Ο λόγος μας ανάλογα με το πώς και με ποιες προϋποθέσεις τον χρησιμοποιούμε γίνεται ενεργός ή «αργός». Οι μορφές του ποικίλουν, όπως και οι ποιότητές του. άλλοτε γίνεται διαλεκτικός, όταν μ’ αυτόν συζητούμε διάφορα θέματα που μας απασχολούν, άλλογε αποδεικτικός, όταν διατυπώνουμε συλλογισμούς και συμπεράσματα, άλλοτε περιγραφικός, όταν περιγράφουμε καταστάσεις, τοπία και φαινόμενα. Γενικά η μορφή, η ποιότητά του και η «ενέργειά» του εξαρτώνται από τις χρήσεις, τις διαθέσεις και τις προϋποθέσεις μας. Σήμερα ο απόστολος Παύλος μας επισημαίνει ότι μέσα στις προϋποθέσεις του λόγου μας δεν είναι μόνο η καλή γνώση της γλώσσας ή η διαλεκτική και συλλογιστική μας ικανότητα. Προ πάντων είναι η αγάπη της αλήθειας και η εσωτερική βεβαιότητα γι αυτά που λέμε. Το «επίστευσα, διό ελάλησα» του Δαβίδ, το οποίο χρησιμοποιεί και ο απόστολος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα, δείχνει αφ’ ενός μεν ότι ο αποστολικός λόγος είναι αποτέλεσμα πίστεως – λόγος πίστεως -, αφ’ ετέρου δε ότι η σιωπή είναι αυτή που πρέπει να επιλέγουμε, όταν δεν έχουμε μέσα μας την βεβαιότητα της πίστης.
Οι απόστολοι και οι Πατέρες όταν μιλούν για πίστη δεν την εννοούν σαν μια απλή ανθρώπινη εμπιστοσύνη στην διδασκαλία και το πρόσωπο του Χριστού. Η πίστη της Εκκλησίας είναι έργο του Θεού μέσα στον άνθρωπο. Είναι δύναμη του Θεού που μας πληροφορεί εσωτερικά για υπερφυή γεγονότα και μας μετασκευάζει από δειλούς, αδύναμους και αμαθείς σε ανδρείους, δυνατούς και γεμάτους γνώση Θεού.
Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος θέλοντας να αποδείξει ότι η πίστη είναι «δύναμης Θεού» και όχι καρπός διανοητικής εργασίας βασίζεται σε τρία γεγονότα: Πρώτον, στην ανθρώπινη αδυναμία των Αποστόλων. Ρωτά ποιος άλλαξε την οικουμένη; «Ο αλιεύς ή ο σκηνοποιός; Ο τελώνης ή ο αγράμματος και ιδιώτης;». Δεύτερον, στην διδασκαλία για τον Χριστό, ότι είναι Θεός, αλλά και άνθρωπος που σταυρώθηκε. Κλήθηκαν, δηλαδή, οι λαοί να πιστέψουν σε κάποιον που σταυρώθηκε ως κακούργος, για τον οποίο όμως τους κηρύχθηκε ότι με την θεία Του δύναμη αναστήθηκε. Τον ίδιο δεν τον γνώρισαν. Παρά ταύτα πίστεψαν όχι μόνο ότι σταυρώθηκε και αναστήθηκε, αλλά και ότι αναλήφθηκε στους ουρανούς και ότι πρόκειται να έλθει «κρίναι ζώντας και νεκρούς». Το τρίτο γεγονός είναι η καινοτομία της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία αναμόχλευσε «παλαιάς συνηθείας θεμέλια» και έπεισε την τότε γνωστή οικουμένη «αποστήναι των πατρίων εθών και προς ετέραν μετατάξασθαι πολιτείαν». Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να τα πετύχουν οι Απόστολοι, αν δεν είχαν μέσα τους το «πνεύμα της πίστεως» και εάν «μη θεία δύναμις ήν η πάντα κατορθούσα δι’ εκείνων».
Ο απ. Παύλος γράφει στον απ. Τιμόθεο ότι κάποιοι απ’ τους Εφεσίους, που αστόχησαν στην πίστη, «εξετράπησαν εις ματαιολογίαν» και ήθελαν να είναι διδάσκαλοι του νόμου «μη νοούντες μήτε ά έλεγον μήτε περί τίνων διεβεβαιούντο». Δυστυχώς αυτή η ασθένεια της πολυλογίας πάνω σε θέματα για τα οποία δεν βεβαιωθήκαμε με την πίστη, ταλαιπωρεί διαχρονικά – με τους ποικιλώνυμους αιρετικούς – το σώμα της Εκκλησίας. Πάντα υπάρχουν αυτοί που μιλούν χωρίς να πιστεύουν. Ή που «πιστεύουν», αλλά δεν έχουν «το αυτό πνεύμα της πίστεως» με τους Προφήτες και τους Αποστόλους.
Η ματαιολογία, ο κενός λόγος, είναι συνέπεια της εσωτερικής ακαρπίας. Είναι σημάδι ότι δεν έχουμε καταληφθεί από το «Πνεύμα της πίστεως», που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία στην καρδιά μας γι αυτά που λέμε και διαβεβαιώνουμε τους άλλους. Η πίστη βεβαιώνει την καρδιά με την παρουσία και την ενέργεια της χάριτος του Θεού, την οποία ελκύει.
Τι σημαίνει όμως «πνεύμα πίστεως»; Ο Μ. Αθανάσιος θεωρεί ότι η έκφραση αυτή μπορεί να δηλώνει δύο πράγματα: Πρώτον, «την έξιν την επ’ αυτής [της πίστεως] γινομένην», δηλαδή την αρετή και γενικά το ήθος που προέρχεται από την πίστη. Και δεύτερον, «το επιχορηγούμενον εκ Θεού τω πίστιν έχοντι πνεύμα», δηλαδή, δηλώνει την χάρη του Αγίου Πνεύματος που χορηγεί ο Θεός σ’ αυτόν που έχει πίστη. Λέγοντας λοιπόν ο απ. Παύλος ότι έχει «το αυτό πνεύμα της πίστεως» με τον Δαβίδ- ο οποίος είπε το «επίστευσα, διό ελάλησα»- φανερώνει ότι είχε την ίδια αρετή και το ίδιο πνεύμα με τον Δαβίδ, και συγχρόνως δείχνει την μεγάλη συμφωνία που υπάρχει μεταξύ της Καινής και της Παλαιάς Διαθήκης, διότι και στις δύο έχουμε την παρουσία του ίδιου Πνεύματος.
Αυτό που μας κάνει πραγματικά μέλη της Εκκλησίας είναι το να έχουμε «το αυτό πνεύμα της πίστεως» με τους Αποστόλους και τους Πατέρες της Εκκλησίας, ώστε ο λόγος μας και κάθε εκδήλωση της καθημερινής μας ζωής να είναι απαύγασμα της πίστεως.
π. Θ.Β.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου