Posted by admin
Ο Μπένυ Χιν από τους γραφικότερους τηλε-ευαγγελιστές των ΗΠΑ
του Αντώνη Σπυρόπουλου από το Άρδην τ. 16
Ένα από τα κύρια θρησκευτικά δόγματα στην Αμερική έχουν γίνει οι ευαγγελιστές. Οι ευαγγελιστές αποτελούν την κυρίαρχη σήμερα αμερικάνικη εκδοχή του προτεσταντισμού, παρόλο που εμφανίστηκαν σχετικά πρόσφατα (ιδρύθηκε το 1906 και εγκαταστάθηκε σε μια παλιά αποθήκη του Λος άντζελες). Αποτελούν την «δυναμικότερη» εκκλησία σε παγκόσμια κλίμακα, με ρυθμούς ετήσιας αύξησης του ποιμνίου τους που ξεπερνούν το 5% και διεκδικούν 150 εκατομμύρια πιστούς σε όλο τον κόσμο.
Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου οι ευαγγελικοί οργανώνονται και επαναπροσδιορίζουν το ρόλο τους ξεκόβοντας τους δεσμούς τους με τους φονταμενταλιστές, οι οποίοι είχαν στενούς δεσμούς και σχέσεις με τους ακροδεξιούς.
Αρχικά το ευαγγελικό κήρυγμα έχει καθαρά θρησκευτικό και κοινωνικό χαρακτήρα ενώ πολύ αργότερα στα μέσα της δεκαετίας του ’70 -ως απάντηση στην άνοδο των κοινωνικών και πολιτικών κινημάτων στην Αμερική- θα αναπτύξει και πολιτικές δραστηριότητες. Αντλεί τα διδάγματα από τη Βίβλο και εντείνει τη προσοχή του σε θέματα ηθικής δίνοντας έμφαση στις οικογενειακές και συντηρητικές αξίες.
Κατά τη δεκαετία του ’50 ο προτεσταντισμός ανάγεται σε θρησκεία του οικονομικού πλούτου και της οικονομικής ισχύος. Με τον προσανατολισμό προς τις αξίες του πλούτου προσπαθεί να δικαιολογήσει την ευμάρεια της αμερικάνικης κοινωνίας και τον πλουτισμό. Προσαρμόζει τη θρησκεία δηλαδή, στα οικονομικά πρότυπα και τα ανακηρύσσει σε μορφή καταξίωσης και λύτρωσης. Με τον τρόπο αυτό καταφέρνει να αυξήσει τα ποσοστά αποδοχής της θρησκείας από τους αμερικανούς από 43% τη δεκαετία του ’20 σε 62% το 1956. Το γεγονός θα αναγκάσει το κοινωνιολόγο Μάρτιν Μάρτι να πει: «οι νέοι πιστοί αναζητούν τρόπο για τη δικαιολογία, τη νομιμοποίηση της ευχαρίστησης που νιώθουν, αλλά και για την καταπράυνση της αγωνίας και των φόβων τους& επιδιώκουν την ευλογία του τρόπου ζωής τους, διοργανώνοντας κατάλληλα την πραγματικότητα που βιώνουν. Εκατομμύρια άνθρωποι πήραν το δρόμο της θρησκείας, με μεγαλύτερο ωφελημένο, από την κατάσταση αυτή, τον προτεσταντισμό» [1] .
Ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και της δεκαετίας του ’70 οι ευαγγελικοί εμφανίζουν μεγάλη αύξηση των μελών τους ενώ η Καθολική εκκλησία παρουσιάζει παρακμή και μείωση των μελών της.
Οι ευαγγελικοί κατόρθωσαν, μέσω των πρακτικών που ακολούθησαν -χρήση ραδιοφώνου, τύπου και τηλεόρασης, εθνικό δίκτυο πιστών, ενορίες- να κυριαρχήσουν στην αμερικάνικη κοινωνία. Ιδιαίτερο ρόλο έπαιξε η χρήση των ήλεκτρονικών ΜΜΕ. Οι ευαγγελικοί ραδιοσταθμοί ξεπερνούν τους 1200 και τα δίκτυα τηλεόρασης τα 200. Το σημαντικότερο ραδιοτηλεοπτικό γκρουπ είναι το Christian Broadcasting Network (CBN) του Μ. Ρόμπερτσον στη Βιρτζίνια : 4 κανάλια καλωδιακής τηλεόρασης και 30 ραδιοσταθμοί που φθάνουν σε 30 εκατομμύρια σπίτια. [2]
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 διάφοροι φορείς προσπάθησαν να καταμετρήσουν τα ποσοστά των «ευαγγελικών» στην Αμερική. Σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει το Cristianity Today:ενώ το 1978 το 22% του αμερικάνικου πληθυσμού ήσαν προτεστάντες, το 1986 ένα γκάλοπ έδειξε ότι το 33% του ενήλικου πληθυσμού -δηλαδή πάνω από 60 εκατομμύρια αμερικάνοι- δήλωναν ευαγγελικοί.
Το ευαγγελικό δόγμα δίνοντας έμφαση περισσότερο στη σωτηρία του ατόμου κατόρθωσε να ενσωματώσει καλύτερα από οποιοδήποτε άλλο δόγμα την ατομοκεντρική αντίληψη της εποχής και να έχει μεγαλύτερη απήχηση στους πιστούς. Η σωτηρία του κόσμου και του συνόλου ανάγεται στη ατομική σωτηρία. Έτσι κάθε άνθρωπος προσπαθεί να λυτρωθεί φροντίζοντας αποκλειστικά τον εαυτό του απομακρυνόμενος από το γενικό σύνολο και την υπόλοιπη κοινωνία. Η σωτηρία είναι καθαρά ατομική υπόθεση. Το δόγμα και η πίστη του καθενός χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τις γενικότερες πράξεις του αδιαφορώντας για το σύνολο της κοινωνίας. Ο Gilles Kepel αναφέρει πως: «…απευθυνόμενοι σε διάφορα άτομα με σκοπό την εξασφάλιση απευθείας επικοινωνίας των τελευταίων με το υπερπέραν, οι ευαγγελικοί ιεροκήρυκες τους επιτρέπουν να βγουν από τα κοινωνικά ή οργανωτικά τους πλαίσια, χωρίς να λογαριάζουν τις ιεραρχίες της εξουσίας, της γνώσης ή του πλούτου. Όλοι -πλούσιοι και φτωχοί- έχουν δικαίωμα στη σωτηρία…» [3]
Ενώ ο ευαγγελισμός είναι ένα δόγμα που επιφανειακά παρουσιάζεται ως θρησκεία που δεν έχει καμιά ανάμιξη στα κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στην Αμερική ωστόσο επηρεάζει άμεσα τα πολιτικά πράγματα μέσω τις ισχύος που του προσφέρουν τόσο η μεγάλη μάζα πιστών όσο και το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς κατέχουν υψηλές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές θέσεις.
Το έτος 1976 ανακηρύχθηκε από τα περιοδικά Times και Newsweek ως «Έτος των ευαγγελιστών». Ο καινούργιος πρόεδρος, Τζίμ Κάρτερ, θεωρείται ως εκφραστής του νέου αυτού ρεύματος ηγετών που υποστηρίζονται από θρησκευτικά δόγματα αν και επίσημα δεν υπήρξαν ενδείξεις του γεγονότος. Ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα, το 1980, υπήρξαν στοιχεία που συνηγορούσαν πως ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν υποστηρίχθηκε ευρύτατα από θρησκευτικά δόγματα τόσο ευαγγελιστών και άλλων φονταμενταλιστών. Οι υποστηρικτές και οπαδοί των δογμάτων αυτών δημιουργούν ομάδες πίεσης που έχουν ως στόχο την επιρροή στη λήψη των αποφάσεων με βάση τις αξίες που αντλούν από τις θρησκευτικές δοξασίες και κανόνες των δογμάτων που προέρχονται. Πρέπει να σημειωθεί πως οι ομάδες αυτές πίεσης έχουν στενή σχέση με συντηρητικούς και ακροδεξιούς κύκλους.
Μια από τις μεγαλύτερες ήταν η «Ηθική Πλειοψηφία» του Τζέρι Φάλγουελ. Τελικός σκοπός είναι -μέσω της πολιτικής πίεσης στη λήψη αποφάσεων- μια νέα σταυροφορία: ο εκχριστιανισμός της Αμερικής.
Τα κύρια αιτήματα των ευαγγελιστών, τα οποία εκφράζονται μέσω των ομάδων πολιτικής πίεσης, είναι η εναντίωση στις αμβλώσεις, την ομοφυλοφυλία, την πορνογραφία, τον αντι-ουμανισμό και την καταστροφή του θεσμού της οικογένειας. Δεν είναι τυχαίο πως και ο τωρινός πρόεδρος των ΗΠΑ, Μπιλ Κλίντον υποχώρησε μετά από πιέσεις στην υλοποίηση του σχεδίου υπέρ της νομιμοποίησης των αμβλώσεων ενώ συχνά επεσήμανε στην προεκλογική εκστρατεία του τη θέλησή του για ενίσχυση του θεσμού της οικογένειας. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο πως η αποκάλυψη του σκανδάλου Λεβίνσκι έχει μεγάλη σχέση με τη συντηρητική πλειοψηφία του Κογκρέσου η οποία επιζητά την απομάκρυνση του προέδρου.
Πέρα από θρησκευτικό δόγμα πρέπει να αντιληφθούμε ότι στην Αμερική οι ευαγγελικοί προτεστάντες και τα υπόλοιπα δόγματα αποτελούν ισχυρό πολιτικό και επιχειρηματικό κατεστημένο το οποίο επηρεάζει την πολιτική και χαράζει τη διεθνή στρατηγική της Αμερικής.
Ο Σάμουελ Χάντιγκτον -ένας από τους σπουδαιότερους θεωρητικούς της αμερικανικής γεωπολιτικής που επηρεάζουν την στρατηγική των ΗΠΑ και κατέχουν καίριες θέσεις στο αμερικανικό κατεστημένο, ασπάζεται και τις αμερικανικές αξίες -οι οποίες άλλωστε έλκουν την καταγωγή τους από τους προτεστάντες- και το δόγμα των ευαγγελικών, δηλώνει σε άρθρο του στο Foreign Affairs πως ο επόμενος αιώνας θα χαρακτηρισθεί ως ο αιώνας της σύγκρουσης των πολιτισμών και αναφέρει: «…οι πολιτισμοί διαφοροποιούνται ο ένας απ’ τον άλλον λόγω της ιστορίας τους, της γλώσσας, της παράδοσης και κυρίως λόγω της θρησκείας» [4] και συνεχίζει λέγοντας: «Η αναγέννηση της θρησκείας, η εκδίκηση του Θεού, όπως την ονόμασε ο Ζιλ Κεπέλ, παρέχει μια βάση για ταυτότητα και ηθική αφοσίωση που υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα και ενοποιεί τους πολιτισμούς» [5] . Στις φράσεις αυτές διαπιστώνουμε τον καίριο χαρακτήρα που διαδραματίζει η θρησκεία για «προτεστάντες στοχαστές», όπως ο Σάμουελ Χάντιγκτον, καθώς και σε τι βαθμό το ευαγγελικό δόγμα επηρεάζει την γεωπολιτική σκέψη των Αμερικάνων. Εξ’ άλλου είναι χαρακτηριστικό πως ο Χάντιγκτον θεωρεί ότι η Λατινική Αμερική μπορεί να ενταχθεί στη Δύση, ακριβώς εξαιτίας της επέκτασης του προτεσταντισμού και ιδιαίτερα των ευαγγελικών σε αυτή [6] !
Οι ευαγγελικοί προτεστάντες ξεκινώντας από τις πολιτείες του Νότου και έχοντας ερείσματα στα περισσότερο φτωχά και καθυστερημένα στρώματα των αμερικάνων λευκών επεκτάθηκαν και στο Βορρά. Είναι αυτοί που ενίσχυσαν και εδραίωσαν με θεολογικά κριτήρια τον αντικομουνισμό τις μεταπολεμικές δεκαετίες καθώς και τις ρατσιστικές «σταυροφορίες» ενάντια στους μαύρους και τους ξένους.
Ως θρησκευτικό δόγμα ο προτεσταντισμός, έχοντας έντονη κοινωνική δράση και χαρακτήρα οργάνωσης της κοινωνίας διαμέσου των ιεραποστολών και της ιδιαίτερης παρέμβασης στην πολιτική, κατόρθωσε -ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια οργάνωσης του πολυεθνικού αμερικάνικου κράτους- να προσδώσει συνεκτικό χαρακτήρα και να ενοποιήσει μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Σε μια κοινωνία που δεν είχε οποιαδήποτε μορφή κρατικής οργάνωσης μα ούτε καν κοινοβουλευτική παράδοση ήταν επόμενο ο προτεσταντισμός, να συμβάλει έτσι ώστε το αμερικάνικο σύνταγμα να διαθέτει ένα θεολογικό χαρακτήρα και παράλληλα να επηρεάσει τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και τις αμερικάνικές ιδέες (in God we trust, δολάριο).
Σε μια κοινωνία, η οποία ενώ σε διακηρυκτικό επίπεδο τουλάχιστον, διαφυλάττει και προστατεύει τους παραδοσιακούς θεσμούς αλλά στην πράξη αποτελεί το κέντρο της οικονομίστικης και ατομοκεντρικής λογικής, θεολογικά δόγματα, όπως οι ευαγγελικοί, τα οποία έχουν εκκοσμικευμένο χαρακτήρα λόγω της ανάμιξής τους με την πολιτική και την οικονομία και τον οποίων το δόγμα στηρίζεται στην «τομική ανγέννηση» (οι ευαγγελικοί είναι ’born again’) είναι εύλογο να έχουν μεγάλη απήχηση στην αμερικάνικη κοινωνία.
Η παρέμβαση των ευαγγελιστών δεν περιορίζεται όμως στην πολιτική αλλά επεκτείνεται και στην εκπαίδευση όπου πολλά πανεπιστήμια και εκπαιδευτικοί οργανισμοί έχουν ιδρυθεί και ελέγχονται από τους ευαγγελιστές. Παρ’ ότι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες οι ευαγγελικοί αντιπροσώπευαν στην Αμερική τα φτωχότερα και λιγότερο μορφωμένα κοινωνικά στρώματα [7] , στη συνέχεια και μετά την ανάμιξη των ευαγγελικών στην πολιτική αυξήθηκε τόσο η οικονομική τους θέση όσο και η κοινωνική. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’70 ο αριθμός των δημοτικών σχολείων και των εκπαιδευτηρίων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε κατά 47% ενώ ο αριθμός των μαθητών αυξήθηκε κατά 95%. Το 1985, καταμετρήθηκαν στην Αμερική 18.000 σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα (κυρίως πανεπιστήμια) που παρακολουθούσαν 2,5 εκατομμύρια μαθητές. Το γεγονός λαμβάνει ιδιαίτερη σημασία καθώς την ίδια περίοδο, λόγω της υπογεννητικότητας, στις ΗΠΑ ο συνολικός αριθμός των μαθητών μειώθηκε στο τέλος κατά 13,6%. Επίσης ενώ τη δεκαετία του ’60 μόλις το 7% των αμερικάνων ευαγγελιστών βρίσκονταν στο χώρο της Ανώτατης εκπαίδευσης στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας ο αριθμός τους ανήλθε στο 23%. ["Καμιά άλλη θρησκευτική ομάδα", σημειώνουν οι Hadden και Shupe, "δεν γνώρισε αυτό το χρονικό διάστημα μια τόσο ουσιαστική μεταβολή σε ό,τι αφορά τις σχέσεις της με την ανώτερη εκπαίδευση"] [8] .
Ο τρόπος με τον οποίο η θρησκεία διαπλεκόταν με την επιστήμη δημιουργώντας το αμερικάνικο ιδεολογικό πρότυπο είναι εμφανής όσον αφορά στο πανεπιστήμιο του Όραλ Ρόμπερτς. Το πανεπιστήμιο -το οποίο ιδρύθηκε το 1965- παρουσιάζεται ως η κοιτίδα της «τεχνικής» εκπαίδευσης και απευθύνεται σε πεντηκοστιανούς (ευαγγελικοί) φοιτητές με σκοπό να τους «παρέχει τη δυνατότητα να κερδίσουν οι ψυχές τους τόσο σε ατομικό όσο και σε μαζικό επίπεδο ενώ παράλληλα να τελειοποιηθούν από επιστημονική άποψη με στόχο να επιτύχουν θαυματουργές ιάσεις σ’ ολόκληρο τον κόσμο, χρησιμοποιώντας πιο τέλεια, σύγχρονα οπτικοακουστικά μέσα» [9] . Διαπιστώνουμε πως η μεταφυσική και η δράση των θαυμάτων συνδυάζεται και συνοδεύει την επιστήμη της ιατρικής σε ένα επικουρικό ρόλο. Το ορθολογικό με το μεταφυσικό συγχέονται προσφέροντας άμεσα και σίγουρα αποτελέσματα. Η ανώτερη ιατρική επιστήμη και οι θαυματουργές ιάσεις εξισώνονταν με τρόπο κομπογιαννίτικο. Καταδεικνύεται χαρακτηριστικά ο τρόπος με τον οποίο ο ευαγγελισμός «ανακατεύεταιι» -και προσελκύει πιστούς- σε όλους τους τομείς της ζωής στην Αμερική. Το 1981, το πανεπιστήμιο Όραλ Ρόμπερτς, αριθμούσε 4.710 φοιτητές και 375 καθηγητές. Παράλληλα δεκάδες άλλα τέτοια ιδρύματα λειτουργούσαν και λειτουργούν στην Αμερική.
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα θρησκευτικά και θεολογικά συστήματα του κόσμου διαπιστώνουμε πως οι ευαγγελικοί είναι ίσως το μοναδικό δόγμα που εκτός του επιθετικού του χαρακτήρα έχει ενσωματώσει τις ιδέες της παγκοσμιοποίησης, της αγοράς και της οικονομίας με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να συνέχουν το θεολογικό του πρόταγμα χωρίς να το αντιβαίνουν και να εναντιώνονται. Η προσαρμοστικότητα του δόγματος των ευαγγελικών στις παγκόσμιες ατομοκεντρικές και οικονομικές αξίες το ανακηρύσσουν ίσως το πιο επικίνδυνο για την ανθρωπότητα, δεδομένης της κατάστασης που οδηγούν τον πλανήτη μας οι αξίες αυτές. Μην ξεχνάμε πως με προμετωπίδα το σταυρό και τη Βίβλο οι δυτικοί κονκισταδόρες εξαφάνισαν τους πολιτισμούς και τους ιθαγενείς λαούς της Αμερικής ενώ έσυραν στα σκλαβοπάζαρα χιλιάδες αφρικανούς. Σήμερα χωρίζουν, με βάση τις ίδιες αξίες, τον κόσμο και σκιαγραφούν τους νέους εχθρούς του συστήματος και των αξιών τους. Η θρησκεία γίνεται το άλλοθι της νέας κατάκτησης. Η επιστροφή του Θεού μήπως σήμανε την επιστροφή του Σατανά, όπως χαρακηρίζουν τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό οι Ιρανοί ισλαμιστές;
[1] Martin Marty, Religious Empire (Θρησκευτική Αυτοκρατορία), New York, Dial, 1970.
[2] Ιngrid Carlander ‘Apotheose de la religion-spectacle’, Le Monde Diplomatique,Ιούνιος 1988.
[3] Από το βιβλίο του Gilles Kepel, Η επιστροφή του Θεού, εκδ. Λιβάνης-Νέα Σύνορα, Αθήνα 1992.
[4] Απόσπασμα από το βιβλίο Η Σύγκρουση Ανατολής-Δύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον, Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1998, σελ 35.
[5] Στο ίδιο, σελ. 37.
[6] Samuel Huntigton, The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order,
[7] Το ποσοστό που δεν είχε ολοκληρώσει τις σπουδές στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ήταν 8,9% ενώ τη δευτεροβάθμια το 28,9%, αρκετά υψηλότερα ποσοστά από το μέσο όρο. Τον ευαγγελισμό είχαν ασπαστεί τα φτωχά στρώματα του Νότου της Αμερικής, ενώ το 43,7% αυτού κατοικούσε σε οικισμούς με κατοίκους γύρω στις 2.500 και είχε μέσω ετήσιο κατά κεφαλήν εισόδημα λιγότερο από το μέσο όρο (4.000$)
[8] Gilles Kepel, Η επιστροφή του Θεού, εκδόσεις Α.Α. Λιβάνης-Νέα Σύνορα, Αθήνα 1992.
[9] Στο ίδιο, σελ. 210.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου