῆς ἀξιοπιστίας τους.
Ὁ ὅρκος ἐνώπιον τῶν Δημοσίων Ἀρχῶν ἐπέχει θέση ὁμολογίας πίστεως. Διακηρύσσει ἐνώπιον ἀνθρώπων –πού ἔχουν ἤ δέν ἔχουν δεσμούς μέ τή χριστιανική πίστη– ὅτι ὁ ὁρκιζόμενος αὐτοδεσμεύεται μέ μεγαλύτερους περιορισμούς ἀπό αὐτούς πού ἀπαιτεῖ ἡ κρατική νομοθεσία, δεδομένου ὅτι μέ τήν ὁρκωμοσία αὐτή μαρτυρεῖ ὅτι δεσμεύει τόν ἑαυτό του –πέραν τῶν δεσμεύσεων τῶν νόμων τοῦ Κράτους– καί μέ τήν πνευματική δέσμευση τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ.
Ἡ ὁμολογία πίστεως εἶναι καί τεκμήριο ἀξιοπιστίας γιά ἐκείνους πού δέν γνωρίζουν προσωπικά τόν ὁμολογοῦντα ἀλλά εἶναι καί μία πνευματική εὐκαιρία τοῦ ὁμολογοῦντος νά συνειδητοποιήση ὅτι, ὁρατά μέν ὁμολογεῖ ἐνώπιον ἀνθρώπων, κατ’ οὐσίαν ὅμως ὁμολογεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα τό ὁποῖο τόν βοηθεῖ νά ἀνοίξη τό στόμα του μετά συνέσεως καί νά περιορισθῆ εἰς «μόνην τήν ἀλήθειαν». Ἐάν ὁ ἐπισήμως διδόμενος ὅρκος δέν ἦταν μυσταγωγία καί πράξη ποιμαντικῆς, πού βοηθάει πνευματικά τόν ἄνθρωπο, δέν θά μᾶς ἔδιδε πρῶτος τό παράδειγμα τῆς ὁρκωμοσίας ὁ Ἴδιος ὁ Θεός μέ τό νά ὁρκισθῆ στόν ἴδιο τόν Ἑαυτό Του, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει κάποιος ἀνώτερος γιά νά ὁρκισθῆ: «Ἐκ γαστρός πρό ἑωσφόρου ἐγέννησά σε, ὤμοσε Κύριος καί οὐ μεταμεληθήσεται. Σύ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ».(Ψαλμ. 109(110),3). Αὐτός ὁ ὅρκος–διαβεβαίωση τοῦ Θεοῦ ἐπιβεβαιώνεται καί μέ τόν Ψαλμό 130(131): «Ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ ἀλήθειαν καί οὐ μή ἀθετήσει αὐτήν» (στ.11).
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἀναλύει τά λόγια αὐτά στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή του: «Τῷ γάρ Ἀβραάμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεί κατ’ οὐδενός εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ ... ἄνθρωποι μέν γάρ κατά τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καί πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεός ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τό ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διά δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυράν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος». (6,13-18)
Ὁμοίως καί ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ἀναφερόμενος στήν ὁμολογία τοῦ Δαυίδ γιά τή σάρκωση τοῦ Θεοῦ λέγει ὅτι «Προφήτης οὐν ὑπάρχων καί εἰδώς ὅτι ὅρκῳ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ Θεός ἐκ καρποῦ τῆς ὀσφύος Αὐτοῦ τό κατά σάρκα ἀναστήσειν τόν Χριστόν καθίσαι ἐπί τοῦ θρόνου Αὐτοῦ». (Πράξεις 2,30)
Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος δέν ἀρκεῖται μόνο στό νά ἀναφέρεται στόν ὅρκο τοῦ Θεοῦ ἀλλά κάνει καί ὁ ἴδιος πολλές φορές χρήση τοῦ ὅρκου-ὁμολογία, διαβεβαιώνοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τούς πιστούς μέςῳ τῶν Ἐπιστολῶν του: «μάρτυρα τόν Θεόν ἐπικαλοῦμαι ἐπί τήν ἐμήν ψυχήν» (2Κορ.1,23), «μάρτυς γάρ μου ἐστιν ὁ Θεός, ᾧ λατρεύῳ ἐν τῷ πνεύματί μου» (Ρωμ.1,9),»μάρτυς γάρ μου ὁ Θεός ὅτι ἐπιποθῷ ὑμᾶς»(Φιλιπ.1,8), «οὔτε γάρ ποτε ἐν λόγῳ κολακείας ἐγεννήθημεν, καθώς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεός μάρτυς» (2Θεσ.2,5)
Τήν παράδοση τῆς ὁρκωμοσίας ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων ὡς ὁμολογίας Πίστεως καί κατά συνέπειαν καί ὡς βεβαίωση ἀξιοπιστίας παρέλαβε ἡ Ἐκκλησία μας καί καθώρισε τό Τυπικό τῆς ὁρκωμοσίας τῶν Αὐτοκρατόρων τῆς Ρωμαιοσύνης, παράδοση ἡ ὁποία διατηρεῖται μέχρι τίς ἡμέρες μας γιά τήν ὁρκωμοσία τῶν Πολιτικῶν Ἀρχῶν.
Σάν ἐπιβεβαίωση τοῦ ὅτι τά ὅσα ἔγραψα δέν ἀποτελοῦν αὐθαίρετες δικές μου κατασκευές, ἐπικαλοῦμαι ὡς μάρτυρα τόν μεγάλον ἅγιόν μας, τόν ἅγιον Νεκτάριον, ὁ ὁποῖος ἔζησε στήν ἐποχή μας, ἐποχή πού ἴσχυε ὁ ὅρκος ἐνώπιον τῶν Δημοσίων Ἀρχῶν. Γράφει στό βιβλίο του «Ὀρθόδοξος Ἱερά Κατήχησις», ἑρμηνεύοντας τήν ἐντολή τοῦ δωδεκαλόγου, «Οὐ λήψῃ τό ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπί ματαίῳ...» μέ τό φῶς τῆς Καινῆς Διαθήκης, μέ τό Φῶς τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ:
«Τί ἀπαγορεύει ἡ ἐντολή αὕτη;
-Ἀπαγορεύει νά ἀναφέρωμεν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐν παντί λόγῳ πρός πίστωσιν τῆς ἀληθείας τοῦ λόγου ἡμῶν, ὡς ἀνάξιον πρός τό θεῖον μεγαλεῖον. Ἀλλ’ ὅταν ἡ ἐπίκλησις τοῦ θείου Ὀνόματος γένηται πρός δόξαν Θεοῦ, πρός αἶνον καί εὐχαριστίαν, οὐδεμία ὑπάρχει ἀπαγόρευσις· διότι σκοπός τῆς ἀπαγορεύσεως ἦτο ἡ εὐλάβεια πρός τό θεῖον ὄνομα.
Τίνες παραβαίνουσι τήν ἐντολήν ταύτην;
- α) Οἱ βλάσφημοι, β) οἱ ψεύδορκοι καί ἐπίορκοι καί γ) οἱ ψευδοπροφῆται.
Κατά τήν ἐντολήν ταύτην ἐπιτρέπεται ὁ ὅρκος;
-Μάλιστα· ὁ ἀληθής ὅρκος ὁ λαμβανόμενος ἐπί βεβαιώσει ζητουμένης ἀληθείας ἐνώπιον τῆς Προϊσταμένης ἀρχῆς ἐπιτρέπεται· διότι ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει οὐ μόνον οὐδεμία ἀνευλάβεια ἐπιδεικνύεται ἐκ τῆς λήψεως τοῦ θείου Ὀνόματος πρός βεβαίωσιν καί πίστωσιν τῆς ἀληθείας, ἀλλά μάλιστα εὐλάβεια μεγίστη ἐπιδεικνύεται ὑπό πάντων κατά τήν προφοράν τοῦ θείου Ὀνόματος, ἐγειρομένων καί μετά θρησκευτικῆς εὐλαβείας ἀκροωμένων τοῦ θείου Ὀνόματος. Ὅθεν ἐπειδή ὁ διδόμενος ὅρκος φέρει χαρακτῆρα θρησκευτικόν καί ἐπιδεικνύει εὐλάβειαν καί τιμήν πρός τό θεῖον Ὄνομα ἐπιτρέπεται· δέον ὅμως νά γίνηται πάντοτε μετά θρησκευτικῆς εὐλαβείας, μετά καθαρᾶς συνειδήσεως, ἐν φόβῳ Θεοῦ, καί μετά πάσης εἰλικρινείας, διότι οὐαί τοῖς λαμβάνουσι τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐπί ματαίῳ χάριν ὠφελείας καί ἰδιοτελείας, καί κλοπῆς καί ἁρπαγῆς, καί τῶν λοιπῶν πονηρῶν σκοπῶν.»
Πιστεύω ὅτι ὁ ἅγιος Νεκτάριος τά εἶπε ὅλα...
π. Βασίλειος Ε. Βολουδάκης
«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Νοέμβριος 2009
Ἀριθμ. Τεύχους 89
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου