Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

Το Δόγμα της Αγίας Τριάδας


Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou

Πρόλογος
Υπάρχουν στο διαδίκτυο, ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το δόγμα της Αγίας Τριάδας,  τα οποία προβάλλονται από ανθρώπους αντιτριαδικούς. Μάλιστα, πιστεύουν ότι με αυτές τις ερωτήσεις το αναιρούν, γράφοντας ότι «[…]μένουν αναπάντητες από τους τριαδικούς […]». Επίσης, ισχυρίζονται ότιτο «[…] δόγμα αυτό μορφώθηκε από ανθρώπους στα πρώτα χρόνια της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας […]».

Βέβαια, εμείς σε παλαιότερη ανάρτηση είχαμε δείξει ότι αυτό το δόγμα υπάρχει ανέκαθεν στην εκκλησία, αν και από μια εποχή και μετά επικράτησαν οι σχετικοί όροι, όταν πια αυτό διατυπώθηκε και επίσημα (Η Τριαδικότητα του Θεού και η θεότητα του Χριστού, πριν την Α’ Οικουμενική το 325 μ Χ.). 


Το μέγα αυτό μυστήριο της Πίστεως αναφέρεται αμυδρά και συνεσκιασμένα στην Παλαιά Διαθήκη, διατυπώνεται όμως σαφέστατα στα κείμενα της Καινής Διαθήκης αλλά και στα κείμενα των συνεχιστών των αγίων αποστόλων, και διατυπώνεται με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια στο Σύμβολο της Πίστεως. Αυτοί που λένε αυτά τα πράγματα ανήκουν στον πεντηκοστιανό κίνημα των Jesus Only, αναβιώνουν αρχαίες αιρετικές δοξασίες, στις οποίες η Εκκλησία έχει δώσει απαντήσεις εδώ και αιώνες.

Μοναρχιανισμός

Η ετερόδοξη Εγκυκλοπαίδεια «Παγκόσμια Πεντηκοστή», αναφέρει ότι το κίνημα των Jesus Only έχει να κάνει με τον Μοναρχιανισμό· «[…] ο F. Ewart άρχισε να διδάσκει την ταύτιση Χριστού- Θεότητας και ένας πιστός της «αντικοσμικής μερίδας», ονόματι John G. Scheppe, μετά από μια νύχτα προσευχής έλαβε την «αποκάλυψη» ότι υπάρχει δύναμη στο «Όνομα του Ιησού» […] το Τριαδικό δόγμα άρχισε να αμφισβητείται. Έτσι, το Τριπρόσωπο της Θεότητας αντικαταστάθηκε από το Τρισυπόστατο. 

Δηλαδή, θεωρούντες ότι η Τριαδικότητα του Θεού συνδέεται με την Τριθεία, αρνήθηκαν ότι ο Θεός έχει τρία πρόσωπα, δεχόμενοι τρεις υποστάσεις […]. Η «νέα διδαχή» έφερε τεράστια αναστάτωση στην Πεντηκοστή […] θέτουν ως βάση δεδομένου την ενότητα του θεού και ζητούν να στηρίξουν, να ερμηνεύσουν και να κατανοήσουν το Τρισυπόστατο […] Οι μεν «Ενωτικοί» οδηγήθηκαν στο Μοναρχιανισμό, δηλ. τον Ένα Πατέρα Θεό που διευθύνει- εκπορεύει το Λόγο και το Άγ. Πνεύμα, και τον Σαβελλιανισμό, δηλ. την ταύτιση των τριών υποστάσεων- προσώπων […] (σελ. 616- 619).

Αυτή όμως η «αποκάλυψη» δεν είναι τίποτα άλλο παρά παλαιότερες αιρετικές διδασκαλίες που έχουν καταδικαστεί από τον στύλο και την βάση της αλήθειας, που είναι η Εκκλησία, κατά τον απ Παύλο (Α’ Τιμοθέου, γ 15).

Περί του Μοναρχιανισμού λοιπόν ο λόγος. Ας δούμε τι πίστευαν σε γενικές γραμμές οι αρχαιότεροι αιρετικοί.

Διαβάζουμε στον πρώτο τόμο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Βλ. Φειδά, ότι ο Μοναρχιανισμός δίδασκε ότι «[…] τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδας αποτελούν «μοναρχία», «μονάδα», ένα πρόσωπο, το οποίο ταυτίζονταν πάντοτε με τον Πατέρα». Ο Μοναρχιανισμός υποδιαιρείτο «[…] στους Υιοθετιστές ή αλλιώς Δυναμικούς μοναρχιανιστές […] οι οποίοι αρνούντο την κατά φύση θεότητα του Υιού και εδέχοντο ότι ο Χριστός έλαβε απλώς θεία δύναμη ή και υιότητα κατά υιοθεσία […]», και στους Πατροπασχίτες «[…] οι οποίοι συνέφυραν τη θεότητα του Υιού στην ουσία του Πατρός και δεν διέκριναν την προσωπική υπόσταση του Υιού από την υπόσταση του Πατρός […] εφόσον θεωρούσαν την ενανθρώπιση του Υιού ως ένα απλό τρόπο υπάρξεως ή φανερώσεως του ιδίου του Πατρός» (σελ. 240- 241).

Οι κυριότεροι εκπρόσωποι των μεν ήταν, ο Αρτέμων, ο Άρειος και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς, ενώ των δε, ο Πραξέας, ο Νοητός, και ο Σαβέλλιος, οι οποίοι ανέπτυξαν περαιτέρω τις βασικές θέσεις του Μοναρχιανισμού. Στον Μοναρχιανισμό βασίστηκαν και οι λοιπές αιρέσεις που είτε αρνούνται την θεότητα του Υιού, είτε του Αγίου Πνεύματος.


Τι πιστεύει η Ορθοδοξία για την Τριάδα

Σε αυτά, η Εκκλησία απάντησε επίσημα με τις Οικουμενικές συνόδους. Είναι πολύ σημαντικό να τονίσουμε ότι η αλήθεια είναι κατατεθειμένη στην Εκκλησία άπαξ από τον ίδιο τον ιδρυτή της, τον Ιησού Χριστό, δια των αγίων αποστόλων. Υπάρχει στην συνείδηση του πιστού λαού. Επειδή όμως κάποια αρρωστημένα μέλη της Εκκλησίας προσβάλουν την άπαξ αποκαλυφθείσα αλήθεια (συνήθως όταν προσπαθούν να ερμηνεύσουν την Θεία Αποκάλυψη δια της ανθρώπινης φιλοσοφίας) προβάλλοντας μια άλλη «αλήθεια» που όμως είναι κάτι νέο και ξένο, η Εκκλησία προκειμένου να απαντήσει στις κακοδοξίες, πολλές φορές χρησιμοποιεί νέα ορολογία για να εκφράσει την ήδη παραδεδομένη πίστη της και να γίνει κατανοητή και σαφής, με σκοπό να βοηθήσει.

Η Εκκλησία επομένως, δεν εφηύρε νέο δόγμα, αλλά συνόψισε την ήδη υπάρχουσα αλήθεια μέσα από την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία της. Έτσι, «[…] το έργο των Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας ευρίσκεται σε άμεση σχέση προς το έργο των Συνόδων, είτε αυτές είναι Οικουμενικές είτε τοπικές» (Πατρολογία Στ. Παπαδόπουλου, Ά τόμος σελ. 67), και «[…] Η Σύνοδος με το φωτισμό βεβαίως του Πνεύματος διακρίνει την ήδη εκφρασθείσα ορθή λύση (την εμπειρία της αληθείας επί του προκειμένου θέματος), τη διατυπωθείσα ορθή θεολογική σκέψη […]» (σελ. 68).

Στο Σύμβολο της Πίστεως διατυπώνεται επίσημα η πίστη στην Τριαδικότητα του Θεού.

«Πιστεύω εις Ένα Θεόν, Πατέρα Παντοκράτορα […] και εις Ένα Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον μονογενή, τον εκ του Πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων· φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί […] Και εις το Πνεύμα το Άγιον, το Κύριον, το Ζωοποιόν, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον, το συν Πατρί και Υιώ συμπροσκυνούμενον και συνδοξαζόμενον […]».

Ο Χ. Ανδρούτσος, στην δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας, αναφέρει σχετικά: «Κατά την πίστιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο εις Θεός την ουσίαν είναι Τριαδικός τας υποστάσεις, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα. Τα τρία ταύτα πρόσωπα δεν είναι ούτε όψεις ή εκφάνσεις της μίας θεϊκής ουσίας, ως εξεδέχετο ο Σαβελλιανισμός, ούτε αυθυπόστατα κέντρα ή μορφαί αποκαλύψεως, εν οις μερίζεται ή εκφράζεται αδιακρίτως εν εκάστω σύνολος η θεία ουσία, ώστε να αποτελώνται τρείς θεοί αντί ενός, αλλά είναι τρόποι της αιδίου υπάρξεως του ενός Θεού […] πάσαι αι θείαι ιδιότητες αι εν τω Θεώ Πατρί συνυπάρχουσιν αι αυταί εν τω Θεώ Λόγω και εν τω Θεώ Πνεύματι, ουδέν ήττον ούτε τρεις Θεοί αποτελούνται, ούτε συγχέονται ή συναλείφονται τα πρόσωπα. Ο Πατήρ διακρίνεται των άλλων προσώπων, καθόσον γεννά φύσει αιδίως τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα, ο Υιός, καθόσον γεννάται εκ του Πατρός, και το Άγιον Πνεύμα, καθόσον εκπορεύεται παρά του Πατρός […] ενυπάρχουσι εν αλλήλοις ασυγχύτως […]» (σελ 72- 73).

Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εκφράζει ως εξής την πίστη στην Αγία Τριάδα· «Ένα Θεό προσκυνώ, αλλά λατρεύω και τρεις υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, όχι τρείς θεούς αλλά ένα, όχι διηρημένες υποστάσεις αλλά ενωμένες. Δεν προσφέρω τρείς προσκυνήσεις, αλλά μια, όχι στην κάθε υπόσταση χωριστά, αλλά ενιαία στις τρεις υποστάσεις, ως ένα Θεό, προσφέρω μία προσκύνηση» (Γ’ Λόγος περί των ιερών εικόνων, ΕΠΕ 3, σελ. 205).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος την εκφράζει ως εξής· «Όταν αναφέρω τον Θεόν, ας σας φωτίζουν ένα και ταυτοχρόνως, τρία φώτα. Τρία μεν λόγω των ιδιοτήτων, δηλαδή των υποστάσεων […] Ένα δε λόγω της ενότητος της ουσίας, δηλαδή της θεότητος. Διότι διαιρούνται, ενώ παραμένουν αδιαίρετα, δια να το είπω έτσι, και ενώνονται, ενώ παραμένουν διηρημένα. Διότι η θεότις είναι εν, το οποίον διακρίνεται εις τρία, και τρία τα οποία είναι ένα» (Λόγος εις τα άγια Φώτα, ΕΠΕ 5, σελ. 91).

Ο Μ. Αθανάσιος εκφράζεται ως εξής· «Των Χριστιανών όμως η πίστις γνωρίζει την μακαρίαν Τριάδα ως άτρεπτον και τελείαν και ως πάντοτε έχουσα έτσι, και ούτε προσθέτει κάτι περισσότερον, ούτε πιστεύει ότι κάποτε υπήρξε ελλιπής, διότι οποιοδήποτε απ’ αυτά τα δύο είναι δυσσεβές. Δια τούτο την εκλαμβάνει ως ανεξάρτητον από τα δημιουργήματα, προσκυνεί δε αυτήν αδιαίρετον, φυλάττουσα την ενότητα της θεότητος» (Κατά Αρειανών Α’, ΕΠΕ 2, σελ. 81).

Όπως αναφέρει ο πατρολόγος Στ. Παπαδόπουλος, ο Μ. Αθανάσιος «[…] επισήμανε τον ρόλο του Πατέρα ως αρχής και πηγής, τον ρόλο του Υιού ως δημιουργού και τον ρόλο του Πνεύματος που ενεργεί στα πάντα […] Τριάς τοίνυ αγία και τελείαν εστί, εν Πατρί και Υιώ και αγίω Πνεύματι θεολογούμενη […] ομοία δε εαυτή και αδιαίρετος εστί τη φύσει […] Ο γαρ Πατήρ δια του Λόγου εν Πνεύματι αγίω τα πάντα ποιεί και ούτως η ενότης της Αγίας Τριάδος σώζεται και ούτως εις Θεός εν τη Εκκλησία κηρύττεται […]» (Β’ τόμος πατρολογίας, σελ. 291-292).

Ο Μ. Βασίλειος «[…] δεχόμενος διακεκριμένες και ομοούσιες τις θείες υποστάσεις, θεμελίωνε τώρα για πρώτη φορά την ιδιαίτερή τους ύπαρξη στις αποκλειστικές ιδιότητές (ή προσόντα) τους. Έτσι η Εκκλησία βρήκε πειστικό λόγο για την διδασκαλία της ότι το κάθε πρόσωπό της αγίας Τριάδας αποτελεί ιδιαίτερη υπόσταση, ενώ συγχρόνως και τα τρία έχουν κοινή φύση […] η ουσία νοείται ως το κοινόν και οι υποστάσεις ως το ίδιον (ή ιδιάζον) […] ο Βασίλειος υπογράμμισε την κοινότητα (ταυτότητα) της ουσίας των τριών υποστάσεων και άρα την ομοτιμία και την ισότητά τους, ώστε να αποκλείεται κάθε είδος φυσικής ή χρονικής μεταξύ τους ιεραρχήσεως […]» (ίδιο έργο σελ. 374- 376).

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως εξής· «[…] ένας Κύριος σε τριάδα υποστάσεων, μη διαιρούμενος κατά τη φύση, τη βουλή, και τη δόξα, τη δύναμη, την ενέργεια και όλα τα γνωρίσματα της θεότητος» (Δεκάλογος της Νομοθεσίας κατά Χριστόν, ΕΠΕ .

Ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων ως εξής· «Η ελπίδα μας στηρίζεται στον Πατέρα στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα. Δεν ομολογούμε τρείς θεούς- ας κλείσουν το στόμα τους οι Μαρκιωνιστές- αλλά με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, δια του Ενός Υιού, ομολογούμε Έναν Θεό. Δεν χωρίζουμε την Αγία Τριάδα, όπως μερικοί, ούτε τη συγχέουμε, όπως ο Σαβέλλιος […]» (16η Κατήχηση, Β’ τόμος Γ. Μαυρομάτη, σελ. 423).

Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης ως εξής· «[…] εις εστί ο Θεός, όσο δε κατά την οικονομίαν, τριχής η επίδειξις […]» (ΒΕΠΕΣ 6, 16).

Πολλά χωρία μπορούμε να παρουσιάσουμε, όχι μόνο από την Καινή Διαθήκη, αλλά και από την Παλαιά. Εμείς θα αναφέρουμε μερικά από την Καινή Διαθήκη και πάλι ενδεικτικά.

«Πορευθέντες λοιπόν μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος […]» (Ματθαίος, κη 19).

Το ότι λέει «στο όνομα» και όχι «στα ονόματα» δηλώνει την μία φύση της Θεότητας. «Εν δε όνομα των τριών, υποδηλούν την μιαν φύσιν της Αγίας Τριάδος (Ζιγαβηνός).

Ενώ, ο Μ. Βασίλειος επισημαίνει ότι δεν θα ήταν ποτέ δυνατό να βαπτιζόμαστε στο όνομα ενός κτίσματος! «Το δε βάπτισμα ημών εστί […] εις όνομα Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, ουδενός κτίσματος […]».

Ο Π. Τρεμπέλας, αναφέρει· «[…] Η περί της θεότητος ως Πατρός, Υιού, και Αγίου Πνεύματος πίστις είναι τόσον παλαιόν, όσον και αυτή η χριστιανική κοινωνία. Ότι ο θείος Παύλος εισηγείται ταύτην παράβαλε Α’ Κορ. ιβ 4-6, Β’ Κορ. ιγ 13. Ως προς δε τον Πέτρον παράβαλε Α’ Πέτρου α 2 […] υπάρχουσι και άλλα χωρία, άτινα δύνανται να προστεθώσι: Β Θες/κεις β 13- 15, Εφες. β 18, γ 14-17, Εβραίους στ 4-6» (Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον, σελ. 509).

Ο άγιος Ιππόλυτος Ρώμης, μάλιστα πριν την Α’ Οικουμενική, βλέπει καθαρά το Τριαδικό του Θεού στο χωρίο του Ματθαίου που ήδη παραθέσαμε· «[…] πας ος αν τι τούτων εκλίπη, τελείως Θεόν ουκ εδόξασεν. Δια γαρ της Τριάδος ταύτης Πατήρ δοξάζεται. Πατήρ γαρ ηθέλησε, Υιός εποίησεν, Πνεύμα εφανέρωσεν» (ΒΕΠΕΣ 6,18).

Κατά την βάπτιση του Ιησού Χριστού, στα άγια Θεοφάνεια, έχουμε την φανέρωση των τριών υποστάσεων του Ενός Θεού και μάλιστα ταυτόχρονα. Βλέπουμε τον Ιησού (που είναι ο Λόγος που ενανθρώπισε) να βαπτίζεται στο νερό, ακούμε την φωνή του Πατέρα από τον ουρανό να λέει «Ούτος είναι ο Υιός μου ο αγαπητός, εις τον οποίον ευηρεστήθην» (Ματθαίος, γ 17), και βλέπουμε το Άγιο Πνεύμα να εμφανίζεται «ως περιστερά». Όπως παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «Το Πνεύμα ου φύσει ανέλαβε περιστεράς. Δια τούτο και ο ευαγγελιστής ουκ είπεν ότι εν φύσει περιστεράς, αλλά εν είδει περιστεράς […]» (Υπόμνημα εις το Κατά Ματθαίον, Π. Τρεμπέλας, σελ. 64).

Ο άγιος Ισίδωρος Πηλουσιώτης αναφέρει για το γεγονός· «[…] να φανερώσει τη θεία και προσκυνητή Τριάδα της Θεότητας, που γνωρίζεται από τις ιδιαίτερες υποστάσεις της […] ενώ βαπτιζόταν ο Υιός, ο Πατέρας επιβεβαίωσε ότι είναι ο Υιός του, και το Άγιο Πνεύμα πετώντας από πάνω έδειχνε ότι αυτός που βαπτίζεται είναι ομοούσιος με το ίδιο και με τον Πατέρα» (Επιστολή 67, ΕΠΕ 1).

Το δόγμα της Τριάδος αρνούνταν ο αιρεσιάρχης Άρειος εφόσον «[…] εισάγει στην θεολογία την φιλοσοφική θεώρηση του «αγεννήτου» και ειδικά στην ζωή της Τριάδας την αρχή του χρόνου […]», τοποθετώντας έτσι εντός του χρόνου ότι γίνεται στους κόλπους της Τριάδας. (Β τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ 269)



Για τον Θεό Πατέρα

Χαρακτηριστικά είναι τα παρακάτω αποσπάσματα, το ένα από τον άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων και το άλλο από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.

«[…] Δεν πρέπει να πιστεύουμε μόνο σε Έναν Θεό, αλλά να δεχόμαστε με ευσέβεια ότι Αυτός είναι και Πατέρας του Μονογενούς Κυρίου μας Ιησού Χριστού [...] «ο Κύριος είπε προς εμέ, Υιός μου είσαι σύ• εγώ σήμερον σε εγέννησα’’ (Ψαλμός β 7) […] Γιατί μόλις πούμε τη λέξη «Πατέρας», έρχεται στο νου μας και ο Υιός, όπως ακριβώς μόλις πούμε τη λέξη «Υιός», αμέσως εννοούμε και τον Πατέρα […] ονομάσαμε τον Θεό Πατέρα, ώστε όταν έχουμε στον νου τον Πατέρα, να φέρνουμε στον νου μας και τον Υιό. Διότι μεταξύ του Πατέρα και του Υιού δεν μπορεί να παρεμβληθεί κανένα δημιούργημα […] Δεν έγινε Πατέρας κάποια στιγμή, αλλά είναι πάντοτε Πατέρας του Μονογενούς Υιού. Γιατί δεν ήταν πρώτα άτεκνος, άλλαξε γνώμη, και έγινε μετά Πατέρας, αλλά πριν από κάθε άλλη ύπαρξη και πριν από κάθε τι το αισθητό, πριν από τη δημιουργία του χρόνου και των αιώνων, ο Θεός έχει το αξίωμα της πατρότητος, και σεμνύνεται περισσότερο γι’ αυτό παρά όλα τα υπόλοιπα αξιώματά Του. Δεν έγινε Πατέρας από κάποιο πάθος, ούτε με τον τρόπο της απόρροιας, ούτε με κάποια μείωση ή αλλοίωσή Του, γιατί «Πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον είναι άνωθεν καταβαίνον από του Πατρός των φώτων, εις τον οποίον δεν υπάρχει αλλοίωσις ή σκιά μεταβολής» (Ιακώβου, α 17) […]» (Από την 7η Κατήχηση του αγίου Κυρίλλου, πρώτος τόμος Γ. Μαυρομάτη).

«[…] Δεν έχει αρχή στην ύπαρξή Του, για να αρχίσει να είναι και Πατέρας και Βασιλιάς, αλλά καθώς πάντοτε υπάρχει, είναι πάντοτε και Πατέρας και Βασιλιάς, χωρίς να λάβει ποτέ αρχή να είναι Πατέρας και Βασιλιάς […] πάντοτε και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα συνυπάρχουν κατά την ουσία ως υποστάσεις με τον Πατέρα […] η σχέση μεταξύ των τριών Προσώπων υποδηλώνει τη συνύπαρξή Τους και δεν επιτρέπει αυτά, των οποίων είναι και λέγεται σχέση, να θεωρούνται μεταγενέστερα το ένα από το άλλο» (Άγιος Μάξιμος, «Ερμηνεία εις το Πάτερ ημών»).


Για τον Υιό και Λόγο

Και πάλι θα αναφέρουμε ορισμένα από όσα λέει ο άγιος Κύριλλος Ιεροσολύμων.

«[…] Ακούγοντας πάλι Υιό, μη Τον νομίσεις θετό, αλλά φυσικό Υιό, Υιό μονογενή, ο Οποίος δεν έχει άλλο αδελφό, γι’ αυτό ακριβώς ονομάζεται και μονογενής […] να μην νομίσεις ότι είναι καταχρηστικά Υιός, αλλά ότι είναι αληθινός Υιός, φυσικός Υιός, άναρχος, που δεν έγινε προοδευτικά από δούλος Υιός, αλλά είναι Υιός που γεννήθηκε προαιώνια, κατά ανεξερεύνητο και ακατανόητο τρόπο […] Είναι, λοιπόν, Υιός του Θεού, από τη φύση Του και όχι με υιοθεσία, Υιός που γεννήθηκε από τον Πατέρα […] Όταν πάλι ακούσεις ότι ο Θεός γεννάει, μη φανταστείς σωματική γέννηση, για να μην πέσεις έτσι σε ασέβεια. Ο Θεός είναι Πνεύμα, και η γέννηση είναι πνευματική […] 
Ο Πατέρας γέννησε τον Υιό, όχι όπως στους ανθρώπους, γεννάει ο νους τον λόγο. Γιατί σε μας ο νους είναι ενυπόστατος, ενώ ο λόγος, μόλις ειπωθεί και σκορπιστεί στον αέρα, χάνεται. Εμείς όμως, γνωρίζουμε, ότι ο Χριστός γεννήθηκε Λόγος, όχι προφορικός, αλλά ενυπόστατος, ζωντανός, που δεν ειπώθηκε με χείλη και μετά σκόρπισε στον αέρα, αλλά γεννήθηκε από τον Πατέρα ως υπόσταση, προαιώνια με τρόπο απερίγραπτο. 

Διότι «Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος» (Ιωάννης, α 1), ο Οποίος καθόταν στα δεξιά του Πατέρα. Λόγος, ο Οποίος εννοεί απόλυτα το θέλημα του Πατέρα και ο Οποίος δημιούργησε τα πάντα με τη συγκατάβαση Εκείνου […] Πιστεύουμε, λοιπόν, στον μονογενή Υιό του Θεού, ο Οποίος γεννήθηκε από τον Πατέρα, αληθινός Θεός. Γιατί ο αληθινός Θεός δεν γεννάει ψεύτικα, όπως έχει λεχθεί, ούτε προηγουμένως σκέφτηκε και μετά γέννησε, αλλά γέννησε προαιώνια και πολύ πιο γρήγορα από τα δικά μας λόγια ή νοήματα. Γιατί, εμείς, μιλώντας μέσα στον χρόνο, καταναλώνουμε χρόνο, όμως στη θεία δύναμη, η γέννηση είναι άχρονη» (Από την 11η Κατήχηση, πρώτος τόμος Γ. Μαυρομάτη).

Για την ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου

«[…] Άκουσε τώρα και μια άλλη μαρτυρία της θεότητας του Χριστού, που τώρα τελευταία διαβάστηκε· «Ο θρόνος σου, Θεέ, είναι εις τον αιώνα του αιώνος» (Ψαλμός ΜΕ 6). Και για να μη νομισθεί ότι έφτασε προοδευτικά στην κατάσταση της θεότητας, μετά την ένσαρκη παρουσία Του στη γη, λέει ξεκάθαρα· «διά τούτο έχρισέ σε ο Θεός, ο Θεός σου, έλαιον αγαλλιάσεως υπέρ τους μετόχους σου» (Ψαλμός με 7). Βλέπεις ότι ο Χριστός Θεός, χρίεται από τον Θεό Πατέρα; […] Βλέπεις ότι ο Υιός είναι Θεός που έχει μέσα Του τον Θεό Πατέρα; Και ότι κατά κάποιον τρόπο λέει, αυτό που λέει και το Ευαγγέλιο· «καθώς συ, Πάτερ, είσαι εν εμοί και εγώ εν σοι» (Ιωάννης ιζ 21). Δεν είπε· «Εγώ και ο Πατέρας είμαι ένα», αλλά «Εγώ και ο Πατήρ εν είμεθα» (Ιωάννης, ι 30). Ώστε, ούτε να τους αποξενώσουμε, ούτε να ταυτίσουμε τον Υιό με τον Πατέρα. Είναι «ένα» εξαιτίας του αξιώματος της Θεότητος, επειδή ο Θεός γέννησε Θεό. Είναι «ένα» εξαιτίας της Βασιλείας, γιατί δεν είναι βασιλιάς άλλων ο Πατήρ και άλλων ο Υιός […] Είναι «ένα»  γιατί δεν υπάρχει καμία διαφωνία και διάσταση μεταξύ τους, διότι δεν είναι άλλες οι βουλές του Πατέρα και άλλες του Υιού. Είναι «ένα» επειδή δεν είναι άλλα τα δημιουργήματα του Πατέρα και άλλα του Υιού, αλλά μία είναι η δημιουργία όλων, αυτή που έκανε ο Πατέρας δια μέσου του Υιού […] 
Είναι λοιπόν, αληθινός Θεός ο Υιός, ο Οποίος έχει μέσα Του τον Πατέρα, αλλά που δεν μεταβλήθηκε σε ΠατέραΓιατί δεν έγινε ο Πατέρας άνθρωπος, αλλά ο Υιός. Ας λέγεται ελεύθερα η αλήθεια. Δεν έπαθε ο Πατέρας για μας, αλλά έστειλε Εκείνον που έπαθε για μας. Ούτε να λέμε ποτέ το «υπήρξε εποχή, κατά την οποία δεν υπήρχε ο Υιός». Ούτε να θεωρήσουμε ότι ο Πατέρας είναι και Υιός […] «Όστις είδεν εμέ είδε τον Πατέρα» (Ιωάννης, ιδ 9). Γιατί ο Υιός είναι όμοιος σε όλα με τον Πατέρα. Γεννήθηκε Ζωή από Ζωή, Φως από Φως, Δύναμη από Δύναμη, Θεός από Θεό και βρίσκονται στον Υιό απαράλλακτα όλα τα χαρακτηριστικά της θεότητας […] ούτε χωρίζουμε τον Υιό από τον Πατέρα, ούτε τους ταυτίζουμε. Και ποτέ να μην πεις ότι ο Υιός είναι ξένος από τον Πατέρα, ούτε να πιστέψεις αυτούς που λένε, ότι ο Πατέρας, άλλοτε είναι Πατέρας και άλλοτε Υιός. Γιατί αυτές οι διδασκαλίες είναι ξένες και ασεβείς και δεν είναι διδασκαλίες της Εκκλησίας […]» (Από την 11η Κατήχηση, πρώτος τόμος Γ. Μαυρομάτη ).

«[…] Οι ακροατές των αγίων Ευαγγελίων, ας πιστέψουμε στον Ιωάννη τον Θεολόγο, που είπε· «Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος» (Ιωάννης, α 1). Και πρόσθεσε· «Και ο Λόγος έγινε σαρξ» (Ιωάννης, α 14). Γιατί δεν είναι ευσεβές να Τον προσκυνούμε ως απλό άνθρωπο, ούτε να Τον ομολογούμε μόνο Θεό, χωρίς την ανθρώπινη φύση Του. Γιατί αν ο Χριστός είναι αληθινά Θεός όπως φυσικά και είναι, όμως δεν έχει προσλάβει ανθρώπινη φύση, εμείς δεν είναι δυνατόν να σωθούμε […] ούτε το να λέμε ότι είναι άνθρωπος, χωρίς την θεότητα μας ωφελεί, ούτε το να ομολογούμε μόνο τη θεότητά Του, μας οδηγεί προς τη σωτηρία […]» (Από την 12 Κατήχηση, πρώτος τόμος Γ. Μαυρομάτη).

Στο πρόσωπο του Χριστού έχουμε δύο φύσεις (την θεία και την ανθρώπινη), ενωμένες ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, σε μία υποστατική ένωση. Η διδασκαλία περί των δύο φύσεων απαντά σε όλες τις αιρέσεις που είχαν μονοφυσιτικές τάσεις που αρνούνταν είτε την θεότητα του Χριστού, είτε την ανθρωπότητά Του. Η διδασκαλία περί μιας υποστατικής ένωσης, απαντά στις αιρέσεις που ισχυρίζονταν ότι υπήρχαν δύο Χριστοί, ο άνθρωπος Χριστός και ο Λόγος Χριστός.

Επίσης, είναι σημαντικό να τονιστεί τι σημαίνει ότι ο Λόγος έγινε σάρξ.
Κατά τον Μ Αθανάσιο λοιπόν, «[…] τα χρησιμοποιούμενα ρήματα «εγένετο» και «έλαβε» προϋποθέτουν χρόνο και θεία βούληση. Σημαίνουν κάτι που έγινε στον Λόγο και δια του Λόγου στην διάρκεια της ιστορίας. Το γεγονός ανήκει στην θεία οικονομία και όχι στην 
αϊδιότητα, επομένως όχι στην φύση του Λόγου. Πρόκειται για ενέργεια του Θεού προς τα έξω, όχι για διαδικασία στην ζωή και την φύση της θεότητας. Για αυτό η ενέργεια αυτή, το ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος, δεν επηρεάζει την θεία ουσία του, που μένει άτρεπτη. Δεν γίνεται η ουσία του Λόγου άνθρωπος […] Το γεγονός ότι ο Λόγος έγινε άνθρωπος δεν σημαίνει ότι ετράπη, έγινε, η φύση του Λόγου κάτι άλλο. Αντίθετα, ο Λόγος ήταν πάντα Θεός, είναι πάντα Υιός του Πατέρα και σε ορισμένο χρόνο γίνεται άνθρωπος, άνθρωπος επίσης απόλυτα πραγματικός» (Β’ τόμος πατρολογίας Στ. Παπαδόπουλου, σελ 283).

Ο Λόγος προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, σώμα και ψυχή.



Για το Άγιο Πνεύμα

«Ένα και μόνο είναι το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος. Και όπως είναι Ένας ο Θεός, ο Πατέρας, και δεν υπάρχει δεύτερος Πατέρας, και όπως ακριβώς Ένας είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, και δεν έχει αδελφό, έτσι και το Άγιο Πνεύμα, μόνο Ένα, και δεν υπάρχει δεύτερο Πνεύμα ισότιμο με Αυτό. Το Άγιο Πνεύμα είναι πάρα πολύ μεγάλη δύναμη, είναι κάτι θεϊκό και ανεξιχνίαστο. Ζει, βέβαια, και είναι λογικό και αγιάζει όλα εκείνα που δημιούργησε ο Θεός μέσω του Χριστού. Αυτό φωτίζει τις ψυχές των δικαίων, Αυτό λαλεί μέσω των προφητών, των αποστόλων και της Καινής Διαθήκης […] το Άγιο Πνεύμα, αν και είναι Ένα, και μονοειδές και αδιαίρετο, διανέμει στον καθένα τη Χάρη, όπως θέλει. Και όπως το ξερό ξύλο, όταν ποτισθεί βγάζει βλαστούς, έτσι και η αμαρτωλή ψυχή, αφού με τη μετάνοια αξιωθεί να λάβει Άγιο Πνεύμα, αποδίδει σταφύλια δικαιοσύνης […] Θέλεις να μάθεις ότι το Άγιο Πνεύμα ομιλεί και λαλεί; Ο Φίλιππος με αποκάλυψη αγγέλου κατέβηκε στον δρόμο που οδηγούσε από την Ιερουσαλήμ στη Γάζα, όταν ερχόταν ο ευνούχος.


 «Είπε δε το Πνεύμα προς τον Φίλιππον• Πλησίασον και προσκολλήθητι εις την άμαξαν ταύτην» (Πράξεις, η 29). Βλέπεις ότι μιλάει το Πνεύμα σε αυτόν που ακούει; Και ο Ιεζεκιήλ λέει κάτι τέτοιο· «Και πνεύμα Κυρίου έπεσεν επ' εμέ και μοι είπε» (Ιεζεκιήλ, ια 5). Και αλλού· «είπε το Πνεύμα το Αγιον• Χωρίσατε εις εμέ τον Βαρνάβαν και τον Σαύλον διά το έργον, εις το οποίον προσεκάλεσα αυτούς» (Πράξεις, ιγ 2). Βλέπεις Πνεύμα ζωντανό, που διαλέγει και προσκαλεί και αποστέλλει με εξουσία; Και ο Παύλος έλεγε· «το Πνεύμα το Άγιον μαρτυρεί εν πάση πόλει λέγον, ότι δεσμά και θλίψεις με περιμένουσι» (Πράξεις, κ 23). Ο καλός, λοιπόν, αυτός αγιοποιός και βοηθός και δάσκαλος της Εκκλησίας είναι το Άγιο Πνεύμα, ο Παράκλητος, για τον Οποίον είπε ο Σωτήρας· «Εκείνος θέλει σας διδάξει πάντα και θέλει σας υπενθυμίσει πάντα όσα είπον προς εσάς» (Ιωάννης, ιδ 26), και δεν είπε θα σας διδάξει μόνο, αλλά και «θέλει σας υπενθυμίσει πάντα όσα είπον προς εσάς». Διότι δεν είναι άλλα τα διδάγματα του Χριστού και άλλα του Αγίου Πνεύματος, αλλά τα ίδια […]» (Από την 16η Κατήχηση, δεύτερος τόμος Γ. Μαυρομάτη).

Περνώντας τις ερωτήσεις των αντιτριαδικών πεντηκοστιανών.

Ερώτηση:
1. «Ποιος ήταν ο Πατέρας του μωρού στη φάτνη της Βηθλεέμ;
Ο Πατέρας ή το 'Άγιο Πνεύμα;
Ο Χριστός σαν παιδί είχε δύο πατέρες;».


Απάντηση:
Το μωρό στην φάτνη της Βηθλεέμ ήταν ο ενανθρωπίσας Λόγος του Θεού, ο οποίος γεννήθηκε από την Παρθένο Μαρία κατά σάρκα και πέρασε από τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής, ως τα 33 περίπου χρόνια. Ο Πατέρας του είναι ο Πατέρας Θεός, ενώ κατά την ανθρωπότητά του, ο Ιωσήφ ήταν ο νομιζόμενος πατέρας του. Η Γραφή αναφέρει: «Εν αρχή ήτο ο Λόγος, και ο Λόγος ήτο παρά τω Θεώ, και Θεός ήτο ο Λόγος […] Και ο Λόγος έγεινε σαρξ και κατώκησε μεταξύ ημών, και είδομεν την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά του Πατρός, πλήρης χάριτος και αληθείας» (Ιωάννης α 1. 14). Ο Λόγος είναι δίπλα στον Θεό, και είναι Θεός και ο ίδιος. Εδώ έχουμε μία ουσία (η θεότητα) και δύο υποστάσεις (ο Λόγος Θεός και ο Θεός Πατέρας). Αυτός ο Θεός Λόγος έγινε σάρξ. Επίσης, χαρακτηρίζεται ως «μονογενής» και ο Θεός (στον οποίος ο Λόγος βρίσκεται δίπλα) χαρακτηρίζεται ως «πατήρ». Εδώ, βλέπουμε καθαρά δύο υποστάσεις στην θεότητα. Ο Χριστός ως παιδί είχε κατά την ανθρώπινη φύση τον Ιωσήφ ως νομιζόμενο πατέρα του («ο Ιησούς ήρχιζε να ήναι ως τριάκοντα ετών, ων καθώς ενομίζετο, υιός Ιωσήφ» - Λουκάς γ 23), και κατά την θεία φύση τον Θεό Πατέρα. Λέει πάλι η Γραφή: «περί του Υιού αυτού, όστις εγεννήθη εκ σπέρματος Δαβίδ κατά σάρκα, και απεδείχθη Υιός Θεού εν δυνάμει» (Ρωμαίους, α 3-4).

Ερώτηση: 2. «Πώς μπορεί ο Πατέρας να είναι μεγαλύτερος του Υιού εάν υποτίθεται ότι και οι δύο είναι ίσοι;
«ο πατήρ μείζον (μεγαλύτερος) μου έστιν» (Ιωάν.ιδ:28)
Ο Θεός προσεύχεται; Πώς μπορεί να είναι Θεός και να χρειάζεται την προσευχή;»

Απάντηση: Ο Πατέρας είναι μεγαλύτερος του Χριστού κατά την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Κατά την θεία φύση όμως είναι ίσοι. Λέει η Γραφή: «διά να τιμώσι πάντες τον Υιόν καθώς τιμώσι τον Πατέρα» (Ιωάννης, ε 23). Εξισώνει την τιμή προς τον Θεό με την τιμή προς τον Υιό. Στην μία περίπτωση μιλάει κατά την ανθρώπινη φύση, ενώ στην άλλη κατά την θεία. Κατά την ανθρώπινη φύση ο Χριστός έφτασε στην άκρα ταπείνωση. Ταπεινώθηκε με το να λάβει δούλου μορφή, και επίσης σε δεύτερο επίπεδο με το να θανατωθεί σταυρικά (Φιλιππησίους, β 5-8). Άλλωστε, από τα λόγια του Χριστού, οι Φαρισαίοι της εποχής είχαν καταλάβει ότι ο Χριστός εξισώνει τον Εαυτό του με τον Θεό και αυτό το θεώρησαν ως βλασφημία. Ο Χριστός, ποτέ δεν τους διόρθωσε, διότι ορθά κατάλαβαν (Ιωάννης, ε 18).

Ο ιερός Χρυσόστομος, εξηγεί το χωρίο στην συνάφειά του (και όχι αποκομμένο όπως το χρησιμοποιούν οι αιρετικοί): «Τι σημαίνει λοιπόν το λεχθέν; Δεν εγνώριζον ακόμη περί της αναστάσεώς του, ούτε είχον περί αυτού την γνώμην που έπρεπε (διότι πως θα ημπορούσε να συμβεί αυτό την στιγμήν που δεν εγνώριζον ούτε καν ότι θα αναστηθεί;), ενώ τον Πατέρα τον θεωρούσαν μέγαν. Λέγει λοιπόν ότι αν και φοβείσθε δι’ εμένα, με την σκέψιν ότι δεν ημπορώ να προφυλάξω τον εαυτό μου, ούτε πιστεύετε ότι μετά τον σταυρόν πάλι θα σας ιδώ, αλλά ακούσαντες ότι μεταβαίνω προς τον Πατέρα μου, έπρεπε να χαίρεσθε πλέον, διότι πηγαίνω προς εκείνον που είναι μεγαλύτερος και δυνατός να εξαλείψει όλα τα δεινά […] Είδες ότι ο λόγος του είναι γεμάτος από συγκατάβασιν; […] ομιλεί ανάλογα με την πνευματικήν ωριμότητα των ακροατών […]» (Ομιλία 75, στο Κατά Ιωάννην, ΕΠΕ 14).

Ο Χριστός προσευχόταν ως άνθρωπος και όχι ως Θεός. Και αυτό είναι απόλυτα σαφές από τις διηγήσεις των ευαγγελίων. «Και αυτός εχωρίσθη απ' αυτών ως λίθου βολήν, και γονατίσας προσηύχετο, λέγων• Πάτερ, εάν θέλης να απομακρύνης το ποτήριον τούτο απ' εμού• πλην ουχί το θέλημά μου, αλλά το σον ας γείνη. Εφάνη δε εις αυτόν άγγελος απ' ουρανού ενισχύων αυτόν. Και ελθών εις αγωνίαν, προσηύχετο θερμότερον, έγεινε δε ο ιδρώς αυτού ως θρόμβοι αίματος καταβαίνοντες εις την γην» (Λουκάς, κβ 41-44)

Η εμφάνιση αγγέλου που ενίσχυε τον Χριστό, το ότι υποτάχθηκε στο θέλημα του Πατρός, η αγωνία, ο ιδρώτας, είναι χαρακτηριστικά που αποδεικνύουν την ανθρωπότητά του. Ως θεός, δεν είχε ανάγκη προσευχής. Ως άνθρωπος όμως, προσευχήθηκε για να μας διδάξει έμπρακτά την προσευχή. Ότι συμβαίνει στην ανθρώπινη φύση του Χριστού, είναι πλέον δυνατό να συμβεί στον άνθρωπο γενικά. Ο Χριστός αντιπροσωπεύει πλέον όλη την ανθρωπότητα. Αυτή είναι η ασύλληπτη σημασία και αξία της ενανθρωπίσεως του Θεού Λόγου. Δια του θανάτου Του ως ανθρώπου, κατάργησε την εξουσία του διαβόλου πάνω στο ανθρώπινο γένος. «Διότι έπρεπεν εις αυτόν, διά τον οποίον είναι τα πάντα και διά του οποίου έγειναν τα πάντα, φέρων εις την δόξαν πολλούς υιούς, να κάμη τέλειον τον αρχηγόν της σωτηρίας αυτών διά των παθημάτων. Επειδή και ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός είναι πάντες• δι' ην αιτίαν δεν επαισχύνεται να ονομάζη αυτούς αδελφούς, λέγων• Θέλω απαγγείλει το όνομά σου προς τους αδελφούς μου, εν μέσω εκκλησίας θέλω σε υμνήσει• και πάλιν• Εγώ θέλω έχει την πεποίθησίν μου επ' αυτόν• και πάλιν• Ιδού, εγώ και τα παιδία, τα οποία μοι έδωκεν ο Θεός. Επειδή λοιπόν τα παιδία εμέθεξαν από σαρκός και αίματος, και αυτός παρομοίως μετέλαβεν από των αυτών, διά να καταργήση διά του θανάτου τον έχοντα το κράτος του θανάτου, τουτέστι τον διάβολον, και ελευθερώση εκείνους, όσοι διά τον φόβον του θανάτου ήσαν διά παντός του βίου υποκείμενοι εις την δουλείαν. Διότι βεβαίως δεν ανέλαβεν αγγέλων φύσιν, αλλά σπέρματος Αβραάμ ανέλαβεν. Όθεν έπρεπε να ομοιωθή κατά πάντα με τους αδελφούς, διά να γείνη ελεήμων και πιστός αρχιερεύς εις τα προς τον Θεόν, διά να κάμνη εξιλέωσιν υπέρ των αμαρτιών του λαού. Επειδή καθ' ότι αυτός έπαθε πειρασθείς, δύναται να βοηθήση τους πειραζομένους» (Εβραίους, β 10-18).

Ερώτηση: 
3. «Μπορεί ο Θεός να πεθάνει; Εάν ο Υιός είναι Θεός πώς μπορεί να πεθάνει;».

Απάντηση: 
Ο Θεός δεν πεθαίνει διότι είναι πνεύμα. Δεν πέθανε ο Θεός Λόγος, αλλά ο άνθρωπος Χριστός Ιησούς. Η ανθρώπινη φύση Του θανατώθηκε. Η Γραφή είναι σαφέστατη: «Επειδή ο Δαβίδ λέγει περί αυτού• Έβλεπον τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, διότι είναι εκ δεξιών μου διά να μη σαλευθώ. Διά τούτο ευφράνθη η καρδία μου και ηγαλλίασεν η γλώσσα μου• έτι δε και η σαρξ μου θέλει αναπαυθή επ' ελπίδι. Διότι δεν θέλεις εγκαταλείψει την ψυχήν μου εν τω άδη ουδέ θέλεις αφήσει τον όσιόν σου να ίδη διαφθοράν. Εφανέρωσας εις εμέ οδούς ζωής, θέλεις με χορτάσει από ευφροσύνης διά του προσώπου σου. Άνδρες αδελφοί, δύναμαι να σας είπω μετά παρρησίας περί του πατριάρχου Δαβίδ ότι και ετελεύτησε και ετάφη, και το μνήμα αυτού είναι παρ' ημίν μέχρι της ημέρας ταύτης. Επειδή λοιπόν ήτο προφήτης και ήξευρεν ότι μεθ' όρκου ώμοσε προς αυτόν ο Θεός, ότι εκ του καρπού της οσφύος αυτού θέλει αναστήσει κατά σάρκα τον Χριστόν διά να καθίση αυτόν επί του θρόνου αυτού, προϊδών ελάλησε περί της αναστάσεως του Χριστού ότι δεν εγκατελείφθη η ψυχή αυτού εν τω άδη ουδέ η σαρξ αυτού είδε διαφθοράν. Τούτον τον Ιησούν ανέστησεν ο Θεός, του οποίου πάντες ημείς είμεθα μάρτυρες» (Πράξεις, β 25-32)

Ο Υιός είναι Θεός και πέθανε κατά την ανθρώπινη φύση που προσέλαβε. Ο απ Παύλος λέει καθαρά ότι ο Θεός απέκτησε την εκκλησία με το ίδιο Του το αίμα. Είναι Θεός ο Χριστός αλλά και άνθρωπος που έχει αίμα που το χύνει για μας. (Πράξεις, κ 28).

Ερώτηση:
4. «Είναι η Μαρία η μητέρα του Θεού; Γιατί τότε θα μπορούσε να ήταν λάθος ο όρος, το αίμα του Θεού;».


Απάντηση:
Η Μαρία είναι η μητέρα του Θεού υπό την έννοια ότι μέσα της έλαβε σάρκα ο Λόγος, ο οποίος είναι Θεός «Θεος ην ο Λογος» (Ιωάννης, α 1). Η Ελισάβετ, όταν είδε την Μαρία την αποκάλεσε «μητέρα του Κυρίου μου» (Λουκάς, α 43). Στον Νόμο ήταν γραμμένο· «Άκουε, Ισραήλ• Κύριος ο Θεός ημών είναι εις Κύριος» (Δευτερονόμιο, στ 4). Επομένως, ο Κύριος είναι ο Θεός. Συνεπώς, η Μαρία είναι μητέρα του Θεού.
Η φράση «το αίμα του Θεού» (ο απ Παύλος λέει: «[…] διά να ποιμαίνητε την εκκλησίαν του Θεού, την οποίαν απέκτησε διά του ιδίου αυτού αίματος» (Πράξεις, κ 28), έχει την έννοια ότι το αίμα του Χριστού δεν είναι αίμα κοινό (Εβραίους, ι 29). Επίσης, με το παραπάνω χωρίο του απ Παύλου, γίνεται σαφές ότι έχουμε μία υποστατική ένωση στο πρόσωπο του Χριστού (δεν έχουμε δύο Χριστούς) που από την μία επειδή είναι τέλειος άνθρωπος χύνει το αίμα του, και από την άλλη επειδή είναι τέλειος Θεός, αποκτά με το αίμα Του την Εκκλησία Του.

Ερώτηση:
5. «Εάν υπάρχουν τρία ήδη πρόσωπα στη Θεότητα, τότε γιατί να είναι λάθος να προσθέσουμε και τέταρτο; Γιατί όχι και η θεοποίηση της Μαρίας;».

Απάντηση: Το ότι υπάρχουν Τρία πρόσωπα στην Θεότητα φαίνεται από το ότι η Γραφή αποκαλεί θεό και τον Πατέρα, και τον Υιό, και το Άγιο Πνεύμα (Εφεσίους ε 20, Ρωμαίους θ 5, και Πράξεις ε 3-4 αντίστοιχα). Μάλιστα, αυτή η Τριάδα φανερώθηκε ταυτόχρονα κατά την Βάπτιση του Χριστού. Είναι λάθος να προσθέσουμε και τέταρτο, διότι αφού θα το προσθέσουμε εμείς, επόμενο είναι ότι δεν θα αποτελεί Θεία Αποκάλυψη, όπως ισχύει με το Τριαδικό Δόγμα. Ο άνθρωπος (και η Θεοτόκος Μαρία), μπορεί να θεωθεί όχι στην ουσία αλλά κατά χάρη. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γίνει μέτοχος της φύσης του Θεού, διότι είναι απρόσιτη η φύση και ξένη από τον κόσμο (διαφορετικά οδηγούμαστε στον πανθεϊσμό). Μπορεί όμως να φτάσει την ομοίωση του Θεού (θέωση) κατά χάρη με το να μετέχει της ενέργειας του Θεού. Ο Ίδιος ο Κύριος ανέφερε σχετικό χωρίο από τους Ψαλμούς· «Δεν είναι γεγραμμένον εν τω νόμω υμών, Εγώ είπα, θεοί είσθε;» (Ιωάννης, ι 34). Εκτός και ο Κύριος δίδασκε τον πολυθεϊσμό, κάτι άτοπο και βλάσφημο.

Ερώτηση:
6. «Ποιόν υποτίθεται ότι πρέπει να λατρεύουμε;».


Απάντηση:
Τον Θεό. Αλλά ο Θεός είναι Τριαδικός. Επομένως, λατρεύοντας τον Θεό, λατρεύουμε ταυτόχρονα και τις τρεις υποστάσεις.

Ερώτηση:
7. «Σε ποιόν υποτίθεται προσευχόμαστε;»


Απάντηση:
Ο Χριστός μας το εξήγησε πολύ καθαρά: «Ούτω λοιπόν προσεύχεσθε σείς• Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς» (Ματθαίος, στ 9). Επίσης, μας είπε· «ό,τι αν ζητήσητε παρά του Πατρός εν τω ονόματί μου, να σας δώση αυτό» (Ιωάννης, ιε 16). Ακόμα, ο απ Παύλος γράφει: «προσευχόμενοι εν παντί καιρώ μετά πάσης προσευχής και δεήσεως διά του Πνεύματος» (Εφεσίους, στ 18). Δηλαδή, απευθυνόμαστε στον Πατέρα, δια του Υιού, εν Πνεύματι Αγίω. Να πως λειτουργεί η Αγία Τριάδα. Ο Ένας Τριαδικός Θεός.

Ερώτηση:
8. «Πόσους θα δούμε στον Ουρανό; Πόσοι θρόνοι βρίσκονται εκεί;»


Απάντηση: 
Στον ουρανό θα δούμε μόνο τον Υιό Λόγο, διότι μόνο Εκείνος σαρκώθηκε. Επίσης, θα απολαμβάνουμε το φως της Τριάδας κατά ένα άρρητο τρόπο. Ο θρόνος είναι ένας, διότι ένας είναι ο Θεός. Όμως η Γραφή αναφέρει ότι ενώ είναι ένας ο θρόνος, ανήκει στον Θεό και στο Αρνίο, στον Πατέρα δηλαδή και στον Χριστό. «ο θρόνος του Θεού και του Αρνίου θέλει είσθαι εν αυτή» (Αποκάλυψη, κβ 3). Αυτά βέβαια γράφονται ανθρωποπαθώς. Οι κτιστές λέξεις και έννοιες δεν μπορούν να περιγράψουν τα άρρητα και τα ουράνια πράγματα. Το Άγιο Πνεύμα, περιβάλει τα πάντα, εφόσον «η βασιλεία του Θεού δεν είναι βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω» (Ρωμαίους, ιδ 17).

Ερώτηση:
9. «Γιατί ο Ιησούς δεν γνωρίζει το πότε θα ξαναέρθει;» 
Βλ. Μαρκ.ιγ:32

Απάντηση:
«Περί δε της ημέρας εκείνης και της ώρας ουδείς γινώσκει, ουδέ οι άγγελοι οι εν ουρανώ, ουδέ ο Υιός, ειμή ο Πατήρ» (Μάρκος, ιγ 32).

Ο Υιός σαφώς γνωρίζει την ημέρα εκείνη. Το χωρίο δεν έχει την έννοια ότι ο Υιός αγνοεί όσα ξέρει ο Πατέρας, διότι σε άλλο σημείο ο Χριστός αναφέρει ξεκάθαρα ότι όπως γνωρίζει ο Πατέρας τον Υιό, έτσι και ο Υιός τον Πατέρα. «καθώς με γνωρίζει ο Πατήρ και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα» (Ιωάννης, ι 15). Επόμενο είναι να ξέρει ο Υιός και την ημέρα και ώρα που ξέρει ο Πατέρας.

Κατά τον Μ. Βασίλειο, ο Χριστός με τα λόγια αυτά δείχνει την αρχή, που είναι ο Πατέρας· «Ούτω και το ‘’ουδείς οίδε’’ την πρώτην είδησιν των τε όντων και των εσομένων επί τον Πατέρα ανάγοντος και δια πάντων την πρώτην αιτίαν τοις ανθρώποις υποδεικνύοντος» (Επιστολή 236).

Ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, προσθέτει ότι θέλει να δείξει στους αποστόλους Του ότι η γνώση της Δευτέρας Παρουσίας είναι «υπέρ φύση», παραπάνω δηλαδή από την ανθρώπινη φύση. «[…] ίνα νοής ούτως• ει και κέκληται προς υιοθεσίαν ο άνθρωπος και υιός ανεδείχθει νέος, αλλά μη ζητείτω τα υπέρ φύσιν, μηδέ αξιούτω μαθείν άπερ μηδέ τοις αγγέλοις απεκάλυψεν ο Πατήρ» (Ομιλία εις το «Ευθέως δε μετά την θλίψιν των ημερών εκείνων»).

«Ανθρωπότητος γαρ ίδιον το μη ειδέναι τα μέλλοντα».

Ο π Α. Αλεβιζόπουλος, συνοψίζει την διδασκαλία της Εκκλησίας στο συγκεκριμένο θέμα• «Αν διαιρέσουμε θεωρητικά αυτά που αληθινά είναι αχώριστα, την ανθρώπινη φύση από την θεία, τότε η ανθρώπινη φύση θα έμενε μέσα στην άγνοια. «Αλλά χάρις εις την υποστατικήν ένωσιν με τον Θεόν Λόγον» η ανθρώπινη φύση ‘’ούτε δούλη ήταν, ούτε αγνοούσε» (Η Ορθοδοξία μας, σελ. 176).

Ο Μ Αθανάσιος επίσης σχολιάζει: «[…]ουδενός εστί περιεργάζεσθαι, α σεσιώπηκε αυτός […] ότι ουδέ ο Υιός οίδε, ουδένα των πιστών αγνοείν οίμαι , ότι και τούτο ουδέν ήττον δια την σάρκα ως άνθρωπος έλεγεν. Ουδέ γαρ ουδέ τούτο ελάττωμα του Λόγου εστίν, αλλά της ανθρωπίνης φύσεως ης εστίν ίδιον και το αγνοείν» 
(3ος Λόγος κατά Αρειανών).

Ο Μ. Αθανάσιος αναφέρει ρητά και ξεκάθαρα βάζοντας την ταφόπλακα σε κάθε εσχατολογική δήθεν μελέτη για τον ακριβή υπολογισμό της Β’ Παρουσίας, λέγοντας ότι δεν ανήκει σε κανέναν να περιεργάζεται όσα ο Κύριος σιώπησε. Και το αιτιολογεί με την ρήση του Χριστού ότι ούτε ο ίδιος ως άνθρωπος γνώριζε, δείχνοντας γενικά ότι η ανθρωπινή φύση αγνοεί. Ο ίδιος όμως ο Χριστός δεν αγνοούσε.

Ο ιερός Χρυσόστομος, αναφέρει ότι ο Υιός γνωρίζει την ημέρα, αφού Εκείνος έφτιαξε τα πάντα. Πως είναι δυνατόν να αγνοεί την ημέρα εκείνη, αναρωτιέται ο ιερός Πατέρας. Από την στιγμή που έφτιαξε τους αιώνες, έφτιαξε και τους χρόνους, και επομένως και την ημέρα εκείνη. Επομένως δεν την αγνοεί. Αυτό που λέει ο Κύριος, το αναφέρει για να κόψει την φόρα σε όλους όσους θέλουν να μάθουν ή να ζητήσουν να βρουν. Ο Κύριος ήθελε πολύ να τιμήσει τους μαθητές και να μην τους αποκρύψει τίποτα. Αλλά η ημέρα αυτή ανήκει στα βάθη του Θεού, για αυτό και μεταθέτει το ζήτημα αυτό στον Πατέρα.

«Πως ουν το μείζον εαυτοίς διδόντες, ουδέ το έλαττον συγχωρείτε τω Υιώ, εν ω εισίν πάντες οι θησαυροι της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι; […] ούτε ο Υιός αγνοεί την ημέραν, αλλά και σφόδρα επίσταται […] Ότι μεν γαρ ουκ αγνοώ, δια πολλών έδειξα, διαστήματα ειπών, και τα συμβησόμενα άπαντα, και όσον από τούδε του χρόνου μέχρι της ημέρας αυτής […] »

Ο ιερός Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας τα λόγια του Χριστού, αναφέρει ότι η Δευτέρα Παρουσία θα έρθει αιφνιδίως και απροσδόκητα.

Ερώτηση:
10.»Πώς μπορεί να είναι Υιός και να μην έχει αρχή;».


Απάντηση:
Το ερώτημα είναι πονηρό, διότι δεν διευκρινίζει για ποια φύση του Υιού γίνεται λόγος, την θεία ή την ανθρώπινη. Θα απαντήσουμε και για τις δύο φύσεις.

Για την θεία φύση:
Αυτό θα το λέγαμε αν σκεφτόμασταν την γέννηση του Υιού ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Τότε, πραγματικά, ο Υιός θα είχε αρχή. Όμως, η γέννηση του Υιού είναι ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ. Επομένως, αφού δεν υπάρχει χρόνος, άρα δεν υπάρχει και αρχή. Απόδειξη ότι ο Υιός Λόγος δεν έχει αρχή ύπαρξης αλλά γεννάται προ αιώνια, είναι το γεγονός ότι ο Υιός Λόγος έφτιαξε τον χρόνο. Καθίσταται σαφές λοιπόν, ότι πρώτα υπάρχει ο Υιός Λόγος και μετά ο χρόνος, άρα γεννάται προαιώνια. Η Γραφή είναι ξεκάθαρη: «Ο Θεός, αφού ελάλησε το πάλαι προς τους πατέρας ημών διά των προφητών πολλάκις και πολυτρόπως, εν ταις εσχάταις ταύταις ημέραις ελάλησε προς ημάς διά του Υιού, τον οποίον έθεσε κληρονόμον πάντων, δι' ου έκαμε και τους αιώνας» (Εβραίους, α 1-2).

Μόνο κατά την ανθρώπινη φύση Του ο Χριστός έχει αρχή, διότι έλαβε σώμα εν χρόνω.

Ο Μ. Αθανάσιος συνοψίζει: «Εάν δηλαδή κάθε χρονικόν διάστημα μετρείται εντός των αιώνων, όλων δε των αιώνων βασιλεύς και δημιουργός είναι ο Λόγος, κατά ανάγκη, αφού δεν υπήρχε κανένα είδος χρονικού διαστήματος προ αυτού, είναι τρέλα το να λέγει κανείς, υπήρχε κάποτε εποχή, κατά την οποίαν δεν υπήρχεν ο αιώνιος, και ότι ο Υιός προέρχεται εκ του μηδενός» (‘Α Λόγος Κατά Αρειανών, 12).

Ερώτηση:
11.»Υπάρχουν τρία διαφορετικά πνεύματα που μένουν στην καρδιά όταν το Πνεύμα πληρεί τους Χριστιανούς;»
.

Απάντηση: 
Όχι. Ένας είναι ο Θεός. Όμως, λέει ο Χριστός: «Εάν τις με αγαπά, τον λόγον μου θέλει φυλάξει, και ο Πατήρ μου θέλει αγαπήσει αυτόν, και προς αυτόν θέλομεν ελθεί και εν αυτώ θέλομεν κατοικήσει» (Ιωάννης, ιδ 23).

Εδώ, φαίνεται ξεκάθαρα ότι άλλη υπόσταση είναι ο Πατήρ, και άλλη ο Υιός. Επίσης, φαίνεται καθαρά η πανταχού παρουσία τόσο του Πατρός όσο και του Υιού, διότι αυτά που λέει ισχύουν για όλους όσους τηρούν το θέλημα του Θεού. Για το Άγιο Πνεύμα, αναφέρει η Γραφή: «σεις όμως γνωρίζετε αυτό, διότι μένει μεθ' υμών και εν υμίν θέλει είσθαι» (Ιωάννης, ιδ 17).

Να λοιπόν, που ολόκληρη η Αγία Τριάδα μπορεί να κατοικήσει ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ στην καρδιά του πιστού ανθρώπου.

Επιμέλεια: Sophia Siglitiki Drekou

Δεν υπάρχουν σχόλια: