τοῦ Ἰωάννη Τάτση, Θεολόγου
Πολυάριθμες εἶναι οἱ ἀναφορὲς ποὺ γίνονται στὸν ἔντυπο καὶ ἠλεκτρονικὸ τύπο γιὰ τὸ μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, τὸ καθεστὼς τῶν ἀπαλλαγῶν ἀπὸ αὐτὸ καὶ τὸ χαρακτήρα ποὺ θέλουμε νὰ ἔχει. Οἱ ἀρθρογράφοι πολλὲς φορὲς εἶναι ἄνθρωποι ποὺ δὲν διδάσκουν τὸ μάθημα στὰ σχολεῖα καὶ γιὰ τοῦτο ἀγνοοῦν βασικὰ στοιχεῖα τοῦ μαθήματος στὴν πράξη ἢ καλύτερα μέσα στὴν τάξη.
Ὅσοι ἔχουμε τὸ προνόμιο ἢ μᾶλλον τὴν εὐλογία νὰ διδάσκουμε Θρησκευτικὰ στὴν τάξη γευόμαστε τοὺς πλούσιους καρποὺς τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ μάλιστα γιὰ θέματα τῆς πίστης μας καὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς ποὺ εἶναι βαθύτατα πνευματικά. Ἕνα σχετικὰ μικρὸ Λύκειο μὲ ἔξι τμήματα φιλοξενεῖ τουλάχιστον στὰ τρία ἀπὸ αὐτὰ ἀπὸ ἕναν μαθητὴ τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας γονιὸς ἔχει ἤδη μεταβεῖ στὴν ἀληθινὴ ζωή. Τὸ μάθημα ἀναγκαστικὰ ἐπιστρέφει πολλὲς φορὲς στὴ συζήτηση γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Τὸν ἀρχικὸ δισταγμό, τὰ βουρκωμένα μάτια καὶ τὴν ἀπόλυτη σιωπὴ τῶν συμμαθητῶν γιὰ τὸ θέμα, ποὺ εἶναι κυριολεκτικὰ ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, διαδέχεται ὁ αὐθόρμητος καταιγισμὸς ἐρωτημάτων. Μᾶς βλέπουν οἱ νεκροὶ συγγενεῖς μας; Ἐμεῖς γιατί δὲν τοὺς βλέπουμε; Γιατί ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν πρόωρο θάνατό τους; Θὰ τοὺς ξαναδοῦμε ποτέ; Ἀκοῦνε τὶς προσευχές μας; Νοιάζονται γιά μας; Θὰ ζήσουμε ποτὲ ξανὰ μαζί τους; Καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια. Ὁ λόγος γιὰ....τὴν Ἀνάσταση. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθανασία τῶν ψυχῶν. Γιὰ τὴν προσευχὴ ποὺ ὀφείλουμε ὡς ἐλάχιστο χρέος γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς μας. Καὶ ὕστερα ἡ βεβαιότητα ὅτι ἐκεῖνοι μᾶς βλέπουν καὶ μᾶς περιμένουν. Ἡ προσδοκία τῆς κοινῆς μας ἀνάστασης. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν…».
Καὶ μετὰ ἐρωτήματα προσωπικά. Ἐσεῖς κύριε πιστεύετε στὴν Ἀνάσταση; Ἡ ἀπάντηση, ἀκόμη κι ὁ τρόπος ποὺ θὰ εἰπωθεῖ, πείθει ἢ γεννᾶ ἀμφιβολίες. Δὲν θὰ ἤμουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχα τίποτε νὰ σᾶς πῶ, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, ἂν δὲν ζήσουμε αἰώνια μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μᾶς νεκροὺς καὶ τὸν Χριστὸ μέσα στὴν πλημμύρα τῆς ἀγάπης τοῦ Παραδείσου. Καὶ ἔπειτα «εἰ Χριστός ουκ ἐγήγερται κενόν το κήρυγμα ἠμῶν, κενὴ ἄρα καὶ ἡ πίστις ἠμῶν». Πρόσωπα γεμάτα ἀμφιβολίες, ποὺ γεννᾶ ἡ ἀπιστία ὅλων τῶν γύρω τους, ἀναζητοῦν μία ἀχτίδα φωτὸς ποὺ νὰ δείχνει στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωή.
Καὶ ἔπειτα τὸ κουδούνι γιὰ τὸ διαλλειμα. Οἱ «τολμηροὶ» γύρω ἀπὸ τὴν ἕδρα. Καὶ ἡ μαθήτρια ποὺ δὲν ἔχει πλέον κοντὰ τῆς τὸν πατέρα τῆς γεμάτη ἐρωτηματικά. Ὥστε λοιπὸν ὁ πατέρας δὲν εἶναι τόσο μακριά; Καὶ μὲ βλέπει; Μὲ περιμένει;
Τὴν ἑπόμενη ὥρα κατὰ τὴν διδασκαλία φιλολογικοῦ μαθήματος τὸ βλέμμα τῆς μαθήτριας κολλημένο στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπὸ τὸν πίνακα. Αὐθόρμητα κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ καθηγήτρια τὴν ρωτᾶ ἂν εἶναι καλά. Κι ἐκείνη ἀπαντᾶ: «Καλὰ εἶμαι. Πειράζει ποῦ ἔκανα τὸ σταυρό μου;». Στὸ διάλειμμα ἡ φιλόλογος μὲ ρωτᾶ τί τρέχει. Τίποτε, ἀπαντῶ. Κάτι δικά μας…
Ὅσοι ἔχουμε τὸ προνόμιο ἢ μᾶλλον τὴν εὐλογία νὰ διδάσκουμε Θρησκευτικὰ στὴν τάξη γευόμαστε τοὺς πλούσιους καρποὺς τῆς ἐπικοινωνίας μὲ τοὺς μαθητὲς καὶ μάλιστα γιὰ θέματα τῆς πίστης μας καὶ τῆς καθημερινῆς ζωῆς ποὺ εἶναι βαθύτατα πνευματικά. Ἕνα σχετικὰ μικρὸ Λύκειο μὲ ἔξι τμήματα φιλοξενεῖ τουλάχιστον στὰ τρία ἀπὸ αὐτὰ ἀπὸ ἕναν μαθητὴ τοῦ ὁποίου ὁ ἕνας γονιὸς ἔχει ἤδη μεταβεῖ στὴν ἀληθινὴ ζωή. Τὸ μάθημα ἀναγκαστικὰ ἐπιστρέφει πολλὲς φορὲς στὴ συζήτηση γιὰ τὴν αἰώνια ζωή.
Τὸν ἀρχικὸ δισταγμό, τὰ βουρκωμένα μάτια καὶ τὴν ἀπόλυτη σιωπὴ τῶν συμμαθητῶν γιὰ τὸ θέμα, ποὺ εἶναι κυριολεκτικὰ ζήτημα ζωῆς καὶ θανάτου, διαδέχεται ὁ αὐθόρμητος καταιγισμὸς ἐρωτημάτων. Μᾶς βλέπουν οἱ νεκροὶ συγγενεῖς μας; Ἐμεῖς γιατί δὲν τοὺς βλέπουμε; Γιατί ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε τὸν πρόωρο θάνατό τους; Θὰ τοὺς ξαναδοῦμε ποτέ; Ἀκοῦνε τὶς προσευχές μας; Νοιάζονται γιά μας; Θὰ ζήσουμε ποτὲ ξανὰ μαζί τους; Καὶ ἄλλα πολλὰ παρόμοια. Ὁ λόγος γιὰ....τὴν Ἀνάσταση. Ἀλλὰ καὶ τὴν ἀθανασία τῶν ψυχῶν. Γιὰ τὴν προσευχὴ ποὺ ὀφείλουμε ὡς ἐλάχιστο χρέος γιὰ τοὺς κεκοιμημένους συγγενεῖς μας. Καὶ ὕστερα ἡ βεβαιότητα ὅτι ἐκεῖνοι μᾶς βλέπουν καὶ μᾶς περιμένουν. Ἡ προσδοκία τῆς κοινῆς μας ἀνάστασης. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν…».
Καὶ μετὰ ἐρωτήματα προσωπικά. Ἐσεῖς κύριε πιστεύετε στὴν Ἀνάσταση; Ἡ ἀπάντηση, ἀκόμη κι ὁ τρόπος ποὺ θὰ εἰπωθεῖ, πείθει ἢ γεννᾶ ἀμφιβολίες. Δὲν θὰ ἤμουν ἐδῶ, δὲν θὰ εἶχα τίποτε νὰ σᾶς πῶ, ἂν ὁ Χριστὸς δὲν ἀναστήθηκε, ἂν δὲν ζήσουμε αἰώνια μαζὶ μὲ τοὺς ἀγαπημένους μᾶς νεκροὺς καὶ τὸν Χριστὸ μέσα στὴν πλημμύρα τῆς ἀγάπης τοῦ Παραδείσου. Καὶ ἔπειτα «εἰ Χριστός ουκ ἐγήγερται κενόν το κήρυγμα ἠμῶν, κενὴ ἄρα καὶ ἡ πίστις ἠμῶν». Πρόσωπα γεμάτα ἀμφιβολίες, ποὺ γεννᾶ ἡ ἀπιστία ὅλων τῶν γύρω τους, ἀναζητοῦν μία ἀχτίδα φωτὸς ποὺ νὰ δείχνει στὴν πέραν τοῦ τάφου ζωή.
Καὶ ἔπειτα τὸ κουδούνι γιὰ τὸ διαλλειμα. Οἱ «τολμηροὶ» γύρω ἀπὸ τὴν ἕδρα. Καὶ ἡ μαθήτρια ποὺ δὲν ἔχει πλέον κοντὰ τῆς τὸν πατέρα τῆς γεμάτη ἐρωτηματικά. Ὥστε λοιπὸν ὁ πατέρας δὲν εἶναι τόσο μακριά; Καὶ μὲ βλέπει; Μὲ περιμένει;
Τὴν ἑπόμενη ὥρα κατὰ τὴν διδασκαλία φιλολογικοῦ μαθήματος τὸ βλέμμα τῆς μαθήτριας κολλημένο στὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πάνω ἀπὸ τὸν πίνακα. Αὐθόρμητα κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Ἡ καθηγήτρια τὴν ρωτᾶ ἂν εἶναι καλά. Κι ἐκείνη ἀπαντᾶ: «Καλὰ εἶμαι. Πειράζει ποῦ ἔκανα τὸ σταυρό μου;». Στὸ διάλειμμα ἡ φιλόλογος μὲ ρωτᾶ τί τρέχει. Τίποτε, ἀπαντῶ. Κάτι δικά μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου