ΠΡΥΤΑΝΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ
Ἀκαδημαϊκοῦἔτους 1981-1982
Τοῦ Καθηγητοῦ τοῦ Ἀστικοῦ Δικαίου
τῆς Νομικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν,
ἀειμνήστου ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ Ι. ΒΟΥΖΙΚΑ.
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΝΟΜΙΚΟΙ
ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΩΣ ΝΟΜΙΚΟΙ
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1837, ὁπότε ἱδρύθη τὸ πρῶτο ἀνώτατο ἐκπαιδευτικὸ ἵδρυμα
τῆς χώρας, τὸ Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν,ἡ ἀνάληψις
τῶν πρυτανικῶν καθηκόντων γίνεται διὰ πνευματικῆς
προσφορᾶς πρὸς τὸ κοινόν.
Ἡ πνευματικὴ αὐτὴ προσφορὰ πραγματοποιεῖται
κατὰ μακρὰν παράδοσιν διὰ τῆς ὑπό
τοῦ Πρυτάνεωςἐκφωνήσεως λόγου, ἀναγομένου
σὲ θέμα τῆς ὑπ'
αὐτοῦ καλλιεργουμένης ἐπιστήμης.
Καὶ τοῦτο γιὰ νὰ πληρωθῇἡ βούλησις
τοῦ νομοθέτου, ὁ ὁποῖος ἠθέλησε
τὸ Πανεπιστήμιο νὰ ἐκτίθεται
στὴπαρακολούθησι τῆς κοινῆς γνώμης, ἐνῷ διὰ τῆς
λογοδοσίας τοῦ Προπρυτάνεως νὰ ὑπόκειται
στὴν κρίσι τοῦκοινοῦ καὶ ὄχι μόνον τῆς ἐποπτευούσης ἀρχῆς,
δηλαδὴ τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας.
Νομίζω δὲ ὅτι ἡ προσφορὰ αὐτὴ πρὸς
τὸ κοινὸν πραγματοποιεῖται πληρέστερα, ὅταν ὁ πρυτανικὸς
λόγοςἀφορᾶ σὲ θέμα, γιὰ τὸ ὁποῖο
τὸ κοινὸ ἔχει τοὐλάχιστον προσλαμβάνουσες παραστάσεις.
Γι᾿ αὐτὸ ὡς θέμα τῆς σημερινῆς ὁμιλίας
μου ἐδιάλεξα: «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὡς νομικοί».
Πράγματι τὸ θέμα
αὐτό, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐπιστημονικό του ἐνδιαφέρον
καὶ τὸ ἰδιαίτερον ἐνδιαφέρον
γιὰτὸ Πανεπιστήμιό μας, τοῦ ὁποίου
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀποτελοῦν
τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο σύμβολά του, ἅπτεται
καὶ τῆς θρησκείας καὶ ἑπομένως
πληροῦται ἡ προϋπόθεσις τῆς ὑπάρξεως
πρόσλαμβανουσῶν παραστάσεων τοῦ κοινοῦ.
Τὸ ἐπιστημονικὸ ἐνδιαφέρον
τοῦ θέματος ἔγκειται
στὸ ὅτι, ἐνῷ εἶναι βέβαιον ὅτι
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἄρχισαν
τὴσταδιοδρομία των ὡς δ ι κ η γ ό ρ ο ι — ὡς «συνήγοροι» ἤ «ρήτορες, ὅπως ἐλέγοντο τότε οἱ δικηγόροι
— καὶ ἄσκησαν πράγματι ἐπὶ ὡρισμένο
χρονικὸ διάστημα τὴν δικηγορία,ἐν τούτοις κατὰ τὴν
κρατοῦσαν σήμερα στὴν ἐπιστήμη ἄποψιν
οὗτοι δὲν εἶχαν νομικὴ παιδεία καὶ εἰδικώτερα ὄχι
μόνον δὲν ἦσαν ἐγκρατεῖς τοῦ τότε ἰσχύοντος
ρωμαϊκοῦ δικαίου,ἀλλὰ καὶ δὲν ἐγνώριζαν
κἄν τὴ λατινικὴ γλώσσα. Ἐνῷ, ὅπως
θὰ ἀποδείξωμε ἐν
συνεχείᾳ, ὄχι μόνον οὗτοι εἶχανἑδραία νομικὴ παιδεία, ἀλλὰ εἶναι
τεράστια ἡ συμβολὴ των
στὸ θεμελιῶδες γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη
πρόβλημα τῆςὀρθῆς μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου,
καθὼς καὶ στὴν ἀναμόρφωσι τοῦ δικαίου.
Ὁ μόνος Ἕλληνας νομικός, ὁ ὁποῖος ἀσχολήθηκε
μὲ τὸ θέμα αὐτό, εἶναι, καθ᾿ὅσον γνωρίζω, ὁ ἀείμνηστος
κορυφαῖος νομοδιδάσκαλος καὶ διδάσκαλός μου Κ ω ν σ τ α ν τ ῖ ν
ο ς Τ ρ ι α ν τ α φ υ λ λ ό π ο υ λ ο ς.
Οὗτος ἀπὸ τὸ 1953 ἐπεσήμανε ὅτι,
γιὰ τὸ σχηματισμὸ ἀσφαλοῦς
κρίσεως ἐπὶ τοῦ θέματος αὐτοῦ, θὰ ἔπρεπε
νὰγίνῃ συστηματικὴ ἔρευνα
τῶν ἔργων τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
καὶ γενικώτερα τῶν Ἀνατολικῶν
Πατέρων. Ἕρευνα, ἡὁποία, ὅπως
παρατηρεῖ, δὲν εἶχε γίνει μέχρι τότε.
Ἐπιδοθεὶς ἀπὸ πολλοῦ χρόνου
στὴν ἔρευνα αὐτή, κατέληξα στὸ συμπέρασμα, ὅτι ἀπὸ τὴ μελέτη
τῶν ἔργων τοῦ Χ
ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ προκύπτει ὅτι
οὗτος εἶχε ἀρτία νομικὴ μόρφωσι
καὶ συνεπῶς δὲν εἶναι ὀρθὴ ἡ ἄποψις
τοῦΒ a u r —ὁ ὁποῖος μέχρι σήμερα θεωρεῖται «ὁ καλύτερος
βιογράφος τοῦ Χρυσοστόμου» —, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι
μόνον δὲν ἐδιδάχθη ποτὲ τὴ λατινικὴ γλώσσα ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ἀλλὰ καὶ «σὲ κανένα ἀπὸ τὰ ἔργα του δὲν προδίδεται εἰδικὴ νομικὴ μόρφωσις».
Στὸ ἴδιο δὲ πόρισμα
κατέληξα ἐπίσης καὶ γιὰ τὴ νομικὴ παιδεία
Βασιλείου τοῦ Μεγάλου καὶ Γρηγορίου
τοῦΘεολόγου ἔπειτα ἀπὸ συστηματικὴἔρευνα τῶν ἔργων
αὐτῶν.
Ἀπὸ τὴν ἔρευνα αὐτὴ συνάγεται ὅτι ἡ ἑδραία
νομικὴ παιδεία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν
προκύπτει, ἐκτὸς τῶνἄλλων, ἀπὸ τὴν
τεράστια συμβολὴ καὶ τῶν Τριῶν στὸ θεμελιῶδες
γιὰ τὴ νομικὴ ἐπιστήμη πρόβλημα τῆς ὀρθῆς
μεθόδου ἑρμηνείας τοῦ δικαίου.
Εἶναι πράγματι ἐκπληκτικὸ κάτι
ποὺ δὲν ἔχει ἐπισημανθῆ μέχρι
σήμερα: ὅτὶδηλαδὴ ἐπὶ τοῦ θέματος
αὐτοῦ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι πρὸ δέκα ἕξ ἤδη
αἰώνων ἔχουν εἰπεῖ τὴν
τελευταία λέξιν τῆς συγχρόνου νομικῆς ἐπιστήμης.
Γιὰ πρώτη, καθ' ὅσον
γνωρίζομεν, φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἑρμηνείας
τοῦ δικαίου, ἐτόνισαν
ρητώςὅτι ἡ λογικὴἑρμηνεία
τοῦ δικαίου, τῆς ὁποίας
τὰ θεμέλια εἶχαν θέσει οἱ Ἀρχαῖοι Ἕλληνες,
πρέπει νὰ εἶναι πρὸ παντὸς
τ ε λ ο λ ο γ ι κ η. Δηλαδὴὅτι
προέχον στοιχεῖον τῆς λογικῆς ἑρμηνείας
τοῦ δικαίου πρέπει νὰ εἶναι ὁ σκοπὸς («τὸ τέλος»)
τοῦ νόμου.Ἀποκάλυψις
πολὺ σημαντικὴ ἐν ὄψει
τοῦ ὅτι ὑποστηρίζεται συνήθως ὅτι ἡ τελολογικὴ μέθοδος ἑρμηνείας
τοῦδικαίου εἶναι ἐφεύρημα τῆς νεωτέρας ἐποχῆς.
Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία, λέγει ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι ἀδύνατος «εἰ μὴ τὸν
σκοπὸν καὶ τὴν αἰτίαν ἑκάστου
τῶν γινομένων ἐξετάζειν βουλοίμεθα».
Δηλαδή: Ἡ ὀρθὴ ἑρμηνεία εἶναι ἀδύνατος, ἂν
δὲν ἐξετάσωμε τὸ σκοπὸ καὶ τὴν
αἰτία κάθε διατάξεως. «Ὡς γὰρ ἄνευ
θεμελίου σαθρὰἡ οἰκοδομή, οὕτως ἄνευ εὑρέσεως τοῦ σ κ ο π ο ῦ οὐκ ὠφελεῖ ἡ Γραφή». Δηλαδή: Ὅπως
χωρὶς θεμέλια δὲν εἶναι στέρεα ἡ οἰκοδομή, ἔτσι
καὶ χωρὶς νὰ εὕρωμε
τὸ σκοπὸ δὲν ὠφελεῖτὸ γράμμα
τοῦ νόμου.
Ὁμοίως ὁ Βασίλειος ταυτίζει ρητῶς τὸ «θέλημα» ἢ «β
ο ύ λ η μ α» τοῦ νομοθέτου πρὸς τὸν «σ
κ ο π ὸ ν»
τοῦνόμου.
Ὑποδειγματικὸς δὲ εἶναι
πράγματι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἀνευρίσκουν
τὸ ἀληθὲς νόημα τοῦνόμου, ἐφαρμόζοντες
τὴν ὑπεροχὴ τοῦ πνεύματος ἔναντι
τοῦ γράμματος αὐτοῦ, τὴν ὑπεροχὴ τῆς
λογικῆς ἔναντι τῆς γραμματικῆς ἑρμηνείας. Ὅταν, ἀναφέρει ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, τὸ κείμενο τῆς Γραφῆς λέγῃ: «Σκέπασόν με, Κύριε, ὑπὸ τὴν
σκέπην τῶν πτερύγων σου».
Μήπως ἐννοοῦμε, ἐρωτᾷ ὁ ἴδιος, ὅτι ἡ ἀόρατος
καὶ ἀκατάληπτος ἐκείνη
φύσις, ὁ Θεός, ἔχει φτερά, ὅπως
θὰ ἐνόμιζε κανείς, ἐὰν
προσεκολλᾶτο στὸ γράμμα τοῦ κειμένου;
Καὶ ἀπαντᾶ:Ἀσφαλῶς ὄχι. Ἀλλὰ ἐννοοῦμε
τὴ «βοήθεια, τὴν ἀσφάλεια»,
πού μᾶς παρέχει ἡ Δύναμις αὐτή. Ἑρμηνεία,
τὴν ὁποία,ἐὰν ἐφήρμοζαν
οἱ δικασταὶ τῆς Ἱερᾶς Ἐξετάσεως,
δὲν θὰ ἐκινδύνευε νὰ καταδικασθῇ εἰς
θάνατον ὁ διάσημοςἝλληνας ζωγράφος Δ ο μ ί ν ι κ ο ς
Θ ε ο τ ο κ ό π ο υ λ ο ς — ὁ Εl
Greco — διότι ἐζωγράφιζε τοὺς ἀγγέλους
χωρὶς φτερά. Ἀλλὰ οἱ δικασταὶ τῆς Ἱερᾶς ἐξετάσεως, ὡς
γνωστόν, ἐφήρμοσαν ὄχι ἁπλῶς
γραμματική, ἀλλὰ πανοῦργοἑρμηνεία, ἡ ὁποία
θὰ ὡδηγοῦσε ἀσφαλῶς
σὲ καταδίκη τοῦ Εl
Greco, ἂν οὖτος δὲν εἶχε τὴν ἑτοιμότητα
νὰ ρωτήσῃτοὺς δικαστάς του, ἂν ὑπῆρχε
κανεὶς ποὺ νὰ ἔχῃ ἰδεῖ τοὺς ἀγγέλους∙ ἡ ἀρνητικὴ δὲ ἀπάντησίς
τους ἔσωσε ἀπὸ τὴν καταδίκη καὶ τὸ θάνατο
τὸν Εl Greco.
Ἀλλὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δὲν περιωρίσθηκαν μόνον στὸ νὰ ἐξάρουν ὅτι ἡ λογικὴ ἑρμηνεία
τοῦ δικαίου πρέπει νὰεἶναι πρὸ παντὸς
τελολογική. Ἐβελτίωσαν καὶ αὐτὴ τὴν ἴδια
τὴ λογικὴ ἑρμηνεία κατὰ τὸ ὅτι ἐτόνισαν ἰδιαιτέρως
τὴνἀνάγκη ἐμβαθύνσεως στὸ ἀληθὲς
νόημα τῶν νόμων. Γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόησι τῶν Γραφῶν, λέγει ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, πρέπει νὰ καταβῶμεν
«πρὸς τὸ βάθος» αὐτῶν, ἄλλως
οὐδὲν ὄφελος. Ὅπως
λέγει ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ εὕρωμεν
τὸἀληθινὸ μαργαριτάρι πρέπει νὰ πᾶμε
βαθειὰ στὴ θάλασσα, ἔτσι
καὶ γιὰ νὰ εὕρωμεν τὸ ἀληθινὸ νόημα
τοῦ νόμου πρέπει νὰ ἐμβαθύνωμε
στὸ κείμενο αὐτοῦ.
Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὅμως
προχώρησαν ἀκόμη περισσότερο: Πρῶτοι αὐτοί, καθ' ὅσον
γνωρίζομεν, ἐτόνισανἰδιαίτερα καὶ ἐφήρμοσαν
κατὰ τρόπο ἀπαράμιλλο τὴν ἱστορικὴ καὶ τὴ συγκριτικὴ μέθοδο ἐρεύνης σὰν ἐπικουρία
τῆς τελολογικῆς μεθόδου ἐρεύνης. Εἶναι δὲ γνωστὸ ὅτι
κατὰ τὴ σύγχρονο ἑρμηνευτικὴ ἀντίληψι
γιὰ τὴν ἀποδοχὴὀρθῶν λύσεων εἶναι ἀπαραίτητο ἡ τελολογικὴ μέθοδος
νὰ ἐπικουρῆται καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορική,
καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν συγκριτικὴ μέθοδο ἐρεύνης.
Κατὰ τὴν ἑρμηνεία, λέγει ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, πρέπει νὰ ἐρευνᾶται, ἐὰν
οἱ νόμοι ἐτέθησαν ὑπὸ τοῦ νομοθέτου
τὸν «ἴδιο καιρό» («τὸν αὐτὸν καιρόν»), «γιὰ τοὺς ἴδιους ἀνθρώπους» («τοῖς
αὐτοῖς ἀνθρώποις»), «γιὰ ἀνθρώπους
τελοῦντες ὑπὸ τὶς ἴδιες συνθῆκες», ἤ, ἀντιθέτως, ἐτέθησαν
«σὲ ἄλλο καιρό», «γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους»,
«γιὰἀνθρώπους ποὺ ἐτέλουν ὑπὸ ἄλλες
συνθῆκες».
Ἀκριβῶς δὲ μὲ τὴν ἐπικουρία
τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ἔδωσαν
τὴ σωστὴ λύσι σὲ ἕνα
θέμα, ποὺ καὶ σήμερα εἶναι ἐπίκαιρο,
στὸ θέμα τοῦ ὅ ρ
κ ο υ. Ἡ εὐαγγελικὴ ρῆσις
«Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὁμόσαι ὅλως»,
λέγουν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ μέθοδο ἐρεύνης
πρέπει νὰ ἑρμηνευθῇ συσταλτικῶς.
Δὲνἀφορᾶ, λέγουν, ἡ ρῆσις αὐτή, σὲ ὅλους
τοὺς ὅρκους. Εἰδικώτερα δὲν ἀφορᾶ στοὺς ὅρκους ἐνώπιον
δικαστηρίου ἢἄλλης δημοσίας ἀρχῆς,
ποὺ ἐπιβάλλονται ἀναγκαστικὰ ὑπὸ τοῦ νόμου, ἀλλὰ ἀφορᾷ μόνον
στοὺς καλουμένους «προαιρετικούς» («βολουνταρίους») ὅρκους. Ἀναφέρεται
δηλαδὴ στοὺς ὅρκους οἱ ὁποῖοι ἐδίδοντο,
καίτοι δὲνὑπῆρχε πρὸς τοῦτο ὑποχρέωσις ἐκ
τοῦ νόμου. Τέτοιοι ὅρκοι ἦταν
οἱ ὅρκοι ποὺ ἐδίδοντο
τὴν ἐποχὴ ἐκείνη γιὰτήρησι ἰδιωτικῶν
συμφωνιῶν, ὅπως εἶναι λ.χ. ὁ ὅρκος
τοῦ ὀφειλέτου ὅτι
θὰ ἀποδώσῃ τὸ δάνειο.
Καὶ οἱ ὁποῖοι, ἅπαξ
δοθέντες, ἦταν κατὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἔγκυροι, ἐπισύροντες
σὲ περίπτωσι μὴ τηρήσεως
τὴν ποινὴ τῆς ἐπιορκίας.Ἐνῷ σήμερα, ὡς
γνωστόν, τέτοιοι ὅρκοι εἶναι ἄκυροι.
Κατὰ τῶν τοιούτων προαιρετικῶν ὅρκων
καὶ μόνον κατ᾿αὐτῶν στρέφονται μὲ δριμύτητα
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, ἐπισημαίνοντες
τὰ μεγάλα κακά, ποὺ ἠμποροῦν
νὰ προέλθουνἀπὸ τέτοιους ὅρκους.
Καὶ ἀναφέρεται ὑπό
τοῦ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο υ ἡ περίπτωσις
τοῦ βασιλέως τῶν Ἰουδαίων
Σαούλ, ὁ ὁποῖος, ἀφοῦ ὁ στρατὸς
του ὑπὸ τὴν ἀρχηγία τοῦ υἱοῦ του Ἰωνάθαν ἐνίκησε
τὸν ἐχθρό, παρεκίνησε τὸν κατάκοπο στρατὸ νὰ ὁρκισθῇ ὅτι
θὰ νηστεύσῃ μέχρι
πλήρους ἐξοντώσεως τοῦ ἐχθροῦ. Ἀποτέλεσμα: Ὄχι
μόνονἐξετέθη σὲ κίνδυνο ἥττας ὁ στρατός, ἀλλὰ ὁ βασιλεὺς
εὑρέθη πρὸ τοῦ διλήμματος: Νὰ κατασφάξῃ τὸ γιό
του,ὁὁποῖος ἔφαγε παραβαίνοντας τὸν ὅρκο, ἢ νὰ γίνη ὁἴδιος ἐπίορκος,
διότι εἶχε ὁρκισθῇ νὰ κατασφάξῃ τὸν
παραβάτη τοῦὅρκου; Καὶ παρέβη τὸν ὅρκο
καὶ ἔσωσε τὸ γιό
του.
Οἱ ὅρκοι ὅμως ποὺ ἐπισύρουν
τὴν πιὸ δριμεῖα ἐπίθεσι
τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι οἱ ἀ ν
ή θ ι κ ο ι ὅ ρ κ ο ι.
Δηλαδὴ οἱ ὅρκοι περὶ τηρήσεως
παρανόμων καὶ ἀνηθίκων συμφωνιῶν, οἱ ὁποῖοι
τὴν ἐποχὴ ἐκείνη ἐθεωροῦντοἔγκυροι. Ὅπως ἦταν ὁ ὅρκος
τοῦ Βασιλέως Ἡρώδου
πρὸς τὴν θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος γιὰ τὴν
κεφαλὴ τοῦ Ἰ ω ά ν ν ο υ. Ἐνῷ τέτοιοι ὅρκοι
κατὰ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ἔπρεπε
νὰ μὴ τηροῦνται ὡς ἄκυροι.
Καὶ ἀσφαλῶς στὸ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ἔχει τὴν πηγή της ἡ διάταξις
τῆς Νεαρᾶς 51 τοῦ Ἰουστινιανοῦ, ἡ ὁποία ἀπηγόρευσε
τοὺς τοιούτους ὅρκους μὲ τὴν
αἰτιολογία ὅτι «αἱ τοιαῦται
(ἐννοεῖται: ὅρκων) παραβάσεις μᾶλλον ἀρέσκουσι Θεῷ παρὰ τὰς
τῶν ὅρκων τηρήσεις(δηλαδὴ στὸ Θεὸ ἀρέσουν
περισσότερο οἱ παραβάσεις τέτοιων ὅρκων
παρὰ οἱ τηρήσεις των)· οὐ γὰρ δεῖφυλάττεσθαι τὸν ὅρκον οὕτως αἰσχρὸν τὲ καὶ ἄτοπον
καὶ εἰς ἀπώλειαν ἄγοντα...».
Ἕνα ἄλλο θέμα, στὸ ὁποῖο
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι δίδουν τὴν ὀρθὴ λύσι
μὲ τὴν βοήθεια τῆς ἱστορικῆς
μεθόδουἐρεύνης, εἶναι, ἂν διὰ τῆς εὐαγγελικῆς ρήσεως «δανείζετε μηδὲν ἀπελπίζοντες»—
δηλαδὴ δανείζετε ἔστω
καὶ ἂν δὲνὑπάρχη ἐλπὶς
νὰ σᾶς ἄποδοθῇ καὶ αὐτὸ τοῦτο
τὸ δανειζόμενο κεφάλαιο — ἀπηγορεύετο ἡ τοκοληψία ἐν
γένει. Μὲτὴ μέθοδο αὐτὴ καὶ μὲ τὴν
γνωστὴ ἐκ τῆς λογικῆς ἀπορρέουσα
ρωμαϊκὴ ἑρμηνευτικὴ ἀρχὴ «οὐ δεῖ δικάζεινἢἀποκρίνεσθαι ἀπὸ προσκομιδῆς
μέρους νόμου, ἀλλ᾿ὁλόκληρον καὶ ἀκέραιον τὸν περὶ τούτου νόμον σκοπεῖν»
καταλήγουν στὴ μόνη ὀρθὴ συσταλτικὴ ἑρμηνεία
τῆς ρήσεως ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι αὕτη ἀφορᾷ μόνον
στὰ δάνεια πρὸς τοὺς «πτωχούς» — τὰ ὁποῖα
καὶ μόνον εἶχεν ὑπ' ὄψιν ὁ
Ἰ η σ ο ῦ ς —, ὄχι ἑπομένως καὶ στὰ δάνεια
πρὸς τοὺς οἰκονομικῶς εὐρώστους καὶ μάλιστα
γιὰ σκοποὺς κερδοσκοπικούς.
Ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα παραδείγματα ἐφαρμογῆς
τῆς ἱστορικῆς μεθόδου ἐρεύνης ὑπὸ τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν εἶναι φανερὸν ὅτι, ὑπὸ τὸ πρίσμα
τῆς μεθόδου αὐτῆς, οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι θὰ ἐτάσσοντο
σήμερα ὑπὲρ τῆς ἀρχῆς
τῆς πλήρους ἰσότητος τῶν δύο φύλων ἀκόμη
καὶ στὸ πεδίο τοῦ οἰκογενειακοῦ δικαίου.
Εἰδικώτερα εἶναι βέβαιον ὅτι οὖτοι θὰ ἐτάσσοντο ὑπὲρ
τῆς διαγραφῆς τῆς βιβλικής διατάξεως τοῦ ἀρθρ.
1387 τοῦ Ἀστικοῦ Κώδικος,
κατὰ τὴνὁποία «ὁ ἀνὴρ
εἶναι ἡ κεφαλὴ τῆς οἰκογενείας». Μὲ τὴν
αἰτιολογία ὅτι ἡ διάταξις αὐτὴ ἐτέθη
«σὲ ἄλλο καιρό» («ἐνἑτέρῳ καιρῷ»),
«γιὰ ἄλλους ἀνθρώπους» («ἑτέροις ἀνθρώποις»),
«γιὰ ἀνθρώπους, τελοῦντας ὑπὸ ἄλλας
συνθήκας» («ἄλλως διακειμένοις») καὶ ὡς ἐκ
τούτου ἔπαυσε πλέον ν᾿ἀνταποκρίνεται στὶς σημερινὲς
κοινωνικὲς συνθῆκες.
Ἐξ ἄλλου τὴ συγκριτικὴ μέθοδο ἑρμηνείας
τοῦ δικαίου ἐφαρμόζουν
συχνὰ οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, συγκρίνοντες τὸ«γραπτό» θεῖο δίκαιο ὄχι
μόνον πρὸς τὸ ἀνθρώπινο θετικὸ δίκαιο,
τὸ ὁποῖο πολλὲς φορὲς εὑρίσκουν ἄδικο, ἄλλα
καὶ πρὸς τὸ «ἄγραφο»
φυσικὸ δίκαιο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων,
τῶν Ρωμαίων καὶ τῶν ἄλλων λαῶν.
Ὡς «φυσικό» δὲ δίκαιο νοοῦν
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι τὸὀρθὸ δίκαιο καὶ διὰ τοῦτο
χρησιμοποιοῦν πρὸς δήλωσιν αὐτοῦτοὺς ὅρους:
«ὀρθὸς λόγος», «νόμος τοῦ νοός», «νόμος τῆς φύσεως» «ἔμφυτος νόμος».
Μὲ ὅπλο ἀκριβῶς τὸ φυσικὸ δίκαιο,
οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι ὑποσκάπτουν
τὰ θεμέλια τοῦ θεσμοῦ τῆς
«φοβερώτερης κοινωνικῆς ἀνισότητος
τῶν αἰώνων»—γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε
τὴν ἔκφρασι τοῦ Τ
r o p l o n g—, τoῦ θεσμοῦ τῆς δ
ο υ λ ε ί α ς. Δὲν ὑπάρχει δεσπότης καὶ δοῦλος,
λέγει ὁ Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς. Δὲν
«ἐ κ τ ί σ θ η» δεσπότης καὶ δοῦλος
«ἀπ᾿ἀρχῆς ἐννοῶν ὅτι ἡ διάκρισις αὐτὴἀντίκειται στὸ φυσικὸ δίκαιο. Ἡ διαίρεσις
αὐτὴ εἶναι φαύλη καὶ τυραννική.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ ἡ συμβολὴ τῶν
Τριῶν Ἱεραρχῶν στὸ πεδίο
τοῦ φυσικοῦ δικαίου
εἶναι ἄξια ἰδιαιτέρας ἐξάρσεως
εἶναι τὸ ὅτι οὗτοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὑπάρχουν ἀρχὲς
τοῦ φυσικοῦ δικαίου
— στὴ θέσι τοῦ ὁποίου ὑποκαθιστοῦν
οὖτοι τὸ θεῖο δίκαιο — ποὺ εἶναι
τόσον θεμελιώδεις, ὥστε κατισχύουν τῶν ἀντιθέτων
πρὸς αὐτὲς διατάξεων τοῦἑκάστοτε ἰσχύοντος
θετικοῦ δικαίου. Οἱ ἀντίθετοι
τυχὸν πρὸς τὶς ἀρχὲς αὐτὲς κανόνες τοῦ θετικοῦ δικαίου
εἶναι κατὰ τοὺς Τρεῖς Ἱεράρχας
αὐτοδικαίως ἄκυροι.
Ἐὰν, λέγει ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, ὁ βασιλεὺς — ὁ ὁποῖος, ὡς
γνωστόν, εἶχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ τὴ νομοθετικὴἐξουσία
— ἐπιτάσσῃ, ἔστω
καὶ μὲ νόμο, τὸν ἰδιώτη
νὰ κάμη ἀνήθικη πράξι, ὅχι
μόνον δὲν πρέπει νὰ τὸν ὑπακούσῃὁ ἰδιώτης, ἀλλὰ πρέπει
νὰ προσπαθήσῃ νὰ μεταπείσῃ τὸν ἐπιτάσσοντά, ἔστω
καὶ ἂν πρόκειται αὐτὸ νὰ τοῦστοίχισῃ τὴ ζωή.
«Τέτοια φωνὴ— λέγει ὁ Β
a u r — δὲν εἶχε ποτὲ μέχρι τότε ἀκούσει ὁ ἀρχαῖος
κόσμος ἀπὸ τὸ στόμα λειτουργοῦ τῆς θρησκείας του».
Μιὰ ἀπὸ τὶς θεμελιώδεις ἀρχὲς
τοῦ φυσικοῦ δικαίου,
ποὺ ὑπέρκεινται κάθε θετικοῦ δικαίου
καὶ ἑπομένως κατισχύουν κάθε τυχὸν ἀντιθέτου
πρὸς αὐτὴν διατάξεως τοῦ θετικοῦ δικαίου,
εἶναι κατὰ τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο καὶ ἡἀρχὴ «audiatur
et altera pars», εἶναι ἡ ἀρχὴ «μηδένα δικάζειν ἀνήκουστον». Ἀρχή,
ποὺ ἦταν μοιραῖο νὰ παραβιασθῇεἰς
βάρος του ἀπὸ τὴ λεγομένη «ληστρική» σύνοδο τῆς Δρυός, ἡ ὁποία
τὸν ἐδίκασε καί, ὅπως
θὰ ἐκθέσω σὲ λίγο,
τὸν καθήρεσε, χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσῃ.
Ὄχι μόνον, λέγει ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς, εἶναι «ἐκτὸς παντὸς νόμου» τὸ νὰ καταδικάζεται
κανεὶς ἀναπολόγητος,ἀλλὰ τέτοιο
πρᾶγμα δὲν ἀπετόλμησαν οὔτε καὶ αὐτὰ τὰ βαρβαρικὰ δικαστήρια,
τὰ δικαστήρια τῶν Σκυθῶν καὶΣαυροματῶν ἢ ἄλλου
βαρβαρικοῦ λαοῦ.
Καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ ἀντιγράφουν
τὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο οἱ ὑπ' ἀριθ.
1811-1832 τοῦ 1969 ἀποφάσεις τοῦΣυμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας,
αἱ ὁποῖαι, ἀντιδρῶσαι
πρὸς τὴν ἄνευ ἀπολογίας ἀπόλυσιν
21 δικαστικῶν λειτουργῶν, διεκήρυξαν ὅτι
«τὸ δικαίωμα ἀκροάσεως
παντὸς κρινόμενου προσώπου ἀποτελεῖ γενικωτέραν
καὶθεμελιώδη ἀρχὴν τοῦ δικαίου,
διασφαλίζουσαν τὸ στοιχειῶδες δικαίωμα ὑπερασπίσεως
καὶ ἐφαρμοστέαν κατ'ἀρχὴν ἐν
πάσῃ εὐνομούμενῃ πολιτείᾳ».
Ἀλλὰ δυστυχῶς ἦταν
μοιραῖ ο ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς νὰ πληρώσῃ προώρως
μὲ τὴ ζωή του — σὲ ἡλικία
μόλις 59ἐτῶν — τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴν ἐπικράτησι
τῶν ἀρχῶν τοῦ φυσικοῦ δικαίου
καὶ τὴν παρρησία του ἔναντι
τοῦτυραννικοῦ καθεστῶτος τῆς ἐποχῆς
του.
Ὅπως ἱστορεῖ ὁ βιογράφος
του Θ ε ό δ ω ρ ο ς , ὑπῆρχε «νόμος βασιλικός», κατὰ τὸν ὁποῖον, ἐὰν ὁ βασιλεὺς ἢ ἡβασίλισσα
εἰσήρχοντο σὲ ξένο ἀμπέλι καὶ εἴτε
«ἑκουσίως» εἴτε κατὰ λάθος («ἀκουσίως») ἤγγιζαν
τὸν καρπὸ(«ἥπτοντο ἐκ τοῦ καρποῦ»), τὸ ἀμπέλι
περιήρχετο αὐτοδικαίως στὴν κυριότητα τῶν βασιλέων. Συνέβη λοιπὸν ἡβασίλισσα
Ε ὐ δ ο ξ ί α νὰ εἰσέλθῃ κατὰ λάθος
(«ἐξ ἀγνοίας»), ὅπως
διετείνετο, στὸ ἀμπέλι μιᾶς χήρας, συνορευόμενο μὲ τὸ δικό
της καὶ νὰ κόψη σταφύλια. Κατόπιν αὐτοῦ καὶ κατ' ἐφαρμογὴ τοῦ ἀνωτέρω
νόμου ἡβασίλισσα κατέλαβε τὸ ἀμπέλι
καὶ ἠρνεῖτο νὰ τὸ ἀποδώση
στὴ χήρα. Ὁ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς κρίνει τὸ νόμο
αὐτὸ ὡς αὐτοδικαίως ἄκυρο
λόγῳ ἀντιθέσεώς του πρὸς τὸ φυσικὸ δίκαιο
καὶ «ἐνοχλεῖ» — μὲ ἐπανειλημμένες ἐπισκέψεις
του — τὴ βασίλισσα μὲ τὴ παράκλησι
νὰ λυπηθῆ τὴ χήρα καὶ νά
τῆς ἀποδώση τὸ ἀμπέλι.
Κατὰ μία ὅμως εἰδικὴπρὸς τοῦτο ἐπίσκεψι
τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ ἡ βασίλισσα
διατάσσει νὰ κλείσουν τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴ δεχθῆ τὸ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο. Ἡ ἀντίδρασις τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ στὴν ἰταμὴ αὐτὴ παραβίασι
τοῦ φυσικοῦ δικαίου ἦταν ἄμεση
καὶ ἐντονώτατη: παραγγέλλει, ὅταν ἔλθῃ ἡ Εὐδοξία
γιὰ νὰ εἰσέλθῃ στὴν ἐκκλησία,
νὰ κλείσουν τὴ πόρτα
καὶ νὰ τῆςἀπαγορευθῆ ἡ εἴσοδος. Ἀποτέλεσμα: Ἡ πρώτη ἐξορία
τοῦ Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ κατόπιν τῆς λεγομένης
«ληστρικῆς»Ἐκκλησιαστικῆς Συνόδου τῆς Δρυός, κατὰ τὴν ὁποία ἐπεκράτησαν
οἱ δουλεύοντες στὸ παλάτι ἐκκλησιαστικοὶπαράγοντες
καὶἐπέβαλαν στὸ Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο τὴν ποινὴ τῆς
καθαιρέσεως ἀπὸ τὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμα. Ἐξορία
φοβερὴ («χαλεπωτάτη») — ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς τὴν χαρακτηρίζει —, διότι ἦταν ἐξορία
στὴ νότιαἄκρη τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας — στὴν Κουκουσὸ τῆς Ἀρμενίας
— σὲ «φυλακή» μέσα σὲ φρούριο,
ποὺἐφρουρεῖτο ἀπὸ στρατιῶτες τοῦ βασιλέως. Ἐξορία,
τὴν ὁποία ἀναγκάσθηκαν τὰ ἀνάκτορα
νὰ ἀνακαλέσουν γιὰ νὰκατασιγασθῇ ἡ κατακραυγὴ τοῦ λαοῦ καὶ ἔτσι ἐπανῆλθε ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς θριαμβευτικὰ στὸ πατριαρχικό
του θρόνο.
Ἀλλὰ ὕστερα ἀπὸ λίγο ἀκολούθησε δεύτερη ἐξορία,
κατὰ τὴν ὁποία καὶ ὑπέκυψε ὁ Χρυσόστομος
στὸ μοιραῖο,ἀπὸ τὶς ἀφόρητες
κακουχίες ποὺ ὑπέστη ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες τοῦ βασιλέως.
Διότι τὸν μετακινοῦσαν ἐπὶ τρίμηνον συνεχῶς καὶ ὑπὸ βροχήν,
χωρὶς ἀνάπαυλα ἀπὸ τόπου
εἰς τόπον. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκαναν οἱ στρατιῶτες,
γιατί, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ Π
α λ λ ά δ ι ο ς, εἶχαν τὴν ὑπόσχεσι τῶν προϊσταμένων των, ὅτι, ἄν ὁ Χ
ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς πέθαινε —ὅπως καὶ πέθανε
— κατὰ τὴν μεταφορά του ἀπὸ τόπου
εἰς τόπον, θὰ ἐλάμβανον ἀνώτερους
βαθμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου