Γνωστές οι σύγχρονες Ελληνίδες καλλονές!.. Κι όμως!.. Διαβάστε τι αποκαλύπτει μέσα σ’ ένα βιβλίο του ο εξαίρετος και διακεκριμένος Έλληνας δημοσιογράφος κ Γιάννης Καιροφύλλας, ο οποίος κάνει εκπληκτικές αποκαλύψεις για άκρως ενδιαφέροντα στοιχεία με άγνωστους Έλληνες και Ελληνίδες, που μεγαλούργησαν στον ευρύτερο χώρο του Ελληνισμού!...
Η Σοφία Κατακουζηνού.
ΣΟΦΙΑ ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΥ
Η φτωχή καλλονή απ' το Φανάρι της Πόλης που έγινε κόμισσα κι' άγγιξε το στέμμα της Πολωνίας.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΟ ΟΠΈ και σ' εκείνους που μετά μανίας ερευνούσαν το παρελθόν των εστεμμένων και των αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης, ότι μια κόμισσα, η Σοφία Ποτότζσκι, που στα τέλη του 17ου αιώνα είχε τη φήμη της πλουσιώτερης και ευγενέστερης γυναίκας, ήταν Ελληνίδα. Η καταγωγή της ήταν απ' το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, της απόκεντρης αλλά πολύ αριστοκρατικής συνοικίας που υπήρξε και το φυτώριο, το οποίο κοσμούσαν τα ονόματα των Υψηλάντηδων, των Μουρούζηδων, των Καρατζά ίων και των Σούτσηδων, των Μαυροκορδάτων και των Μαυρογένηδων.
Η Σοφία, μια κόρη εκπάγλου καλλονής, δεν είχε ωστόσο ρίζες σε καμιά απ' τις μεγάλες αυτές οικογένειες. Δεν ήταν γόνος ούτε αριστοκρατικής, ούτε καν γνωστής οικογένειας. Ο πατέρας της παρόλο που είχε ένα επώνυμο βαρύγδουπο, λεγόταν Κατακουζηνός, ήταν ένας απλός κρεοπώλης, άνθρωπος νοικοκύρης, μετρημένος, ταπεινός, σεμνός, που δεν είχε φιλοδοξίες, ούτε και όνειρα. Βέβαια δεν παρέλειπε κι' αυτός να λέει ότι κατάγεται απ' την ιστορική οικογένεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων, πράγμα που κανείς δεν μπορούσε ν' αποκλείσει, αλλ' ούτε και να επιβεβαιώσει, δεδομένου ότι αυτές οι επώνυμες βυζαντινές οικογένειες απλώθηκαν κάποτε και το δέντρο τους το γενεαλογικό δεν μπορούσε ύστερα από κάποια εποχή να ελεγχθεί.
Το επώνυμο Κατακουζηνός δεν βοηθούσε πάντως καθόλου τον κρεοπώλη του Φαναριού της Πόλης να αυξήσει τον κύκλο των εργασιών του. Έτσι πολύ δύσκολα τα έφερνε βόλτα με αποτέλεσμα στην οικογένεια η γκρίνια να είναι μια μόνιμη αρρώστια και η σύζυγος η Πουλχερίτζα, μητέρα της πανέμορφης Σοφίας, να θεωρεί την κατάσταση αυτή απαράδεκτη. Φαίνεται λοιπόν ότι ως μόνη σωτηρία απ' το οικονομικό αδιέξοδο που βρισκόταν η οικογένεια, οι γονείς έβλεπαν ένα καλό γάμο της κόρης τους, που πίστευαν ότι άξιζε να βρει με την τόση ομορφιά της ένα καλό γαμπρό, πλούσιο, αξιοπρεπή, με όνομα και τίτλους.
Κοινωνός αυτών των φιλοδοξιών και σχεδίων της Πουλχερίτζας Κατακουζηνού, ήρθε μια μέρα ένας συγγενής της, διερμηνέας στη Γαλλική πρεσβεία της Πόλης. Την είχε λυπηθεί, γιατί του περιέγραφε με τα μελανώτερα χρώματα την κατάσταση της οικογένειας της. Αυτός δεν άργησε να ενεργήσει, δείχνοντας έτσι τη συμπόνοιά του, αλλά και την απόφαση του να δώσει κάποια λύση.
Ένας Γάλλος μαρκήσιος που υπηρετούσε ως γραμματέας της Γαλλικής πρεσβείας ήταν ο καταλληλότερος στόχος. Αποφάσισε σ' αυτόν να περιγράψει τα της οικογενείας Κατακουζηνού και συγχρόνως να του αφήσει κάποιους υπαινιγμούς για το εξαίσιο κάλλος της ανιψιάς του, αλλά και τους κινδύνους που διέτρεχε το δύστυχο κορίτσι απ' την ανέχεια. Ο θειος της Σοφίας ήταν πράγματι πειστικός. Είπε πολλά. Ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια τα όσα ήξερε. Πρόσθεσε και δικά του που αυτός νόμιζε ότι θα επηρεάσουν τον Γάλλο μαρκήσιο και πράγματι το κατόρθωσε.
Ο πειρασμός για τον Γάλλο διπλωμάτη ήταν μεγάλος. Έπρεπε να γνωρίσει τη μικρή Σοφία, που τότε δεν ήταν περισσότερο από 15 χρονών. Η περιγραφή για την ωραία Ελληνίδα τον είχε κάνει να ξετρελαθεί μαζί της, πριν την γνωρίσει. Έτσι πέρασε μια μέρα απ' το κρεοπωλείο του Κατακουζηνού, όπου η κόρη του Σοφία πήγαινε εκεί για να περάσει την ώρα της και όταν την είδε έμεινε εκστατικός. Πράγματι η Σοφία ήταν μια εκθαμβωτική καλλονή. Είχε ένα σώμα καλλίγραμμο, ένα πρόσωπο που έμοιαζε με αληθινό μπουμπούκι, μαλλιά ονειρεμένα, ματιά όλο φλόγα και η ομιλία της σε έκανε να ζεις σε άλλους κόσμους. Ήταν ένα πολύ έξυπνο κορίτσι, καλλιεργημένο, με πολλές γνώσεις, με ευστροφία, που με τη συζήτηση σου έδινε να καταλάβεις ότι είναι ένα προικισμένο άτομο με πολλά χαρίσματα.
Όσο κι αν φαίνεται σήμερα περίεργο, τα ήθη εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο αυστηρά, όσο μπορεί να νομίζουμε. Θα έλεγε κανείς ότι με πολύ εύσχημο τρόπο διεξήγετο τότε ένα καθαρό εμπόριο λευκής σαρκός χωρίς να φαίνεται, χωρίς να ενοχλεί, χωρίς να θεωρείται κολάσιμο. Μπορούσε δηλαδή κάποιος που διέθετε χρήματα να αγοράσει μια γυναίκα και μάλιστα νεαρωτάτης ηλικίας, δίνοντας στην οικογένεια της κάποια χρήματα, ανάλογα με τις απαιτήσεις της. Πλήρωνε για ν' αποκτήσει το θηλυκό που επιθυμούσε και αυτό δεν ήταν παράνομο. Δεν ήταν άτιμο. Δεν το θεωρούσαν κάτι κακό.
Έτσι ο Γάλλος μαρκήσιος ερωτοχτυπημένος απ' την πανέμορφη Σοφία θέλησε να την αποκτήσει και πλήρωσε στην οικογένεια Κατακουζηνού 1.500 γρόσια, τα οποία θεωρήθηκαν ικανοποιητικά. Η εμπορική αυτή πράξη που σήμερα θεωρείται όχι μόνο κολάσιμη, αλλά απαράδεκτη, διεκπεραιώθηκε με απόλυτη ηρεμία και μάλιστα οι γονείς της Σοφίας έκαναν στον Γάλλο γαμπρό υποκλίσεις και τεμενάδες, γιατί προτίμησε το κορίτσι τους και τους έλυσε κατά κάποιο τρόπο το οικονομικό τους πρόβλημα.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ανεμένετο και όπως συνέβαινε σε παρόμοιες και συνήθεις περιπτώσεις. Ο Γάλλος πήρε τη Σοφία στο σπίτι του και αμέσως έσπευσε να προσλάβει δασκάλους και ειδικούς παιδαγωγούς για ν' αρχίσουν αμέσως την κατάλληλη εκπαίδευση της Σοφίας, να της δώσουν τις οδηγίες που έπρεπε, να της μάθουν εκείνα που όφειλε να γνωρίζει. Τα φυσικά χαρίσματα υπήρχαν, αλλά χρειαζόταν και η ανάλογη ανατροφή.
Όταν λοιπόν μετά από μερικούς μήνες ο Γάλλος μαρκήσιος έφυγε απ' τη Γαλλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, γιατί τον μετέθεσαν στο Παρίσι, πήρε μαζί του την όμορφη Σοφία και έφυγε για την πατρίδα του. Το ταξίδι των δυο εραστών κράτησε πολλές μέρες. Έγινε δια ξηράς και πρώτα διέσχισαν την ευρωπαϊκή Τουρκία για να φθάσουν στο Κάμενετζ της Ρωσίας, όπου υπήρχε ένα πανίσχυρο φρούριο. Ο φρούραρχος Βιτ που τους υποδέχτηκε μόλις αντίκρισε τη Σοφία ταράχτηκε. Η ομορφιά της έκανε το Ρώσο στρατηγό να χάσει τα λόγια του. Νόμιζε ότι ζούσε ένα παραμυθένιο όνειρο. Δεν είχε ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα. Δεν είχε αντικρίσει τόσο γλυκά, μα και γεμάτα φλόγα μάτια.
Νέος κι' αυτός, όχι περισσότερο από 30 χρονών, ευνοούμενος μάλιστα της αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης, με το βαθμό του αντιστράτηγου σε τόσο νεαρή ηλικία, θέλησε να κατακτήσει την ωραία Ελληνίδα. Είχε κι' αυτός τίτλο ευγενείας, ήταν κόμης και οπωσδήποτε όλ' αυτά μπορούσαν να συγκινήσουν μια γυναίκα. Άλλωστε ήταν και ωραίος, κομψός, ευγενής και είχε τον τρόπο να διαδεχθεί στην καρδιά της Σοφίας τον Γάλλο μαρκήσιο, ο οποίος δεν είχε κάνει λόγο για γάμο στην κόρη Κατακουζηνού που αγόρασε.
Η Σοφία, έξυπνη όπως ήταν, θέλησε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Μόλις είδε τον Ρώσο φρούραρχο να της κάνει ανοιχτά προτάσεις ερωτικές σκέφτηκε πως δεν ήταν άσχημα να γίνει γυναίκα στρατηγού. Το προτιμούσε από του να είναι η ερωμένη ενός έστω και μαρκησίου. Ανταποκρίθηκε λοιπόν στον έρωτα του Ρώσου, γιατί πίστευε ότι δεν θ' αργούσε να τον πείσει να την κάνει γυναίκα του.
Το πρόβλημα του Γάλλου εραστή βέβαια υπήρχε και δεν ήταν εύχοο να ξεπεραστεί γιατί αυτός, που ήταν και παραδόπιστός, δεν θα ήθελε να χάσει μια γυναίκα για την οποία πλήρωσε και πολλά γρόσια. Έτσι ο Ρώσος φρούραρχος άρχισε να σχεδιάζει τον τρόπο εξουδετέρωσης του Γάλλου μαρκήσιου. Όταν μια μέρα έκανε έφιππος τον περίπατο του έξω απ' τα τείχη της πόλης Κάμενετζ το σχέδιο τέθηκε σ' εφαρμογή. Με διαταγή του φρουράρχου ανέβηκαν οι γέφυρες του φρουρίου που είχε γύρω γύρω μια βαθειά τάφρο, ώστε να μη μπορεί πια να μπει μέσα κανείς ξένος. Τότε ο Βιτ πήρε τη Σοφία, πήγε σε μια εκκλησία και τη στεφανώθηκε επίσημα με όλη τη διαδικασία που όριζε η ρωσική εκκλησία.
Κάποια στιγμή που ο Γάλλος επέστρεψε απ' τον περίπατό του και θέλησε να μπει στην πόλη αντιμετώπισε δυσκολίες. Πρώτα πρώτα βρήκε όλες τις πύλες του φρουρίου κλειστές. Ένας αγγελιοφόρος του έκανε γνωστό, ότι ο φρούραρχος είχε παντρευτεί τη συνοδό του επισήμως στην εκκλησία και ότι έπρεπε να αναχωρήσει το ταχύτερο απ' την πόλη. Εκεί μάλιστα στο σημείο αυτό της εισόδου που έφτασε ο Γάλλος μαρκήσιος, είχαν μεταφέρει στρατιώτες τις αποσκευές του τις οποίες και του παρέδωσαν.
Ο Γάλλος διπλωμάτης έμεινε άναυδος μπροστά στα όσα άκουγε. Δε φανταζόταν ποτέ μια τέτοια εξέλιξη στο τρυφερό, εντός εισαγωγικών, ειδύλλιό του, που είχε αρχίσει με την καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού. Νευρίασε, πειράχτηκε, θεώρησε τον εγωισμό του στραπατσαρισμένο, αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν κι' εύκολο ν' αντιδράσει. Δεν μπορούσε να πιάσει καμιά απειλή του. Η Γαλλία ήταν αδύναμη να τον προστατεύσει όσο κι αν θίγονταν τα συμφέροντα κάποιου διπλωμάτη της. Οι πόλεμοι για το χατίρι μιας γυναίκας είναι μια πολύ παλιά ιστορία, αλλά τότε δεν μπορούσε να επαναληφθεί. Έτσι έφυγε απ' τη Ρωσική πόλη χωρίς τη γυναίκα που είχε αγοράσει στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης.
Πέρασαν περίπου δυο χρόνια από το γάμο του Βιτ και της Σοφίας, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα άλλο απρόοπτο. Όλα πήγαιναν μια χαρά. Το ζεύγος περνούσε ήσυχα. Η Σοφία φαινόταν ευχαριστημένη κι ακόμα περισσότερο ο Ρώσος στρατηγός, που είχε δίπλα του ένα τόσο ωραίο πλάσμα. Μια μέρα όμως αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι. Ήταν το πρώτο μετά το γάμο τους. Ήταν ένα ταξίδι αναψυχής που το χρωστούσαν στον εαυτό τους και πολύ το επιθυμούσαν. Πέρασαν λοιπόν από πολλές πόλεις και καταστάλαξαν για να μείνουν λίγο περισσότερο στο Αμβούργο. Εκεί συνάντησαν τον κόμη Ποτότζσκι, αρχιστράτηγο της Πολωνικής δημοκρατίας που ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Βαρσοβία. Ήταν μια μοιραία συνάντηση, γιατί ο Ποτότζσκι, μόλις είδε τη Σοφία Βιτ, αισθάνθηκε ένα ερωτικό παραλήρημα. Ήταν η γυναίκα που του προκάλεσε έναν πραγματικό πυρετό. Έβλεπε ότι ήταν η γυναίκα που θα ήθελε να την κάνει δική του. Ήταν η γυναίκα που ονειρευόταν σ' όλη του τη ζωή.
Η Σοφία είχε λαβώσει την καρδιά του Πολωνού αρχιστρατήγου κατά τρόπο αθεράπευτο. Τον είχε γοητεύσει με την ομορφιά της και την εξυπνάδα της. Είχε μέσα σε λίγο διάστημα κάνει αυτόν τον σκληρό στρατιωτικό να μοιάζει μ' ένα δειλό μαθητούδι. Όμως ο έρωτας ήταν τόσο δυνατός που δεν τον εμπόδισε από τη σκέψη να τη χωρίσει αμέσως απ' το Ρώσο άντρα της και να την κάνει δική του γυναίκα. Ήθελε να την αποκτήσει με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, με κάθε τίμημα.
Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο δύσκολα, αφού ο Ποτότζσκι ήταν παντοδύναμος στην χώρα του κι ακόμα περισσότερο, αφού ο κλήρος στην Πολωνία είχε την ευχέρεια να βγάζει διαζύγια, ενώ ένας και μόνο άντρας είχε τη δυνατότητα να παντρεύεται αλληλοδιαδόχως τέσσερις γυναίκες και οι τέσσερις να φέρουν το όνομά του. Ήταν ακόμα ευκολότερα, αφού η Σοφία που είχε αντιληφθεί το πάθος του Ποτότζσκι δεν δίστασε ν' ανταποκριθεί στο αίσθημα του, να προσποιηθεί ότι κι αυτή είναι ερωτευμένη μαζί του, γιατί προαισθανόταν ότι τα μεγαλεία για τα οποία διψούσε θα ήταν περισσότερα με τον Πολωνό αρχιστράτηγο.
Ο κόμης Ποτότζσκι πήγε λοιπόν μια μέρα στον στρατηγό Βιτ και του είπε ανοιχτά ότι αγαπάει τη γυναίκα του και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Του αποκάλυψε μάλιστα ότι και η Σοφία τρέφει τα ίδια αισθήματα γι' αυτόν και συνεπώς δεν χωράει καμιά αναβολή. Ο Πολωνός ερωτευμένος του είπε ακόμα ότι μπορούσε να την απαγάγει, αλλά δεν ήθελε να φερθεί πρόστυχα στον Ρώσο συνάδελφό του. Έτσι του έδειξε εκείνη τη στιγμή δυο έγγραφα και τον καλούσε να υπογράψει. Το ένα ήταν το διαζύγιο που είχε φροντίσει να του στείλουν απ' την Πολωνία και σ' αυτό έλειπε η υπογραφή του Ρώσου στρατηγού συζύγου της Σοφίας. Το άλλο ήταν μια συναλλαγματική δυο εκατομμυρίων φιορινιών προς τον τραπεζίτη φίλο του, αφού θεωρούσε ότι ήταν σωστό ν' αποζημιώσει τον Ρώσο στρατηγό για την απώλεια της συζύγου του.
Κατά ένα περίεργο τρόπο ή πιθανόν επειδή είχε διαπιστώσει ότι δεν γινόταν διαφορετικά, ο Ρώσος στρατηγός Βιτ υπέγραψε και τα δυο έγγραφα αδιαμαρτύρητα, θα μπορούσε ίσως να υποθέσει κανείς ότι μπορεί και να κλονίστηκε μπροστά στα δυο εκατομμύρια φιορίνια που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν. Οπωσδήποτε μια τέτοια συναλλαγή δεν συμβιβαζόταν με το δικό του ερωτικό πάθος, αυτό που είχε εκδηλωθεί πριν τουλάχιστον δυο χρόνια, όταν εκείνος είδε τη Σοφία ερωμένη τότε του Γάλλου διπλωμάτη.
Η πανέμορφη Φαναριώτισσα Σοφία τέως Κατακουζηνού, τέως κυρία Βιτ, ήταν τώρα κόμισσα Ποτότζσκι και θεωρείτο μια απ' τις πιο πλούσιες και ευγενέστερες γυναίκες της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια. Πλησίαζε τα σαράντα αλλά ήταν ακόμα σαν λουλούδι όμορφη. Όσοι την πλησίαζαν αισθάνονταν μια ακατανίκητη επιθυμία να μιλήσουν μαζί της, να της αγγίξουν το χέρι, να βρεθούν δίπλα της, ν' ακούσουν απ' το γλυκό της στόμα δυο λογία. Διακρινόταν στον κύκλο της. Ήταν μια γυναίκα έξυπνη, μια γυναίκα που κυριαρχούσε. Η τύχη είχε φανεί μέχρι εκείνη την ώρα να την ευνοεί σκανδαλωδώς.
Το 1791 η Πολωνία δεν περνούσε καθόλου καλά. Ο εμφύλιος σπαραγμός είχε εξουθενώσει αυτή την όμορφη χώρα και πολλοί απ' τους μεγιστάνες, χάρη της ησυχίας της πατρίδας τους δεχόντουσαν να εγκαταλείψουν ή να παραιτηθούν από κάποια προνόμια τους, αλλά άλλοι όχι. Έτσι οι ρήξεις ήταν καθημερινές και μάλιστα σε βαθμό απειλητικό. Τότε ήταν που επενέβη η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και πανούργα και πολυμήχανη όπως ήταν, θέλησε να εκμεταλλευτεί την τραγική κατάσταση της Πολωνίας. Πρότεινε λοιπόν τότε στον Ποτότζσκι να τον ανακηρύξει βασιλιά της Πολωνίας και το κράτος αυτό να τεθεί υπό την προστασία της Ρωσίας.
Το όνειρο όμως αυτό της Μεγάλης Αικατερίνης, ένα όνειρο που θα έκανε και τη Σοφία Κατακουζηνού να γίνει βασίλισσα της Πολωνίας, δεν ολοκληρώθηκε. Άλλα γεγονότα μεσολάβησαν και η λύση αυτή αποτράπηκε. Η παράξενη αυτή κοπέλα που είχε πολλές φιλοδοξίες και πέρασε μια πολυτάραχη ζωή, παρέμεινε με τον τίτλο της κόμισσας κι έζησε ως τα βαθειά της γεράματα στην Πολωνία. *
Η φτωχή καλλονή απ' το Φανάρι της Πόλης που έγινε κόμισσα κι' άγγιξε το στέμμα της Πολωνίας.
ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΓΝΩΣΤΟ ΟΠΈ και σ' εκείνους που μετά μανίας ερευνούσαν το παρελθόν των εστεμμένων και των αριστοκρατικών οικογενειών της Ευρώπης, ότι μια κόμισσα, η Σοφία Ποτότζσκι, που στα τέλη του 17ου αιώνα είχε τη φήμη της πλουσιώτερης και ευγενέστερης γυναίκας, ήταν Ελληνίδα. Η καταγωγή της ήταν απ' το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης, της απόκεντρης αλλά πολύ αριστοκρατικής συνοικίας που υπήρξε και το φυτώριο, το οποίο κοσμούσαν τα ονόματα των Υψηλάντηδων, των Μουρούζηδων, των Καρατζά ίων και των Σούτσηδων, των Μαυροκορδάτων και των Μαυρογένηδων.
Η Σοφία, μια κόρη εκπάγλου καλλονής, δεν είχε ωστόσο ρίζες σε καμιά απ' τις μεγάλες αυτές οικογένειες. Δεν ήταν γόνος ούτε αριστοκρατικής, ούτε καν γνωστής οικογένειας. Ο πατέρας της παρόλο που είχε ένα επώνυμο βαρύγδουπο, λεγόταν Κατακουζηνός, ήταν ένας απλός κρεοπώλης, άνθρωπος νοικοκύρης, μετρημένος, ταπεινός, σεμνός, που δεν είχε φιλοδοξίες, ούτε και όνειρα. Βέβαια δεν παρέλειπε κι' αυτός να λέει ότι κατάγεται απ' την ιστορική οικογένεια των βυζαντινών αυτοκρατόρων, πράγμα που κανείς δεν μπορούσε ν' αποκλείσει, αλλ' ούτε και να επιβεβαιώσει, δεδομένου ότι αυτές οι επώνυμες βυζαντινές οικογένειες απλώθηκαν κάποτε και το δέντρο τους το γενεαλογικό δεν μπορούσε ύστερα από κάποια εποχή να ελεγχθεί.
Το επώνυμο Κατακουζηνός δεν βοηθούσε πάντως καθόλου τον κρεοπώλη του Φαναριού της Πόλης να αυξήσει τον κύκλο των εργασιών του. Έτσι πολύ δύσκολα τα έφερνε βόλτα με αποτέλεσμα στην οικογένεια η γκρίνια να είναι μια μόνιμη αρρώστια και η σύζυγος η Πουλχερίτζα, μητέρα της πανέμορφης Σοφίας, να θεωρεί την κατάσταση αυτή απαράδεκτη. Φαίνεται λοιπόν ότι ως μόνη σωτηρία απ' το οικονομικό αδιέξοδο που βρισκόταν η οικογένεια, οι γονείς έβλεπαν ένα καλό γάμο της κόρης τους, που πίστευαν ότι άξιζε να βρει με την τόση ομορφιά της ένα καλό γαμπρό, πλούσιο, αξιοπρεπή, με όνομα και τίτλους.
Κοινωνός αυτών των φιλοδοξιών και σχεδίων της Πουλχερίτζας Κατακουζηνού, ήρθε μια μέρα ένας συγγενής της, διερμηνέας στη Γαλλική πρεσβεία της Πόλης. Την είχε λυπηθεί, γιατί του περιέγραφε με τα μελανώτερα χρώματα την κατάσταση της οικογένειας της. Αυτός δεν άργησε να ενεργήσει, δείχνοντας έτσι τη συμπόνοιά του, αλλά και την απόφαση του να δώσει κάποια λύση.
Ένας Γάλλος μαρκήσιος που υπηρετούσε ως γραμματέας της Γαλλικής πρεσβείας ήταν ο καταλληλότερος στόχος. Αποφάσισε σ' αυτόν να περιγράψει τα της οικογενείας Κατακουζηνού και συγχρόνως να του αφήσει κάποιους υπαινιγμούς για το εξαίσιο κάλλος της ανιψιάς του, αλλά και τους κινδύνους που διέτρεχε το δύστυχο κορίτσι απ' την ανέχεια. Ο θειος της Σοφίας ήταν πράγματι πειστικός. Είπε πολλά. Ανέφερε με κάθε λεπτομέρεια τα όσα ήξερε. Πρόσθεσε και δικά του που αυτός νόμιζε ότι θα επηρεάσουν τον Γάλλο μαρκήσιο και πράγματι το κατόρθωσε.
Ο πειρασμός για τον Γάλλο διπλωμάτη ήταν μεγάλος. Έπρεπε να γνωρίσει τη μικρή Σοφία, που τότε δεν ήταν περισσότερο από 15 χρονών. Η περιγραφή για την ωραία Ελληνίδα τον είχε κάνει να ξετρελαθεί μαζί της, πριν την γνωρίσει. Έτσι πέρασε μια μέρα απ' το κρεοπωλείο του Κατακουζηνού, όπου η κόρη του Σοφία πήγαινε εκεί για να περάσει την ώρα της και όταν την είδε έμεινε εκστατικός. Πράγματι η Σοφία ήταν μια εκθαμβωτική καλλονή. Είχε ένα σώμα καλλίγραμμο, ένα πρόσωπο που έμοιαζε με αληθινό μπουμπούκι, μαλλιά ονειρεμένα, ματιά όλο φλόγα και η ομιλία της σε έκανε να ζεις σε άλλους κόσμους. Ήταν ένα πολύ έξυπνο κορίτσι, καλλιεργημένο, με πολλές γνώσεις, με ευστροφία, που με τη συζήτηση σου έδινε να καταλάβεις ότι είναι ένα προικισμένο άτομο με πολλά χαρίσματα.
Όσο κι αν φαίνεται σήμερα περίεργο, τα ήθη εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο αυστηρά, όσο μπορεί να νομίζουμε. Θα έλεγε κανείς ότι με πολύ εύσχημο τρόπο διεξήγετο τότε ένα καθαρό εμπόριο λευκής σαρκός χωρίς να φαίνεται, χωρίς να ενοχλεί, χωρίς να θεωρείται κολάσιμο. Μπορούσε δηλαδή κάποιος που διέθετε χρήματα να αγοράσει μια γυναίκα και μάλιστα νεαρωτάτης ηλικίας, δίνοντας στην οικογένεια της κάποια χρήματα, ανάλογα με τις απαιτήσεις της. Πλήρωνε για ν' αποκτήσει το θηλυκό που επιθυμούσε και αυτό δεν ήταν παράνομο. Δεν ήταν άτιμο. Δεν το θεωρούσαν κάτι κακό.
Έτσι ο Γάλλος μαρκήσιος ερωτοχτυπημένος απ' την πανέμορφη Σοφία θέλησε να την αποκτήσει και πλήρωσε στην οικογένεια Κατακουζηνού 1.500 γρόσια, τα οποία θεωρήθηκαν ικανοποιητικά. Η εμπορική αυτή πράξη που σήμερα θεωρείται όχι μόνο κολάσιμη, αλλά απαράδεκτη, διεκπεραιώθηκε με απόλυτη ηρεμία και μάλιστα οι γονείς της Σοφίας έκαναν στον Γάλλο γαμπρό υποκλίσεις και τεμενάδες, γιατί προτίμησε το κορίτσι τους και τους έλυσε κατά κάποιο τρόπο το οικονομικό τους πρόβλημα.
Τα πράγματα εξελίχθηκαν όπως ανεμένετο και όπως συνέβαινε σε παρόμοιες και συνήθεις περιπτώσεις. Ο Γάλλος πήρε τη Σοφία στο σπίτι του και αμέσως έσπευσε να προσλάβει δασκάλους και ειδικούς παιδαγωγούς για ν' αρχίσουν αμέσως την κατάλληλη εκπαίδευση της Σοφίας, να της δώσουν τις οδηγίες που έπρεπε, να της μάθουν εκείνα που όφειλε να γνωρίζει. Τα φυσικά χαρίσματα υπήρχαν, αλλά χρειαζόταν και η ανάλογη ανατροφή.
Όταν λοιπόν μετά από μερικούς μήνες ο Γάλλος μαρκήσιος έφυγε απ' τη Γαλλική πρεσβεία της Κωνσταντινούπολης, γιατί τον μετέθεσαν στο Παρίσι, πήρε μαζί του την όμορφη Σοφία και έφυγε για την πατρίδα του. Το ταξίδι των δυο εραστών κράτησε πολλές μέρες. Έγινε δια ξηράς και πρώτα διέσχισαν την ευρωπαϊκή Τουρκία για να φθάσουν στο Κάμενετζ της Ρωσίας, όπου υπήρχε ένα πανίσχυρο φρούριο. Ο φρούραρχος Βιτ που τους υποδέχτηκε μόλις αντίκρισε τη Σοφία ταράχτηκε. Η ομορφιά της έκανε το Ρώσο στρατηγό να χάσει τα λόγια του. Νόμιζε ότι ζούσε ένα παραμυθένιο όνειρο. Δεν είχε ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα. Δεν είχε αντικρίσει τόσο γλυκά, μα και γεμάτα φλόγα μάτια.
Νέος κι' αυτός, όχι περισσότερο από 30 χρονών, ευνοούμενος μάλιστα της αυτοκράτειρας Μεγάλης Αικατερίνης, με το βαθμό του αντιστράτηγου σε τόσο νεαρή ηλικία, θέλησε να κατακτήσει την ωραία Ελληνίδα. Είχε κι' αυτός τίτλο ευγενείας, ήταν κόμης και οπωσδήποτε όλ' αυτά μπορούσαν να συγκινήσουν μια γυναίκα. Άλλωστε ήταν και ωραίος, κομψός, ευγενής και είχε τον τρόπο να διαδεχθεί στην καρδιά της Σοφίας τον Γάλλο μαρκήσιο, ο οποίος δεν είχε κάνει λόγο για γάμο στην κόρη Κατακουζηνού που αγόρασε.
Η Σοφία, έξυπνη όπως ήταν, θέλησε να επωφεληθεί της ευκαιρίας. Μόλις είδε τον Ρώσο φρούραρχο να της κάνει ανοιχτά προτάσεις ερωτικές σκέφτηκε πως δεν ήταν άσχημα να γίνει γυναίκα στρατηγού. Το προτιμούσε από του να είναι η ερωμένη ενός έστω και μαρκησίου. Ανταποκρίθηκε λοιπόν στον έρωτα του Ρώσου, γιατί πίστευε ότι δεν θ' αργούσε να τον πείσει να την κάνει γυναίκα του.
Το πρόβλημα του Γάλλου εραστή βέβαια υπήρχε και δεν ήταν εύχοο να ξεπεραστεί γιατί αυτός, που ήταν και παραδόπιστός, δεν θα ήθελε να χάσει μια γυναίκα για την οποία πλήρωσε και πολλά γρόσια. Έτσι ο Ρώσος φρούραρχος άρχισε να σχεδιάζει τον τρόπο εξουδετέρωσης του Γάλλου μαρκήσιου. Όταν μια μέρα έκανε έφιππος τον περίπατο του έξω απ' τα τείχη της πόλης Κάμενετζ το σχέδιο τέθηκε σ' εφαρμογή. Με διαταγή του φρουράρχου ανέβηκαν οι γέφυρες του φρουρίου που είχε γύρω γύρω μια βαθειά τάφρο, ώστε να μη μπορεί πια να μπει μέσα κανείς ξένος. Τότε ο Βιτ πήρε τη Σοφία, πήγε σε μια εκκλησία και τη στεφανώθηκε επίσημα με όλη τη διαδικασία που όριζε η ρωσική εκκλησία.
Κάποια στιγμή που ο Γάλλος επέστρεψε απ' τον περίπατό του και θέλησε να μπει στην πόλη αντιμετώπισε δυσκολίες. Πρώτα πρώτα βρήκε όλες τις πύλες του φρουρίου κλειστές. Ένας αγγελιοφόρος του έκανε γνωστό, ότι ο φρούραρχος είχε παντρευτεί τη συνοδό του επισήμως στην εκκλησία και ότι έπρεπε να αναχωρήσει το ταχύτερο απ' την πόλη. Εκεί μάλιστα στο σημείο αυτό της εισόδου που έφτασε ο Γάλλος μαρκήσιος, είχαν μεταφέρει στρατιώτες τις αποσκευές του τις οποίες και του παρέδωσαν.
Ο Γάλλος διπλωμάτης έμεινε άναυδος μπροστά στα όσα άκουγε. Δε φανταζόταν ποτέ μια τέτοια εξέλιξη στο τρυφερό, εντός εισαγωγικών, ειδύλλιό του, που είχε αρχίσει με την καταβολή κάποιου χρηματικού ποσού. Νευρίασε, πειράχτηκε, θεώρησε τον εγωισμό του στραπατσαρισμένο, αλλά σκέφτηκε ότι δεν ήταν κι' εύκολο ν' αντιδράσει. Δεν μπορούσε να πιάσει καμιά απειλή του. Η Γαλλία ήταν αδύναμη να τον προστατεύσει όσο κι αν θίγονταν τα συμφέροντα κάποιου διπλωμάτη της. Οι πόλεμοι για το χατίρι μιας γυναίκας είναι μια πολύ παλιά ιστορία, αλλά τότε δεν μπορούσε να επαναληφθεί. Έτσι έφυγε απ' τη Ρωσική πόλη χωρίς τη γυναίκα που είχε αγοράσει στο Φανάρι της Κωνσταντινούπολης.
Πέρασαν περίπου δυο χρόνια από το γάμο του Βιτ και της Σοφίας, χωρίς να μεσολαβήσει κανένα άλλο απρόοπτο. Όλα πήγαιναν μια χαρά. Το ζεύγος περνούσε ήσυχα. Η Σοφία φαινόταν ευχαριστημένη κι ακόμα περισσότερο ο Ρώσος στρατηγός, που είχε δίπλα του ένα τόσο ωραίο πλάσμα. Μια μέρα όμως αποφάσισαν να κάνουν ένα μεγάλο ταξίδι. Ήταν το πρώτο μετά το γάμο τους. Ήταν ένα ταξίδι αναψυχής που το χρωστούσαν στον εαυτό τους και πολύ το επιθυμούσαν. Πέρασαν λοιπόν από πολλές πόλεις και καταστάλαξαν για να μείνουν λίγο περισσότερο στο Αμβούργο. Εκεί συνάντησαν τον κόμη Ποτότζσκι, αρχιστράτηγο της Πολωνικής δημοκρατίας που ετοιμαζόταν να επιστρέψει στη Βαρσοβία. Ήταν μια μοιραία συνάντηση, γιατί ο Ποτότζσκι, μόλις είδε τη Σοφία Βιτ, αισθάνθηκε ένα ερωτικό παραλήρημα. Ήταν η γυναίκα που του προκάλεσε έναν πραγματικό πυρετό. Έβλεπε ότι ήταν η γυναίκα που θα ήθελε να την κάνει δική του. Ήταν η γυναίκα που ονειρευόταν σ' όλη του τη ζωή.
Η Σοφία είχε λαβώσει την καρδιά του Πολωνού αρχιστρατήγου κατά τρόπο αθεράπευτο. Τον είχε γοητεύσει με την ομορφιά της και την εξυπνάδα της. Είχε μέσα σε λίγο διάστημα κάνει αυτόν τον σκληρό στρατιωτικό να μοιάζει μ' ένα δειλό μαθητούδι. Όμως ο έρωτας ήταν τόσο δυνατός που δεν τον εμπόδισε από τη σκέψη να τη χωρίσει αμέσως απ' το Ρώσο άντρα της και να την κάνει δική του γυναίκα. Ήθελε να την αποκτήσει με κάθε τρόπο, με κάθε θυσία, με κάθε τίμημα.
Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο δύσκολα, αφού ο Ποτότζσκι ήταν παντοδύναμος στην χώρα του κι ακόμα περισσότερο, αφού ο κλήρος στην Πολωνία είχε την ευχέρεια να βγάζει διαζύγια, ενώ ένας και μόνο άντρας είχε τη δυνατότητα να παντρεύεται αλληλοδιαδόχως τέσσερις γυναίκες και οι τέσσερις να φέρουν το όνομά του. Ήταν ακόμα ευκολότερα, αφού η Σοφία που είχε αντιληφθεί το πάθος του Ποτότζσκι δεν δίστασε ν' ανταποκριθεί στο αίσθημα του, να προσποιηθεί ότι κι αυτή είναι ερωτευμένη μαζί του, γιατί προαισθανόταν ότι τα μεγαλεία για τα οποία διψούσε θα ήταν περισσότερα με τον Πολωνό αρχιστράτηγο.
Ο κόμης Ποτότζσκι πήγε λοιπόν μια μέρα στον στρατηγό Βιτ και του είπε ανοιχτά ότι αγαπάει τη γυναίκα του και δεν μπορεί να ζήσει χωρίς αυτήν. Του αποκάλυψε μάλιστα ότι και η Σοφία τρέφει τα ίδια αισθήματα γι' αυτόν και συνεπώς δεν χωράει καμιά αναβολή. Ο Πολωνός ερωτευμένος του είπε ακόμα ότι μπορούσε να την απαγάγει, αλλά δεν ήθελε να φερθεί πρόστυχα στον Ρώσο συνάδελφό του. Έτσι του έδειξε εκείνη τη στιγμή δυο έγγραφα και τον καλούσε να υπογράψει. Το ένα ήταν το διαζύγιο που είχε φροντίσει να του στείλουν απ' την Πολωνία και σ' αυτό έλειπε η υπογραφή του Ρώσου στρατηγού συζύγου της Σοφίας. Το άλλο ήταν μια συναλλαγματική δυο εκατομμυρίων φιορινιών προς τον τραπεζίτη φίλο του, αφού θεωρούσε ότι ήταν σωστό ν' αποζημιώσει τον Ρώσο στρατηγό για την απώλεια της συζύγου του.
Κατά ένα περίεργο τρόπο ή πιθανόν επειδή είχε διαπιστώσει ότι δεν γινόταν διαφορετικά, ο Ρώσος στρατηγός Βιτ υπέγραψε και τα δυο έγγραφα αδιαμαρτύρητα, θα μπορούσε ίσως να υποθέσει κανείς ότι μπορεί και να κλονίστηκε μπροστά στα δυο εκατομμύρια φιορίνια που δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο ποσόν. Οπωσδήποτε μια τέτοια συναλλαγή δεν συμβιβαζόταν με το δικό του ερωτικό πάθος, αυτό που είχε εκδηλωθεί πριν τουλάχιστον δυο χρόνια, όταν εκείνος είδε τη Σοφία ερωμένη τότε του Γάλλου διπλωμάτη.
Η πανέμορφη Φαναριώτισσα Σοφία τέως Κατακουζηνού, τέως κυρία Βιτ, ήταν τώρα κόμισσα Ποτότζσκι και θεωρείτο μια απ' τις πιο πλούσιες και ευγενέστερες γυναίκες της Ευρώπης εκείνα τα χρόνια. Πλησίαζε τα σαράντα αλλά ήταν ακόμα σαν λουλούδι όμορφη. Όσοι την πλησίαζαν αισθάνονταν μια ακατανίκητη επιθυμία να μιλήσουν μαζί της, να της αγγίξουν το χέρι, να βρεθούν δίπλα της, ν' ακούσουν απ' το γλυκό της στόμα δυο λογία. Διακρινόταν στον κύκλο της. Ήταν μια γυναίκα έξυπνη, μια γυναίκα που κυριαρχούσε. Η τύχη είχε φανεί μέχρι εκείνη την ώρα να την ευνοεί σκανδαλωδώς.
Το 1791 η Πολωνία δεν περνούσε καθόλου καλά. Ο εμφύλιος σπαραγμός είχε εξουθενώσει αυτή την όμορφη χώρα και πολλοί απ' τους μεγιστάνες, χάρη της ησυχίας της πατρίδας τους δεχόντουσαν να εγκαταλείψουν ή να παραιτηθούν από κάποια προνόμια τους, αλλά άλλοι όχι. Έτσι οι ρήξεις ήταν καθημερινές και μάλιστα σε βαθμό απειλητικό. Τότε ήταν που επενέβη η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας και πανούργα και πολυμήχανη όπως ήταν, θέλησε να εκμεταλλευτεί την τραγική κατάσταση της Πολωνίας. Πρότεινε λοιπόν τότε στον Ποτότζσκι να τον ανακηρύξει βασιλιά της Πολωνίας και το κράτος αυτό να τεθεί υπό την προστασία της Ρωσίας.
Το όνειρο όμως αυτό της Μεγάλης Αικατερίνης, ένα όνειρο που θα έκανε και τη Σοφία Κατακουζηνού να γίνει βασίλισσα της Πολωνίας, δεν ολοκληρώθηκε. Άλλα γεγονότα μεσολάβησαν και η λύση αυτή αποτράπηκε. Η παράξενη αυτή κοπέλα που είχε πολλές φιλοδοξίες και πέρασε μια πολυτάραχη ζωή, παρέμεινε με τον τίτλο της κόμισσας κι έζησε ως τα βαθειά της γεράματα στην Πολωνία. *
-----------------------
* ΠΗΓΗ: Γιάννης Καιροφύλλας: «Η Μικρή Ιστορία ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», Μυθιστορηματικές Βιογραφίες 10, Εκδόσεις Φιλιππότης, Αθήνα 1995, σελ. 146-156.
* ΠΗΓΗ: Γιάννης Καιροφύλλας: «Η Μικρή Ιστορία ΜΕΓΑΛΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ», Μυθιστορηματικές Βιογραφίες 10, Εκδόσεις Φιλιππότης, Αθήνα 1995, σελ. 146-156.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου