Είπε ο Κύριος να κατέβει στήν Ιεριχώ. Τι ήταν η Ιεριχώ;
Τόπος ληστών και κακούργων. Εκεί ήταν ένας αρχιτελώνης. Ένας φοροεισπράκτορας
που έπαιρνε από τούς συμπολίτες τού πολύ περισσότερα από όσα του είχαν αναθέσει
να εισπράττει. Αυτός, όπως και
τόσοι άλλοι στην περιοχή, είχε ακούσει για τον Ιησού. Ξέρετε τώρα πώς κυκλοφορούν
οι φήμες. «είναι κάποιος Ιησούς που κάνει θαύματα» έλεγε ο ένας. «κάνει παρέα
με αμαρτωλούς», έλεγε ο άλλος «και λεει ότι όλοι είμαστε παιδιά τού Αβραάμ,
παιδιά τού Θεού» συμπλήρωνε ο τρίτος. Τα άκουσε αυτά ο τελώνης μας, ο Ζακχαίος
και έλεγε με τούς φίλους του. «Θαύματα, καλά, όλοι λένε ότι γίνονται θαύματα
αλλά εγώ δεν έχω δεί κανένα, ούτε κανένας από σας έχει δεί ποτέ του». και
σκεφτόταν και μονολογούσε: να κάνει συντροφιά και να πηγαίνει σε τραπέζια
αμαρτωλών, αυτό περίεργο μου φαίνεται, πολύ περίεργο. Και κάτι τόν έσπρωχνε να
δεί τι ήταν αυτός ο Ιησούς, ο ραβίνος, που ενώ δεν ήξερε γράμματα αποστόμωνε
όποιον τον προκαλούσε, και δεν ξεχώριζε τούς ανθρώπους. «Είναι δυνατόν;»
σκεφτόταν «υπάρχει τέτοιος ραβίνος σήμερα;». Τότε είχαν την ευλογία να έχουν
τον Σωτήρα μας μαζί τους. Σήμερα έχουμε την τύχη να έχουμε όχι μόνο τον Σωτήρα
μας αλλά και τούς ανθρώπους του, τούς αγίους τής Εκκλησίας μας.
Είχε
αποφασίσει ο Ζακχαίος, αν του δινόταν η
ευκαιρία να πήγαινε να τον δεί, έτσι, να δεί πώς ήταν, τί το ιδιαίτερο έχει,
από περιέργεια βρε αδερφέ, και από κάποια κρυφή ανακούφιση που ένας άνθρωπος
έδινε ελπίδα και χαρά στους αμαρτωλούς και περιθωριακούς ανθρώπους τής κοινωνίας
και τής θρησκείας, όπως ήταν κι αυτός. Και να, ο Ιησούς περνούσε μπροστά από το
σπίτι τού Ζακχαίου. Άκουσε ο Ζακχαίος τον όχλο, κατάλαβε τί συνέβαινε , και
χωρίς να υπολογίσει ούτε ηλικία, ούτε αυτοσεβασμό, αλλά ούτε τον εγωισμό του, παρακινημένος
από τήν λαχτάρα του να Τον δεί, σκαρφαλώνει σε ένα δέντρο που ήταν εκεί κοντά,
ήταν και κοντός ο άνθρωπος, μόνο και μόνο για να Τον δεί, να δεί Εκείνον. Και ο
Χριστός που περνούσε από κάτω, βλέπει τον Ζακχαίο, να είναι σκαρφαλωμένος στο
δέντρο σαν ένας περίεργος καρπός. Ξέρει και νοιώθει ότι ο Ζακχαίος ανέβηκε εκεί
γιατί λαχταρούσε να τόν δεί, ήθελε να δει αυτόν που έφερνε ομορφιά και χαρά και
ελπίδα. Και … πόση η χαρά του, πόση η έκπληξή του, η σαστιμάρα του, όταν ο
Ζακχαίος βλέπει να υψώνει Εκείνος τό βλέμμα του, να καρφώνει τα μάτια του με το
ιλαρό του βλέμμα επάνω του και να τού λέει: έλα, κατέβα. Σήμερα πρέπει να μείνω
στο σπίτι σου.
Τι τρέλα
ήταν αυτή; Τι σεισμός χαράς και ευτυχίας. Πόσο ψήλωσε ο Ζακχαίος; Έως
ουρανού! Αυτός, ο προφήτης, ο ραβίνος θέλει
να φάει μαζί μου; Στο σπίτι μου με την οικογένειά μου; Τρελός από την χαρά του,
μόλις κατέβηκε από το δέντρο φωνάζει να τον ακούσουν όλοι: δίνω τήν μισή μου
περιουσία στους φτωχούς και όσους αδίκησα, τους δίνω τα τετραπλάσιο από αυτά
που τούς πήρα!
Και ο
Κύριος, ήσυχα αλλά με δυνατή φωνή για να τον ακούσουν όλοι, απευθύνεται στο
αποσβολωμένο πλήθος που έκπληκτο παρακολουθεί τα όσα διαδραματίζονται και τούς
λέει: σώθηκε και αυτό το σπίτι γιατί και αυτός είναι παιδί του Αβραάμ.
Αυτά άκουσαν
όλοι αυτοί που θέλουν να μοιράζουν τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, σε
δίκαιους και αμαρτωλούς για να προβάλλουν τον εαυτό τους και να αποκτήσουν
εξουσία πάνω στους άλλους και έφριξαν και φρίττουν. Γιατί και σήμερα έχουμε
τέτοιους. Όλοι αυτοί που θέλουν να κατεξουσιάζουν τους ανθρώπους και δεν δίνουν
μία για τον πάσχοντα και τον φτωχό. Αλλά πάντα θα υπάρχει και ένας Ζακχαίος,
ένας τρελαμένος από έρωτα για τόν Χριστό για να τους χαλάει τα όνειρα. Και
πάντα ο Θεός θα φέρνει στην ζωή μας τέτοιους ανθρώπους για να μας ξυπνάνε από
το λήθαργο που φέρνουν τα ναρκωτικά τής αλαζονείας και τής καλοπέρασης.
Ι.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου