Διαβάζοντας κανείς τη σημερινή ευαγγελική διήγηση διαπιστώνει από πρώτη άποψη μια αντίφαση μεταξύ του έμφυτου ηθικού νόμου και των κανόνων της ηθικής. Διότι ενώ ο Θεός έχει φυτέψει στην καρδιά μας την αγάπη των παιδιών προς τους γονείς, και ιδιαίτερα προς την μητέρα, έρχεται ο ίδιος ο Κύριος και με κατηγορηματικό τρόπο μας δηλώνει: «ο φιλών πατέρα ή μητέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος. Και ο φιλών υιόν ή θυγατέρα ουκ έστι μου άξιος» ( Μτθ.10,37). Και το πράγμα δεν φαίνεται μόνο αντιφατικό, αλλά και σκληρό. Όμως δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν δούμε τα πράγματα πιο αντικειμενικά.
Ο Χριστός με την πρώτη και μεγάλη εντολή έρχεται και ζητεί ολόκληρη την αγάπη μας για τον εαυτό Του: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» ( Μτθ. 12,30). Σε άλλο δε σημείο απαιτεί απερίφραστα: «υιέ ,δος σην καρδίαν».
Όπως βλέπουμε, ο Θεός δεν αρκείται στα λίγα, αλλά ζητάει το παν. Την ίδια αξίωση με άλλα λόγια αξίωσε ο Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Μόνο που για λόγους παιδαγωγικούς ο Χριστός καθιστά την αξίωση περισσότερο συγκεκριμένη και ζωντανή, με το μέτρο της σύγκρισης που θέτει, δηλ. το μέτρο της αγάπης των παιδιών προς τους γονείς και των γονέων προς τα παιδιά. Αλλά η αξίωση αυτή του Κυρίου δεν είναι υπερβολική ούτε σκληρή. Διότι Εκείνος που έρχεται για να ζητήσει την τόση αγάπη μας δεν είναι ο οποιοσδήποτε. Είναι Εκείνος που για μας συντηρεί και μας περιβάλλει με την αγάπη Του, που είναι τόσο μεγάλη ώστε έφθασε στο σημείο να θυσιάσει τον Υιό Του για χάρη μας. Και δεν περίμενε, ούτε και τώρα περιμένει εμείς πρώτοι να του δείξουμε την αγάπη μας και μετά Εκείνος να μας αγαπήσει, αλλ’ Εκείνος « πρώτος ηγάπησεν ημάς».
Σ’ Αυτόν λοιπόν το Θεό που μας έδωσε το δικαίωμα να Τον ονομάζουμε Πατέρα και μείς καλούμαστε παιδιά Του δεν είναι σωστό να του προσφέρουμε αγάπη δεύτερης ποιότητας, δηλ ό,τι απομένει διαθέσιμο, Ούτε δίκαιο είναι ούτε η αξιοπρέπεια μας το επιτρέπει.
Παρά τα παραπάνω το πράγμα εξακολουθεί από πρώτη άποψη να φαίνεται σκληρό. Ας υποθέσουμε ένα πατέρα και μια μητέρα οι οποίοι γεννούν και ανατρέφουν τέσσαρα- πέντε παιδιά. Υποβάλλονται σε στερήσεις και θυσίες για να τα μορφώσουν και να προοδέψουν μέσα στην κοινωνία. Στο τέλος έρχεται και το ηλιοβασίλεμα της ζωής τους και πριν απ’ αυτό η στιγμή που οι γονείς έχουν ανάγκη από ένα ποτήρι νερό από τα παιδιά τους. Δεν θα ήταν σκληρό να μην υπάρχει κανένα παιδί να τους το προσφέρει, γιατί όλα τα έδωσαν στην αγάπη του Θεού ως ανώτερη από την αγάπη προς τους γονείς τους;
Ή αντίστροφα. Ας φαντασθούμε μια χήρα μητέρα με μονάκριβο παιδί, που αποτελεί ένα κεφάλαιο προστασίας της μητέρας του. Το παιδί κατά φυσικό λόγο περιμένει τα πάντα από τη μητέρα του. Δεν θα ήταν σκληρό εάν η μητέρα εγκατέλειπε το παιδί της, γιατί θεώρησε, ότι το παν μπορεί να πράξει θα έπρεπε να το προσφέρει στο Θεό, για να γίνει άξια Του, αφού Εκείνος είπε: « ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος»;
Πρέπει όμως να πούμε κατηγορηματικά, ότι αυτή τη διαταγή δεν την επιβάλλει ο Θεός. Όταν ο Κύριος ζητάει την αγάπη μας όπως την ζητεί, απόλυτη, ολοκληρωτική και πλήρη, δεν σημαίνει, ότι αποκλείει κάθε άλλη αγάπη. Ο ίδιος εξ άλλου μετά την πρώτη και μεγάλη εντολή της αγάπης προς τον Θεό, αμέσως προσθέτει και την αγάπη προς τον πλησίον: « αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν»( Μρκ.12,31».
Επομένως εκτός της αγάπης προς τον Θεό, ο ίδιος ο Κύριος νομοθέτησε και την αγάπη προς τον πλησίον και επί πλέον προϋποθέτει ως επιστρεφόμενη και την αγάπη προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Εκείνο που επιθυμεί ο Θεός δεν είναι η μονοπώληση, αλλά η ιεράρχηση της αγάπης μας. Και η ιεράρχηση αυτή είναι απαραίτητη μόνο στις περιπτώσεις συγκρούσεως του καθήκοντος της αγάπης προς τους δικούς μας και της αγάπης προς τον Θεό.
Οι περιπτώσεις όμως της αληθινής συγκρούσεως της αγάπης και προς το Θεό και προς τους δικούς μας δεν είναι τόσο συχνές όσο νομίζουμε. Άλλωστε και μείς αν υποτεθεί, ότι προς χάρη ενός συγγενούς μας απαρνηθούμε το Θεό, δεν θα νοιώθουμε και ικανοποιημένοι. Επομένως στην περίπτωση που καλούμαστε να προτιμήσουμε μεταξύ της αγάπης προς το Θεό και της αγάπης προς τους συγγενείς, η μόνη πραγματική διέξοδος είναι να επιλέξουμε το καθήκον μας προς τον Θεό.
Το ότι οι περιπτώσεις συγκρούσεως των δύο καθηκόντων είναι πραγματικά σπάνιες γίνεται φανερό αν σκεφθούμε, ότι κατά το πλείστον η αγάπη μας προς τον πλησίον μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας τρόπος εκδήλωσης της αγάπης μας προς τον Θεό. Αφού ο ίδιος λέγει, ότι κάθε εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον είναι αγάπη προς τον πλησίον ,σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να συγκρούεται η μια με την άλλη.
Την ταύτιση αυτής της αγάπης μας προς τον Θεό και με την αγάπη μας προς τον πλησίον την διατύπωσε εκτός του Ευαγγελίου επιγραμματικά και ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Παλαμάς:
« Ο Χριστός να καίγονται γυρεύει καρδιές όχι κεριά.
Και με σταυρούς κανείς δεν τον λατρεύει και γονατίσματα βαριά.
Γιατί λατρεύει το Χριστό όποιος δίνει για τον πλησίον τη ζωή,
Όποιος το γυμνωμένο κρυφοντύνει και τον φτωχό ελεεί.
Όποιος την αδικία κεραυνώνει και αγνό το μέτωπο κρατεί,
Κι’ έχει Θεό την καλοσύνη, κι’ έχει Θεό την αρετή».
Όταν ο Θεός έχει αυτού του είδους την εκδήλωση της αγάπης μας δεν έχει ανάγκη από άλλη καλύτερη απόδειξη.
Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον μας και ειδικότερα προς τους στενούς συγγενείς μας, συγκρούεται προς την αγάπη προ τον Θεό είναι ελάχιστες. Σ’ αυτές δε και μόνο, αν θέλουμε να είμαστε αντάξιοι του Θεού, θα πρέπει να προτιμήσουμε την αγάπη προς Αυτόν και όχι την αγάπη προς τους οικείους μας.
Ο Χριστός με την πρώτη και μεγάλη εντολή έρχεται και ζητεί ολόκληρη την αγάπη μας για τον εαυτό Του: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής σου και εξ όλης της καρδίας σου και εξ όλης της διανοίας σου και εξ όλης της ισχύος σου» ( Μτθ. 12,30). Σε άλλο δε σημείο απαιτεί απερίφραστα: «υιέ ,δος σην καρδίαν».
Όπως βλέπουμε, ο Θεός δεν αρκείται στα λίγα, αλλά ζητάει το παν. Την ίδια αξίωση με άλλα λόγια αξίωσε ο Κύριος στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Μόνο που για λόγους παιδαγωγικούς ο Χριστός καθιστά την αξίωση περισσότερο συγκεκριμένη και ζωντανή, με το μέτρο της σύγκρισης που θέτει, δηλ. το μέτρο της αγάπης των παιδιών προς τους γονείς και των γονέων προς τα παιδιά. Αλλά η αξίωση αυτή του Κυρίου δεν είναι υπερβολική ούτε σκληρή. Διότι Εκείνος που έρχεται για να ζητήσει την τόση αγάπη μας δεν είναι ο οποιοσδήποτε. Είναι Εκείνος που για μας συντηρεί και μας περιβάλλει με την αγάπη Του, που είναι τόσο μεγάλη ώστε έφθασε στο σημείο να θυσιάσει τον Υιό Του για χάρη μας. Και δεν περίμενε, ούτε και τώρα περιμένει εμείς πρώτοι να του δείξουμε την αγάπη μας και μετά Εκείνος να μας αγαπήσει, αλλ’ Εκείνος « πρώτος ηγάπησεν ημάς».
Σ’ Αυτόν λοιπόν το Θεό που μας έδωσε το δικαίωμα να Τον ονομάζουμε Πατέρα και μείς καλούμαστε παιδιά Του δεν είναι σωστό να του προσφέρουμε αγάπη δεύτερης ποιότητας, δηλ ό,τι απομένει διαθέσιμο, Ούτε δίκαιο είναι ούτε η αξιοπρέπεια μας το επιτρέπει.
Παρά τα παραπάνω το πράγμα εξακολουθεί από πρώτη άποψη να φαίνεται σκληρό. Ας υποθέσουμε ένα πατέρα και μια μητέρα οι οποίοι γεννούν και ανατρέφουν τέσσαρα- πέντε παιδιά. Υποβάλλονται σε στερήσεις και θυσίες για να τα μορφώσουν και να προοδέψουν μέσα στην κοινωνία. Στο τέλος έρχεται και το ηλιοβασίλεμα της ζωής τους και πριν απ’ αυτό η στιγμή που οι γονείς έχουν ανάγκη από ένα ποτήρι νερό από τα παιδιά τους. Δεν θα ήταν σκληρό να μην υπάρχει κανένα παιδί να τους το προσφέρει, γιατί όλα τα έδωσαν στην αγάπη του Θεού ως ανώτερη από την αγάπη προς τους γονείς τους;
Ή αντίστροφα. Ας φαντασθούμε μια χήρα μητέρα με μονάκριβο παιδί, που αποτελεί ένα κεφάλαιο προστασίας της μητέρας του. Το παιδί κατά φυσικό λόγο περιμένει τα πάντα από τη μητέρα του. Δεν θα ήταν σκληρό εάν η μητέρα εγκατέλειπε το παιδί της, γιατί θεώρησε, ότι το παν μπορεί να πράξει θα έπρεπε να το προσφέρει στο Θεό, για να γίνει άξια Του, αφού Εκείνος είπε: « ο φιλών υιόν ή θυγατέρα υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος»;
Πρέπει όμως να πούμε κατηγορηματικά, ότι αυτή τη διαταγή δεν την επιβάλλει ο Θεός. Όταν ο Κύριος ζητάει την αγάπη μας όπως την ζητεί, απόλυτη, ολοκληρωτική και πλήρη, δεν σημαίνει, ότι αποκλείει κάθε άλλη αγάπη. Ο ίδιος εξ άλλου μετά την πρώτη και μεγάλη εντολή της αγάπης προς τον Θεό, αμέσως προσθέτει και την αγάπη προς τον πλησίον: « αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν»( Μρκ.12,31».
Επομένως εκτός της αγάπης προς τον Θεό, ο ίδιος ο Κύριος νομοθέτησε και την αγάπη προς τον πλησίον και επί πλέον προϋποθέτει ως επιστρεφόμενη και την αγάπη προς τον ίδιο τον εαυτό μας. Εκείνο που επιθυμεί ο Θεός δεν είναι η μονοπώληση, αλλά η ιεράρχηση της αγάπης μας. Και η ιεράρχηση αυτή είναι απαραίτητη μόνο στις περιπτώσεις συγκρούσεως του καθήκοντος της αγάπης προς τους δικούς μας και της αγάπης προς τον Θεό.
Οι περιπτώσεις όμως της αληθινής συγκρούσεως της αγάπης και προς το Θεό και προς τους δικούς μας δεν είναι τόσο συχνές όσο νομίζουμε. Άλλωστε και μείς αν υποτεθεί, ότι προς χάρη ενός συγγενούς μας απαρνηθούμε το Θεό, δεν θα νοιώθουμε και ικανοποιημένοι. Επομένως στην περίπτωση που καλούμαστε να προτιμήσουμε μεταξύ της αγάπης προς το Θεό και της αγάπης προς τους συγγενείς, η μόνη πραγματική διέξοδος είναι να επιλέξουμε το καθήκον μας προς τον Θεό.
Το ότι οι περιπτώσεις συγκρούσεως των δύο καθηκόντων είναι πραγματικά σπάνιες γίνεται φανερό αν σκεφθούμε, ότι κατά το πλείστον η αγάπη μας προς τον πλησίον μας δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ένας τρόπος εκδήλωσης της αγάπης μας προς τον Θεό. Αφού ο ίδιος λέγει, ότι κάθε εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον είναι αγάπη προς τον πλησίον ,σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να συγκρούεται η μια με την άλλη.
Την ταύτιση αυτής της αγάπης μας προς τον Θεό και με την αγάπη μας προς τον πλησίον την διατύπωσε εκτός του Ευαγγελίου επιγραμματικά και ο μεγάλος μας ποιητής Κ. Παλαμάς:
« Ο Χριστός να καίγονται γυρεύει καρδιές όχι κεριά.
Και με σταυρούς κανείς δεν τον λατρεύει και γονατίσματα βαριά.
Γιατί λατρεύει το Χριστό όποιος δίνει για τον πλησίον τη ζωή,
Όποιος το γυμνωμένο κρυφοντύνει και τον φτωχό ελεεί.
Όποιος την αδικία κεραυνώνει και αγνό το μέτωπο κρατεί,
Κι’ έχει Θεό την καλοσύνη, κι’ έχει Θεό την αρετή».
Όταν ο Θεός έχει αυτού του είδους την εκδήλωση της αγάπης μας δεν έχει ανάγκη από άλλη καλύτερη απόδειξη.
Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η εκδήλωση αγάπης προς τον πλησίον μας και ειδικότερα προς τους στενούς συγγενείς μας, συγκρούεται προς την αγάπη προ τον Θεό είναι ελάχιστες. Σ’ αυτές δε και μόνο, αν θέλουμε να είμαστε αντάξιοι του Θεού, θα πρέπει να προτιμήσουμε την αγάπη προς Αυτόν και όχι την αγάπη προς τους οικείους μας.
Γράφει: π.Γ.Στ.
Αντιγραφή από χριστιανική γωνιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου