Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ο Ελληνο-Ορθόδοξος λόγος του π. Χρυσόστομου Παπαθανασίου!


Ο Ελληνο-Ορθόδοξος λόγος του π. Χρυσόστομου Παπαθανασίου!

Ο Ελληνισμός και η Ορθοδοξία γέννησαν κατά καιρούς πολλούς φωτισμένους κληρικούς, των οποίων ο γοητευτικός λόγος της αλήθειας καθήλωνε και καθηλώνει κυριολεκτικά τους ακροατές ή θεατές. Διαβάστε, για παράδειγμα, την μνημειώδη ομιλία τού π. Χρυσοστόμου Παπαθανασίου, κατά τον Μέγα Πανηγυρικό Εσπερινό, ο οποίος τελέστηκε την Τρίτη 29 Ιουνίου 2010 στον Ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου, χοροστατούντος τού Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ.κ. Ιερωνύμου, σε ανάμνηση του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου στους Αθηναίους!..
ΕΙΝΑΙ γνωστό, ότι με ιδιαίτερη λαμπρότητα τελέστηκε την Τρίτη 29 Ιουνίου 2010 στον Ιερό Βράχο του Αρείου Πάγου ο Πανηγυρικός Εσπερινός, χοροστατούντος του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, σε ανάμνηση του κηρύγματος του Αποστόλου Παύλου.
Ο Πανοσ. Αρχιμανδρίτης π. Χρυσόστομος Παπαθανασίου, Διευθυντής του Ιδιαιτέρου Γραφείου του Μακαριωτάτου και Ιεροκήρυκας του Καθεδρικού Ι. Ναού των Αθηνών πραγματοποίησε, στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων, την ακόλουθη ομιλία:

«Σταθείς δε ο Παύλος εν μέσω του Αρείου Πάγου έφη• άνδρες Αθηναίοι, κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους υμάς θεωρώ. Διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω Θεώ, ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν».[1]
Προσφωνήσεις…
Αλήθεια,
Ποίος έφα; ποίος ωμίλησε εν μέσω του Αρείου Πάγου, όπου ο βράχος αυτός;
Παύλος!
Ο Μέγας Απόστολος των Εθνών,
Το σκεύος της εκλογής του Θεού,
Ο πρώην Σαύλος και μετά Δαμασκόν Παύλος,
Ο Απόστολος Ιησού Χριστού,
Ο Διδάσκαλος των Αθηναίων και της Οικουμένης,
Ο «πρώτος μετά τον Ένα»,
Ο άγιος, ο θείος Παύλος.
Εδώ, το εσπέρας τούτο, επί την ηλίου δύσιν, ας αφήσουμε τον νουν μας, να ανατρέξει στο 51 μ.Χ. Η πόλη των Αθηνών δεν είχε χάσει ούτε την αίγλη ούτε τη φήμη της. Ήταν η πόλη του πνεύματος, απόγειον του πολιτισμού που ύμνησαν οι ποιητές, η πόλη που μεγάλοι καλλιτέχνες λάμπρυναν με μεγαλοπρεπή μνημεία και η πόλη των φιλοσόφων, των ανυπερβλήτων ποιητών, τραγωδών, κωμωδών, ρητόρων και της τέχνης. Ήταν, όπως έγραφε ο Φίλων «όπερ εν οφθαλμώ κόρη η εν ψυχή λογισμός τούτ’ εν Ελλάδι Αθήναι» και όπως συνόψισε διθυραμβικά ο Πίνδαρος:
«Ω ται λιπαραί και ιοστέφανοι και αοίδιμοι Ελλάδος έρεισμα, κλειναί Αθάναι, δαιμόνιον πτολίεθρον».[2] Μεγίστη η συμβολή των Αθηνών-κράτους στον Παγκόσμιο Πολιτισμό με την Ακαδημία του Πλάτωνος και το Λύκειον του Αριστοτέλους, τον περίφημο Περικλή και τα δημιουργήματά του, τον μέγιστο των φιλοσόφων, τον Αθηναίο Σωκράτη. Η Αθήνα δεν γέννησε τους νόμους και τους δικανικούς λόγους; δεν ήταν εκείνη που πρωτοστάτησε και ηγήθηκε στη διάσωση του παγκόσμιου πολιτισμού με τον Μαραθώνα και την Σαλαμίνα; αυτού του πολιτισμού που σήμερα έχει η Ευρώπη και του οποίου δεν είναι άμοιρος και ολόκληρη η ανθρωπότης; Και ιδού, στο κέντρο σχεδόν της πόλεως των Αθηνών και ανατολικά υψώνεται η Ακρόπολη, το ωραιότερον και περιφημότερον δημιούργημα των αιώνων, με τα μνημεία της ειδωλολατρικής θρησκείας, τα «ιερά σεβάσματα» των αρχαίων Ελλήνων. Ατενίζουμε τα Προπύλαια, τα προσφάτως αναστηλωμένα, τον Ναόν της Απτέρου Αθηνάς-Νίκης, από πεντελικό μάρμαρο, τον Παρθενώνα, το τελειότερον αρχιτεκτόνημα της ανθρωπότητος, απαστράπτον κάποτε με το απαράμιλλο κάλλος τών περίφημων γλυπτών (μέρος των οποίων ευρίσκεται στο Βρεττανικόν Μουσείον και αλλού και που το ίδιο το μνημείο αποζητά την επιστροφήν τους). Το Ερεχθείον με την πρόστασιν των Καρυάτιδων, όπου ελατρεύετο η Αθηνά Πολιάς και ο Ποσειδών.
Κατερχόμενοι από την Ακρόπολη εδώ που είμεθα, στο κέντρο, είναι ο βράχος του Αρείου Πάγου, όπου κυρίως από τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα με τη νομοθεσία του Δράκοντος ήταν το σεβασμιώτερον στην Αθήνα κριτήριον, έδρα απονομής της δικαιοσύνης και η ονομασία του οποίου κατά την κρατούσα άποψη προέρχεται από το μυθικό θεό του πολέμου τον Άρη, όπου έπηξε το δόρυ του ότε εκρίνετο δια τον φόνον του Αλλιρροθίου.
Με βαθύτατο λοιπόν σεβασμό και αισθήματα ιεράς κατανύξεως ίσταμαι εις αυτό το βήμα, εδώ εις τον ιστορικόν αυτόν βράχον, όπου προ 20 αιώνων υψώθη το πνευματικόν ανάστημα του μεγάλου Αποστόλου Παύλου δια να κηρύξει προς τους Αθηναίους Ιησούν Χριστόν σταυρωθέντα και αναστάντα. Και όπως ο Ολλανδός καθηγητής της αρχαίας ιστορίας και της νεοελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νυμέγγεν F.J. de Waele το 1950 κατά την πρώτην εκ τριών ομιλιών του στην Αθήνα με θέμα τον ερχομό του Αποστόλου Παύλου στην Ελλάδα είπε εν προοιμίω:
«Ο μέγας κήρυξ του Κυρίου είχε ως ιεράν αποστολήν να σφραγίση τον αρχαίον ελληνο-ρωμαϊκόν κόσμον με την ιεράν σφραγίδα του Λυτρωτού, δηλαδή το ΧΡ, τον Ιχθύν, τον Σταυρόν, δια να διαδοθή ύστερον από το λίκνον του ευρωπαϊκού πολιτισμού το φως του Χριστιανισμού εις τας άλλας ηπείρους του κόσμου», [3] ούτω και εγένετο. Το εξαίρετον μεγαλείον του Αποστόλου Παύλου εθεμελίωσε το μεγαλείον του ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού, μέγεθος, το οποίον αποτελεί σταθμόν στην ιστορίαν της ανθρωπότητος. [4]
Άνδρες Αθηναίοι, θα σας ομιλήσω δια τον «άγνωστον Θεόν», διεκήρυξε ο Απόστολος των Εθνών Παύλος.
Είναι χαρακτηριστικόν δε ότι ο λόγος του Αποστόλου άρχεται με την προσαγόρευση «Άνδρες Αθηναίοι», δηλαδή με την ίδια φράση και τον ίδιο τόνο που είχε και ο Σωκράτης αρχίζοντας την περίφημη «Απολογία» του το 399 π.Χ. ενώπιον του δικαστηρίου της Ηλιαίας, όπως μας την παραθέτει ο Πλάτων. [5][6]
Συνεχίζει με ιεραποστολική διάκριση και λεπτότητα που εκείνος ήξερε και με εκπληκτική κατά Χριστόν μεθολογία, ένα υπέροχο άνοιγμα, ευγενής ο ίδιος και καλλιεργημένος, που απονέμει δίκαιον έπαινον στην έκδηλη θρησκευτικότητα των Αθηναίων και γενικότερα των Ελλήνων, με αποδεικτικό τεκμήριο την ύπαρξη πολλών ναών «σεβασμάτων» και βωμών. Πράγματι, ως έλεγε ο Πετρώνιος, σατυρικώς, ότι ήταν ευκολώτερο να βρει κάποιος στην Αθήνα θεόν παρά άνθρωπον. Και ο Παύλος χαρακτηρίζει τους Αθηναίους «κατά πάντα ως δεισιδαιμονεστέρους», δηλαδή τους θεωρεί ως τους περισσότερον θρησκεύοντας από τους άλλους ανθρώπους και λαούς που είχε επισκεφθεί.
Χρησιμοποιεί μία γλώσσα οικεία για τους ανθρώπους της εποχής. Τη γλώσσα των φιλοσόφων αφού και ο ίδιος δεν είναι άμοιρος φιλοσοφίας και της πλατειάς και βαθειάς παιδείας. Πρώτη και τελευταία φορά μάλιστα έχουμε αποστολικό κήρυγμα με αναφορές εθνικών φιλοσόφων και στο σημείο αυτό ενθυμείται κανείς το λόγο του ιδίου του Αποστόλου «τοις πάσι γέγονα τα πάντα, ίνα πάντως τινάς … κερδήσω εις Χριστόν». [7] Ο λόγος του Απ. Παύλου προς τους Αθηναίους έχει εξαιρετική ιδιαιτερότητα και ιερότητα. Είναι λόγος ουσίας και όχι τυπικότητος, λόγος συγκεκριμένος και όχι αόριστος, είναι λόγος στη δομή του χριστοκεντρικός. Αλήθεια, δεν θα όφειλε παράλληλα με τον Επιτάφιο του Περικλέους να διδάσκεται στα σχολεία μας και αυτός ο λόγος του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών Παύλου; Κατέχει και αυτός δια τους ειδήμονες εξαιρετικήν θέσιν στην παγκόσμια βιβλιοθήκη του πνεύματος, όπως θεόπνευστα τον διασώζει ο συγγραφέας των Πράξεων Λουκάς ο ιατρός και πιστός ακόλουθος του Παύλου.
«Διερχόμενος γαρ και αναθεωρών τα σεβάσματα υμών εύρον και βωμόν εν ω επεγέγραπτο, αγνώστω θεώ, ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν». [8]
Πουθενά αλλού δεν βρήκε ο Απόστολος παρόμοιο βωμό! Μήτε στην Έφεσο, μήτε στη Μίλητο. Μοναχά στο κλεινόν άστυ, τας Αθήνας. Ο βωμός αυτός είναι για τον Παύλο το πνευματικόν του - ιεραποστολικό άγκιστρο. Αλήθεια, ως να περίμενε ο βωμός αυτός να καταστεί βωμός της θείας Προνοίας, προπομπός του χριστοκεντρικού Ευαγγελίου για να προϊδεάσει τους εθνικούς, ως προπαιδεία και στην άλλη τη χριστιανική παιδεία και γνώση.
Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Αθηναίοι, θεόν έχουν. Αλλά έχουν άγνοια του ζώντος και αληθινού Θεού τον οποίον ήδη από τον Σωκράτη με το «δαιμόνιόν» του και τους τραγικούς τον αναζητούν. Το δωδεκάθεο δεν τους ικανοποιεί και προφανώς εκφράζοντας ένα πνεύμα αναζητήσεως, διατυπώνουν την αναζήτησή τους αυτή και την εκφράζουν με το βωμό αυτόν, «Αγνώστω θεώ».
«Ον ουν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν». Θα τους αποκαλύψει, λοιπόν, ποίος είναι ο άγνωστος Θεός. Ως να τους λέγει, ότι δεν θέλω, σεις, οι οποίοι φημίζεσθε για τη σοφία σας να ζείτε στην άγνοια και στην τυφλή λατρεία ενός αγνώστου Θεού. Λατρεύετε κάποιον θεόν τον οποίον δεν γνωρίζετε; Αυτόν λοιπόν τον Θεόν που δεν γνωρίζετε έρχομαι να σας αποκαλύψω. Το εγχείρημα του Παύλου υψηλότατον. Η αποστολή του λεπτοτάτη. Ο λόγος του διακριτικός. Η καρδία του παλλομένη από αγάπη για τον Ένα και Μοναδικό Θεό και για τη διακονία του συνανθρώπου που δεν θέλει να τον αφήσει στην άγνοιά του. Καθίσταται εδώ στον Άρειο Πάγο, ο θεόπνευστος οραματιστής, το «στόμα Χριστού».
Θέτει έτσι ο μεγάλος Απόστολος, το πανάρχαιο και συνάμα πάντοτε επίκαιρο θέμα: το περί Θεού ερώτημα δηλαδή ο Θεός και τα τόσα άλλα ερωτήματα που αναφύονται από το θέμα αυτό σχετικά με την ουσία του Θεού, τη γνώση, τα θεία ιδιώματά Του, και για τη σχέση Θεού και κόσμου και μάλιστα τη σχέση Θεού και ανθρώπου. Έρχεται στο προσκήνιο η εκτόπιση του Θεού από τη ζωή, η άρνηση του Θεού και η αυτονόμησή μας από το Θεό, και τελικά και αυτή η θεωρία περί του «θανάτου του Θεού».
Από το άλλο μέρος βέβαια έρχεται ενώπιόν μας το θέμα η αναζήτηση του Θεού, άλλοτε ήρεμα και άλλοτε εναγώνια, η αίσθηση της παρουσίας του Θεού, η πίστη στο Θεό, η υπακοή στο θείο θέλημα, η κατά Θεόν ζωή.
Πράγματι, το περί Θεού ερώτημα είναι το μείζον ερώτημα το οποίον απασχολεί πάντα άνθρωπον και πάντοτε. Απασχολεί και αυτούς οι οποίοι ισχυρίζονται ότι αρνούνται την ύπαρξή Του. Η προσπάθεια αυτή εκφράζεται και με την πληθώρα συγγραμμάτων περί Θεού που θέλουν να πείσουν τους συνανθρώπους τους ότι δεν υπάρχει Θεός. Μήπως άραγε με αυτά τα συγγράμματά τους θέλουν να πείσουν τον ίδιο τον εαυτόν τους για την ανυπαρξία του Θεού γράφοντας για το Θεό; Ωστόσο, η απάρνηση του Θεού οδηγεί όχι μόνο στη θυσία σε αλλοτρίους μυθικούς θεούς, κατασκευάσματα ανθρώπινα, σε θεοποίηση της ύλης, σε απολυτοποίηση της λογικής, της ratio, αλλά τελικά και σ’αυτή τη θεοποίηση του ανθρώπου που σημαίνει εγωκεντρική θεώρηση της ζωής και μόνο, υπερύψωση του πεπερασμένου ανθρώπου, αδιαφορία και απομάκρυνση από το Θεό που ταυτόχρονα σημαίνει αδιαφορία και απομάκρυνση από την κοινωνία των ανθρώπων.
Η άρνηση του Θεού έχει πικρούς καρπούς όχι για το Θεό αλλά για τον άνθρωπο, την ανθρώπινη κοινωνία, τον κόσμο και αυτόν ακόμη τον υλικό και φυσικό κόσμο που μας περιβάλλει.
Χωρίς Θεό ο άνθρωπος ζει ένα εσωτερικό δράμα. Χωρίς Θεό η ζωή του ανθρώπου δεν αντέχεται. Το κενό της ψυχής φέρει την ορθολογική ανία, τη δουλικότητα στην ύλη, την ψυχρότητα της τεχνολογίας, τον ατομοκεντρισμό, την κυριαρχία του φόβου, την επικράτηση του μίσους, την απανθρωπία, τη διάσπαση της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο άνθρωπος φθάνει να γίνεται υπεράνθρωπος, υπάνθρωπος και ακόμη μέχρι και κτηνάνθρωπος.
Οι δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ού αιώνα το αποδεικνύουν με τα εκατομμύρια των νεκρών συνανθρώπων μας και τις φοβερές καταστροφές και όλην την απανθρωπίαν τους.
Στο σημείο αυτό, όλως παραδόξως γίνεται η συνάντηση δύο τελείως αντιθέτων ανθρώπων. Μία σύμπτωση ενός πιστού και ενός απίστου σχετικά με την ανυπαρξία του Θεού. Ο γνωστός υπέρμαχος της αθεΐας Dawkins (Ντόκινς) με το σύνθημα: «πιθανώς δεν υπάρχει Θεός. τώρα σταματείστε να στεναχωριέστε και απολαύστε τη ζωή σας» και ο ορθόδοξος χριστιανός πιστός μεγάλος συγγραφέας Fiodor Dostoyevski (Φιοντόρ Ντοστογιέφσκυ) «δίχως Θεό όλα επιτρέπονται». Ο νοών νοείτω. Ας θυμηθούμε και τη διατύπωση του Γάλλου κοινωνιολόγου Frederic Leonard (Φρεντερίκ Λεονάρ) «ο άνθρωπος ο απελευθερωμένος από την πίστη στο Θεό έφερε το Άουσβιτς, τα Γκουλάγκ και τη Χιροσίμα».
Αλλ’ ας επανέλθουμε στη συνέχεια του Παύλειου λόγου: «Ο Θεός ο ποιήσας τον κόσμον και πάντα τα εν αυτώ, ούτος ουρανού και γης υπάρχων Κύριος», [9] διδασκαλία που αντιτίθεται βέβαια στην ελληνική αντίληψη, κατά την οποία δεν νοείται δημιουργία εκ του μηδενός. Προχωρεί, όμως, ο Παύλος, χτίζοντας αμέσως γέφυρα με τις αντιλήψεις τους προσθέτοντας ότι ο Θεός «ουκ εν χειροποιήτοις ναοίς κατοικεί» - μία φράση που οι φιλόσοφοι από τους ακροατές του συμμερίζονταν σε μεγάλο βαθμό. Οι φιλόσοφοι έχουν ήδη ασκήσει σκληρή κριτική των ναών και αγαλμάτων αλλά και των πρακτικών λατρείας των θεών, που τη διετύπωσε και ο Δίων από την Προύσα, ο πρώτος Έλλην ρήτωρ ο οποίος ονομάστηκε Χρυσόστομος από τους συγχρόνους του.
Ο θείος Παύλος προσθέτει: «ουδέ υπό χειρών ανθρώπων θεραπεύεται προσδεόμενός τινος, αυτός διδούς πάσιν ζωήν και πνοήν και τα πάντα». Ούτε δηλαδή ο Πάνσοφος, Παντοδύναμος και Παντοκράτωρ Θεός, ο Δημιουργός του κόσμου και Πλάστης του ανθρώπου από τίποτε δεν έχει ανάγκη, αφού Αυτός δίδει σε όλα τα δημιουργήματά Του ζωή και αναπνοή και πάντα που είναι αναγκαία για τη συνέχιση της ζωής και του κόσμου. Ο Ι. Χρυσόστομος εδώ παρατηρεί ότι ο Παύλος «δύο τεκμήρια θεότητος δείκνυσι, το αυτόν τε μηδενός δείσθαι και πάσι πάντα παρέχειν».
Και ο Παύλος συνεχίζει: «και εποίησέν τε εξ ενός αίματος παν έθνος ανθρώπων». Εδώ συνάπτεται το κήρυγμα περί ενός αληθινού Θεού με τη διακήρυξη της ενότητος του ανθρωπίνου γένους που φέρει εύγλωττα ενώπιόν μας το της Γενέσεως «και εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον». [10] Δηλαδή πάντα τα έθνη και βεβαίως αμφότερα τα φύλα.
Ο θεόπνευστος ρήτωρ της θεογνωσίας έρχεται κατόπιν και επικεντρώνεται στο μεγάλο θέμα της αναζητήσεως και ευρέσεως του Θεού. «Zητείν τον Κύριον, ει άρα γε ψηλαφήσειαν αυτόν και εύροιεν και γε ου μακράν από ενός εκάστου ημών υπάρχοντα. Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν, ως και τινες των καθ’ υμάς ποιητών ειρήκασι. Του γαρ και γένος εσμέν». [11]
Σταθμός υψίστης σημασίας στον ανθρώπινο βίο είναι η εύρεση και η συνάντηση με το Θεό. Αυτό είναι το μέγιστο πνευματικό κατόρθωμα όσο ζει στην παρούσα ζωή ο άνθρωπος. Ο Πλάστης και Δημιουργός εμφύτευσε τον πόθο στην εσώτατη ύπαρξη, στην ψυχή του ανθρώπου να αναζητεί το Θεό. Ο ψαλμωδός θα το πει ποιητικώ τω τρόπω. «Ον τρόπον επιποθεί η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων, ούτως επιποθεί η ψυχή μου προς σε, ο Θεός» [12] και «εδίψησέ σε η ψυχή μου ποσαπλώς σοι η σαρξ μου εν γη ερήμω και αβάτω και ανύδρω». [13]
Πράγματι υπάρχει δίψα ψυχής, όπως υπάρχει και δίψα σώματος για το ύδωρ. Τη δίψα του σώματος ποιός μπορεί να ισχυρισθεί ότι μπορεί να την αντέξει; Και βεβαίως, τι να πει κανείς για τη δίψα της ψυχής για το Θεό! Πολύ χαρακτηριστικά τα ρήματα που χρησιμοποιεί εδώ ο Παύλος: «ζητείν», «ψηλαφήσειαν» και «εύροιεν». Όπως έχει επισημανθεί το πρώτο που βλέπει ο άνθρωπος μετά την πλάση του δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο Θεός. Η πρώτη πανανθρώπινη εμπειρία η οποία ποτέ δεν σβήνει από το είναι του ανθρώπου. Μπορεί να επικαλύπτεται αλλά δεν σβήνει. Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν αυτοπροσδιορίζεται. Έχει έξωθεν την αιτία. Δεν ανακαλύψαμε εμείς το Θεό. Εκείνος αποκαλύφθηκε στους ανθρώπους. Η αυτοαποκάλυψη αυτή του Θεού προς τον άνθρωπο δεν αναφέρεται ασφαλώς εις αυτήν ταύτην την θείαν ουσίαν. Ο άνθρωπος καταξιώνεται από το Θεό να γνωρίσει την ύπαρξή Του, τις θείες ιδιότητες και ενέργειες και πολύ περισσότερο καθιστά γνωστό ο Θεός το θέλημά Του, το Νόμο Του που πρέπει να διέπει τον ανθρώπινο βίο.
Ο τανυπτέρυξ αυτός της θεολογίας ο Παύλος υπογραμμίζει ότι αυτός ο Θεός είναι κοντά μας, δίπλα μας. Εμείς είμαστε μακρυά Του με τη θέλησή μας, με τη συμπεριφορά μας. Ο άνθρωπος φεύγει. Ο Θεός όμως δεν απομακρύνεται από τον άνθρωπο. Και στους αθέους και απίστους είναι κοντά γιατί «του γαρ και γένος εσμέν». Μα γιατί; Επειδή μας έπλασε «κατ’ εικόνα Θεού και καθ’ ομοίωσιν». Τα όριά μας είναι ο Θεός. Ορίζοντάς μας είναι ο Θεός. Προοπτική μας «το οράν τον Θεόν» απαύστως.
Ο Παύλος χρησιμοποιεί στο λόγο του διδασκαλία που δεν είναι άγνωστη στους Αθηναίους, τόσον την φράση του Επιμενίδου όσον και του Αράτου, του δημοφιλούς ποιητού την εποχή εκείνη. «Εν αυτώ γαρ ζώμεν και κινούμεθα και εσμέν» και «του γαρ και γένος εσμέν». Επισημαίνει κατ’ άριστον παιδαγωγικόν τρόπον τα όρια της ανθρωπίνης φύσεως αλλά συγχρόνως διδάσκει και τη δυνατότητα του ανθρώπου να φθάσει και μάλιστα να βιώσει το Θεό.
Ο Θεός, λοιπόν ούτε απρόσιτος είναι και ούτε παντελώς αμέθεκτος για τον άνθρωπο. Γνωρίζουμε τον αληθινό Θεό δια των ακτίστων ενεργειών Του, δια της καταυγάσεως της θείας χάριτος που είναι άκτιστος, όπως θα τονίσει και η παλαμική θεολογία, συνεχίζοντας την όλη προ αυτού πατερική θεολογία και ορθοδοξία. Γινόμεθα «θείας κοινωνοί φύσεως άνθρωποι», όπως γράφει ο έτερος πρωτοκορυφαίος, ο Πέτρος, (Β Πέτρ. 1:4) και τούτο δεν είναι ανθρώπινο επίτευγμα αλλά δωρεά της χάριτος του Θεού. Μόνο με την άκτιστο θεία ενέργεια, τη θεία χάρι κατορθώνει ο άνθρωπος να υψωθεί «επί την ακρότητα των θείων αναβάσεων» κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.
Ο λόγος του Παύλου, ας το επαναλάβουμε, είναι χριστοκεντρικός.
Κατακλείει με μία σπουδαιοτάτη φράση! «Τους μεν ουν χρόνους της αγνοίας υπεριδών ο Θεός». [14] Την άγνοια αυτή του αληθινού Θεού, την επί μακρόν, με την άφατη μακροθυμία Του ο Θεός ήλθε και διέγραψε. Χαρίζεται πράγματι ο Θεός στον άνθρωπο. Όμως «τανύν παραγγέλλει τοις ανθρώποις πάσι πανταχού μετανοείν» (Πραξ. 17:30). Καλεί τον άνθρωπο πάντοτε και πανταχού σε μετάνοια. Μόνον έτσι, μ’αυτή την ελεύθερη προϋπόθεση της βαθειάς μετανοίας ιερουργείται το μυστήριο της σωτηρίας μας και προχωρεί πλέον ο άνθρωπος στη «θέα των μειζόνων». «Διότι έστησεν ημέραν εν η μέλλει κρίνειν την οικουμένην εν δικαιοσύνη εν ανδρί ω ώρισε, πίστιν παρασχών πάσιν αναστήσας αυτόν εκ νεκρών» (Πραξ. 17:31). Ήλθε πλέον δια την ζωήν των ανθρώπων η ώρα του Θεανθρώπου, η παρουσία του Χριστού, η ώρα της Κρίσεως. Και η ώρα αυτή θα έλθει οπωσδήποτε• έρχεται.
Και ιδού: Ο Παύλος με το λόγο του εδώ στον Άρειο Πάγο έχει ήδη ανάψει το φως του Χριστού, την πίστιν εις τον Χριστόν. Και το φως αυτό δεν έσβησε ποτέ στους μετέπειτα 20 αιώνες. Αυτό λοιπόν και εορτάζουμε. Τη γέννηση της χριστιανικής Εκκλησίας των Αθηνών. Και εμείς, «μάρτυρες εσμέν». Είμαστε η συνέχεια, εξαιρετικό προνόμιο αλλά και ευθύνη για όλους μας.
Γι’ αυτό ένας διάλογος μεταξύ Ορθοδοξίας και αθεϊσμού θα μπορούσε να έχει κυριολεκτικώς σπουδαιοτάτη σημασία. Να γνωρίζουμε δε ότι η Ορθοδοξία, ως Εκκλησία και πατερική θεολογία, ως ποιμαίνουσα διακονία αείποτε διαλέγεται με τον κάθε άνθρωπο, δεν τον αποφεύγει, δεν τον πολεμά όσο αρνητής ή και πολέμιος και αν παρουσιάζεται. Το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος είναι «κατ’ εικόνα» Θεού δημιούργημά Του και τείνει, πρέπει να κατατείνει, στην πραγμάτωση του σκοπού του, δηλαδή το «καθ’ ομοίωσιν», και ακόμη πολύ περισσότερο το ότι για κάθε ψυχή ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού ντύθηκε την ανθρώπινη φύση και έπαθε και εσταυρώθη και ανεστήθη, αυτό όντως το γεγονός έρχεται και καλλιεργεί και το άλλο ήθος, της αγάπης. Της αγάπης εκείνης που τόσο εξύμνησε η παύλειος θεολογία στο περίφημο 13ο κεφάλαιο της πρώτης επιστολής του προς τους γειτονικούς Κορινθίους.
Η διδασκαλία του «ουρανοβάμωνος» Αποστόλου μπορεί έτσι να αποτελέσει την κλείδα της επαφής του έργου του ευαγγελισμού της Εκκλησίας προς το σύγχρονο πονεμένο κόσμο, και να επιτρέψει την κατ’ αρχήν θετική αξιόλογηση των επιστημονικών επιτευγμάτων του ανθρώπου και την κατά βάσιν κατάφαση του πολιτισμού, φθάνει να είναι όντως πολιτισμός που σέβεται την ανθρώπινη ψυχή και ύπαρξη. Περαίνοντας και κάμνοντας μία πνευματική ανατομία στη μεταμοντέρνα εποχή μας, διαπιστώνουμε ότι πράγματι ο σύγχρονος άνθρωπος από το ένα μέρος προσπαθεί να αποκόψει την κοινωνία από την παρουσία του Θεού και από το άλλο εναγωνίως αναζητά τη σώζουσα αλήθεια.
Φαινόμενα, όπως ο συγκρητισμός, η παγκοσμιοποίηση, η λεγομένη «σύγκρουση των πολιτισμών», οι αποβαπτίσεις, η πληθωρικότητα έντονου λόγου περί θρησκείας και α-θρησκείας, περί ύπαρξης και μη ύπαρξης Θεού, ο νεοδαρβινισμός στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και αυτή ακόμη, όσον κι αν ακούγεται παράδοξα, η οικονομική κρίση, στο βάθος τους κρύβουν το θεμελιώδες αυτό ζήτημα που επιχειρούμε να προσεγγίσουμε απόψε έστω ακροθιγώς. Το θέμα ο Θεός στη ζωή μας ή η ζωή χωρίς το Θεό.
Αλλά το ερώτημα, όσο υπάρχει ανθρωπότης, θα τίθεται διηνεκώς. Θα ζούμε ερήμην του Θεού ή μαζί με την παρουσία του Θεού;
Ο πρώτος μετά τον Ένα, ο ένδοξος Παύλος, ο των Αθηναίων διδάσκαλος και της Οικουμένης αγλάισμα, ο θεσπέσιος Παύλος, ο Απόστολος, μπορεί να μας καθοδηγήσει.
Μακαριώτατε,
Δύο βράχοι απέναντι ο ένας στον άλλο.
Και οι δύο σπουδαιότατοι.
Εμπνέουν θάμβος.
Αλλά μην εκπληττόμεθα.
Η Ακρόπολη. Ο ιερός βράχος του αρχαίου κόσμου, και ο ανθρώπινος λόγος της κατ’άνθρωπον σοφίας αφ' ενός και αφ’ ετέρου ο ιερός βράχος του χριστιανικού κόσμου, το βήμα του Αποστόλου Παύλου!
ο απέριττος λόγος της κατά Θεόν σοφίας,
ο λόγος του Σταυρού αλλά και της Αναστάσεως,
Ο ένας, κρύβει τη σοφία,
το κάλλος
την τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της και μας συνδέει με τον παλαιό κόσμο.
Ο άλλος, αποπνέει αγιότητα
καλεί σε μετάνοια
ανοίγει την θύρα της αγάπης
φέρει τη νίκη κατά του θανάτου και την Ανάσταση,
μας συνδέει με το καινούργιο, το πάντοτε νέο, την μοναδική τομή της παγκόσμιας ιστορίας σε προ Χριστού και μετά Χριστόν. Καθίσταται η κολυμβήθρα του αρχαίου πνεύματος στον κατά Χριστόν εξαγιασμόν του.
Τώρα, λοιπόν, που θα έλθει εις πέρας ο Πανηγυρικός Εσπερινός, ας στρέψουμε την προσοχή μας και ας σταθούμε με ιερό δέος και σιωπή, με βαθύτατη συνοχή καρδίας και παρά τους ποικίλους θορύβους της εκκοσμικευμένης εποχής μας, αλλά και της κρυμμένης ελπίδας και προσδοκίας, ας αφουγκρασθούμε άπαξ έτι, τον περίφημο λόγο του μεγάλου Αποστόλου των Εθνών: «Άνδρες Αθηναίοι» και κατ’αναλογίαν και κατ’επέκτασιν Έλληνες, Ευρωπαίοι, άνθρωποι της Οικουμένης, άνθρωποι της υλοφροσύνης, της αμφιβολίας, του νεο-ορθολογισμού και της απιστίας, όχι άγνωστον Θεόν σας κηρύττω, αλλά γνωστόν, τον Ζώντα εις τους αιώνας, τον Αληθινόν Θεόν.
Είναι ο «ΩΝ, ο ΗΝ και ο ΕΡΧΟΜΕΝΟΣ», (Αποκ. 1:8) και μαζί με τον Παύλο ας ψελλίσουμε, Ναι, Έρχου Κύριε Ιησού.(*)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Πραξ. 17:22-23.
[2] Διθ. Fragm. 76,3 (524).
[3] Περ. Ακτίνες 1950, σελ. 255.
[4] αυτόθι.
[5] Παν. Γιαννακοπούλου, Πλάτωνος Απολογία Σωκράτους, Αθήνα 1979.
[6] μνημ. ε.
[7] Α Κορ. 9:22.
[8] Πραξ. 17:23.
[9] Πραξ. 17:24.
[10] Γεν. 1:27.
[11] Πραξ. 17:27.
[12] Ψαλμ. 41:1.
[13] Ψαλμ. 62:1.
[14] Πραξ. 17:30.

Δεν υπάρχουν σχόλια: