Γράφει ο
Δημοσθένης Μπακόπουλος*
«Σαν μια Ιθάκη είναι το τώρα, που όλο γυρίζω να τη βρω
και με των Δαναών τα δώρα, γελώ τον δόλιο μου εαυτό
Αμάν βαριά φιλοσοφία, ας πούμε κάτι πιο απλό
καλές οι Η.Π.Α. κι η Ρωσία, μα έχω το δράμα μου κι εγώ»
Η πρόσφατη (21/9/2013) επίσκεψη εκπροσώπων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού στο Υπουργείο Οικονομικών και η τεχνηέντως διοχετευόμενη μέσω διαρροών μονομερής εμμονή των Ευρωπαίων εταίρων στην διερεύνηση τυχόν παράνομων κρατικών ενισχύσεων των Ελληνικών Αμυντικών Συστημάτων (ΕΑΣ ΑΒΕΕ) και της Ελληνικής Βιομηχανίας Οχημάτων (ΕΛΒΟ ΑΒΕ) καθιστά επίκαιρη την επισκόπηση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των σημαντικότερων ευρωπαϊκών αμυντικών βιομηχανιών.
α. Ηνωμένο Βασίλειο
Η Βritish Aerospace δημιουργήθηκε το 1977 από την συγχώνευση των British Aircraft Corporation, Hawker Siddeley και Scottish Aviation ως εθνικοποιημένη επιχείρηση. Η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε από την Κυβέρνηση της κ. Margaret Thatcher. Αμέσως μετά την ιδιωτικοποίηση άρχισε μια καταιγίδα καταγγελιών για εμπλοκή της σε δωροδοκίες πολλών εκατομμυρίων λιρών. Ανάμεσα στα πρόσωπα που θεωρήθηκαν εμπλεκόμενα σε δωροδοκίες αξίας 12 εκατ. λιρών ήταν και ο γιος της «Σιδηράς Κυρίας» κ. Mark Thatcher. Τελικά, το έτος 2010 η ΒΑΕ κατέβαλε στις αμερικανικές αρχές πρόστιμο 400 εκατ. δολαρίων για εταιρικές πρακτικές, που χαρακτηρίστηκαν από τον Δικαστή John Bates «παραπλανητικές, δόλιες και με παραβατικότητα μεγάλης κλίμακας».
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η British Aerospace υποχρεώθηκε να επιστρέψει κρατικήενίσχυση ύψους 86.4 εκατ. δολαρίων, την οποία είχε λάβει παράνομα από την βρετανική κυβέρνηση για την εξαγορά της γνωστής εταιρείας κατασκευής αυτοκινήτων Rover. Από το ιστορικό της υπόθεσης αυτής συνάγεται ότι η Επιτροπή βιάστηκε να την κλείσει και δεν αποτίμησε την αξία του πραγματικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που απέκτησε η British Aerospace από την πρόσκτηση της Rover.
Ειδικότερα, έγκυρες αναλύσεις (όχι φυσικά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) έχουν αποδείξει ότι η Rover πουλήθηκε αισθητά υποκοστολογημένη (255 εκατ. δολάρια), δηλαδή σε τίμημα που δεν ανταποκρινόταν σε αυτό που θα υποχρεωνόταν να καταβάλει οποιοσδήποτε άλλος αγοραστής σε συνθήκες «ανταγωνισμού». Το κόστος της υποτιμολόγησης (που δεν επιστράφηκε) αλλά και την κρατική βοήθεια (που τελικά επιστράφηκε) η νεοφιλελεύθερη βρετανική κυβέρνηση μετακύλισε με ευκολία στον βρετανό φορολογούμενο. Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απέκτησε η British Aerospace από την χαριστική αγορά της Rοver έγινε αισθητό όταν το 1994 η τελευταία πωλήθηκε για 1,2 δισ δολάρια (δηλαδή στο 5πλάσιο της τιμής αγοράς) στην BMW. Πέρα από το γεγονός ότι από το τίμημα της πώλησης δεν ευνοήθηκε ο βρετανός φορολογούμενος παρά μόνον οι μέτοχοι της British Aerospace, έχει πλέον καταστεί σαφές ότι η εταιρεία χρησιμοποίησε το κέρδος από την εκποίηση ενός περιουσιακού στοιχείου, που είχε αποκτήσει με ιδιαίτερα ευνοϊκούς όρους, προκειμένου να καλύψει ανάγκες χρηματοδότησης άλλων δραστηριοτήτων της. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ασχολήθηκε ούτε με την αποτίμηση του αθέμιτου κέρδους, που προέκυψε από την πώληση της Rover, ούτε φυσικά με το αθέμιτο πλεονέκτημα που απέκτησε η British Aerospace έναντι των ανταγωνιστών της από την αξιοποίηση του κέρδους αυτού.
Το 1997 η British Aerospace συγχωνεύτηκε με την Marconi Electronic Systems και δημιουργήθηκε η British Aerospace Systems (BAE Systems). Σε αυτόν τον παγκοσμίως γνωστό γίγαντα εμπορίας στρατιωτικού εξοπλισμού, το βρετανικό δημόσιο διατηρεί το λεγόμενο «χρυσό» μετοχικό μερίδιο. Το μερίδιο αυτό παρέχει στην κυβέρνηση το δικαίωμα να απαγορεύει την τροποποίηση συγκεκριμένων άρθρων του καταστατικού και την πώληση του 15% των μετοχών σε μη βρετανούς υπηκόους, καθώς και να καθορίζει την εθνικότητα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου και την πλειοψηφία βρετανικών ψήφων σε κάθε μια συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου. Ο μόνος δικαιολογητικός λόγος για την διατήρηση του «χρυσού» μετοχικού μεριδίου είναι - σύμφωνα με την βρετανική κυβέρνηση- ο ρόλος της εταιρείας στην τροφοδότηση των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων με στρατιωτικό εξοπλισμό.
β. Γαλλία
Σύμφωνα με στοιχεία τα οποία δόθηκαν στην δημοσιότητα από το γαλλικό Ελεγκτικό Συνέδριο (cour des comptes) τον Απρίλιο του 2013, η ανάμειξη του γαλλικού δημοσίου στην πολεμική βιομηχανία είναι έντονη. Ειδικότερα, το γαλλικό δημόσιο κατέχει
-το 63,58% των μετοχών των γνωστών για τις φρεγάτες FREMM ναυπηγείων DCNS
-το 100% της εταιρείας οπλικών συστημάτων GIAT
-το 30,20% της εταιρείας κινητήρων Safran
-έμμεσα το 27, 08% της εταιρείας ηλεκτρονικών THALES
-το 12% της πολυσχιδούς ευρωπαϊκής κοινοπραξίας EADS
-έμμεσα το 46,28% της κατασκευάστριας των αεροσκαφών MIRAGE και RAFALE εταιρείας Dassault Aviation.
Η Γαλλία αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση αναφορικά με τον εθνικό προσανατολισμό της αμυντικής βιομηχανικής στρατηγικής και την ένταξη του εθνικού όπλου ως κομβικού παράγοντα στην υλοποίηση των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων σε στρατιωτικό εξοπλισμό. Η γαλλική αμυντική βιομηχανία αναλαμβάνει θηριώδη ερευνητικά προγράμματα (όπως αυτό που κατέληξε στο αεροσκάφος RAFALE) κυρίως επειδή αισθάνεται την ασφάλεια ότι το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας θα συνεχίσει να εκδηλώνει την προτίμησή του στο γαλλικής σχεδίασης και κατασκευής όπλο, το οποίο λόγω της στενής σχέσης της βιομηχανίας με τις ένοπλες δυνάμεις σχεδόν πάντοτε ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες τους.
Παρόλα αυτά, η «άνεση» με την οποία η γαλλική αμυντική βιομηχανία προμηθεύει με όπλα τον γαλλικό στρατό, η ασφάλεια του γαλλικού κράτους να χρηματοδοτεί απευθείας αναθέσεις υπό την αιγίδα του «ερευνητικού προγράμματος» καθώς και η αυτοπεποίθηση με την οποία ο κ. Φρανσουά Ολάντ ζήτησε από τον γενικώς αμήχανο κ. Αντώνη Σαμαρά να μισθώσει χωρίς διαγωνισμό γαλλικές (και όχι άλλου κράτους της ΕΕ!) φρεγάτες, αποτελεί απόδειξη ότι η γαλλική αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού χαρακτηρίζεται εκτός από ιδιότυπο βιομηχανικό σωβινισμό και από την αποδοχή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Δεν υπάρχει μέχρι σήμερα καμία γνωστή μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με το εάν το ποσοστό προμήθειας γαλλικής κατασκευής όπλων από τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις αποδεικνύει την ύπαρξη αδιαπέραστου εμποδίου εισόδου στην γαλλική αγορά εμπορίας στρατιωτικού εξοπλισμού, ούτε και έχει εξεταστεί εάν το ποσοστό χρηματοδότησης στρατιωτικής «έρευνας και ανάπτυξης» από γαλλικές εταιρείες ισοδυναμεί με εξάλειψη στην πράξη του «ρίσκου» που κάθε παρόμοια ερευνητική δραστηριότητα θα είχε, εάν ελάμβανε χώρα σε άλλο κράτος μέλος της ΕΕ. Επιπρόσθετα, δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς με ποιά νομική βάση το χρηματοδοτημένο με κρατικά κεφάλαια βιομηχανικό πρωτότυπο δεν αποτελεί αντικείμενο διαγωνιστικής διαδικασίας, όπως επιβάλει η Οδηγία 2009/81/ΕΚ, αλλά απευθείας ανάθεσης. Τέλος, ουδέποτε διερευνήθηκαν επαρκώς οι καταγγελίες των ΗΠΑ στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου σχετικά με την άσκηση πολιτικής πίεσης σε υπό ένταξη κράτη για την προμήθεια εξοπλισμών από ευρωπαϊκές και όχι άλλης εθνικότητας εταιρείες.
γ. Γερμανία
Από τα δημοσίως διαθέσιμα στοιχεία συνάγεται ότι οι γερμανικές εταιρείες κατασκευής και εμπορίας στρατιωτικού εξοπλισμού είναι αμιγώς ιδιωτικές. Ωστόσο, οι εταιρείες αυτές απορροφούν το 18% του ομοσπονδιακού προγράμματος χρηματοδότησης δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης.
δ. EADS
Γαλλία και Γερμανία έχουν μετατρέψει σε πρωταρχικό στόχο της αμυντικής βιομηχανικής τους στρατηγικής την στήριξη του πολυεθνικού κατασκευαστικού γίγαντα EADS. Παρά το γεγονός ότι φαινομενικά πρόκειται για ιδιωτική εταιρεία, στην μετοχική της σύνθεση συμμετέχει το γαλλικό (μέσω της κρατικής εταιρείας SOGEPA), γερμανικό (μέσω της κρατικής τράπεζας KfW) και ισπανικό (μέσω της κρατικής SEPI) δημόσιο. Για όσους ξεχνούν εύκολα υπενθυμίζεται ότι η υπογραφή της KfW μπήκε κάτω από το πρώτο Μνημόνιο τον Μάιο του 2010.
Θυγατρική της EADS είναι πλέον η εταιρεία κατασκευής αεροσκαφών Airbus.
Η EADS μέχρι σήμερα έχει λειτουργήσει μέσα σε ένα πλαίσιο αυξημένου προστατευτισμού. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2007 ακόμα και ο νεοφιλελεύθερος τότε Πρόεδρος της Γαλλίας κ. Ν. Σαρκοζί είχε δηλώσει ότι «το γαλλικό δημόσιο θα κάνει το καθήκον του εάν χρειαστεί να γίνει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου» !
Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, η εταιρεία αισθάνεται την ασφάλεια της κρατικής χρηματοδότησης, η οποία της εξασφαλίζει ότι θα συνεχίσει να αντλεί κεφάλαια για τις δραστηριότητές της, ακόμα και εάν τα οικονομικά της αποτελέσματα δεν θα δικαιολογούσαν την χρηματοδότηση οποιουδήποτε ανταγωνιστή της με τα ίδια ποσά. Ταυτόχρονα και υπό την πρόφαση της «έρευνας και ανάπτυξης» η EADS έχει αναλάβει
-τo πρόγραμμα κατασκευής του μεταγωγικού αεροσκάφους Α400Μ μέσω της θυγατρικής της Airbus αξίας 24 δισ δολαρίων
-το πρόγραμμα κατασκευής του επιθετικού ελικοπτέρου Tiger μέσω της θυγατρικής της Eurocopter αξίας 4 δισ δολαρίων
-το πρόγραμμα κατασκευής του ελικοπτέρου NH-90 μέσω διαφόρων θυγατρικών της αξίας 2.6 δισ δολαρίων.
και αρκετά ακόμη και μάλιστα χωρίς ενθουσιώδη αποτελέσματα. Για όσους ενδιαφέρονται υπάρχουν αρκετά δημόσια διαθέσιμα στοιχεία για το κόστος παραγωγής και τα αποτελέσματα του A400M σε σύγκριση με τους αμερικανικής κατασκευής κύριους ανταγωνιστές του.
Το βασικό χαρακτηριστικό των παραπάνω αναθέσεων, για τις οποίες δεν προηγήθηκε κάποια ουσιαστική διαγωνιστική διαδικασία, είναι ότι η EADS λειτουργεί χωρίς επιχειρηματικό ρίσκο. Οποιαδήποτε άλλη ιδιωτική εταιρεία στην θέση της είναι υποχρεωμένη να πείσει για την σοβαρότητα και την αξιοπιστία της, να αντλήσει κεφάλαια από ενδιαφερόμενους επενδυτές και να αναλάβει το επιχειρηματικό ρίσκο απόρριψης της πρότασής της από τους ενδιαφερόμενους αγοραστές. Αντίθετα, η EADS αναλαμβάνει την υλοποίηση προγραμμάτων κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού, σίγουρη ότι το προϊόν της ανταποκρίνεται πρωθύστερα στις επιχειρησιακές ανάγκες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και με την βεβαιότητα ότι σε κάθε περίπτωση το χρήμα του ευρωπαίου φορολογούμενου θα καλύψει κάθε πρόβλημα ρευστότητας.
Είναι πρόδηλο ότι υπό αυτές τις συνθήκες στην ευρωπαϊκή αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού υπάρχουν πλέον σημαντικά εμπόδια εισόδου και ισχυρές αντι - ανταγωνιστικές πρακτικές.
Όμως, είναι αδύνατον να υπάρξει βιώσιμη αμυντική βιομηχανία χωρίς ενεργό ρόλο του κράτους, χωρίς κρατική χρηματοδότηση, χωρίς εξάλειψη του επιχειρηματικού ρίσκου, χωρίς την εγγύηση της παρέμβασης του δημοσίου για την αντιμετώπιση δυσκολιών και την ανταπόκριση στις εθνικές αναγκαιότητες που καλείται να εξυπηρετήσει η αμυντική βιομηχανία.
Τα παραδείγματα, που αναλύθηκαν ενδεικτικά παραπάνω, αποδεικνύουν ότι το κράτος παρεμβαίνει είτε ως μέτοχος, είτε ως χρηματοδότης, είτε ως εκ των προτέρων σίγουρος αγοραστής στην κατασκευή στρατιωτικού εξοπλισμού.
Το δυστύχημα είναι ότι η παρέμβαση αυτή κρίνεται νόμιμη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όταν γίνεται από τους Βρετανούς, Γάλλους και Γερμανούς, αλλά επισύρει την απειλή προστίμων όταν αφορά στα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, τα ΕΑΣ ΑΒΕΕ και την ΕΛΒΟ ΑΒΕ.
Ξεπερνά τα όρια του δυστυχήματος και ακουμπά εκείνα της τραγωδίας το γεγονός ότι η Ελλάδα εγκρίνει κάθε χρόνο αδιαμαρτύρητα τον προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής χωρίς ποτέ να ζητήσει την ενιαία εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου στις αμυντικές βιομηχανίες όλων των κρατών μελών.
Νομοτελειακή συνέπεια της επιλεκτικής εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου υπήρξε η δημιουργία αμυντικής βιομηχανίας δυο ταχυτήτων μέσα στην ΕΕ. Η ρήτρα εθνικότητας στο καταστατικό της ΒΑΕ θα συνιστούσε σοβαρή παράβαση της Συνθήκης ΕΕ (δυσμενής διάκριση με κριτήριο την εθνικότητα), εάν δεν συνέτρεχαν λόγοι εθνικής άμυνας. Το ίδιο ισχύει για την απευθείας ανάθεση της κατασκευής στρατιωτικού εξοπλισμού για τις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις σε ελεγχόμενες από το γαλλικό δημόσιο εταιρείες και την ευνοϊκή χρηματοδότηση της EADS. Παρόμοιες επιλογές της ελληνικής κυβέρνησης στην περίπτωση των ΕΑΣ ΑΒΕΕ και της ΕΛΒΟ ΑΒΕ έφεραν τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού στο γραφείο του Υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα.
Σε Γαλλία, Γερμανία και Ηνωμένο Βασίλειο οι προαναφερθείσες σοβαρές παρεκκλίσεις από το κοινοτικό δίκαιο δικαιολογούνται από λόγους που σχετίζονται με την άμυνα. Οι ίδιες παρεκκλίσεις γίνονται παραβάσεις όταν έρχεται η ώρα της Ελλάδας. Λες και η Ελλάδα δεν δικαιούται να έχει άμυνα !
Έχει μάλλον υποτιμηθεί το γεγονός ότι ο Επίτροπος Χ. Αλμούνια και οι υφιστάμενοί του στην Διεύθυνση Ανταγωνισμού λαμβάνουν κάθε μήνα τον παχυλό μισθό τους, επειδή και οι φορολογούμενοι της Ελλάδας χρηματοδοτούν τα λειτουργικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Συνακόλουθα, δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς το διπλό παιχνίδι, που παίζουν μπροστά στα μάτια μας κοινοτικοί αξιωματούχοι τους οποίους χρηματοδοτούμε και εμείς.
Ας αναλογιστούμε όλοι μας ποιοί φταίνε γι΄αυτό, καθώς στην προκειμένη περίπτωση οι ευθύνες έχουν ονοματεπώνυμο.
Κλείνοντας, οφείλω να προβώ σε δυο επισημάνσεις :
1. Η πρόσφατη απόφαση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις που δόθηκαν από τις ΗΠΑ στην Βoeing και από την ΕΕ στην Airbus δεν αποτελεί πρόκριμα νομιμότητας της λειτουργίας τους υπό το φως του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού. Είναι τελείως διαφορετικό το κριτήριο που χρησιμοποιεί ο ΠΟΕ (διατάραξη παγκόσμιου εμπορίου - ρήτρα εθνικότητας και ισοδύναμα) και εκείνο που υποχρεούται να εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (απόκτηση ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος εντός ΕΕ)
2. Η παροχή κρατικής ενίσχυσης σε εταιρείες, που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα, με τη μορφή πακέτων διάσωσης (rescue aids) ή αναδιάρθρωσης (restructuring aids), προβλέπεται στο κοινοτικό δίκαιο.
Η σχέση του Ελληνικού Δημοσίου με την κρατική αμυντική βιομηχανία δεν έχει ουσιώδεις διαφορές από την αντίστοιχη των υπολοίπων κρατών μελών της ΕΕ. Το πρόβλημα είναι ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσεγγίζει το ζήτημα με Κυκλώπεια οπτική, μονόφθαλμα, κοντόφθαλμα και εξόφθαλμα άδικα. Δυστυχώς, στην περίπτωση της Ελλάδας, σε αντίθεση με την Οδύσσεια, ο «Κανένας» έφτασε νωρίτερα από τον «Οδυσσέα».
*Δικηγόρος
Πρώην Νομικός Σύμβουλος ΥΠΕΘΑ
pentapostagma
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου