Αναμφίβολα κάθε οδύνη και κάθε θάνατος δεν καθιστούν διάφανο τον Δωρητή του κόσμου, ως πρόσωπο άπειρης ζωής και άπειρης αγάπης, γεγονός που θα έδινε άλλη αξία και στον κόσμο. Γιατί όταν ο άνθρωπος σκέφτεται πως πέρα απ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχει καμιά άλλη πραγματικότητα, η οδύνη και ο θάνατος που συνδέονται με κάθε περίσταση του κόσμου, τον οδηγούν στην απελπισία ή σε μια θλιβερή υποταγή. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο κόσμος και η ύπαρξη μέσα σ’ αυτόν φαίνεται να έχουν μέσα στην ίδια την ουσία τους το μη-νόημα.
Μόνο λοιπόν η οδύνη και ο θάνατος, που καθιστούν το Θεό διάφανο μέσα από τον κόσμο, έχουν μια θετική σημασία και για τον κόσμο και για μας τους ίδιους. Και είναι αυτή η οδύνη και αυτός ο θάνατος που ονομάζουμε κατά λέξη σταυρό. Και σταυρός, μ’ αυτό το νόημα, είναι ο σταυρός του Χριστού, καθώς και εκείνος ο σταυρός που συνδέεται με το σταυρό του Χριστού. Αυτός ο σταυρός, αντί να αντιπροσωπεύει ένα μη-νόημα της ύπαρξης που απορρέει από τις οδύνες και το θάνατο αυτής της ύπαρξης, δίνει αντίθετα ένα νόημα σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί δίνει νόημα στην οδύνη και στον ίδιο το θάνατο, που συνδέεται με τον κόσμο Αυτός ο σταυρός συμπληρώνει το αποσπασματικό νόημα αυτού του κόσμου, χάρη στο γεγονός πως αποκαλύπτει την πραγματικότητα του Θεού ως απέραντου φωτός, που διαχέει το πλήρες νόημα, τόσο στον κόσμο όσο και στην ύπαρξη που ζει μέσα σ’ αυτόν. Αυτός ο σταυρός, λοιπόν, περικλείει ένα παράδοξο: από τη μια καθιστά ολοφάνερη την πλήρη ανεπάρκεια του κόσμου· από την άλλη, ακριβώς μ’ αυτό τον τρόπο, δείχνει πως ο κόσμος εξαρτάται από την ολική πραγματικότητα του Θεού, που δίνει επίσης ένα νόημα στον κόσμο.
Αυτός ο σταυρός δίνει αξία στον κόσμο και στον άνθρωπο, ακριβώς επειδή δείχνει πως ο κόσμος και ο άνθρωπος δεν είναι οριστικά υποταγμένοι στην κυριαρχία της οδύνης και του θανάτου, αλλά σώζονται απ’ αυτή με τη δύναμη της ανώτερης πραγματικότητας του Θεού. Αυτός που απολυτοποιεί τον κόσμο, με το να μην δέχεται το σταυρό του Χριστού, απολυτοποιεί την οδύνη και το θάνατο. Αλλά εκείνος που βλέπει μέσα από το σταυρό του Χριστού τον κόσμο ως πραγματικότητα δεύτερη κατά την τάξη, βλέπει πως ο κόσμος και ο άνθρωπος σώζονται μέσα σε μια αιώνια ύπαρξη.
Γενικά, η οδύνη και ο θάνατος μέσα στον κόσμο, δείχνουν την ανεπάρκειά του, δείχνουν πως ο κόσμος δεν μπορεί να είναι η απόλυτη πραγματικότητα. Κι ακόμη αυτή η οδύνη και ο θάνατος κάνουν πολλούς ανθρώπους να μην συνδέονται με τον κόσμο, ως να ήταν (ο κόσμος) η έσχατη πραγματικότητα.
Μ’ αυτή την έννοια ο Νικόλαος Καβάσιλας, ένας βυζαντινός συγγραφέας του 14ου αιώνα, γράφει πως η οδύνη και ο θάνατος δεν είναι μονάχα κατάρα, ως συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, αλλά είναι και μέσα, που έγιναν δεκτά από το Θεό, για να μην δένεται υπερβολικά ο άνθρωπος με τον κόσμο.
Αλλά μόνον εν Χριστώ η οδύνη και ο θάνατος μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν πλήρως ως μέσα, με τα οποία απελευθερώνεται ο άνθρωπος από την κυριαρχία της αμαρτίας και νικά την οδύνη και το θάνατο. Γιατί μόνο ο Χριστός έζησε μέσα στον κόσμο μια ζωή ανέγγιχτη από την αμαρτία της αποκλειστικής σύνδεσης με τον κόσμο.
Μετά την αρχική πτώση, οι ανάγκες του ανθρώπου, που πρέπει να ικανοποιηθούν διά του κόσμου, ασκούν πάνω του μια τέτοια επιρροή, ώστε να μεγαλοποιεί την ικανοποίησή τους, με τόσο εγωιστικό τρόπο, που να ξεχνά το Θεό και τους ομοίους του και να δένεται ολοκληρωτικά με τον κόσμο, με τρόπο σχεδόν απόλυτο και πλήρως εγωιστικό. Οι Πατέρες εκφράζουν αυτή την κατάσταση λέγοντας, πως οι ανάγκες της πείνας, της δίψας, της κόπωσης, άρχισαν να ικανοποιούνται με αμαρτωλό τρόπο και πως ο φόβος του θανάτου έσπρωξε τον άνθρωπο ακόμη περισσότερο προς το αποκλειστικό δέσιμό του με τον κόσμο. Μόνο ο Χριστός δεν ικανοποίησε αυτές τις ανάγκες, με τρόπο αμαρτωλό, γιατί ούτε άφησε να γλιστρήσουν προς την απόλαυση, ούτε ο ίδιος αφέθηκε να παρασυρθεί από τον φόβο του θανάτου σε πράξεις δειλίας. Μόνο ο Χριστός έζησε τη ζωή και υπέφερε το θάνατο ως καθαρή θυσία, που πρόσφερε στο Θεό Πατέρα εν ονόματι των ανθρώπων. Για να ικανοποιήσει τις αυστηρά απαραίτητες ανάγκες του και για να υπομείνει το θάνατο, έβαλε τόσο μεγάλη πνευματική δύναμη, που νίκησε αυτές τις ανάγκες, ελευθερώνοντας την ανθρώπινη φύση από την αμαρτία και ανασταίνοντάς την από το θάνατο. Κι αυτό χάρη στο γεγονός πως η θεία υπόσταση ισχυροποιούσε την ανθρώπινη φύση του, για να ικανοποιήσει τις ανάγκες και να υπομείνει το θάνατο χωρίς αμαρτία, χωρίς, παρ’ όλα αυτά, να αχρηστεύεται η προσπάθεια της ανθρώπινης φύσης.
Έτσι, ο σταυρός του Χριστού, όταν υπομένεται μέσα στον κόσμο, γίνεται το πανίσχυρο όπλο, που νικά την αμαρτία και το θάνατο και σώζει τον άνθρωπο και τον κόσμο. Ο σταυρός του Χριστού φανερώνει ξανά και αποκαθιστά πλήρως το θετικό νόημα του κόσμου, γιατί ο Χριστός έδειξε οριστικά, πως ο σταυρός δεν είναι η έσχατη στιγμή της ύπαρξης, αλλά δι’ αυτού φθάνουμε στο Θεό, στην αιώνια ζωή, και ο κόσμος αποκαλύπτεται έτσι, όχι ως η έσχατη πραγματικότητα, αφού, πάνω απ’ αυτόν, φανερώνεται ο Θεός με την άπειρη ζωή του. Ταυτόχρονα ο σταυρός του Χριστού αποκαλύπτει πως ο κόσμος είναι αναγκαίος, γιατί μόνο μέσα απ’ αυτόν, υποφέροντας μέσα του και αγωνιζόμενοι ενάντια στον εγωισμό, φτάνουμε στο Θεό.
Ο σταυρός του Χριστού φανερώνει, λοιπόν, δύο πράγματα: από τη μια μεριά παρουσιάζει τον κόσμο, όχι ως την έσχατη και απόλυτη πραγματικότητα, αλλά ως την προτελευταία πραγματικότητα, την εξαρτημένη από το Θεό. Από την άλλη, κάνει να απλώνεται πάνω στον κόσμο, από μέρους του Θεού, μια αιώνια αξία. Δι’ αυτού χαλαρώνεται η αλυσίδα της αμαρτίας, που δένει τον άνθρωπο με τον κόσμο με τρόπο εγωιστικό και απόλυτο, και νικιέται ο θάνατος. Ο σταυρός νικά τήν αμαρτία και τον θάνατο, γιατί δείχνει και αποδείχνει πως αυτός ο κόσμος της οδύνης και του θανάτου, δεν είναι έσχατη πραγματικότητα, αλλά πάνω απ’ αυτήν υπάρχει ο Θεός, ο αιώνιος και αληθινός στην ύπαρξή του, που ανυψώνει τον κόσμο στην αιώνια ζωή του, απελευθερώνοντάς τον από το θάνατο και την ανεπάρκειά του.
Έτσι ο σταυρός του Χριστού δεν είναι μια ουσιαστική και οριστική άρνηση του κόσμου και του ανθρώπου. Γίνεται παράγοντας, που δείχνει πώς ο κόσμος, ανεπαρκής καθεαυτόν, ανακτά το πλήρες νόημά του, μέσα στην πληρότητα του Θεού. Δείχνει πως ο κόσμος είναι προορισμένος να ολοκληρωθεί μέσα στην πραγματική και αιώνια ύπαρξη του Θεού. Εκπέμπει το θείο φως πάνω στον κόσμο, μεταμορφώνοντάς τον εκ των προτέρων. Διακόπτει τη σύνδεση με τον κόσμο ως την έσχατη πραγματικότητα· αλλά γι’ αυτό ακριβώς εξασφαλίζει στην ύπαρξη του ανθρώπου και του κόσμου μια αιώνια ύπαρξη, ενώνοντάς τες με τον Θεό.
Διά του σταυρού του, ο ενσαρκωμένος Θείος Λόγος, φανερώνει ξανά τον πλήρη και αιώνιο λόγο του κόσμου και της ανθρώπινης ζωής, που τα σκιάζει ο θάνατος. Ο Άγ. Αθανάσιος λέγει: «Η αυτή μέντοι Σοφία του Θεού εστίν, ήτις πρότερον μεν διά της εν τοις κτίσμασιν εικόνος εαυτής δι’ ην και λέγεται κτίζεσθαι, εφανέρου εαυτήν και δι’ εαυτής τον εαυτής Πατέρα- ύστερον δε αυτή, ούσα Λόγος, γέγονε σαρξ, ως είπεν ο Ιωάννης, και μετά το καταργήσαι τον θάνατον και σώσαι το γένος ημών έτι και πλέον απεκάλυψεν εαυτόν τε και δι’ εαυτού τον εαυτού Πατέρα» (Κατά Αρειανών, Λόγος Β’., Β.Ε.Π. τ. 30, σελ. 248).
Ο Χριστός, ο ενσαρκωμένος Θεός, νικά το θάνατο, ακόμη και από μόνο το γεγονός, πως τον βαστάζει με την δύναμη της υπομονής της καθαρής από κάθε εξέγερση και νικά τις ανάγκες της πείνας, της δίψας, της κόπωσης, του πόνου, από μόνο το γεγονός πως δεν πέφτει στο αμάρτημα της υπέρμετρης ικανοποίησής τους.
Γι’ αυτό το λόγο στην Ανατολή, ο σταυρός του Χριστού, ως πάθος δίχως την αμαρτία του θανάτου και ως συγκράτηση των αναγκών, είναι το μέσο της κατανίκησής τους και όχι η ακραία μορφή της ανθρώπινης αδυναμίας, όπως είναι ο σταυρός των ανθρώπων, που δεν γνωρίζουν τον Χριστό. Το ξεπέρασμα του σταυρού διά της αναστάσεως δεν έρχεται μετά το τελικό σημείο εξάντλησης του θανάτου έξω απ’ Εκείνον, από τον Πατέρα μόνο, αλλά και από μέσα του, επειδή υπομένει το θάνατο με τη δύναμη μιας υπομονής χωρίς εξέγερση, αφού προηγουμένως έχει χαλιναγωγήσει τις ανάγκες της πείνας, της δίψας, της κόπωσης, χωρίς να πέσει στο αμάρτημα της ηδονής.
Η δύναμη του Χριστού, που φανερώθηκε στο σταυρό, ήταν μια δύναμη που νίκησε τη φ6ορά του κόσμου μέσα στο ίδιο Του το σώμα. Μ’ αυτό τον τρόπο ο σταυρός, που σήκωσε ο Χριστός, οδηγεί στην Ανάσταση.
Γι’ αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία ψάλλει: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος». Και οι πιστοί κάνουν το σημείο του σταυρού, πεπεισμένοι ότι έτσι θα λάβουν βοήθεια από τη δύναμη του Χριστού, που νίκησε τη φθορά και το θάνατο, πράγματα αλληλένδετα με τον κόσμο. Τον τοποθετούν στην κορυφή των σπιτιών, στα σταυροδρόμια, για να τους προστατεύει από κάθε κακό. Ο ιερέας ευλογεί τους πιστούς με το σταυρό στις εκκλησιαστικές ακολουθίες, πάντοτε υψώνοντάς τον, δείχνοντας πως πρέπει να βασιλεύει και πως βασιλεύει με την πνευματική του δύναμη πάνω σε κάθε τι που υπάρχει μέσα στον κόσμο.
Έχει πάντοτε αυτή τη δύναμη, γιατί είναι μυστικά συνδεδεμένος με την ανάσταση του Χριστού και έτσι είναι μόνιμα παρών μέσα στην ανάσταση. Και είναι πάντοτε παρών στην ανάσταση του Χριστού, γιατί σημαίνει ότι ως άνθρωπος ο Χριστός προσφέρεται ολοκληρωτικά στον Πατέρα. Κι αυτό γινόταν πάντοτε μέσα στον κόσμο με την αποδοχή των οδυνών και το θάνατο, αποδοχή που φανερώνει μεγάλη πνευματική δύναμη. Σ’ αυτό συνίσταται η είσοδος του Χριστού, ως ανθρώπου, στον Πατέρα, αφού είχε διασχίσει πνευματικά τον κόσμο, είσοδος που δεν μπορεί να πραγματωθεί παρά με τη θυσία, όπως λέγει η προς Εβραίους Επιστολή και ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αυτό σημαίνει την πλήρη αποκατάσταση της κοινωνίας του Χριστού ως ανθρώπου με τον Πατέρα, στο βαθμό που δέχεται τις οδύνες και το θάνατο, που είναι αλληλένδετα με τον κόσμο. Ο Ιησούς πραγματοποίησε την αποδοχή παραιτούμενος πλήρως από τον εαυτό του, πράγμα που σημαίνει οδύνη και θάνατο. Αυτή τη δύναμη ο Χριστός τη δίνει και σε μας και μπορούμε και μείς να παραιτηθούμε από τον εαυτό μας και να προσφερθούμε στον Πατέρα, ερχόμενοι έτσι σε κοινωνία μαζί Του, διασχίζοντας τον κόσμο, χωρίς να αποχωριζόμαστε από εκείνον. Ο σταυρός είναι λοιπόν το σημείο κορύφωσης της αγάπης του Χριστού, ως ανθρώπου, προς το Θεό, που φανερώθηκε στο κέντρο του κόσμου. Είναι η αγάπη που φανερώνεται από το γεγονός, πως θεωρεί τον κόσμο ως μια πραγματικότητα διάφανη, για να δούμε το Θεό. Αλλά είναι ακόμη το σημείο φανέρωσης της αγάπης του ως Θεού και ως ανθρώπου για μας. Μέσα από τη δύναμη της αγάπης του, που εκχέεται μέσα μας, μπορούμε και μείς να φανερώσουμε την αγάπη μας προς το Θεό, ζώντας τη σχέση μας με τον κόσμο, ως σχέση με μια πραγματικότητα απαραίτητη, για να καταστήσει τον Θεό διάφανο. Ο σταυρός ως αγαπητική δύναμη, που διαχέεται προς όλες τις κατευθύνσεις, προς το Θεό και προς εμάς, είναι αδιάλειπτα παρών μέσα στον αναστημένο Χριστό και απ’ αυτόν πηγάζει η αγάπη μας προς το Θεό και προς τους ανθρώπους μέσα στον κόσμο.
Γενικά, σύμφωνα με τον άγιο Κύριλλο Αλεξανδρείας, δεν μπορούμε να έλθουμε προς τον Πατέρα, παρά προσφέροντας καθαρή θυσία τον εαυτό μας· γι’ αυτό το σκοπό, ο Χριστός μας παίρνει μέσα Του και εμείς τον παίρνουμε μέσα μας, για να γίνουμε και μείς καθαρή θυσία, όπως Εκείνος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει μια απόλυτη άρνηση του κόσμου, αλλά μια τέτοια σχέση μαζί του, που να μας καταστήσει διάφανο τον Πατέρα, δηλαδή μια σχέση μέσα στην οποία φανερώνεται η δύναμή μας να χρησιμοποιήσουμε, ό,τι μας προσφέρει ο κόσμος, με σωφροσύνη και να υποφέρουμε τις οδύνες του και το θάνατο με υπομονή. Ο κόσμος παίζει, λοιπόν, αναγκαστικά, ένα ρόλο στο σταυρό μας. Δεν καταργείται. Πρέπει να τον χρησιμοποιήσουμε, για να δείξουμε τη δύναμή μας σε σχέση μ’ αυτόν, όχι απλώς τη δύναμη να τον αρνηθούμε, αλλά να τον χρησιμοποιήσουμε ως μια πραγματικότητα δεύτερη κατά την τάξη, με αμείωτη σωφροσύνη και υπομονή. Πέρα απ’ αυτό, αν είναι ένα δώρο του Θεού σε μας, πρέπει νάναι και το δικό μας· δώρο στο Θεό και στους άλλους. Για να μπορούμε να τον χρησιμοποιούμε σαν δώρο, πρέπει να υπάρχει. Χρειάζεται δύναμη πνευματική, για να χρησιμοποιήσουμε τον κόσμο με σωφροσύνη, υπομονή και αγάπη, αλλά αυτή η δύναμη δεν χρειάζεται, αν δεν υπάρχει κόσμος. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ν’ ανεβεί πνευματικά, αν δεν υπάρχει κόσμος, που να μπορεί να προσφερθεί στο Θεό και στους άλλους ως δώρο. Ο σταυρός μάς οπλίζει με δύναμη για να μην είμαστε σκλάβοι των αντικειμένων, αλλά να μαρτυρούμε μέσα απ’ αυτά την αγάπη μας προς το Θεό ως υποκείμενο και τους άλλους ως υποκείμενα.
Σχετικά με αυτό το θέμα ο λόγος του Απ. Παύλου έχει θετική σημασία: «Εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου εμοί κόσμος εσταύρωται καγώ τω κόσμω» (Γαλ. 6,14). Αυτό δεν σημαίνει μια απλή έξοδο από τον κόσμο, αλλά έναν αντι-εγωιστικό «κανόνα», σύμφωνα με τον οποίο ο χριστιανός πρέπει να ζει και να χρησιμοποιεί τον κόσμο (Γαλ. 6,16). Αυτός που σταυρώνεται μαζί με το Χριστό, δεν είναι απλώς νεκρός, αλλά «ζων διά Θεόν», ζων μέσα στον κόσμο. (Γαλ. 3,19). Έτσι, η δύναμη του Χριστού, που λαβαίνουν οι πιστοί όταν τον επικαλούνται, κάνοντας το σημείο του σταυρού, είναι η πλήρης αγάπης δύναμη της ουσιαστικής του κατάστασης, διά μέσου της οποίας Εκείνος απαρνήθηκε τον εαυτό του, ήλθε προς τον Πατέρα και έρχεται πάντοτε στις καρδιές εκείνων, που είναι μέσα στον κόσμο. Και δίνει τη δύναμη να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους μέσα στον κόσμο, με σωφροσύνη και να υπομείνουν το θάνατο όπως Εκείνος. Έτσι προετοιμάζονται και αυτοί για την ανάσταση.
Με τη δύναμη που δεχόμαστε από τη θυσία του Χριστού, δύναμη που είναι ταυτόχρονα και ακριβώς γι’ αυτό ολοζώντανη, οφείλουμε να πραγματοποιήσουμε τη συμβουλή του Απ. Παύλου, «παραστήσαι τα σώματα ημών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ», η οποία είναι ταυτόχρονα «λογική λατρεία», που προσφέρεται στο Θεό (Ρωμ. 12,1). Ο χριστιανός, κάνοντας το σημείο του σταυρού, δεν λαβαίνει μόνο τη δύναμη του Χριστού, για να νικήσει την αμαρτία και να επιτύχει κάθε καλό, αλλά προσφέρει και μια αληθινή λατρεία στο Θεό. Ανυψώνει το πνεύμα του προς Αυτόν και θυσιάζει τα πάντα και τον εαυτό του στο Θεό. Αλλά αυτό δεν μπορεί να το κάνει παρά μόνο όταν βρίσκεται σε σχέση με τον κόσμο.
Στο σταυρό του Χριστού υπάρχει διαλεκτική κατάφαση του κόσμου, αλλά και υπέρβασή του, αφού θεωρείται όχι ως έσχατη πραγματικότητα, αλλά ως πραγματικότητα εν Θεώ.
Δεν μπορούμε να έλθουμε σε σχέση με το Θεό έξω από τον κόσμο, αλλά διά του κόσμου ως δώρου διάφανου. Όταν, δηλ. τον χρησιμοποιούμε με σωφροσύνη και υπομονή κι έχουμε στη σκέψη μας το Θεό, ως αληθινό Σωτήρα της ύπαρξής μας. Πρέπει να βρισκόμαστε αδιάκοπα σε σχέση με τον κόσμο, για να μπορούμε και αδιάκοπα να τον προσφέρουμε στο Θεό και στους άλλους, για να ασκηθούμε σ’ αυτή την πνευματική δύναμη,
Ο σταυρός του Κυρίου δεν μάς αποκαλύπτει το πλήρες νόημά του, χωρίς την ενσάρκωσή Του και την ανάστασή Του. Αν ο σταυρός σήμαινε απλώς μια άρνηση του σώματος και του κόσμου, ο Κύριος δε θα είχε ενσαρκωθεί. Ενσαρκώθηκε για να αγιοποιήσει διά του σταυρού το σώμα του και το σώμα μας. Για να προσφέρει μαζί με τον κόσμο στο Θεό και για να τα οδηγήσει αγιασμένα διά της αναστάσεως στην αιώνια ζωή. Ο αγ. Αθανάσιος λέγει: «Όθεν ό του Θεού Λόγος δι’ εαυτού παρεγένετο, ίν’ ως εικών ων του Πατρός τον κατ’ εικόνα άνθρωπον ανακτίσαι δυνηθή» (Περί ενανθρωπήσεως του Λόγου, Β.Ε.Π. τ. 30, σελ. 85).
Το γεγονός πως ο ίδιος ο Υιός του Θεού γίνεται άνθρωπος, συμφιλιώνει ξανά τους ανθρώπους με το Θεό, διά του σταυρού και ανασταίνει την φύση μας, δηλαδή εμάς τους ίδιους, στην αιώνια ζωή εν Θεώ, αποδεικνύει την αιώνια αξία που έχει η ύπαρξή μας για Εκείνον και το ρόλο του σταυρού ως μέσου, γι’ αυτή την ανακαίνισή μας στην αιωνιότητα.
Ο άγιος Αθανάσιος λέγει ακόμη πως ο Υιός του Θεού ήλθε ως ιατρός και Σωτήρ για να θεραπεύσει και να σώσει την δημιουργία Του. Γι’ αυτό το λόγο αναλαμβάνει το ανθρώπινο σώμα, για να το θεραπεύσει από μέσα, με την θεία του δύναμη, αλλά επίσης με την ανθρώπινη προσπάθεια, που δυνάμωσε εσωτερικά με τη θεία δύναμη. Ο σταυρός δυναμώνει τον άνθρωπο.
Με αφετηρία τους λόγους του Απ. Παύλου, πως οφείλουμε να αυξηθούμε πνευματικά, για να εννοήσουμε «ποιό είναι το μήκος, το πλάτος, το βάθος και το ύψος της αγάπης του Χριστου» (Εφεσ. 3,18), ο άγ. Αθανάσιος λέγει: «Ο Λόγος απλώνεται παντού: ψηλά, στη δημιουργία· χαμηλά, στην ενσάρκωση· σε βάθος, μέσα στην κόλαση· σε πλάτος, μέσα στον κόσμο. Όλα είναι γεμάτα από τη γνώση του Θεού. Γι’ αυτό το λόγο, δεν πρόσφερε το σώμα του αμέσως μετά τον ερχομό του, θανατώνοντάς το, ανασταίνοντάς το και κάνοντάς το αόρατο. Αλλά έμεινε μέσα στο σώμα, πραγματοποίησε μεγάλα έργα και σημεία, που κανένας άνθρωπος δεν έκανε και έτσι φανερώθηκε ως Λόγος του Θεού». Αποκάλυψε μ’ αυτό τον τρόπο τη σημασία της ζωής και της προσπάθειας του ανθρώπου μέσα στον κόσμο, ως ευκαιρίας να νικήσει την αμαρτία της προσκόλλησης στον κόσμο, που θεωρείται ως η έσχατη πραγματικότητα, και με το να πράττει το καλό, να οδεύει προς το Θεό.
«… υπέβαλεν εαυτόν διά σώματος φανήναι ο Λόγος, ίνα μετενέγκη εις εαυτόν ως άνθρωπος τους ανθρώπους, και τας αισθήσεις αυτών εις εαυτόν αποκλίνη, και λοιπόν εκείνους ως άνθρωπον αυτόν ορώντας δι’ ων εργάζεται έργων, πείση μη είναι εαυτόν άνθρωπον μόνον, αλλά και Θεόν και Θεού αληθινού Λόγον και σοφίαν».(Περί Ενανθρωπήσεως του Λόγου, P.G.25, σελ.124)
Διά του σταυρού έδειξε, πως μέσα στο ανθρώπινο σώμα νικιέται το αμάρτημα της προσκόλλησης στον κόσμο ως έσχατης πραγματικότητας· δηλαδή, διά του σταυρού, τον οποίο υπέμεινε έν σώματι, νίκησε την ανθρώπινη αδυναμία που εκδηλώνεται με την προσκόλληση στον κόσμο, ωσάν να είναι η έσχατη πραγματικότητα και με τη δειλία του εγωισμού. Αλλά αποδείχτηκε και Θεός διάφανος, που ήλθε σε κοινωνία με τους ανθρώπους, δείχνοντας πως οι οδύνες και ο θάνατος —που συγκρατούν την αμαρτία στους ανθρώπους— μπορούν να νικηθούν, όταν αποδεχθούμε τη ζωή και το θάνατο ως θυσία, που προσφέρει τα πάντα στο Θεό και φθάνουν έτσι στο Θεό.
(Πρωτ. Δημητρίου Στανιλοάε, «Στο φως του Σταυρού και της Αναστάσεως», εκδ. Ι. Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος-Κύμη, σ. 11-26)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου