|
Κυριακή του Παραλύτου του μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας, μηκέτι ἁμάρτανε»(Ἰωάν. 5,14) Ο θεόπνευστος λόγος τῆς ἁγίας Γραφῆς ὀνομάζει, ἀγαπητοί μου, τὴν παροῦσα ζωὴ «κοιλάδα κλαυθμῶνος». «Ἔθετο», λέει, μᾶς ἔβαλε δηλαδὴ ὁ Θεός, «εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ κλαυθμῶνος»(Ψαλμ. 83,7). Τί σημαίνει «κοιλὰς κλαυθμῶνος»; Σημαίνει ὅτι ἡ ζωὴ αὐτὴ τῶν 50, 60, 70, 80 ἐτῶν ἐπάνω στὸν πλανήτη αὐτόν, ποὺ εἶνε ἕνας κόκκος ἄμμου μέσα στὸ ἀπέραντο σύμπαν, εἶνε γεμάτη πίκρες καὶ βάσανα. Τὸ κακὸ πλημμυρίζει τὸν κόσμο. Ποιό πρῶτο καὶ ποιό δεύτερο ἀπ᾽ τὰ κακὰ νὰ ἀριθμήσουμε; Κακὸ λόγου χάριν εἶνε ὁ σεισμός, ἡ γῆ, ποὺ φαίνεται στερεά, ν᾽ ἀρχίσῃ νὰ τρέμῃ γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ βλέπῃς νὰ πέφτουν σπίτια καὶ νὰ πλακώνωνται ἄνθρωποι. Κακὸ εἶνε ἡ πυρκαϊά, ποὺ μπορεῖ νὰ κάψῃ ὁλόκληρη πόλι. Κακὸ ἡ ἀνομβρία, ἀλλὰ κακὸ καὶ τὸ ἀντίθετο, ἡ πολυομβρία, ποὺ προκαλεῖ πλημμύρες καὶ πνίγονται ζῷα καὶ ἄνθρωποι. Κακὸ τὸ κρύο, νὰ πεθαίνουν ἄνθρωποι ἀπὸ παγετό, κακὸ καὶ τὸ ἀντίθετο, ὁ καύσων, ποὺ κάνει πάλι νὰ πεθαίνουν ἄνθρωποι ἀπὸ θερμοπληξία. Κακὸ ἀκόμα οἱ ἀσθένειες, καὶ ἰδίως οἱ ἀθεράπευτες ὅπως ὁ καρκίνος, ποὺ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας πῆρε τεράστια ἔκτασι, καὶ τώρα τελευταίως, ὡς τιμωρία τῆς ἀνηθικότητος, τὸ ἔητζ, ποὺ «θερίζει». Ὄντως «κοιλὰς κλαυθμῶνος» ὁ κόσμος αὐτός. Ἀλλὰ δὲ σᾶς εἶπα τίποτα. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ εἶνε κάτι ἄλλο, καὶ μακάρι νὰ μᾶς φωτίσῃ ὁ Θεὸς νὰ τὸ καταλάβουμε. Τὸ χειρότερο ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ἡ ἁμαρτία, αὐτὴ εἶνε ἡ ῥίζα, ἡ ἀρχὴ τοῦ κακοῦ. Δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πῶς ἦταν ὁ ἄνθρωπος πρὸ τῆς πτώσεως στὴν ἁμαρτία. Ἂν δὲν ὑπῆρχε ἁμαρτία, οὔτε σεισμὸς οὔτε φωτιὰ οὔτε πλημμύρα οὔτε ἀσθένεια, κανένα κακό. Μετὰ τὴν πτῶσι τὰ θύματα τῆς ἁμαρτίας εἶνε ἄπειρα, ἀναρίθμητα. Ἕνα ἀπὸ τὰ θύματα αὐτὰ ἀναφέρει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο. Εἶνε ὁ παράλυτος. Δὲν γεννήθηκε παράλυτος. Ἦταν ὑγιής. Πόδια εἶχε, χέρια εἶχε, ἐκινεῖτο, ἐβάδιζε. Κάποια μέρα ὅμως τὸ σῶμα του μούδιασε, σιγὰ - σιγὰ τὸ μούδιασμα προχώρησε, ἁπλώθηκε, καὶ τέλος ἔπεσε ὁ ταλαίπωρος στὸ κρεβάτι τελείως παράλυτος. Ἦταν σὰν νεκρός, δὲν μποροῦσε πλέον νὰ κουνηθῇ καθόλου, ἄλλοι τὸν τάιζαν. (Εἶδα στὴν Ἀθήνα στὸ Ἄσυλο τῶν ἀνιάτων, ποὺ ἐπισκέφθηκα πρὸ ἐτῶν, νέους παράλυτους ἀπὸ ἀκολασία, καί, αὐτοὶ ποὺ πετοῦσαν τὴ μπάλλα στὸν ἀέρα κ᾽ ἦταν πρωταθληταὶ μὲ βραβεῖα,τώρα, ἀπὸ ἀσωτία καὶ ἀνηθικότητα, νὰ εἶνε στὰ κρεβάτια παράλυτοι καὶ νὰ τοὺς ταΐζῃ νοσοκόμος). Καὶ τοῦ παραλύτου τοῦ εὐαγγελίου ἡ κατάστασι ἦταν ἀποτελέσματα ἁμαρτιῶν. Ἀπελπισμένοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι τὸν πέταξαν κοντὰ σὲ μιὰ δεξαμενή, ποὺ τὰ νερά της ἦταν θαυματουργικά. Τὸ εὐαγγέλιο λέει, ὅτι σὲ κάποια ἄγνωστη ὥρα ἕνας ἄγγελος ἐρχόταν ἀπὸ τὸν οὐρανό, τάραζε τὰ νερά, καὶ ὅποιος μετὰ τὸ τάραγμα προλάβαινε κ᾽ ἔπεφτε πρῶτος μέσα στ᾽ αὐτὰ γινόταν καλά. Δίπλα στὴ δεξαμενὴ αὐτὴ ἔμεινε ὁ παράλυτος ὄχι ἕνα χρόνο ἢ δυὸ χρόνια, ἀλλὰ τριανταοχτὼ ὁλόκληρα χρόνια. Καὶ ἐν τούτοις δὲν γόγγυσε ποτέ, δὲν βλαστήμησε, περίμενε ἐκεῖ καρτερικά. Στὸ μεγάλο αὐτὸ διάστημα τὸν εἶχαν λησμονήσει ὅλοι. Ἕνας μόνο δὲν τὸν λησμόνησε. – Μπορεῖ νά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ κ᾽ ἐσένα θὰ σὲ λησμονήσουν καὶ τὰ παιδιὰ καὶ ὁ σύντροφος τῆς ζωῆς σου, ὅλοι. Μὴν ἀπελπίζεσαι ὅμως, ὑπάρχει ἕνας ποὺ δὲν σὲ λησμονεῖ, καὶ αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. Νὰ λὲς κ᾽ ἐσύ, «Ἐὰν καὶ πορευθῶ ἐν μέσῳ σκιᾶς θανάτου, οὐ φοβηθήσομαι κακά, ὅτι σὺ μετ᾽ ἐμοῦ εἶ»(Ψαλμ. 22,4). Καὶ τὸν παράλυτο λοιπὸν τὸν θυμόταν ὁ Χριστός. Αὐτός, ποὺ ἦταν Θεὸς καὶ ἦρθε ἐδῶ στὴ γῆ καὶ φόρεσε ἀνθρώπινη σάρκα, αὐτὸς τὸν θυμήθηκε. Καὶ πῆγε ἐκεῖ στὴ δεξαμενὴ χωρὶς νὰ τὸν ἔχῃ ξαναδεῖ. Καὶ τὸν ῥωτάει «Θέλεις ὑγιὴς γενέσθαι;», θέλεις νὰ γίνῃς καλά; (Ἰω.5,6). ―Θέλω, λέει, μὰ δὲν ἔχω ἄνθρωπο νὰ μὲ ῥίξῃ ἐγκαίρως στὰ νερά. Τότε ὁ Χριστός, χωρὶς φάρμακα ἢ κάτι ἄλλο, μὲ ἕνα λόγο του παντοδύναμο, αὐτὸς ποὺ ἔπλασε τὸ σύμπαν καὶ τὸνἄνθρωπο, λέει, ―Σήκω πάνω, πάρε τὸ κρεβάτι σου καὶ περπάτα. Καὶ σὰ νὰ τὸν πέρασε ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα πετάχτηκε πάνω καί, αὐτὸς ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ κρατήσῃ τὸ κουτάλι νὰ φάῃ, φορτώθηκε τὸ κρεβάτι του καὶ περπατοῦσε. Τὸν βλέπουν τὰ μικρὰ παιδιά, τὸν βλέπουν οἱ γυναῖκες, τὸν βλέπουν οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν βλέπουν οἱ ἀρχιερεῖς, τὸν βλέπουν οἱ ἄρχοντες, καὶ τὸν ρωτοῦν ποιός τὸν ἔκανε καλά. Ἀλλ᾽αὐτὸς δὲν ξέρει, γιατὶ ὁ Χριστὸς ἔφυγε ἀπὸ᾽ κεῖ μέσα στὸ πλῆθος χωρὶς νὰ γίνῃ ἀντιληπτός. Ἀργότερα ἔμαθε ποιός τὸν θεράπευσε καὶ τοὺς εἶπε, «ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ ποιήσας αὐτὸν ὑγιῆ»(ἔ.ἀ.5,15). Δὲν πίστεψαν ὅμως. Ἅμα ὁ ἄνθρωπος δὲ θέλῃ νὰ πιστέψῃ, καὶ θαύματα νὰ κάνῃ ὁ Χριστὸς δὲν πιστεύει. Πρόκειται γιὰ διαφθορὰ τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀπιστία ὀφείλεται σὲ διαφθορὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Θὰ πῇ κάποιος. Ἐμᾶς ἡ ἱστορία αὐτὴ δὲ μᾶς ἀφορᾷ, δὲν εἴμαστε παράλυτοι. Ναί, δόξα τῷ Θεῷ εἴμαστε γεροί. Ἀλλὰ μὴν ποῦμε «Ἀφοῦ δὲν εἶμαι παράλυτος, τὸ εὐαγγέλιο δὲ μ᾽ ἐνδιαφέρει», διότι ὅλοι εἴμαστε παράλυτοι. ὄχι στὸ σῶμα, ἀλλὰ στὴν ψυχή. Θὰ σᾶς ἀναφέρω μερικὰ παραδείγματα τέτοιων παραλύτων. Καὶ ἂν ὁ παράλυτος στὸ σῶμα εἶνε ἀξιοθρήνητος, πόσο περισσότερο ὁ παράλυτος στὴν ψυχή; - Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Θυμᾶμαι στὸ Μεσολόγγι, ποὺ ὑπηρέτησα νέος, ὅτι κοντὰ στὴν ἐκκλησία ἦταν ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ ὅλες τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ πλούτη, ἀλλὰ ὁ νοικοκύρης εἶχε πενήντα χρόνια νὰ ἔρθῃ στὴν ἐκκλησία. Δίπλα ἦταν, καὶ δὲν πάτησε οὔτε Χριστούγεννα οὔτε Πάσχα. Καὶ μοῦ ᾽λεγε ὁ παπᾶς, Αὐτὸς πόδια ἔχει καὶ πόδια δὲν ἔχει, θά ᾽ρθῃ στὴν ἐκκλησία μόνο ὅταν τὸν φέρουν οἱ τέσσερις γιὰ τὴν κηδεία του… Ὑπάρχουν πολλοὶ σὰν αὐτόν, ποὺ λὲς κ᾽ εἶνε παράλυτοι στὰ πόδια. Πόδια ἔχουν γιὰ καφενεῖο, ντισκοτέκ, χορό, χαρτοπαίγνιο, ἐκδρομή…, δηλαδὴ γιὰ τὸ διάβολο, πόδια γιὰ τὸ Χριστὸ δὲν ἔχουν. Ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι εἶχα μιὰ βαλίτσα λίρες ἐγγλέζικες καὶ ἔλεγα ὅτι θὰ᾽ρθῶ στὴν ἐκκλησία καὶ στὸ τέλος θὰ μοιράσω ἀπὸ μία λίρα σὲ ὅσους θά ᾽νε μέσα, καὶ οἱ ἄρρωστοι ἀκόμα κ᾽ οἱ παράλυτοι θὰ σηκώνονταν νὰ ᾽ρθοῦν. Ἀλλὰ ἡ εὐλογία καὶ ἡ χάρις ποὺ χορηγεῖ ἡ Ἐκκλησία μας εἶνε ἀνώτερη ἀπὸ τὴ λίρα, καὶ ὅμως λίγοι τρέχουν νὰ τὴν λάβουν, στοὺς 100 μόνο 2 Χριστιανοὶ ἐκκλησιάζονται τακτικά, οἱ ἄλλοι 98 πόδια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν. - Ἄλλο παράδειγμα ὁ παράλυτος στὰ χέρια. Μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὸ χέρι, τὸ θαυμαστὸ καὶ τέλειο αὐτὸ ἐργαλεῖο, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ σταυρό μας κανονικά, γιὰ νὰ αὐτοεξυπηρετούμεθα, γιὰ νὰ κάνουμε τὸ καλό, νὰ βοηθοῦμε καὶ ἐλεοῦμε, γιὰ νὰ δημιουργοῦμε. Κάποιοι ὅμως βλέπουν τὸν ἄλλο νὰ πεινᾶ, νὰ διψᾷ, νά ᾽νε γυμνὸς καὶ ἄστεγος, καὶ δὲν ἁπλώνουν τὸ χέρι νὰ τοῦ δώσουν κάτι. Τὸ ἁπλώνουν μόνο γιὰ νὰ βλάψουν. Ἔχουν χέρια μόνο γιὰ τὸ διάβολο, χέρια γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουν. - Σᾶς δείχνω καὶ κάποιον ἄλλο, αὐτὸς εἶνε παράλυτος στὴ γλῶσσα. Μᾶς ἔδωσε τὴ γλῶσσα ὁ Θεὸς γιὰ νὰ τοῦ λέμε «Πάτερ ἡμῶν…» καὶ «Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν…» καὶ «Κύριε, ἐλέησον», γιὰ νὰ τὸν ὑμνοῦμε καὶ νὰ τὸν δοξάζουμε, γιὰ νὰ λέμε στὸν ἀδελφό μας «Καλημέρα», στὸν εὐεργέτη μας «Εὐχαριστῶ», σ᾽ αὐτὸν ποὺ φταίξαμε «Συγγνώμη». Μᾶς ἔδωσε ἀκόμη τὴ γλῶσσα, γιὰ νὰ πηγαίνουμε στὸν πνευματικό, νὰ γονατίζουμε μπροστά του, νὰ ὁμολογοῦ μετ᾽ ἁμαρτήματά μας καὶ νὰ ζητοῦμε τὴν ἄφεσι. Οἱ περισσότεροι ὅμως οὔτε προσευχή λέμε, οὔτε πίστι ὁμολογοῦμε, οὔτε ἔλεος καὶ συγχώρησι ζητοῦμε. Σ᾽ αὐτὰ ἡ γλῶσσα μας λὲς κ᾽ἔχει παραλύσει. Γλῶσσα γιὰ τὸ Θεὸ δὲν ἔχουμε, γλῶσσα ἔχουμε μόνο γιὰ τὸ διάβολο, γιὰ ψέματα, αἰσχρολογίες, κατακρίσεις καὶ συκοφαντίες, ὕβρεις καὶ βλαστήμιες… Ἡ γλῶσσα μας «κόκκαλα δὲν ἔχει καὶ κόκκαλα τσακίζει». Τὸ συμπέρασμα. Ἄκουσες τὸ εὐαγγέλιο σήμερα; ἀναλογίσου τὴν κατάστασί σου καὶ πές, Θεέ μου, ἐγὼ εἶμαι ὁ παράλυτος ὣς τώρα. Σὲ παρακαλῶ, βοήθησέ με νὰ γίνω ἄνθρωπος δικός σου. Τὰ πόδια μου νὰ γίνουν πόδια Χριστοῦ, τὰ χέρια μου χέρια Χριστοῦ, ἡ γλῶσσα μου γλῶσσα Χριστοῦ, νὰ γίνω ὅλος τοῦ Χριστοῦ. Κι ἂν κάποτε σὰν ἄνθρωποι πέφτουμε στὴν ἁμαρτία, μὴ μένουμε σ᾽ αὐτήν. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέει, Καλὸ εἶνε νὰ μὴ πέφτῃς, ἀλλὰ ἔπεσες; σήκω. Ἔπεσες πάλι; καὶ πάλι σήκω. Καὶ χίλιες φορὲς νὰ πέσῃς, χίλιες φορὲς νὰ σηκωθῇς. Τρέξε στὸν πνευματικό, ἐξομολογήσου, καὶ ὁ μεγάλος καὶ πολυεύσπλαχνος Θεὸς θὰ σὲ συγχωρέσῃ καὶ θ᾽ ἀκούσῃς, «Μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μὴ χεῖρόν σοι τι γένηται»(Ἰω.5,14). Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς ἀναστήσῃ ὅλους, ἀγαπητοί μου, ἀπὸ τὴν ἠθικὴ παραλυσία καὶ νὰ μᾶς δώσῃ νέα ζωή, νέα καρδιά, νέα χέρια, νέα πόδια, γιὰ νὰ ὑμνοῦμε Χριστὸν εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀμήν † ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος Πηγή: http://aktines.blogspot.com/2011/05/blog-post_5445.html |
Κυριακή 15 Μαΐου 2011
Ηθική παράλυση
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου