Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ









Οι εχθροί του Αγίου Πνεύματος ή Πνευματομάχοι εμφανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 350 μ.Χ., αρχικά στην Αίγυπτο αλλά μετά εξαπλώθηκαν και αλλού. Πνευματομάχοι ήταν οι πρώην οπαδοί της αίρεσης του Αρειανισμού, οι οποίοι μετά από πολλές διεργασίες και δισταγμούς δέχτηκαν το ομοούσιο του Υιού με τον Πατέρα, αλλά αρνούνταν τώρα το ομοούσιο αυτό για το Άγιο Πνεύμα, το οποίο θεωρούσαν κτίσμα, πρώτο άγγελο κ.λ.π. Σημαντικά έργα και κείμενα των Πνευματομάχων δεν διασώθηκαν. Αντίθετα διασώθηκαν σπουδαία θεολογικά έργα των Μ. Αθανασίου, Μ. Βασιλείου, Γρηγορίου Θεολόγου, Γρηγορίου Νύσσης, Αμβροσίου Μεδιολάνων και Δίδυμου Τυφλού. Στα κείμενα αυτά των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας μας, λύνεται το πρόβλημα της σχέσης του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα και τον Υιό και εξηγείται γενικά το έργο του Αγίου Πνεύματος στα πλαίσια της θείας οικονομίας.

Ο κυριότερος εκπρόσωπος των Πνευματομάχων ήταν ο Ευνόμιος Κυζίκου (330 – 395 μ.Χ) ο οποίος ανανέωσε τον αρειανισμό και τον διεύρυνε σημαντικά με αποκαλυπτικά και νεοπλατωνικά στοιχεία τα οποία υποστήριξε με διαλεκτική μέθοδο, εντυπωσιακά ευλογοφανή. Είχε έντονη θρησκευτικότητα και κατηγορούσε τον Μ. Βασίλειο ως οπαδό των άθεων φιλοσόφων.

Ο Ευνόμιος κατέληγε στην κτιστότητα – δηλαδή στη μη θεότητα – του Αγίου Πνεύματος με τρόπο καθαρά συλλογιστικό. Ισχυριζόταν πως όλα τα όντα (υπάρξεις) διακρίνονται σε τρεις οντολογικές κατηγορίες: του αγέννητου, του γεννητού και του κτιστού δηλαδή του δημιουργημένου, του έχοντος αρχή της ύπαρξής του. Αφού λοιπόν το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να είναι ούτε αγέννητο ούτε γεννητό, γιατί αυτά είναι αντίστοιχες οντολογικές κατηγορίες του Πατέρα και του Υιού, τότε δεν απομένει παρά να ανήκει στην τρίτη οντολογική κατηγορία, να είναι κτίσμα (δημιούργημα). Από την άποψη αυτή η κτιστότητά του προσδιορίζεται – σύμφωνα με τον Ευνόμιο – από τον ιδιαίτερο τρόπο της υπάρξεώς του σε σχέση με τον Πατέρα και τον Υιό. Και αυτό γιατί το Άγιο Πνεύμα κατ’ αυτόν δεν υπήρξε ούτε «αγεννήτως», όπως ο Πατέρας, ούτε «γεννητώς», όπως ο Υιός, αλλά προήλθε στο Είναι (την Ύπαρξη) από την ενέργεια του Υιού, ως το πρώτο και μεγαλύτερο δημιούργημά του.

Ο Μ. Βασίλειος συμφωνεί με τον Ευνόμιο πως το Άγιο Πνεύμα δεν είναι ούτε αγέννητο ούτε γεννητό, γιατί αυτά συνιστούν αντίστοιχα, τα ακοινώνητα υποστατικά ιδιώματα του Πατέρα και του Υιού και δηλώνουν τον ιδιαίτερο τρόπο της υπάρξεώς τους. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα. Αντίθετα. Οι μαρτυρίες της Αγίας Γραφής συνηγορούν πως το Άγιο Πνεύμα είναι «πάνω από την κτίση» και εκπορεύεται από τον Πατέρα «ακτίστως». Εφόσον «συναριθμείται» μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό, έχει την ίδια ουσία με τα δύο αυτά θεία πρόσωπα και είναι κατά συνέπεια άκτιστο (αδημιούργητο):

· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» Κατά Ματθαίο 28:19

· «η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος μετά πάντων υμών αμήν» 2 Επιστολή προς Κορινθίους 13:13

Γι’ αυτό και είναι «φύσει» άγιο και ακατάληπτο κατά την ουσία, όπως είναι ο Πατέρας και ο Υιός.

Σύμφωνα λοιπόν με αυτές τις θεολογικές προϋποθέσεις που έχει εκθέσει πιο πάνω ο Μ. Βασίλειος καταλήγει πως ο συλλογισμός του Ευνόμιου πως το Άγιο Πνεύμα είναι κτίσμα, επειδή δεν είναι ούτε αγέννητο ούτε γεννητό, αποτελεί απατηλό «σόφισμα» και «κίβδηλο παραλογισμό». Για να αποδείξει μάλιστα το σοφιστικό χαρακτήρα του συλλογισμού του Ευνόμιου, ο Μ. Βασίλειος αναφέρει δυο ανάλογα παραδείγματα συλλογισμών – σύμφωνα πάντα με τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής εκείνης – από τα οποία προκύπτουν παράλογα συμπεράσματα:

· Ο ήλιος δεν υπάρχει, επειδή μη γνωρίζοντας την ουσία του αδυνατούμε να τον κατατάξουμε είτε στα απλά είτε στα σύνθετα σώματα.

· Δεν βλέπουμε, επειδή δεν γνωρίζουμε τον ακριβή τρόπο της όρασης.

Ο συλλογισμός αυτός του Ευνόμιου οφείλεται κατά τον Μ. Βασίλειο στο γεγονός πως ο Ευνόμιος υπερεκτιμά τις ικανότητες του ανθρώπινου νου με το να αποδέχεται την δυνατότητά του να επιλύσει το πρόβλημα της υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Έτσι ο συλλογισμός του δεν διαφέρει σε τίποτα από μια λογική «τεχνολογία». Σε αντίθεση με την απόλυτη αισιοδοξία του Ευνόμιου πως ο ανθρώπινος νους μπορεί να γνωρίσει και να ερμηνεύσει τα πάντα, ο Μ. Βασίλειος τονίζει με έμφαση το «πεπερασμένο» δηλαδή τα όρια των περιορισμένων γνωστικών ικανοτήτων του ανθρώπινου νου. «Όλα λοιπόν τα εξερεύνησες» ρωτάει ρητορικά τον Ευνόμιο, «όλα τα διαίρεσες σύμφωνα με τους λογισμούς σου; Τίποτα ανεξέταστο δεν άφησες; Όλα τα περιέλαβες στο μυαλό σου; Όλα τα κατάλαβες; Γνωρίζεις όσα βρίσκονται κάτω από τη γη; Γνωρίζεις όσα βρίσκονται μέσα στο βυθό;» Υπάρχουν ακόμα πάρα πολλά πράγματα που δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε. Οι γνώσεις που έχουμε π.χ. για τις λειτουργίες του σώματος μας, παρατηρεί ο Μ. Βασίλειος, αντικατοπτρίζοντας τις επιστημονικές γνώσεις της εποχής του, είναι ατελείς. Δεν γνωρίζουμε ούτε πως βλέπουμε, ούτε πως σκεπτόμαστε, ούτε πως παράγονται τα διανοήματά μας, αν τα κτίζει ή τα γεννάει η ψυχή. Γι’ αυτό, όπως συμπεραίνει με απόλυτη λογική συνέπεια προς τον γνωσιολογικό κριτικισμό του, «εάν είχα διοριστεί να τα καταλάβω όλα με τη γνώση, θα ντρεπόμουν να ομολογήσω την άγνοια μου. Τώρα δε όχι μόνο είναι κρυμμένα από εμάς χιλιάδες (πράγματα) του μέλλοντα αιώνα και όσων όντων υπάρχουν τώρα στους ουρανούς, αλλά ούτε και αυτά που υπάρχουν εις το σώμα μας είναι φανερή και χωρίς αντίρρηση η κατανόηση τους».

Οι περιορισμένες γνωστικές ικανότητες του ανθρώπινου νου αποτελούν για το Μ. Βασίλειο το φιλοσοφικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο θεμελιώνει τη διδασκαλία του για το αδύνατο της γνώσεως του τρόπου υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος. Εφόσον, όπως τονίζει, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα σε σχέση με τα κτιστά όντα, δεν είναι αξιοπερίεργο ούτε αποτελεί ντροπή να ομολογούμε «την ακίνδυνο άγνοια» και για τον τρόπο υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος που είναι άκτιστος. Όπως ο τρόπος γεννήσεως του Υιού, έτσι και ο τρόπος υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος παραμένει κατά τον Μ. Βασίλειο άγνωστος.

Όμως, πως πρέπει να κατανοήσουμε αυτή την αποφατική στάση του Μ. Βασιλείου έναντι του τρόπου υπάρξεως του Αγίου Πνεύματος; Σημαίνει μήπως ότι ο Μ. Βασίλειος αγνοεί στην προκειμένη περίπτωση την τριαδολογική σημασία του ευαγγελικού χωρίου Ιωάννη 15:26, κατά το οποίο το Άγιο Πνεύμα «εκπορεύεται» από τον Πατέρα; Αναμφίβολα όχι.

Πάρα πολλά σημεία των έργων του μαρτυρούν σαφώς ότι λαμβάνει το ευαγγελικό αυτό χωρίο σοβαρά υπόψη του, για να καταστήσει σαφή και αναντίρρητη την προέλευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και την κατ’ ουσία σχέση που υπάρχει ανάμεσά τους.[1] Χρησιμοποιώντας μάλιστα και το χωρίο «Με το λόγο του Κυρίου οι ουρανοί στερεώθηκαν και με το πνεύμα του στόματος αυτού κάθε δύναμις αυτών» Ψαλμοί 32:6, το οποίο ερμηνεύει τριαδολογικά όπως και ο Μ. Αθανάσιος, δεν αρκείται μόνο στο παραπάνω Ιωάννειο χωρίο, για να αποδείξει μόνο την προέλευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και κατά συνέπεια το άκτιστο της φύσης του, αλλά προβαίνει και στην διάκριση του ιδιαίτερου τρόπου της υπάρξεώς του («εκπόρευση»), από τον τρόπο της υπάρξεώς του Υιού («γέννηση»).

Συγκεκριμένα το Άγιο Πνεύμα, όπως διευκρινίζει προέρχεται από τον Πατέρα «όχι γεννητώς όπως ο Υιός, αλλά ως Πνεύμα του στόματος αυτού» [2]. Παρά ταύτα τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση ότι τα παραπάνω βιβλικά χωρία δείχνουν μόνο «την κατά φύσιν κοινωνία» και «οικειότητα» του Πνεύματος με τον Πατέρα και όχι τον τρόπο της προελεύσεώς του, που παραμένει «άρρητος». Καίτοι δηλαδή με βάση τα βιβλικά χωρία Ιωάννη 15:26 και Ψαλμοί 32:6 καθορίζει τον τρόπο της υπάρξεώς του Αγίου Πνεύματος, έτσι ώστε να διακρίνεται από τον τρόπο της υπάρξεώς του Υιού, τονίζει ρητά πως ο τρόπος της υπάρξεώς του Αγίου Πνεύματος, όπως άλλωστε και ο τρόπος της υπάρξεώς του Υιού, είναι άγνωστος και άρρητος. Το πώς ο Πατήρ γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα αποτελεί υπερφυές μυστήριο, που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό από τα κτιστά όντα.

Ύστερα από όσα είπαμε παραπάνω προκύπτει αβίαστα η αποφατική θεώρηση του τρόπου υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδας εκ μέρους του Μ. Βασιλείου δεν οφείλεται σε κάποιον λανθάνοντα θεολογικό αγνωστικισμό του ή και σε ενδεχόμενες νεοπλατωνικές επιδράσεις αλλά αποτελεί άμεση γνωσιολογική συνέπεια της οντολογικής διακρίσεως μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Το «πως εστίν» ο Θεός ως Τριάς, δηλαδή ο τρόπος της υπάρξεως των προσώπων της Αγίας Τριάδας, αποτελεί υπερβατικό και ακατάληπτο μυστήριο και δεν αποκαλύπτεται στην Οικονομία. Αυτό που αποκαλύπτεται στην Οικονομία είναι η υπαρκτική ιδιαιτερότητα της Αγίας Τριάδας και ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών τους και όχι ο τρόπος της υπάρξεως τους.

[1] Εις τον 32 Ψαλμόν 4, PG 29, 333B. Κατά Σαβελλιανών και Αρείου και των Ανομοίων 6, PG 31, 612 BC. 7, PG 31, 616 C. Επιστολή 125,3, PG 32, 549 C. Περί Αγίου Πνεύματος 22, PG 32, 108 Α. 38, PG 32, 136 C.

[2] Περί Αγίου Πνεύματος 46, PG 32, 152 Β.


ΒΙΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Στυλιανός Παπαδόπουλος, Πατρολογία Τόμος Β΄

2. Γεώργιος Μαρτζέλλος, Ορθόδοξο Δόγμα και Θεολογικός Προβληματισμός


πηγή

Δεν υπάρχουν σχόλια: