Ε´.1 Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ὁ ᾿Ιησοῦς ἦν ἑστὼς παρὰ τὴν λίμνην Γεννησαρέτ, 2 καὶ εἶδε δύο πλοῖα ἑστῶτα παρὰ τὴν λίμνην· οἱ δὲ ἁλιεῖς ἀποβάντες ἀπ᾿ αὐτῶν ἀπέπλυναν τὰ δίκτυα. 3 ἐμβὰς δὲ εἰς ἓν τῶν πλοίων, ὃ ἦν τοῦ Σίμωνος, ἠρώτησεν αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς ἐπαναγαγεῖν ὀλίγον· καὶ καθίσας ἐδίδασκεν ἐκ τοῦ πλοίου τοὺς ὄχλους.
4 ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα· ἐπανάγαγε εἰς τὸ βάθος καὶ χαλάσατε τὰ δίκτυα ὑμῶν εἰς ἄγραν. 5 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Σίμων εἶπεν αὐτῷ· ἐπιστάτα, δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς κοπιάσαντες οὐδὲν ἐλάβομεν· ἐπὶ δὲ τῷ ρήματί σου χαλάσω τὸ δίκτυον.
6 καὶ τοῦτο ποιήσαντες συνέκλεισαν πλῆθος ἰχθύων πολύ· διερρήγνυτο δὲ τὸ δίκτυον αὐτῶν.7 καὶ κατένευσαν τοῖς μετόχοις τοῖς ἐν τῷ ἑτέρῳ πλοίῳ τοῦ ἐλθόντας συλλαβέσθαι αὐτοῖς· καὶ ἦλθον καὶ ἔπλησαν ἀμφότερα τὰ πλοῖα, ὥστε βυθίζεσθαι αὐτά.
8 ἰδὼν δὲ Σίμων Πέτρος προσέπεσε τοῖς γόνασιν ᾿Ιησοῦ λέγων· ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε· 9 θάμβος γὰρ περιέσχεν αὐτὸν καὶ πάντας τοὺς σὺν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἄγρᾳ τῶν ἰχθύων ᾗ συνέλαβον, 10 ὁμοίως δὲ καὶ ᾿Ιάκωβον καὶ ᾿Ιωάννην, υἱοὺς Ζεβεδαίου, οἳ ἦσαν κοινωνοὶ τῷ Σίμωνι. καὶ εἶπε πρὸς τὸν Σίμωνα ὁ ᾿Ιησοῦς· μὴ φοβοῦ· ἀπὸ τοῦ νῦν ἀνθρώπους ἔσῃ ζωγρῶν. 11 καὶ καταγαγόντες τὰ πλοῖα ἐπὶ τὴν γῆν, ἀφέντες ἅπαντα ἠκολούθησαν αὐτῷ.
Νεοελληνική απόδοσις
Τότε εκάθισε και εδίδασκε από το πλοιάριο τα μαζεμένα πλήθη. Μόλις όμως τελείωσε να ομιλεί, είπε στον Σίμωνα: «Πήγαινε στα βαθιά και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψάρεμα». Και ο Σίμων αποκρίθηκε: «Διδάσκαλε όλη τη νύχτα κοπιάσαμε χωρίς να πιάσουμε τίποτε. Άλλα, επειδή εσύ το λέγεις, θα ξαναρίξω το δίχτυ για χατήρι σου. Όταν το έκαναν, έπιασαν τόσα πολλά ψάρια, πού το δίχτυ τους άρχισε να σχίζεται.
Και έκαναν νεύματα στους συντρόφους τους, πού ήσαν στο άλλο πλοιάριο, να έλθουν και να τους βοηθήσουν. Και ήλθαν. Και εγέμισαν και τα δυο πλοιάρια, ώστε να κινδυνεύουν να βυθιστούν. Όταν ο Σίμων Πέτρος είδε τι έγινε έπεσε στα γόνατα του Ιησού και είπε: «Απομακρύνσου απ' εδώ, Κύριε, γιατί είμαι άνθρωπος αμαρτωλός».
Αυτό το είπε, γιατί και αυτός και οι άλλοι, όσοι ήταν μαζί του, εδοκίμασαν μεγάλη έκπληξη με τα ψάρια πού έπιασαν. Επίσης και ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, υιοί Ζεβεδαίου, πού ήσαν συνεταίροι του Πέτρου.
Και είπεν ο Ιησούς στον Σίμωνα: «Μη φοβάσαι. Από εδώ και πέρα θα ψαρεύεις και θα πιάνεις ανθρώπους». Και όταν έφεραν τα πλοιάρια στην ξηρά, τα εγκατέλειψαν όλα και ακολούθησαν τον Χριστό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου