Στην περικοπή της σημερινής Κυριακής έχουμε δύο γεγονότα. Το ένα είναι η θεραπεία δύο τυφλών και στη συνέχεια η θεραπεία ενός ανθρώπου κωφού αλλά και δαιμονισμένου ταυτόχρονα. Και οι δύο περιπτώσεις είναι άκρως τραγικές όπως παρουσιάζονται από τον Ευαγγελιστή Ματθαίο, όχι μόνο εξαιτίας της σωματικής πάθησης, αλλά και εξαιτίας της βαθύτερης πνευματικής διάστασης που δίνεται στην αρρώστια τους. Στο τέλος καταλήγει η ευαγγελική περικοπή στην επισήμανση ότι ο Ιησούς «περιήγεν πάσας τας πόλεις και τας κώμας», με ένα ουσιαστικό σωτηριολογικό σκοπό, «διδάσκων και «κηρύσσων», αλλά και «θεραπεύων πάσαν νόσον». Το έργο του Ιησού είναι σύνθετο και πολυδιάστατο.
Ας προσπαθήσουμε λοιπόν με το κήρυγμά μας αυτό, να προσεγγίσουμε και να κατανοήσουμε όσο το δυνατό πληρέστερα, τις τρεις πολύ βασικές αυτές παραμέτρους του έργου του Κυρίου, το διδακτικό, το κηρυγματικό και το θεραπευτικό, για ένα ουσιαστικό θεολογικό καταρτισμό μας αλλά και για πνευματική ωφέλεια όλων μας.
1. Η διδασκαλία του Ιησού
Το έργο του Ιησού ήταν χωρίς αμφιβολία διδακτικό και παιδευτικό. Προσπαθούσε με τη διδασκαλία του στα σπίτια, στις αίθουσες των Συναγωγών, στις πλατείες των πόλεων και των χωριών, να φωτίσει το νου, την ψυχή και τις καρδιές των ανθρώπων. Ανέλυε θέματα θρησκευτικά, κοινωνικά και μορφωτικά. Απαντούσε σε καίρια ερωτήματα της καθημερινότητας. Σκοπός του ήταν να φωτίσει τη ζωή και να δημιουργήσει τις πνευματικές προϋποθέσεις για ποιότητα ζωής υψηλών προδιαγραφούν και απαιτήσεων. Δεν θα ήταν υπερβολικό, αν λέγαμε, πως η επί του όρους Ομιλία του Κυρίου, ως παράδειγμα, προσφέρει τα θεμέλια ενός νέου πνευματικού πολιτισμού, που αργότερα με τη συνάντηση και τη σύνθεση με την ελληνική σκέψη και σοφία αποτέλεσε τη βάση του επονομαζόμενου στην ιστορία ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.
Οι εικόνες και οι παραστάσεις από τη γεωργική, την αλιευτική και την ποιμενική ζωή των ανθρώπων της φύσης ήταν πρόσφορα εργαλεία στη διδασκαλία του Ιησού. Ιδιαίτερα οι παραβολές ανέδειξαν τον Κύριο από τους μεγαλύτερους και αποτελεσματικότερους Δασκάλους της ανθρωπότητας. Το νερό, το χώμα, τα λουλούδια και τα πουλιά, οι σπόροι και τα άνθη, έκαναν τη διδασκαλία του εύληπτη και κατανοητή. ΟΙ αντιθέσεις του φωτός και του σκότους, του ουρανού και της γης, του παρόντος και του μέλλοντος αιώνος, χρωμάτιζαν τις συζητήσεις του Ιησού και τις έκαναν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες και εντυπωσιακές.
Ο Κύριος δεν μιλούσε με έννοιες ιδεολογικές ή φιλοσοφικές. Ήταν άμεσος και πρακτικός στους λόγους του. Σκοπός του ήταν να ανοίξει τα μάτια και τα αυτιά όλων, των μορφωμένων και των αμόρφωτων, των πεπαιδευμένων και των απαίδευτων. Ο λόγος και η αλήθεια του Θεού έπρεπε να μπουν στη ζωή των ανθρώπων. Κριτήριο της ζωής όλων από δω και πέρα η αλήθεια των Γραφών και η σοφία του Θεού. Με τους λόγους του ο Ιησούς και τη διδασκαλία του καλούσε όλους σε μετάνοια για τα λάθη τους και τις αμαρτίες τους και τους προσκαλούσε σε αλλαγή του τρόπου ζωής, σε άσκηση της αγάπης και της φιλανθρωπίας προς γνωστούς και αγνώστους, προς φίλους και εχθρούς ακόμη.
Η διδασκαλία του Κυρίου στόχευε ουσιαστικά στην πνευματική καλλιέργεια, στη συμφιλίωση και αδελφοποίηση όλων, στην ταπεινοφροσύνη και στην απομάκρυνση από την υποκρισία και το θρησκευτικό φανατισμό. Και πέρα απ’ όλα ήταν πρόκληση προετοιμασίας των ανθρώπων για την είσοδό τους στη βασιλεία των ουρανών.
2. Το κήρυγμα του Κυρίου
Παράλληλα με τη διδασκαλία ο Ιησούς κήρυττε και το λόγο του Θεού. Ερμήνευε τις Γραφές και συχνά αναφερόταν στους λόγους και στις διδασκαλίες των προφητών. Η παράδοση και η σοφία του παρελθόντος και των πατέρων του Ισραήλ ήταν μια ιερή παρακαταθήκη που χρειαζόταν σωστή ερμηνεία. Το περιεχόμενο του κηρύγματός του και η θεολογία που προσκόμιζε για νέα πίστη, πολλές φορές δημιουργούσαν έντονες συζητήσεις και επικρίσεις, ιδιαίτερα μεταξύ των Γραμματέων και των Φαρισαίων. Αγαπημένα του θεολογικά θέματα ήταν τα σχετικά με την έννοια του Μεσσία και της βασιλείας του Θεού, χρησιμοποιώντας ως βοήθημα για τους Ισραηλίτες τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.
Ο Χριστός δεν ήταν μόνον κήρυκας αλλά και φορέας της βασιλείας του Θεού. Ο Χριστός είναι η αυτοβασιλεία, θα τονίσει αργότερα η ερμηνευτική παράδοση της εκκλησίας. Ο Ιησούς δεν κηρύσσει μόνο τον Υιό του Ανθρώπου και τον Υιό του Θεού, αλλά ο ίδιος είναι ο Χριστός και Σωτήρας. Η θεολογία του Ιησού Χριστού δεν ήταν θεωρητική και ακαδημαϊκή, είχε άμεσο και πρακτικό αντίκρυσμα. Ο ίδιος ήταν κήρυκας και φορέας του μυστηρίου της ενανθρώπησης. Βέβαια η θεολογία του κηρύγματος του Κυρίου έτυχε στη συνέχεια υψηλής επεξεργασίας από τους Ευαγγελιστές και τους ιερούς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης. Όμως η βάση και η ουσία της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας βρίσκεται στο κήρυγμα του Ιησού.
Αν θα μπορούσαμε να πούμε, πως η διδασκαλία του Κυρίου περιείχε μηνύματα και εντολές ηθικού περιεχομένου, πνευματικής καλλιέργειας και δημιουργίας ενός άλλου ήθους ζωής μόνο, τότε το κήρυγμά του ήταν «ηθικιστικής» φύσεως. Αλλά το κήρυγμά του περιείχε και θέματα, καθώς και ζητήματα θεολογικού ενδιαφέροντος και διαμόρφωσης μιας νέας πίστεως, άρα ήταν και «δογματικού» περιεχομένου. Και αν δεχθούμε ότι τη διδασκαλία την απηύθυνε προς τους πιστούς της ιουδαϊκής θρησκείας, το κήρυγμα θα είχε ως ακροατές ανθρώπους που προέρχονταν από τον κόσμο των εθνικών και των ειδωλολατρών. Πάντως αυτό για το οποίο είμαστε βέβαιοι και το τονίζει το σημερινό ευαγγελικό Ανάγνωσμα είναι ότι ο Κύριος κηρύσσει μια νέα πίστη, αλλά και διδάσκει συγχρόνως μια νέα μορφή ζωής.
Αυτά τα δύο στοιχεία, το θεολογικό-δογματικό και το διδακτικό-πνευματικό θα πρέπει να έχει και το κάθε σημερινό κήρυγμα της Εκκλησίας. Η εκτροπή από τα πλαίσια αυτά προς θέματα φιλοσοφικού ενδιαφέροντος ή πολιτικοκοινωνικής φύσεως σημαίνει ουσιαστικά εκκοσμίκευση του χριστιανικού κηρύγματος και του ευαγγελικού μηνύματος.
3. Το νόημα του «θεραπεύειν»
Το τρίτο στοιχείο του έργου του Κυρίου ήταν η θεραπεία «πάσης νόσου και πάσης μαλακίας», δηλαδή κάθε ανθρώπινης ασθένειας και κάθε αδυναμίας που παρατηρείται στη ζωή και στην ιστορία ενός λαού. Το νόημα της αποστολής και της ενανθρώπησης του Λόγου δεν εξαντλείται στο διδακτικό και κηρυγματικό έργο, σ’ ένα είδος θεωρητικής κατανόησης της αποκάλυψης του σχεδίου της θείας Οικονομίας. Αναγκαίο είναι και το πρακτικό και εμπειρικό στοιχείο. Το θαυματουργικό έργο ολοκληρώνει την εικόνα που αποκτούμε για την αποστολή του Ιησού Χριστού ως λυτρωτή και σωτήρα του ανθρώπου και της ανθρωπότητας.
Είναι ενδεικτικό, ότι μετά από κάθε ιεραποστολική προσπάθεια και μετά το πέρας κάθε ομιλίας προσέρχονταν ασθενείς και πάσχοντες για θεραπεία. Το θαύμα έρχεται πάντοτε σχεδόν ως επιβεβαίωση της κυριότητας του Ιησού επί του σώματος και της ψυχής, επί του ανθρώπου και της φύσεως. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Μετά το κήρυγμα και τη διδαχή έρχεται το θαύμα- «ταύτα αυτού λαλούντος αυτοίς, ιδού…» προσέρχονται οι ασθενείς για θεραπεία. Και συγκεκριμένα «παράγοντι τω Ιησού» εμφανίζονται οι δύο τυφλοί «κραυγάζοντες και λέγοντες, ελέησον ημάς, υιέ Δαυίδ». Και πάλι «αυτών εξερχόμενων» από το χώρο διδασκαλίας «προσήνεγκαν αυτώ άνθρωπον κωφόν δαιμονιζόμενον».
Η επικέντρωση της προσοχής ιδιαίτερα στις δύο αυτές περιπτώσεις ασθενειών, της τυφλότητας και κωφότητας, και μάλιστα υπό την άμεση επίδραση και την κυριαρχία του δαιμονίου, έχει μεγάλη σημασία. Συχνά ο Ιησούς κατέληγε το κήρυγμά του με την προτροπή να ανοίξουν οι άνθρωποι τα μάτια και τα αυτιά για να δουν και ακούσουν την αλήθεια του Θεού. Και το θαύμα είναι οδός προς τη μόνη αλήθεια, αφού είναι οδός προς την ίδια τη ζωή.
Κυρίαρχο στοιχείο στις δύο περιπτώσεις των θαυμάτων αυτών ήταν η πίστη στο πρόσωπο και στο έργο του Κυρίου από τις ασθένειες, αλλά και ο θαυμασμός των ανθρώπων εξαιτίας της δύναμής του να συντρίψει την κυριαρχία και την εξουσία «του δαιμονίου». Αλλά και αποτελέσματα όλων αυτών, του διδακτικού έργου και των θαυμάτων, ήταν τελικά η εδραίωση του νέου ευαγγελικού μηνύματος και ο εγκαινιασμός της βασιλείας του Θεού.
Το έργο και η αποστολή του Ιησού Χριστού ολοκληρώνεται με το κήρυγμα, τη διδαχή και το θαύμα. Κάθε προσπάθεια διάσπασης των τριών βασικών αυτών στοιχείων και η προτίμηση του ενός σε βάρος των άλλων δεν είναι απλά ένα μεγάλο λάθος, αλλά και μας απομακρύνει από την ορθή κατανόηση και βίωση του σωτηριώδους έργου του Κυρίου. Δυστυχώς πολλοί θεωρούν τον Χριστιανισμό μόνο ως ένα διδακτικό και παιδευτικό ίδρυμα, που παίζει ένα σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στην ιστορία της ανθρωπότητας και άλλοι ότι η χριστιανική πίστη κατοχυρώνεται κυρίως σε κάποια θεολογικά δόγματα και ηθικούς κανόνες ζωής. Σε ακραίες δε περιπτώσεις, πολλοί πιστεύουν, ότι η χριστιανική θρησκεία είναι δυνατό να καταξιωθεί μόνο σε μορφές θαυματουργιών και σε πράξεις άσκησης κάποιων εντυπωσιακών χαρισματικών ενεργειών. Αυτές οι μονομέρειες οδηγούν ασφαλώς σε πλάνη. Μόνο στην ενότητα και στη διακονία της διδαχής και του κηρύγματος, καθώς και στην πίστη και στη βίωση του θαύματος από τον καθένα μας βρίσκεται η αλήθεια του Χριστού.
(Γ. Π. Πατρώνου, Ομοτ. Καθηγητού Παν/μίου, «Κήρυγμα και Θεολογία», τ. Α΄, εκδ. Αποστ. Διακονία)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου