Ακούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱε ρὸ καὶ ἅγιο εὐαγγέλιο. Εἶνε μία ἀπὸ τὶς ὡραῖες παρα -βολὲς ποὺ εἶπε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Λόγια ἀθάνατα. Τί λέει ἡ παραβολή;
Ἦταν ἕνας καλὸς βασιλιᾶς καὶ στὸ παλάτι εἶχε δούλους. Αὐτοὶ ἔκαναν τὶς ἐργασίες ποὺ τοὺς ἀνέθετε καὶ βρίσκονταν σὲ συνεχῆ δοσοληψία μὲ τὸ βασιλικὸ ταμεῖο. Κάποτε ἦρθε ἡ ὥρα νὰ κάνῃ ὁ βασιλιᾶς λογαρια -σμὸ μαζί τους. Κάλεσε ἕναν ἀπ᾽ αὐτοὺς κι ἄνοιξαν τὰ βιβλία.
Ὁ δοῦλος βρέθηκε ὅτι χρωστοῦσε στὸ βασιλιᾶ ὄχι χίλιες ἢ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ πέντε χιλιάδες, ἀλλὰ ἕνα ὑπέρογκο ποσό· τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἦ ταν «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24).
Ὁ δοῦλος βρέθηκε ὅτι χρωστοῦσε στὸ βασιλιᾶ ὄχι χίλιες ἢ δυὸ καὶ τρεῖς καὶ πέντε χιλιάδες, ἀλλὰ ἕνα ὑπέρογκο ποσό· τὸ εὐαγγέλιο λέει ὅτι ἦ ταν «μύρια τάλαντα» (Ματθ. 18,24).
Τὸ τάλαντο ἦταν μεγάλο χρηματικὸ ποσό, τὸ ὁποῖο σὲ σημερινὰ χρήματα εἶνε ὅσο ὁ κρατικὸς προϋπολογισμὸς τῆς Ἑλλάδος· πεντακόσα δισεκατομμύρια φράγκα! Τεράστιο ποσό.
Ἄκουσε ὁ δοῦλος καὶ τρόμαξε. Μόνος του ἦταν ἀδύνα τον νὰ ἐξοφλήσῃ τέτοιο χρέος. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δώσῃ προθεσμία γιὰ νὰ ἐξοφλήσῃ.
Καὶ ὁ βασιλιᾶς τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος· ὅ,τι χρωστοῦσε, τοῦ τὸ χάρισε!
Ἄκουσε ὁ δοῦλος καὶ τρόμαξε. Μόνος του ἦταν ἀδύνα τον νὰ ἐξοφλήσῃ τέτοιο χρέος. Ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τοῦ δώσῃ προθεσμία γιὰ νὰ ἐξοφλήσῃ.
Καὶ ὁ βασιλιᾶς τὸν λυπήθηκε καὶ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος· ὅ,τι χρωστοῦσε, τοῦ τὸ χάρισε!
* * *
Ἂς σταματήσουμε ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς παραβολῆς ―μὲ τὴν ὁποία ὁ Κύριος ἄλλα λέει καὶ ἄλλα ἐννοεῖ― κι ἂς ρωτήσουμε· ποιός εἶνε ὁ βασιλιᾶς αὐτός; ποιοί εἶνε οἱ δοῦλοι; καὶ ποιό εἶνε τὸ χρέος ποὺ ὤφειλε ὁ δοῦλος;
Ὁ βασιλιᾶς, ποὺ ἐννοεῖ ἡ παραβολή, δὲν εἶνε ἐπίγειος σὰν κι αὐτοὺς τοὺς βασιλιᾶδες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα στὸν κόσμο· εἶνε ὁ Κύριος· αὐτὸς εἶνε «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων», αὐτὸς εἶνε «τὸ Α καὶ τὸ Ω», αὐτὸς εἶνε ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος (Α΄ Τιμ. 6,15. Ἀπ. 9,16· 1,8· 21,6· 22,13)· αὐτὸς ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα.
Καὶ οἱ δοῦλοι ποιοί εἶνε; Οἱ δοῦλοι εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ὅπως ὁ δοῦλος εἶνε ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτελῇ τὰ θελήματα τοῦ ἀφεντικοῦ του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς οἱ ἄν θρωποι πρέπει νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κι ὅταν δὲν τὸ ἐκτελοῦμε ἀλλὰ παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, κάθε παράβασι ποὺ κάνουμε εἶνε ἕνα χρέος πρὸς τὸ Θεό.
Τὸ χρέος αὐτὸ τὸ παρουσιάζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο σὰν «μύρια τάλαντα»· τόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας, ἀμέτρητες δηλαδή.
Ὑπάρχουν μερικοὶ πού, ὅταν τοὺς συμβουλεύῃς νὰ πᾶνε στὸν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν, σοῦ λένε· « Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτίες». Αὐτὸ εἶνε ψέμα, μεγάλο ψέμα.
Ὁ βασιλιᾶς, ποὺ ἐννοεῖ ἡ παραβολή, δὲν εἶνε ἐπίγειος σὰν κι αὐτοὺς τοὺς βασιλιᾶδες ποὺ ὑπάρχουν ἀκόμα στὸν κόσμο· εἶνε ὁ Κύριος· αὐτὸς εἶνε «ὁ βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ κύριος τῶν κυριευόντων», αὐτὸς εἶνε «τὸ Α καὶ τὸ Ω», αὐτὸς εἶνε ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος (Α΄ Τιμ. 6,15. Ἀπ. 9,16· 1,8· 21,6· 22,13)· αὐτὸς ἐξουσιάζει τὰ σύμπαντα.
Καὶ οἱ δοῦλοι ποιοί εἶνε; Οἱ δοῦλοι εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Καὶ ὅπως ὁ δοῦλος εἶνε ὑποχρεωμένος νὰ ἐκτελῇ τὰ θελήματα τοῦ ἀφεντικοῦ του, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς οἱ ἄν θρωποι πρέπει νὰ ἐκτελοῦμε τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Κι ὅταν δὲν τὸ ἐκτελοῦμε ἀλλὰ παραβαίνουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, κάθε παράβασι ποὺ κάνουμε εἶνε ἕνα χρέος πρὸς τὸ Θεό.
Τὸ χρέος αὐτὸ τὸ παρουσιάζει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο σὰν «μύρια τάλαντα»· τόσες εἶνε οἱ ἁμαρτίες μας, ἀμέτρητες δηλαδή.
Ὑπάρχουν μερικοὶ πού, ὅταν τοὺς συμβουλεύῃς νὰ πᾶνε στὸν πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθοῦν, σοῦ λένε· « Ἐγὼ δὲν ἔχω ἁμαρτίες». Αὐτὸ εἶνε ψέμα, μεγάλο ψέμα.
Σήμερα στὸ εὐαγγέλιο ὁ Κύριος μᾶς δείχνει ὅτι εἴμαστε χρεωμένοι, ἔχουμε ἕνα μεγάλο χρέος ποὺ πρέπει νὰ τὸ ἐξοφλήσουμε. Κι ὅπως κάθε τίμιος ἄνθρωπος, ὅταν ἔχῃ ἕνα χρέος στὴν τράπεζα, ἀγωνιᾷ πό τε νὰ τὸ ἐξοφλήσῃ, ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς ἔπρεπε νά ᾽χουμε ἀγωνία πότε θὰ ἔρθῃ ἡ ὥρα νὰ ἐξοφλήσουμε τὸ χρέος ποὺ ἔχουμε στὸν Κύριό μας. Ἁμαρτάνουμε, εἴμαστε ἁμαρτωλοί.
Ἁμαρτάνουμε ὅλοι, κάθε ὥρα, μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσο.
Ἁμαρτάνουμε ὅλοι, κάθε ὥρα, μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσο.
Ἁμαρτάνουμε μὲ κάθε μέλος μας. Καὶ πρῶτα – πρῶτα μὲ τὰ μάτια. Μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεὸς νὰ βλέπουμε τὰ ὡραῖα τῆς φύσεως καὶ νὰ τὸν δο ξάζουμε, κ᾽ ἐμεῖς χαζεύουμε τὰ αἰσχρὰ κι ἀκατονόμαστα, καρφωμένοι στὴν τηλεόρασι καὶ μένοντας ξάγρυπνοι πέρα ἀπ᾽ τὰ μεσάνυχτα.
Ἁμαρτάνουμε μὲ τ᾽ αὐτιά. Μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Κύριος ν᾽ ἀκοῦμε τὰ λόγια του, κ᾽ ἐμεῖς τὰ κλείνουμε στὸ κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, ἐνῷ τὰ στηλώνουμε σὲ ἀκούσματα διαβολικά.
Ἁμαρτάνουμε μὲ τὴ γλῶσσα. Μᾶς τὴν ἔδωσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν δοξάζουμε καὶ νὰ ἐπικοινωνοῦμε μεταξύ μας, κ᾽ ἐμεῖς μ᾽ αὐτὴν λέμε ψέματα, διαβάλλουμε καὶ συκοφαντοῦμε, κατακρίνουμε καὶ κουτσομπολεύουμε – ἰδίως οἱ γυναῖκες, καὶ τὸ χειρότερο βλαστημοῦμε τὰ θεῖα.
Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ χέρια. Μᾶς τά ᾽δωσε ὁ Θεὸς νὰ κάνουμε τὸ καλό, κ᾽ ἐμεῖς μ᾽ αὐτὰ ἀσελγοῦ με, μουντζώνουμε, χτυπᾶμε, κλέβουμε, σκοτώνει ὁ ἕνας τὸν ἄλλο σὰν τὸν Κάιν.
Ἁμαρτάνουμε μὲ τὰ πόδια. Μᾶς τὰ ᾽δωσε ὁ Θεὸς νὰ τρέχουμε στὴν ἐκκλησία, κ᾽ ἐμεῖς τρέχουμε γιὰ τὸ διάβολο σὲ τόπους ἁμαρτίας καὶ γεμίζουμε τὰ κέντρα διασκεδάσεως.
Ἁμαρτάνουμε πρὸ παντὸς μὲ τὴ σκέψι. Τὸ μυαλό μας, ἀντὶ νά ᾽νε προσηλωμένο στὸ Θεό, εἶνε κολλημένο στὰ ἐπίγεια καὶ μάταια.
Ἁμαρτάνουμε ὅλοι· ἄντρες, γυναῖκες, νέοι, γέροι μὲ τό ᾽να πόδι στὸν τάφο, μικροὶ – μεγάλοι, ἀγράμματοι καὶ ἐπιστήμονες, πολῖτες καὶ ἄρχοντες, στρατιῶτες καὶ ἀξιωματικοί, λαϊκοὶ ἀλλὰ κ᾽ ἐμεῖς οἱ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες.
Ἁμαρτάνουμε κάθε ὥρα· τὴν ἡμέρα, τὴ νύχτα, τὶς καθημερινές, τὴν Κυριακή, τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, κι αὐτὴν ἀκόμα τὴ Μεγάλη Παρασκευή.
Οἱ Ἑβραῖοι σταύρωσαν τὸ Χριστὸ μιὰ φορά, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε κάθε μέρα· κάθε ἁμαρτία ποὺ κάνουμε εἶνε κ᾽ ἕνα καρφί. Καὶ μιὰ μέρα ἀκόμα νὰ ζήσουμε, δὲ γλυτώνουμε, πέφτουμε σὲ ἁμαρτία (βλ. Ἰὼβ 4,17· 14,4-5. Παροιμ. 20,9).
Οἱ Ἑβραῖοι σταύρωσαν τὸ Χριστὸ μιὰ φορά, ἐμεῖς τὸν σταυρώνουμε κάθε μέρα· κάθε ἁμαρτία ποὺ κάνουμε εἶνε κ᾽ ἕνα καρφί. Καὶ μιὰ μέρα ἀκόμα νὰ ζήσουμε, δὲ γλυτώνουμε, πέφτουμε σὲ ἁμαρτία (βλ. Ἰὼβ 4,17· 14,4-5. Παροιμ. 20,9).
Πόσο εἶνε τὸ χρέος μας; «Μύρια τάλαντα», ἰλιγγιώδης ἀριθμός. Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς τὴν ἄμμο τῆς θαλάσσης καὶ τὰ φύλλα τῶν δέντρων, μπορεῖς νὰ μετρήσῃς καὶ τ᾽ ἁμαρτήματα ποὺ διαπράττει ἡ ἀνθρωπότης. Καὶ ὁ Θεὸς ὁ πανάγαθος, ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος, ἀνέχεται σὰν τὸν πατέρα· ἀγαπάει τὸ παιδί του καὶ τὸ συγχωρεῖ ποὺ ἀτακτεῖ· κι ἂν καμμιὰ φορὰ τὸ τιμωρῇ, τοῦ τραβάει ἐλαφρὰ τὸ αὐτὶ γιὰ νὰ τὸ παιδαγωγήσῃ καὶ νὰ τὸ σώσῃ.
* * *
Τίθεται, ἀγαπητοί μου, τὸ ἐρώτημα· πῶς μποροῦμε ν᾽ ἀπαλλαγοῦμε ἀπὸ τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας;
Ὁ καθένας μας πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ τακτοποιήσῃ προτοῦ νὰ πεθάνουμε. Μόνοι μας; Ἀδύνατον.
Ὅπως ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς, δὲν μποροῦμε ν᾽ ἀπα λείψουμε οὔτε μία ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας.
Ὁ καθένας μας πρέπει αὐτὸ νὰ τὸ τακτοποιήσῃ προτοῦ νὰ πεθάνουμε. Μόνοι μας; Ἀδύνατον.
Ὅπως ὁ δοῦλος τῆς παραβολῆς, δὲν μποροῦμε ν᾽ ἀπα λείψουμε οὔτε μία ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας.
Πέστε μου ποιά θεωρεῖτε ὡς τὴ μικρότερη ἁμαρτία μας. Ἔ, σᾶς λέω ὅτι, καὶ ἑκατὸ χρόνια νὰ μείνουμε στὸ Ἅγιο Ὄρος ἀσκητεύοντας (νὰ κάνουμε κομποσχοίνια καὶ γονυκλισίες, νὰ τρῶμε χόρτα καὶ νὰ κοιμώμαστε τὴ νύχτα μιὰ ὥρα), μόνοι μας δὲν μποροῦμε νὰ σβήσουμε οὔτε τὴν πιὸ μικρὴ ἁμαρτία.
Πῶς σβήνει ἡ ἁμαρτία; Μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή; Ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀ πὸ τὸν οὐρανό, σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ μᾶς, καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας –ποὺ ἀκοῦμε «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (θ. Λειτ.. Ματθ. 26,27)–, τὸ καθαρὸ καὶ ἁγνὸ καὶ ἀμόλυντο αἷμα τοῦ Κυρίου μας, ἔχει ἄπειρη δύναμι νὰ σβήνῃ ἁμαρτίες.
Μιὰ μόνο σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου φτάνει νὰ σβήσῃ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔχει κάνει ἡ ἀνθρωπότης. Μάλιστα. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πιστέψῃ ἀληθινὰ σ᾽ αὐτόν, ὅτι ἐνανθρώπησε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ ἴδιος εἶνε ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεός του.
Πῶς σβήνει ἡ ἁμαρτία; Μὲ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Δηλαδή; Ὁ Χριστὸς κατέβηκε ἀ πὸ τὸν οὐρανό, σταυρώθηκε καὶ ἔχυσε τὸ αἷμα του γιὰ μᾶς, καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ μας –ποὺ ἀκοῦμε «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες» (θ. Λειτ.. Ματθ. 26,27)–, τὸ καθαρὸ καὶ ἁγνὸ καὶ ἀμόλυντο αἷμα τοῦ Κυρίου μας, ἔχει ἄπειρη δύναμι νὰ σβήνῃ ἁμαρτίες.
Μιὰ μόνο σταγόνα ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου φτάνει νὰ σβήσῃ ὅλα τὰ ἁμαρτήματα ποὺ ἔχει κάνει ἡ ἀνθρωπότης. Μάλιστα. Ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ πιστέψῃ ἀληθινὰ σ᾽ αὐτόν, ὅτι ἐνανθρώπησε, σταυρώθηκε καὶ ἀναστήθηκε, νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι ὁ ἴδιος εἶνε ἁμαρτωλὸς καὶ νὰ ζητήσῃ τὸ ἔλεός του.
Διαφορετικά, οὔτε ἡ πιὸ μικρὴ ἁμαρτία δὲν σβήνει. Καὶ ἂν οἱ μικρὲς δὲν σβήνουν, τί νὰ ποῦμε γιὰ τὶς μεγάλες;
Ἂν μὲ ρωτήσετε τώρα ποιά εἶνε τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα τῆς ἐποχῆς μας, θὰ σᾶς πῶ ὅτι τὰ ἀσύγγνωστα καὶ θανάσιμα ἁμαρτήματα, τὰ «μύρια τάλαντα» τῆς ἐποχῆς μας καὶ τῆς πατρίδος μας, εἶνε δύο. Τὸ ἕνα εἶνε ἡ βλαστήμια· ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς Μεσογείου ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πιὸ βλάστημοι.
Καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας καὶ οἱ ἐκτρώσεις· τὸ νὰ ἐμποδίζεται μὲ τὰ διάφορα σατανικὰ μέσα ἡ γέννησι παιδιῶν θὰ τὸ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο. Ἂν πᾶτε στὴν Ἀλβανία, εἶνε γεμάτη παιδιά· διπλασιάζεται ὁ πληθυσμός της. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ ἄλλα κράτη τῶν Βαλκανίων. Ὅσο γιὰ τὴν Τουρκία;…
Πῆγαν ἀπὸ τὴ Φλώρινα ἐκδρομὴ στὴν Κιουτάχεια, καὶ εἶδαν στοὺς δρόμους νὰ παίζουν πλῆθος παιδιά. Ἐδῶ ἔπαψαν πλέον νὰ γεννοῦν· διαπράττεται τὸ ἔγκλημα. Τί ἄλλο νὰ ποῦμε;
Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω. Εἶμαι ἁμαρτωλὸς κ᾽ ἐγὼ σὰν ἐσᾶς, δὲν εἶμαι ἄ ξιος νὰ σᾶς κηρύττω.
Ἀλλ᾽ ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τώρα τί περιμένουμε; Τί ἄλλο ἀπὸ τιμωρίες.
Ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ. Τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ὁ Ἐσταυρωμένος, στάχτη θὰ γίνῃ ὁ κόσμος.
Ἂν μὲ ρωτήσετε τώρα ποιά εἶνε τὰ μεγάλα ἁμαρτήματα τῆς ἐποχῆς μας, θὰ σᾶς πῶ ὅτι τὰ ἀσύγγνωστα καὶ θανάσιμα ἁμαρτήματα, τὰ «μύρια τάλαντα» τῆς ἐποχῆς μας καὶ τῆς πατρίδος μας, εἶνε δύο. Τὸ ἕνα εἶνε ἡ βλαστήμια· ἀπὸ ὅλους τοὺς λαοὺς τῆς Μεσογείου ἐμεῖς εἴμαστε οἱ πιὸ βλάστημοι.
Καὶ τὸ ἄλλο εἶνε ἡ ἀποφυγὴ τῆς τεκνογονίας καὶ οἱ ἐκτρώσεις· τὸ νὰ ἐμποδίζεται μὲ τὰ διάφορα σατανικὰ μέσα ἡ γέννησι παιδιῶν θὰ τὸ πληρώσουμε μὲ τόκο καὶ ἐπιτόκιο. Ἂν πᾶτε στὴν Ἀλβανία, εἶνε γεμάτη παιδιά· διπλασιάζεται ὁ πληθυσμός της. Τὸ ἴδιο καὶ στὰ ἄλλα κράτη τῶν Βαλκανίων. Ὅσο γιὰ τὴν Τουρκία;…
Πῆγαν ἀπὸ τὴ Φλώρινα ἐκδρομὴ στὴν Κιουτάχεια, καὶ εἶδαν στοὺς δρόμους νὰ παίζουν πλῆθος παιδιά. Ἐδῶ ἔπαψαν πλέον νὰ γεννοῦν· διαπράττεται τὸ ἔγκλημα. Τί ἄλλο νὰ ποῦμε;
Μοῦ ᾽ρχεται νὰ κλάψω. Εἶμαι ἁμαρτωλὸς κ᾽ ἐγὼ σὰν ἐσᾶς, δὲν εἶμαι ἄ ξιος νὰ σᾶς κηρύττω.
Ἀλλ᾽ ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, τώρα τί περιμένουμε; Τί ἄλλο ἀπὸ τιμωρίες.
Ὁ Θεὸς μακροθυμεῖ. Τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ ὁ Ἐσταυρωμένος, στάχτη θὰ γίνῃ ὁ κόσμος.
Χίλιους τρόπους ἔχει ἂν θέλῃ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ. Ἔρχονται μεγάλες συμφορές. Δὲν θὰ μείνῃ τὸ κακὸ ἀτιμώρητο. Γλέντα, διασκέδαζε, βλαστήμα, παῖζε τὰ λεφτά σου, κάνε ἐκτρώσεις, κάνε ὅ,τι θέλεις· ἀλλὰ νὰ τὸ ξέρῃς, μιὰ μέρα θὰ δώσῃς στὸ Θεὸ λογαριασμὸ γιὰ τὰ χρέη σου.
* * *
Τί ὑπολείπεται, ἀδελφοί μου; Ἄντρες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, γυναῖκες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, παιδιὰ ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, γέροι μὲ τ᾽ ἄσπρα μαλλιὰ ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, παπᾶδες ποὺ μ᾽ ἀκοῦτε, τί ὑπολείπεται;
Ἕνα μᾶς ἀπομένει· νὰ μετανοήσουμε. Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, ἔρχον ται μεγάλες συμφορὲς στὸν κόσμο. Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν πρῶτοι ἐμεῖς οἱ κληρικοί· ἂς μετανοήσουν οἱ γέροντες, οἱ ἄντρες οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ὅλος ὁ κόσμος.
Ἕνα μᾶς ἀπομένει· νὰ μετανοήσουμε. Νὰ μετανοήσουμε ὅλοι ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας καὶ νὰ ζητήσουμε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ.
Ἐὰν δὲν μετανοήσουμε, ἔρχον ται μεγάλες συμφορὲς στὸν κόσμο. Ἂς μετανοήσουμε λοιπὸν πρῶτοι ἐμεῖς οἱ κληρικοί· ἂς μετανοήσουν οἱ γέροντες, οἱ ἄντρες οἱ γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, ὅλος ὁ κόσμος.
Τότε μόνο ὑπάρχει ἐλπίδα ὁ Χριστὸς ν᾽ ἁπλώσῃ τὰ χέρια του ἐπάνω στὸν ἁ μαρτωλὸ κόσμο καὶ νὰ δώσῃ τὴ συγχώρησι. Εἴθε ὁ Θεὸς διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου νὰ δώσῃ σὲ ὅλους ἐμᾶς μετάνοια, γιὰ νὰ βροῦμε ἔλεος καὶ σωτηρία· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Ἀμμοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 22-8-1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου