«Μακάριόν εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν». Παρακαταθήκες αιώνιας αξίας εξάγονται σήμερα από το αποστολικό ανάγνωσμα. Ο συγγραφέας του ιερού κειμένου διηγείται την πρόσκληση των πρεσβυτέρων της εκκλησίας της Εφέσου από τον απόστολο Παύλο, ώστε να τους υπογραμμίσει την αδήριτη ανάγκη πνευματικής επιφυλακής για την σωτηρία του ποιμνίου. Τους υποδεικνύει ταπεινά δια της δικής του μαρτυρίας την ολόθυμη διακονία στον αμπελώνα του Κυρίου. Μια μαρτυρία γεμάτη αγώνα πνευματικό, γεμάτη κοπιώδη εργασία υπέρ του λαού του Θεού.
Ο λόγος του Αποστόλου κατακλείεται με τον κυριακό λόγο «μακάριόν εστι μάλλον διδόναι ή λαμβάνειν. Ένα λόγο ο οποίος συγκεφαλαιώνει το σκεπτικό του Αποστόλου για τον εκκλησιαστικό εργάτη, τον άνθρωπο του Θεού κάθε εποχής. Δεν έχει σημασία αν η προσφορά έχει μικρής ή μεγάλης αξίας περιεχόμενο, αλλά αν αυτή γίνεται με αγάπη. Σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό έδρασαν και οι άγιοι Πατέρες μας, των οποίων την μνήμη σήμερα εορτάζουμε, δίδοντας τα πάντα, και τους εαυτούς του ακόμη, για τον λαό του Θεού, χωρίς ουδεμία αναμονή ανταπόδοσης.
Τι συμβαίνει άραγε στην εποχή μας; Μπορεί ο άνθρωπος που καταποντίζεται συχνά στην πολυκύμαντη θάλασσα των επιθυμιών του να ξεφύγει από αυτό που νομίζει ότι είναι ο σκοπός της ζωής και της ύπαρξής του, ο λόγος της επί γής παρουσίας του, ο λόγος του ερχομού του σ’ αυτόν τον κόσμο, δηλαδή από την συνεχή και ατέρμονη αναζήτηση των υλικών αγαθών; Ναι, βεβαίως μπορεί, όταν αποφασίσει να τα μοιραστεί με τον συνάνθρωπό του. Η συνεχής και ακόρεστη μανία του ανθρώπου να αποζητεί, να αποδέχεται και να συγκεντρώνει υλικά αγαθά είναι για μέν την κοσμική αντίληψη φυσιολογικός σκοπός και τρόπος ζωής, για δε την Εκκλησία δαιμονικός παραλογισμός που μεταπλάθει τον άνθρωπο –που αρχικά ο Θεός πλάθοντάς τον τόν έθεσε ως κορωνίδα της δημιουργίας, ως βασιλέα της κτίσεως και οικονόμο πάντων των επί γής αγαθών- από θεοειδή σε ειδωλολάτρη και ανελεύθερο. Είναι λοιπόν θεόσδοτη η εξουσία της εξοικονόμησης και διατήρησης των αγαθών, και ως εκ τούτου ευλογημένη, όταν έχει άρρηκτο σύνδεσμο καθέτως με τον δωρεοδότη Θεό και οριζοντίως με την επί γης εικόνα του, τον άνθρωπο, τον συνάνθρωπο, τον πλησίον.
Όταν ο άνθρωπος αποφασίσει να εξοβελίσει από την ζωή του τον Θεό, τότε παύει να αγαπά αληθινά τον συνάνθρωπό του. Όταν πάλι θελήσει να απομονωθεί διαρρηγνύοντας τους δεσμούς της αδελφικής αγάπης, τότε δεν μπορεί να συναντήσει τον αληθινό Θεό ή απλά λατρεύει την ειδωλοποιημένη εικόνα του εαυτού του. Τότε Θεός και συνάνθρωπος γίνονται εχθροί του και ο ίδιος υποδουλώνεται στις υλικές απολαύσεις. Παύει να ικανοποιείται, δεν χορταίνει ποτέ και όταν οι αποθήκες του γεμίσουν, «δεν γεμίζει ποτέ το μάτι του», «ο πονηρός οφθαλμός» του. Βυθίζεται έτσι στην άβυσσο τού πάθους του, ανησυχεί, αγωνιά, βασανίζεται επιθυμώντας να λαμβάνει, να αυξάνει, να κερδίζει χωρίς να τον ενδιαφέρει ο τρόπος, ο δρόμος, το τίμημα, τα θύματά του. Ζεί έτσι μια επίφαση χαράς, ενώ κατ’ ουσίαν παραμένει γεμάτος άγχος, πανικόβλητος, ψυχικά ασθενής, θύμα ποικίλων νευρώσεων. Αγαπά να λαμβάνει, να σωρεύει, μα νιώθει όλο και πιο ελλιπής, πιο φτωχός, πιο ευάλωτος. Για τούτο πλάι στον κλονισμό της ψυχολογικής υγείας συχνά έρχεται και η σωματική ασθένεια, φαινόμενο συχνότατο στην εποχή μας, και ο άνθρωπος έτσι όχι απλώς δεν μπορεί να χαρεί, έστω με τρόπο κοσμικό, τα αγαθά του, αλλά οδηγείται και στον πρόωρο θάνατο.
Αντιθέτως, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση, τα πολλά ή λίγα που διαθέτουν, έχουν ανακαλύψει την ακένωτη χαρά της προσφοράς, το γέμισμα του αδειάσματός τους, καθώς όσο περισσότερο δίδουν, όσο περισσότερα προσφέρουν, δεν υπολείπονται σε τίποτα, αλλά είναι γεμάτοι εσωτερικά. Αντλούν δύναμη από την χαρά του αδελφού, δέχονται ως βάλσαμο στις δικές τους πληγές την ικανοποίηση μιάς του ανάγκης. Χαίρονται έτσι την ζωή ζώντας την όπως ο Θεός θέλει, την ζωή της κοινωνίας των προσώπων που ο τριαδικός μας Θεός προσφέρει, αρνούμενοι έτσι τον ζωντανό θάνατο της αποξένωσης, που ο εγωισμός και η φιλαυτία επιβάλλουν στον άνθρωπο του καιρού μας.
Αρχιμ. Α. Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου