Καταπιεσμένα παιδιά, ανώριμοι ενήλικες
Δημήτρης Κούκης, Παιδοψυχολόγος (BA, MSc) - Ψυχοθεραπευτής
Η ενασχόληση των παιδιών με πολλές διαφορετικές δραστηριότητες ακόμα και αν δεν είναι συμβατές με την ηλικία τους έχει σαν αποτέλεσμα μια επίπλαστη ωριμότητα που τελικά τα αφήνει ακάλυπτα συναισθηματικά στη μετέπειτα ζωή τους.
Κι ενώ οι γονείς βιάζονται να δουν τα παιδιά τους «μεγάλα», έστω και μέσα από διαδικασίες που τελικά τα καθηλώνουν σε διαρκή ανωριμότητα, από την άλλη, προσπαθούν, ώστε αυτά να μη στεναχωρηθούν ή ζοριστούν. Επαναλαμβάνουν συστηματικά την επιταγή «μη μου στεναχωριέσαι» στους νέους, φροντίζουν για αυτού πριν από αυτούς, δεν τους χαλούν χατίρι, τους παρέχουν όλο και πιο πολλά υλικά αγαθά, τείνουν να απορροφούν και κρύβουν την ενδεχόμενη οικογενειακή θλίψη, σπεύδουν να βρουν οι ίδιοι τη λύση των νεανικών προβλημάτων.
Οι γονείς εκπαιδεύουν με τον τρόπο αυτό τα παιδιά σε μία ψεύτικη αίσθηση προσωπικής αδυναμίας κι ανωριμότητας. Συναισθήματα, όπως αυτά του πόνου, της θλίψης, της απελπισίας, της στεναχώριας μοιάζουν απαγορευμένα στη ζωή και τείνουν να αποτελούν ένδειξη αδυναμίας. Σε συναισθηματικό επίπεδο τα παιδιά καλούνται τελικώς να μην αισθάνονται, προκειμένου να μην λυγίσουν ή πονέσουν. Η «γυάλα της ευτυχίας», που μέσα της τοποθετούν οι γονείς τα μικρά παιδιά, για να μην πονέσουν ή πληγωθούν και η προσπάθεια κουκουλώματος της θλίψης είναι βαθύτατα απελπιστική και καταστροφική διαδικασία. Η αγωνιώδης γονεϊκή επίκληση «μη στεναχωριέσαι» απευθύνεται σε εκείνον που την διατυπώνει. Στην πραγματικότητα λέγεται: «μη στεναχωριέσαι, πέρνα καλά, γιατί δεν αντέχω δυσάρεστες καταστάσεις». Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά αναπτύσσονται με υπερπροστασία και άγχος, διδάσκονται να κρύβουν ή να αρνούνται τη θλίψη και τον πόνο στη ζωή, καθηλώνονται σε ανώριμες σχέσεις και επιζητούν μάταια φροντίδα. Κι άρα, κι αυτή η ψεύτικη επιταγή της εποχής του «don’t worry, be happy”καταλήγει και αυτή να συμβάλει στην ενήλικη ανωριμότητα των νέων.
Και εν τέλει, το αποτέλεσμα συχνά είναι το αντίθετο, αφού με όλα τα παραπάνω συνδέεται και η καταθλιπτική διάθεση σε παιδιά κι εφήβους, η οποία αυξάνεται με ρυθμό μεταδιδόμενης νόσου. Οι νέοι δυσκολεύονται να αντλήσουν ικανοποίηση από την καθημερινή τους ζωή. Νιώθουν κουρασμένοι, γκρινιάζουν έντονα, εκφράζουν δυσθυμία και διασκεδάζουν με τρόπο ψυχαναγκαστικό και τραγικά μοναχικό. Δε μπορούν εύκολα να χαρούν και δείχνουν να απολαμβάνουν δραστηριότητες με έντονο το στοιχείο της αυτοκαταστροφικότητας. Η στέρηση της χαράς και της απόλαυσης τείνει να αποτελέσει αφόρητη πραγματικότητα, ενώ η απογοήτευση και η μελαγχολία αποκτούν νόημα και αξία στις νεανικές καρδιές.
Από τη μία, λοιπόν, οι γονείς βιάζονται να ενηλικιωθούν τα παιδιά τους, από την άλλη τα καθηλώνουν σε διαρκή ανωριμότητα. Μέσα σ αυτή την διαδικασία αν κάτι χάνεται είναι η παιδικότητα. Οι επισημάνσεις αυτές ωστόσο δεν αποσκοπούν να ενοχοποιήσουν, ούτε τους γονείς, ούτε τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Αντίθετα, διατυπώνουν ορισμένες σκέψεις που ίσως μας βοηθήσουν να πάρουμε μία απόσταση από την ταχύτητα με την οποία βιώνουμε και τελικά κατασκευάζουμε την καθημερινότητά μας και τις σχέσεις μας μέσα σε αυτήν.
Η παιδικότητα διώκεται, γιατί δεν είναι τίποτα άλλο από μία αποκλειστικά ευχαριστιακή στάση απέναντι στη ζωή και ως τέτοια δεν χωράει στον τρόπο ζωής μας. Ίσως τελικά, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, μία ευχαριστιακή αντίληψη του εαυτού μας, της συντροφικής μας σχέσης, των παιδιών μας, του κόσμου συνολικά ενδέχεται να είναι και η απάντηση στους παραπάνω προβληματισμούς. Στον καθημερινό μας αγώνα δρόμου καλούμαστε για λίγο να σταματήσουμε και να αναζητήσουμε, ως ενήλικες, την παιδικότητα μέσα μας. Ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά. Να (επανα)φέρουμε στην καθημερινότητα, με τους γοργούς της ρυθμούς, τη χαρά, τη ζωντάνια, το κέφι, τη φαντασία και την έμπνευση της παιδικής ηλικίας. Να μη μιλάμε για κούραση και για υποχρεώσεις, αλλά για δημιουργία και όνειρα. Να φροντίσουμε τη ζωή μας και τη σχέση μας. Να τολμήσουμε να ακούσουμε τις επιθυμίες μας, δίχως αυτές να μας τρομάζουν. Να μην φοβόμαστε μόνο, αλλά να αντικρίσουμε την οικονομική κρίση, τη φθορά του χρόνου, τις δυσκολίες, τον κόπο, ως στάδια και εφόδια πολύτιμα για την προσωπική μας ολοκλήρωση και διεργασία προς την ωρίμανση και την εξέλιξη, τις οποίες τελικά μονάχα εμείς ορίζουμε.
Κι ενώ οι γονείς βιάζονται να δουν τα παιδιά τους «μεγάλα», έστω και μέσα από διαδικασίες που τελικά τα καθηλώνουν σε διαρκή ανωριμότητα, από την άλλη, προσπαθούν, ώστε αυτά να μη στεναχωρηθούν ή ζοριστούν. Επαναλαμβάνουν συστηματικά την επιταγή «μη μου στεναχωριέσαι» στους νέους, φροντίζουν για αυτού πριν από αυτούς, δεν τους χαλούν χατίρι, τους παρέχουν όλο και πιο πολλά υλικά αγαθά, τείνουν να απορροφούν και κρύβουν την ενδεχόμενη οικογενειακή θλίψη, σπεύδουν να βρουν οι ίδιοι τη λύση των νεανικών προβλημάτων.
Οι γονείς εκπαιδεύουν με τον τρόπο αυτό τα παιδιά σε μία ψεύτικη αίσθηση προσωπικής αδυναμίας κι ανωριμότητας. Συναισθήματα, όπως αυτά του πόνου, της θλίψης, της απελπισίας, της στεναχώριας μοιάζουν απαγορευμένα στη ζωή και τείνουν να αποτελούν ένδειξη αδυναμίας. Σε συναισθηματικό επίπεδο τα παιδιά καλούνται τελικώς να μην αισθάνονται, προκειμένου να μην λυγίσουν ή πονέσουν. Η «γυάλα της ευτυχίας», που μέσα της τοποθετούν οι γονείς τα μικρά παιδιά, για να μην πονέσουν ή πληγωθούν και η προσπάθεια κουκουλώματος της θλίψης είναι βαθύτατα απελπιστική και καταστροφική διαδικασία. Η αγωνιώδης γονεϊκή επίκληση «μη στεναχωριέσαι» απευθύνεται σε εκείνον που την διατυπώνει. Στην πραγματικότητα λέγεται: «μη στεναχωριέσαι, πέρνα καλά, γιατί δεν αντέχω δυσάρεστες καταστάσεις». Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά αναπτύσσονται με υπερπροστασία και άγχος, διδάσκονται να κρύβουν ή να αρνούνται τη θλίψη και τον πόνο στη ζωή, καθηλώνονται σε ανώριμες σχέσεις και επιζητούν μάταια φροντίδα. Κι άρα, κι αυτή η ψεύτικη επιταγή της εποχής του «don’t worry, be happy”καταλήγει και αυτή να συμβάλει στην ενήλικη ανωριμότητα των νέων.
Και εν τέλει, το αποτέλεσμα συχνά είναι το αντίθετο, αφού με όλα τα παραπάνω συνδέεται και η καταθλιπτική διάθεση σε παιδιά κι εφήβους, η οποία αυξάνεται με ρυθμό μεταδιδόμενης νόσου. Οι νέοι δυσκολεύονται να αντλήσουν ικανοποίηση από την καθημερινή τους ζωή. Νιώθουν κουρασμένοι, γκρινιάζουν έντονα, εκφράζουν δυσθυμία και διασκεδάζουν με τρόπο ψυχαναγκαστικό και τραγικά μοναχικό. Δε μπορούν εύκολα να χαρούν και δείχνουν να απολαμβάνουν δραστηριότητες με έντονο το στοιχείο της αυτοκαταστροφικότητας. Η στέρηση της χαράς και της απόλαυσης τείνει να αποτελέσει αφόρητη πραγματικότητα, ενώ η απογοήτευση και η μελαγχολία αποκτούν νόημα και αξία στις νεανικές καρδιές.
Από τη μία, λοιπόν, οι γονείς βιάζονται να ενηλικιωθούν τα παιδιά τους, από την άλλη τα καθηλώνουν σε διαρκή ανωριμότητα. Μέσα σ αυτή την διαδικασία αν κάτι χάνεται είναι η παιδικότητα. Οι επισημάνσεις αυτές ωστόσο δεν αποσκοπούν να ενοχοποιήσουν, ούτε τους γονείς, ούτε τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Αντίθετα, διατυπώνουν ορισμένες σκέψεις που ίσως μας βοηθήσουν να πάρουμε μία απόσταση από την ταχύτητα με την οποία βιώνουμε και τελικά κατασκευάζουμε την καθημερινότητά μας και τις σχέσεις μας μέσα σε αυτήν.
Η παιδικότητα διώκεται, γιατί δεν είναι τίποτα άλλο από μία αποκλειστικά ευχαριστιακή στάση απέναντι στη ζωή και ως τέτοια δεν χωράει στον τρόπο ζωής μας. Ίσως τελικά, γι αυτόν ακριβώς τον λόγο, μία ευχαριστιακή αντίληψη του εαυτού μας, της συντροφικής μας σχέσης, των παιδιών μας, του κόσμου συνολικά ενδέχεται να είναι και η απάντηση στους παραπάνω προβληματισμούς. Στον καθημερινό μας αγώνα δρόμου καλούμαστε για λίγο να σταματήσουμε και να αναζητήσουμε, ως ενήλικες, την παιδικότητα μέσα μας. Ο καθένας και η καθεμία ξεχωριστά. Να (επανα)φέρουμε στην καθημερινότητα, με τους γοργούς της ρυθμούς, τη χαρά, τη ζωντάνια, το κέφι, τη φαντασία και την έμπνευση της παιδικής ηλικίας. Να μη μιλάμε για κούραση και για υποχρεώσεις, αλλά για δημιουργία και όνειρα. Να φροντίσουμε τη ζωή μας και τη σχέση μας. Να τολμήσουμε να ακούσουμε τις επιθυμίες μας, δίχως αυτές να μας τρομάζουν. Να μην φοβόμαστε μόνο, αλλά να αντικρίσουμε την οικονομική κρίση, τη φθορά του χρόνου, τις δυσκολίες, τον κόπο, ως στάδια και εφόδια πολύτιμα για την προσωπική μας ολοκλήρωση και διεργασία προς την ωρίμανση και την εξέλιξη, τις οποίες τελικά μονάχα εμείς ορίζουμε.
iatropedia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου