Ο πλούσιος νεαρός που συνάντησε το Χριστό για να λάβει επιδοκιμασία για τη ζωή του και να ακούσει πάνω στο τι υστερούσε, για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, λυπάται με την απάντηση του Χριστού: «Αν θέλεις να γίνεις τέλειος, πήγαινε πούλησε τα υπάρχοντά σου και δώσε τα χρήματα στους φτωχούς και θα έχεις θησαυρό κοντά στο Θεό . κι έλα να με ακολουθήσεις» (Ματθ. 19, 21). Είχε μεγάλη περιουσία και δεν μπορούσε να την αποχωριστεί.
Αξίζει να εξετάσουμε τους βαθύτερους λόγους της λύπης του πλούσιου νέου.
Λυπήθηκε γιατί ήταν προσκολλημένος στα αγαθά του. Τα θεωρούσε δικά του και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Τα αγαθά είχαν γίνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Δεν θεωρούσε ότι η ζωή του θα είχε νόημα εάν δεν είχε τα αγαθά αυτά. Του εξασφάλιζαν άνεση στη ζωή του, την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, την αναγνώριση από τους άλλους. Τα αγαθά ήταν το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της ταυτότητάς του.
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι ο Θεός δεν αναγνώριζε τον θρησκευτικό του κόπο. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε ψευδομαρτυρήσει, τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Τηρούσε δηλαδή τις βασικές εντολές του μωσαϊκού νόμου και θρησκευτικά ήταν άψογος. Είχε την αίσθηση ότι ο Θεός αναγνώριζε τον κόπο του και ότι ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Η θρησκευτικότητά του ήταν έντονη. Σκοπός της όμως ήταν η δικαίωσή του.
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι το προαίσθημά του πως κάτι μπορεί να του έλειπε, επιβεβαιώθηκε. Η ερώτηση που θέτει στο Χριστό μαρτυρεί μία υποσυνείδητη φοβία ότι δεν ήταν αρκετή η θρησκευτικότητά του, αλλά ο τέλειος Θεός ήθελε τη τελειότητα και από εκείνον. Και καθώς ακούει τον Χριστό να του απαντά ότι δεν πέτυχε την τελειότητα, όπως την επιθυμούσε, νιώθει ότι η φοβία του είχε ρίζες, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται από την λύπη.
Ποια είναι η στάση του απέναντι στη λύπη;
Ο πλούσιος νέος δεν συζητά με το Χριστό, δεν καταθέτει την αντίθεσή του, δεν εξομολογείται τους προβληματισμούς που γεννώνται σ’ αυτόν εξαιτίας της απάντησης του Θεανθρώπου, αλλά φεύγει λυπημένος. Η αντίδρασή του είναι η φυγή και όχι ο αγώνας. Ο Χριστός, με την απάντησή του, βρήκε το κέντρο της καρδιάς του νέου. Και εκείνος κατεβλήθη από την απάντηση, τόσο που φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την αλήθεια. Φεύγει από το Πρόσωπο το οποίο του γνωστοποιεί τι αληθινά του λείπει. Σιωπά, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός ξεγύμνωσε την καρδιά του. Και η λύπη τον συνοδεύει, όπως διαφαίνεται από την μετοχή που ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί: «λυπούμενος» και όχι «λυπηθείς». Αποσύρεται με μία μόνιμη λύπη πλέον στην καρδιά του, ανίκανος να πολεμήσει, ανίκανος να πάρει την μεγάλη απόφαση να αποχωριστεί από ό,τι θεωρούσε ότι του έδινε νόημα, ανίκανος να συναντήσει έναν Θεό που ζητά αγάπη ολοκληρωτική και εμπιστοσύνη στη σχέση με τον άνθρωπο και όχι ψευδαισθήσεις.
Τον πλούσιο νέο θυμίζουμε οι άνθρωποι σήμερα, ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία. Θεωρούμε πως ο θρησκευτικός μας κόπος είναι αρκετός ενώπιον του Θεού. Όμως η καρδιά μας είναι αλλού προσκολλημένη. Είτε η αγάπη της λέγεται φιληδονία, είτε αγαθά, είτε μόρφωση, είτε εγωισμός, είτε παντογνωσία, είτε εκμετάλλευση, είτε δικαιώματα, η ταυτότητά μας είναι τελικά μακριά από το Θεό. Και όταν έρχεται ο λόγος του Θεού να ξεγυμνώσει την ύπαρξή μας, είτε δια μέσω του Ευαγγελίου είτε δια μέσω προσώπων που μας αγαπούνε και μας λένε αληθινά τι μας συμβαίνει, η συνήθης στάση μας είναι η φυγή, η αποδοκιμασία των προσώπων που μας αποκαλύπτουν το αληθές, η κατάθλιψη γιατί δεν ακούσαμε τον έπαινο, είτε γιατί η πνευματική πραγματικότητα μας δείχνει πόσο απέχουμε από την τελειότητα της σχέσης με το Θεό.
Και κάτι που είναι σημαντικό για τους πνευματικούς πατέρες. Το περιεχόμενο της απάντησης του Χριστού στον πλούσιο νέο ήταν διττό: αρχικά του επεσήμανε τα βασικά που έπρεπε να κάνει, δηλαδή τον θρησκευτικό κόπο. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο νέος ήθελε την πληρότητα της τελειότητας στη ζωή του, απάντησε χωρίς υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις το τι έπρεπε να κάνει. Πόσο έτοιμοι είμαστε οι πνευματικοί πατέρες να δώσουμε αυτό το διττό περιεχόμενο στον λόγο και την διδαχή μας; Ξεκινώντας από τον εαυτό μας, πόσο τηρούμε τις εντολές του Ευαγγελίου, και, κυρίως, πόσο είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε την καρδιά μας και την καρδιά του άλλου, να δούμε τι είναι αυτό που τελικά μας χωρίζει από την πληρότητα της αγάπης του Θεού; Συνήθως αρκούμαστε σε μία εξωτερική θεώρηση της ζωής και της αποστολής των άλλων, όπως και του εαυτού μας, και δεν τολμούμε να δούμε την αλήθεια, να αφήσουμε την ψυχή μας να φανερωθεί γυμνή ενώπιον του Θεού, ούτε και τολμούμε να είμαστε αληθινοί έναντι των άλλων ή να τους δείξουμε τι τους λείπει, ίσως γιατί κι εμείς δεν θέλουμε να το διαπιστώσουμε στον εαυτό μας. Όμως ο Χριστός μας δείχνει ότι η αλήθεια είναι αυτό που ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο και ότι καλούμαστε να επιλέξουμε την στάση μας έναντί της: αν θα νικηθούμε από την λύπη, την κατάθλιψη, το εγωκεντρικό φρόνημα ή αν θα παλέψουμε να την εφαρμόσουμε.
Σ’ έναν κόσμο που ζει μέσα στο ψέμα και προσφέρει υποκατάστατα που δήθεν θα εξαλείψουν κάθε μορφής λύπη, η αλήθεια της πίστης είναι αυτό που καλείται να προσφέρει η Εκκλησία με όλες της τις δυνάμεις. Και η αλήθεια είναι το πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο καθρεφτίζεται η καρδιά μας. Ας μην λησμονούμε ότι η ζωή μας έχει όριο το θάνατο. Τότε τα πάντα μας θα φανούν γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον του Κριτού και ό,τι αρνηθήκαμε να παραδεχθούμε, εκεί θα φανεί.
Αξίζει να εξετάσουμε τους βαθύτερους λόγους της λύπης του πλούσιου νέου.
Λυπήθηκε γιατί ήταν προσκολλημένος στα αγαθά του. Τα θεωρούσε δικά του και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί. Τα αγαθά είχαν γίνει στοιχείο της ταυτότητάς του. Δεν θεωρούσε ότι η ζωή του θα είχε νόημα εάν δεν είχε τα αγαθά αυτά. Του εξασφάλιζαν άνεση στη ζωή του, την δυνατότητα να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του, την αναγνώριση από τους άλλους. Τα αγαθά ήταν το βασικό διαφοροποιητικό στοιχείο της ταυτότητάς του.
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι ο Θεός δεν αναγνώριζε τον θρησκευτικό του κόπο. Δεν είχε σκοτώσει, δεν είχε μοιχεύσει, δεν είχε κλέψει, δεν είχε ψευδομαρτυρήσει, τιμούσε τον πατέρα του και την μητέρα του και αγαπούσε τον πλησίον του όπως τον εαυτό του. Τηρούσε δηλαδή τις βασικές εντολές του μωσαϊκού νόμου και θρησκευτικά ήταν άψογος. Είχε την αίσθηση ότι ο Θεός αναγνώριζε τον κόπο του και ότι ήταν ευχαριστημένος μαζί του. Η θρησκευτικότητά του ήταν έντονη. Σκοπός της όμως ήταν η δικαίωσή του.
Λυπήθηκε γιατί ένιωσε ότι το προαίσθημά του πως κάτι μπορεί να του έλειπε, επιβεβαιώθηκε. Η ερώτηση που θέτει στο Χριστό μαρτυρεί μία υποσυνείδητη φοβία ότι δεν ήταν αρκετή η θρησκευτικότητά του, αλλά ο τέλειος Θεός ήθελε τη τελειότητα και από εκείνον. Και καθώς ακούει τον Χριστό να του απαντά ότι δεν πέτυχε την τελειότητα, όπως την επιθυμούσε, νιώθει ότι η φοβία του είχε ρίζες, με αποτέλεσμα να καταβάλλεται από την λύπη.
Ποια είναι η στάση του απέναντι στη λύπη;
Ο πλούσιος νέος δεν συζητά με το Χριστό, δεν καταθέτει την αντίθεσή του, δεν εξομολογείται τους προβληματισμούς που γεννώνται σ’ αυτόν εξαιτίας της απάντησης του Θεανθρώπου, αλλά φεύγει λυπημένος. Η αντίδρασή του είναι η φυγή και όχι ο αγώνας. Ο Χριστός, με την απάντησή του, βρήκε το κέντρο της καρδιάς του νέου. Και εκείνος κατεβλήθη από την απάντηση, τόσο που φάνηκε ότι δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί την αλήθεια. Φεύγει από το Πρόσωπο το οποίο του γνωστοποιεί τι αληθινά του λείπει. Σιωπά, γιατί ξέρει ότι ο Χριστός ξεγύμνωσε την καρδιά του. Και η λύπη τον συνοδεύει, όπως διαφαίνεται από την μετοχή που ο ευαγγελιστής χρησιμοποιεί: «λυπούμενος» και όχι «λυπηθείς». Αποσύρεται με μία μόνιμη λύπη πλέον στην καρδιά του, ανίκανος να πολεμήσει, ανίκανος να πάρει την μεγάλη απόφαση να αποχωριστεί από ό,τι θεωρούσε ότι του έδινε νόημα, ανίκανος να συναντήσει έναν Θεό που ζητά αγάπη ολοκληρωτική και εμπιστοσύνη στη σχέση με τον άνθρωπο και όχι ψευδαισθήσεις.
Τον πλούσιο νέο θυμίζουμε οι άνθρωποι σήμερα, ιδίως όσοι ανήκουμε στην Εκκλησία. Θεωρούμε πως ο θρησκευτικός μας κόπος είναι αρκετός ενώπιον του Θεού. Όμως η καρδιά μας είναι αλλού προσκολλημένη. Είτε η αγάπη της λέγεται φιληδονία, είτε αγαθά, είτε μόρφωση, είτε εγωισμός, είτε παντογνωσία, είτε εκμετάλλευση, είτε δικαιώματα, η ταυτότητά μας είναι τελικά μακριά από το Θεό. Και όταν έρχεται ο λόγος του Θεού να ξεγυμνώσει την ύπαρξή μας, είτε δια μέσω του Ευαγγελίου είτε δια μέσω προσώπων που μας αγαπούνε και μας λένε αληθινά τι μας συμβαίνει, η συνήθης στάση μας είναι η φυγή, η αποδοκιμασία των προσώπων που μας αποκαλύπτουν το αληθές, η κατάθλιψη γιατί δεν ακούσαμε τον έπαινο, είτε γιατί η πνευματική πραγματικότητα μας δείχνει πόσο απέχουμε από την τελειότητα της σχέσης με το Θεό.
Και κάτι που είναι σημαντικό για τους πνευματικούς πατέρες. Το περιεχόμενο της απάντησης του Χριστού στον πλούσιο νέο ήταν διττό: αρχικά του επεσήμανε τα βασικά που έπρεπε να κάνει, δηλαδή τον θρησκευτικό κόπο. Όταν όμως διαπίστωσε ότι ο νέος ήθελε την πληρότητα της τελειότητας στη ζωή του, απάντησε χωρίς υπεκφυγές και ωραιοποιήσεις το τι έπρεπε να κάνει. Πόσο έτοιμοι είμαστε οι πνευματικοί πατέρες να δώσουμε αυτό το διττό περιεχόμενο στον λόγο και την διδαχή μας; Ξεκινώντας από τον εαυτό μας, πόσο τηρούμε τις εντολές του Ευαγγελίου, και, κυρίως, πόσο είμαστε έτοιμοι να αγγίξουμε την καρδιά μας και την καρδιά του άλλου, να δούμε τι είναι αυτό που τελικά μας χωρίζει από την πληρότητα της αγάπης του Θεού; Συνήθως αρκούμαστε σε μία εξωτερική θεώρηση της ζωής και της αποστολής των άλλων, όπως και του εαυτού μας, και δεν τολμούμε να δούμε την αλήθεια, να αφήσουμε την ψυχή μας να φανερωθεί γυμνή ενώπιον του Θεού, ούτε και τολμούμε να είμαστε αληθινοί έναντι των άλλων ή να τους δείξουμε τι τους λείπει, ίσως γιατί κι εμείς δεν θέλουμε να το διαπιστώσουμε στον εαυτό μας. Όμως ο Χριστός μας δείχνει ότι η αλήθεια είναι αυτό που ζητά ο Θεός από τον άνθρωπο και ότι καλούμαστε να επιλέξουμε την στάση μας έναντί της: αν θα νικηθούμε από την λύπη, την κατάθλιψη, το εγωκεντρικό φρόνημα ή αν θα παλέψουμε να την εφαρμόσουμε.
Σ’ έναν κόσμο που ζει μέσα στο ψέμα και προσφέρει υποκατάστατα που δήθεν θα εξαλείψουν κάθε μορφής λύπη, η αλήθεια της πίστης είναι αυτό που καλείται να προσφέρει η Εκκλησία με όλες της τις δυνάμεις. Και η αλήθεια είναι το πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο καθρεφτίζεται η καρδιά μας. Ας μην λησμονούμε ότι η ζωή μας έχει όριο το θάνατο. Τότε τα πάντα μας θα φανούν γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιον του Κριτού και ό,τι αρνηθήκαμε να παραδεχθούμε, εκεί θα φανεί.
Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Κέρκυρα, 4 Σεπτεμβρίου 2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου