Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Ο άγιος. Κύριλλος και η φιλόσοφος Υπατία.


Άγιος-Κύριλλος

Ο άγιος. Κύριλλος και η φιλόσοφος Υπατία
Γράφει η Ειρήνη Αρτέμη, Δρ Θεολογίας - Φιλόλογος
Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας και οι σχέσεις του με τον έπαρχο Ορέστη και τη Φιλόσοφο Υπατία.
Στην εργασία αυτή θα αναφερθούμε στις σχέσεις ενός σπουδαίου πατρός της αρχαίας Εκκλησίας του πατριάρχη Κυρίλλου Αλεξανδρείας με δύο εξέχοντα πρόσωπα της πόλεως της Αλεξάνδρειας, τον έπαρχο Ορέστη και τη φιλόσοφο Υπατία.
Ο ιερός Κύριλλος υπήρξε σημαντική μορφή για την εποχή του. Άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση τόσο στον εκκλησιαστικό βίο όσο και στη διαμόρφωση της χριστιανικής διδασκαλίας και κυρίως στη διατύπωση του χριστολογικού δόγματος τον 5ο αι. 
Για τη ζωή του ιερού πατρός λίγα πράγματα είναι γνωστά. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε μεταξύ του 370 με 380 μ.Χ. στην Αλεξάνδρεια. Την ακριβή ημερομηνία της γεννήσεώς του δεν έχουμε τη δυνατότητα να τη γνωρίζουμε. Καταγόταν από εύπορη ελληνική οικογένεια της πόλεως της Αλεξάνδρειας, αν και συχνά ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριος τον αποκαλεί «Αιγύπτιον», δηλαδή αυτόν που κατάγεται από την Αίγυπτο[1], με σκοπό να τον χλευάσει.
Θείος του υπήρξε ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόφιλος, άνδρας δυναμικός και εύστροφος, τον οποίο ο Κύριλλος πάντοτε τον ανέφερε με ευγνωμοσύνη και αγάπη[2]. Μεγάλωσε λοιπόν, ο Κύριλλος μέσα σε ένα περιβάλλον, το οποίο του προσέφερε τη δυνατότητα να λάβει ευρεία και επιμελημένη εκπαίδευση αλλά και να συναναστραφεί με εξέχοντα πρόσωπα της αλεξανδρινής κοινωνίας, τόσο της πολιτικής όσο και της εκκλησιαστικής σκηνής.
Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή της Αλεξάνδρειας με διδάσκαλο το Δίδυμο τον Τυφλό[3] και παρακολούθησε μαθήματα της περίφημου αλεξανδρινής φιλοσόφου – μαθηματικού Υπατίας[4]. Οι γνώσεις του εμπλουτίζονταν συνέχεια από τη μελέτη συγγραμμάτων σπουδαίων χριστιανών συγγραφέων, πατέρων της Εκκλησίας, όπως ήταν ο Μέγας Αθανάσιος[5], οι Καππαδόκες Πατέρες[6] κ.α., αλλά και συγγραμμάτων συγγραφέων της θύραθεν φιλολογίας. Παράλληλα γαλουχήθηκε θεολογικά στην έρημο κάτω από την απεριόριστη φροντίδα των ζηλωτών μοναχών της Νιτρίας, κοντά στους οποίους πέρασε πέντε ολόκληρα χρόνια. Αυτοί πιθανόν του ενέπνευσαν τον πύρινο και ανυπόμονο ζήλο, που χαρακτηρίζει τον Κύριλλο σε όλη τη διάρκεια του βίου του[7].
Mετά την κοίμηση του θείου του, αναμετράται με τον αρχιδιάκονο Τιμόθεο για τον πατριαρχικό θρόνο. Στην αναμέτρηση αυτή βγαίνει νικητής και ανέρχεται στον πατριαρχικό θώκο της Αλεξανδρείας στις 18 Οκτωβρίου του 412[8]. Ως νέος Αρχιεπίσκοπος, καυτηριάζει με δριμύτητα την κοινωνική ανισότητα και την αναλγησία των πλουσίων. Ψέγει την πολιτική εξουσία για την ανοχή της σε φαινόμενα αδικιών έναντι των φτωχών, σε απάτες, επιορκίες, σε φαινόμενα έκλυτου βίου[9]. Δε διστάζει να εναντιωθεί σε ένα πολιτικό κατεστημένο, το οποίο οδηγεί τους πολίτες της Αλεξάνδρειας και γενικότερα της Αιγύπτου σε άθλιες συνθήκες διαβίωσης και που οξύνει την κοινωνική ανισότητα μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Aρχικός στόχος του ήταν η καταπολέμηση όλων όσων αποτελούσαν κίνδυνο για την εδραιωμένη πια χριστιανική Εκκλησία[10]. Στο σημείο αυτό κατηγορήθηκε από πολλούς αντιπάλους τους ως αλαζόνας, σκληρός και ματαιόφρων άνθρωπος, κάτι όμως που καταρρίπτεται αν μελετήσει κάποιος προσεκτικά την όλη δημόσια δράση του. Σκοπός του ήταν η θωράκιση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε απειλή, η οποία θα κλόνιζε τους πιστούς και όχι τα θεμέλιά της, γιατί Εκείνη έχοντας ως κεφαλή τον ενσαρκωμένο θείο Λόγο είναι προορισμένη να ζήσει εις τους αιώνας και «Πύλαι άδου ου κατασχύνουσι»[11]. Πολέμησε με πάθος υπολείμματα παλαιοτέρων αιρέσεων όπως οι Νοβατιανοί[12], οι Αρειανοί[13], οι οπαδοί του Μαρκίωνα[14], του μοναρχιανού Παύλου Σαμοσατέα[15]. Σχετικά μάλιστα με τους Νοβατιανούς ένας εκπρόσωπός τους ο ιστορικός Σωκράτης γράφει: «Ευθέως ουν Κύριλλος τας εν Αλεξανδρεία Ναυατιανών εκκλησίας αποκλείσας, πάντα μεν τα ιερά κειμήλια έλαβε, το δε επίσκοπον αυτών Θεόπεμπτον, πάντων ων είχε αφείλετο»[16].
Xαρακτηριστικά σκληρή και αδυσώπητη υπήρξε η στάση του απέναντι στους Εθνικούς[17], οι οποίοι ασκούσαν μεγάλη επίδραση στο χριστιανικό λαό, με τη μαγεία, την αστρολογία, τη δεισιδαιμονία, «……» και με την ύπαρξη κάποιου μαντείου στο Μένουθις στο οποίο λατρευόταν μία ψεύτικη θεά «η Κυρά»[18]. Επίσης πολέμησε τους Ιουδαίους, οι οποίοι ήταν γύρω στους 40.000 στην Αλεξάνδρεια. Έκλεισε τις συναγωγές τους και εξόρισε πολλούς από αυτούς. Η πολεμική του έναντι των Ιουδαίων τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη μεροληπτική στάση του έπαρχου της πόλεως Ορέστη. Ο τελευταίος αν και δήλωνε χριστιανός, χαρακτηριζόταν συχνά από τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας «θύτης και έλληνας», δηλαδή ειδωλολάτρης, εξαιτίας της άδικης συμπεριφοράς του απέναντι στους χριστιανούς, η οποία γινόταν αιτία για συνεχείς προστριβές μεταξύ χριστιανών και Ιουδαίων.
Oι Ιουδαίοι έχοντας την απροκάλυπτη στήριξη του έπαρχου Ορέστη ασκούσαν στυγνή τοκογλυφία απέναντι στους χριστιανούς, οι οποίοι μη δυνάμενοι να ανταποκριθούν στην απόσβεση των δανείων τους η των γενικοτέρων οφειλών τους κατέληγαν δούλοι και δημεύονταν η περιουσία τους. Για το λόγο αυτό οι Ιουδαίοι ήταν περισσότερο επικίνδυνοι για τον Κύριλλο από τους ειδωλολάτρες, γιατί οι πρώτοι απειλούσαν ολόκληρη την κοινωνική υπόσταση των χριστιανών ενώ οι τελευταίοι επιτελούσαν το έργο του μισόκαλου εχθρού με σκοπό την απώλεια της ψυχής των πιστών εν Χριστώ και τη ρίψη της στο βάθρο της απωλείας.[19]
Bασική πηγή για τα τεκταινόμενα της εποχής αποτελεί ο ιστορικός Σωκράτης, ο οποίος μάλιστα αναφέρθηκε ότι άνηκε στις τάξεις των Νοβατιανών. Αυτό προσδίδει μεγαλύτερη εγκυρότητα στα γραφόμενά του σχετικά με τον Άγιο Κύριλλο, μιας και δε μεροληπτούσε υπέρ του πατριάρχη Αλεξανδρείας, ως φιλικά προσκείμενος σε αυτόν. Ο Σωκράτης τονίζει ότι ο Ορέστης, αν και δήλωνε χριστιανός μισούσε φανατικά τους επισκόπους και θεωρούσε ότι ασκούσαν εξουσία και είχαν αρμοδιότητες δοσμένες από το αυτοκράτορα, τις οποίες δεν έπρεπε να έχουν: «εμίσει την δυναστείαν των επισκόπων, ότι παρηρούντο πολύ της εξουσίας των εκ βασιλέως άρχειν τεταγμένων»[20]. Δεν έχανε λοιπόν ευκαιρία να προσπαθήσει να εκθέσει τον πατριάρχη Αλεξανδρείας στα μάτια του λαού της Αλεξάνδρειας και να δημιουργήσει προστριβές μαζί του.
O Κύριλλος ως έξυπνος άνθρωπος που ήταν γνώριζε ότι έπρεπε να έχει καλές σχέσεις με τον Ορέστη. Προσπάθησε επομένως πολλές φορές να συμφιλιωθεί μαζί του χωρίς αποτέλεσμα. Η ρήξη τους έγινε αγεφύρωτη, όταν ο Ορέστης στράφηκε εναντίον του Ιέρακος, ανθρώπου της εμπιστοσύνης του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και του επέβαλε σκληρά μέτρα: «Ην δε εν αυτοίς τις ανήρ ονόματι Ιέραξ͵ ος γραμμάτων μεν των πεζών διδάσκαλος ην͵ διάπυρος δε ακροατής του επισκόπου Κυρίλλου καθεστώς͵ και περί το κρότους εν ταις διδασκαλίαις αυτού εγείρειν ην σπουδαιότατος. Τούτον τοίνυν τον Ιέρακα το πλήθος των Ιουδαίων εν τω θεάτρω θεασάμενοι κατεβόων ευθύς͵ ως δι΄ ουδέν άλλο παραβάλλει τω θεάτρω͵ η ίνα στάσιν τω δήμω εμβάλοι. … αρπάσας ουν τον Ιέρακα δημοσία εν τω θεάτρω βασάνοις υπέβαλλεν.»[21].
agios_kyrillos_aleksandreias
Το τελευταίο έδωσε την αφορμή να παραμεριστεί το παραπέτασμα της δήθεν καλής συνύπαρξης μεταξύ Ιουδαίων και χριστιανών και να εκδηλωθεί το απέραντο μίσος των Ιουδαίων για τους τελευταίους. Πολλοί από αυτούς φονεύτηκαν από τους Ιουδαίους με δόλιο τρόπο. Οι Ιουδαίοι μία νύκτα προκάλεσαν μεγάλες ταραχές διαδίδοντας τη φήμη ότι πυρπολούνταν ο ναός του Αγίου Αλεξάνδρου. Τρέχοντας οι χριστιανοί να σώσουν τον ναό έπεσαν σε ενέδρα των Ιουδαίων οι οποίοι και φόνευσαν πολλούς. Τότε ήταν που ο Κύριλλος στράφηκε εναντίον τους, έχοντας την άδεια του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄[22]. Έκλεισε τις συναγωγές τους, όπως προαναφέρθηκε, πήρε αυστηρά μέτρα εναντίον τους και βοηθούμενος από τον λαό απέλασε τους Ιουδαίους από την Αλεξάνδρεια, δημεύοντας και την περιουσία των πρωτουργών των δολοφονιών έναντι των χριστιανών.
Tο μίσος του έπαρχου Ορέστη απέναντι στον Κύριλλο λέγεται ότι το κρατούσε άσβεστο και η Υπατία, θυγατέρα του φιλοσόφου Θέωνος, που προκαλούσε όλη την προσοχή της πόλεως με τη σοφία της. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να φέρουμε ως μαρτυρία τα λόγια του ιστορικού Σωκράτους «επειδή γαρ συνετύγχανε συχνότερον τω Ορέστη, διαβολήν τούτο εκίνησε κατ’ αυτής παρά τω της Εκκλησίας λαώ, ως άρα είη αύτη μη συγχωρούσα τον Ορέστην εις φιλίαν τω Επισκόπω συμβήναι»[23]. Οι σχέσεις του Ορέστη με τον Κύριλλο είχαν κλυδωνιστεί στον ύψιστο βαθμό. Το τελικό χτύπημα για να γίνει το χάσμα αγεφύρωτο μεταξύ του Πατριάρχη και του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας υπήρξε ο βασανισμός και η καταδίκη σε θάνατο ενός μοναχού από τη Νιτρία, του Αμμωνίου.
Aυτός, γεμάτος από τυφλό ζήλο για να υπερασπιστεί τον Πατριάρχη του μαζί με άλλους μοναχούς, επιτέθηκαν φραστικά στον Ορέστη. Δυστυχώς η επίθεση δεν έμεινε μόνο στα λόγια αλλά προέβηκε και στο χτύπημα της κεφαλής του Ορέστη από μία πέτρα. Το αποτέλεσμα ήταν η σύλληψη, ο βασανισμός και η θανάτωση του Αμμωνίου. Ο Κύριλλος πήρε το νεκρό σώμα του Αμμωνίου και το έθαψε με τιμές μάρτυρα. Κάτι που εξαγρίωσε περισσότερο τον Ορέστη: «του δε Αμμωνίου το σώμα αναλαβών και εν μια των εκκλησιών αποθέμενος͵ όνομα έτερον αυτώ επιθείς Θαυμάσιον επεκάλεσε͵ και μάρτυρα χρηματίζειν εκέλευσεν͵ εγκωμιάζων αυτού επ’ εκκλησίας το φρόνημα͵ ως αγώνα υπέρ ευσεβείας ανελομένου»[24].
Δυστυχώς αυτή η διαμάχη μεταξύ Κυρίλλου και Έπαρχου είχε και άλλο θύμα εκτός του Αμμωνίου. Τυφλωμένος από την οργή ο όχλος από μερικούς χριστιανούς με πρωτοστάτη τον αναγνώστη Πέτρο κατά τη μαρτυρία του Σωκράτους του Σχολαστικού[25] επιτέθηκε και σκότωσε την Υπατία στις 15 Μαρτίου το 415. Λέγεται ότι ο όχλος είχε επηρεαστεί από ένα φλογερό κήρυγμα του Αγίου Κυρίλλου. Δεν κατηγορείται ποτέ από κανένα σύγχρoνό του ως ηθικός αυτουργός για το φόνο. Η κατηγορία αυτή του προσάφθηκε πολύ αργότερα από κάποιος ψευδοϊστορικούς.
Σημαντικό μερίδιο ευθύνης στη δολοφονία της φιλοσόφου είχαν και οι «παραβαλανείς», οι οποίοι αποτελούσαν ιδιαίτερη οργάνωση, ασχολούμενοι με έργα φιλανθρωπίας και παρέμειναν κοντά στο εκκλησιαστικό βαλανείο, από όπου πήραν και το όνομά τους.[26] Ο ιστορικός Σωκράτης σημειώνει ότι ήταν επιρρεπείς σε κοινωνικές αναταραχές «ο των Αλεξανδρέων δήμος πλέον των άλλων δήμων χαίρει ταις στάσεσι· ει δε πότε και προφάσεως λάβηται εις αφόρητα καταστρέφει κακά· δίχα γαρ αίματος παύεται της ορμής»[27].
Η γενικότερη στάση τους δικαιολογεί το νόμο που εκδόθηκε περί των κληρικών και των «παραβαλάνων» της Αλεξάνδρειας στις 28 Σεπτεμβρίου 416 από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’. Οι «παραβαλάνοι»[28], ήταν ένα ειδικό σώμα 500 ανδρών, το οποίο ήταν κάτω από τις εντολές του εκάστου αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας. Υπήχθησαν όμως δια του αυτού νόμου υπό την δικαιοδοσία του έπαρχου Αλεξανδρείας. Ως δικαιολογία της μεταβολής αυτής υπήρξε ότι το σώμα αυτό ενέσπειρε τον τρόμο και τη φρίκη στην Αλεξάνδρεια δια των αταξιών αυτού, εν αγνοία του Πατριάρχη. Ο λαός της Αλεξάνδρειας ζήτησε από τον αυτοκράτορα, στέλνοντάς του πρεσβεία, να λάβει τα μέτρα του κατά των παραβαλάνων. Αντίθετα, πουθενά δεν αναφέρεται ότι κατηγόρησαν τον Πατριάρχη τους για τις ταραχές που γίνονταν αλλά ούτε και για το φόνο της Υπατίας, ο οποίος απουσίαζε από την Αλεξάνδρεια την περίοδο του φόνου.
Ο Κύριλλος ήταν άξιος διάδοχος του πατριαρχικού θρόνου του Μεγάλου Αθανασίου. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να φέρει την ειρήνη ανάμεσα στο λαό της Αλεξάνδρειας. Αυτό όμως δεν τον έκανε δουλοπρεπή απέναντι στην πολιτική εξουσία· αντίθετα, «δε δίστασε να υψώσει τη φωνή του όταν έβλεπε ότι απειλούνταν τα συμφέροντα της Εκκλησίας αλλά και των χριστιανών της Αλεξάνδρειας. Το έργο και η φήμη του γρήγορα απλώθηκαν σε ολόκληρη την αυτοκρατορία. Η αγάπη του για την Εκκλησία ήταν η ασπίδα του εναντίον οποιασδήποτε απειλής απ’ όπου αυτή και αν προερχόταν.
Στα μετέπειτα χρόνια δε δίστασε να εναντιωθεί με σθένος στη δογματική κακοδοξία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νεστορίου[29]. Έφτασε στο σημείο να δει ο ίδιος τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο, παρόλα τα εμπόδια που είχε να αντιμετωπίσει[30] και να του εκθέσει τις πλάνες του Νεστορίου, που αποτελούσαν αγκάθι για τη χριστολογία της Εκκλησίας. Φυσικά δεν αρκέστηκε μόνο στο να συναντήσει το Θεοδόσιο. Με επιστολές του είχε πληροφορήσει τις βασίλισσες[31], οι οποίες ήταν δυναμικότερου χαρακτήρα από τον αυτοκράτορα. Τέλος, οργάνωσε το 431 την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο και πέτυχε την καταδίκη του Νεστοριανισμού. Η δικαίωσή του έρχεται με την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στη Χαλκηδόνα το 451, επτά χρόνια από την κοίμησή του.
Ποιμένες σαν τον Κύριλλο έδειξαν ότι οι άρχοντες της Εκκλησίας δεν πρέπει να έχουν ως αποκλειστική ενασχόλησή τους τα της Εκκλησίας, αλλά και να στέκονται άγρυπνοι θεματοφύλακες των εθνικών και των θρησκευτικών συμφερόντων της χώρας υψώνοντας τη φωνή τους ακόμη και στον ίδιο τον αυτοκράτορα, τον εκάστοτε άρχοντα κάθε εποχής, προκειμένου να τον προφυλάξουν από εκούσια η ακούσια σφάλματά του. Φυσικά δεν πρέπει να φτάνουν στο άλλο άκρο να ανακατεύονται σε όλα τα πολιτικά πράγματα και να θέλουν να επιβάλουν την άποψη τους στον εκάστοτε κυβερνήτη (παποκαισαρισμός), γιατί τότε τυφλώνονται από την εξουσία μεθάνε και γίνονται υπηρέτες του Μαμωνά και όχι λειτουργοί του Θεού.
[1] Mansi, V, 725.
[2]Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 7, PG 67, 749C-762A. Θεοδωρήτου Κύρου, Εκκλησιαστική Ιστορία 5, 40 PG 83, 1277D. Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία 15,14 PG 146, 1100A- 1104A. Mansi IV, 1464. Ed. Schwartz I, I, 3 σ. 75. Χρ. Παπαδοπούλου, Ιστορία της Εκκλησίας Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933, σ. 264. Α. Θεοδώρου, Η Χριστολογική Ορολογία και Διδασκαλία του Κυρίλλου Αλεξανδρείας και Θεοδωρήτου Κύρου, Αθήνα 1955, σ. 37. Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 236.
[3] Βλ. Σχετικά Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 2, Αθήνα 2004, σσ. 231 -258. Συναφώς βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Αθήνα 1990, σσ. 666-682. Ηλ. Μουτσούλα, «Αλεξανδρινοί Συγγραφείς Δ΄ αι. Α  Σεραπίων Θμούεως. Β  Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς», ανάτυπο, Αθήνα 1971, σσ. 17-51. W. Gauche, Didymus the Blind; an Educator of the 4th century, Washington 1934.
[4]Η επιστολή του ιερού Κυρίλλου (λατινιστί), στον τόμο 77 της PG (389-390) η οποία απευθύνεται στην Υπατία και της εκθέτει τα προβλήματα που έχουν προκύψει από τη διένεξη του Νεστορίου με τον Κύριλλο είναι νόθα. Εξάλλου ο Κύριλλος δεν θα μιλούσε αναλυτικά για ένα δογματικό θέμα, όπως το Χριστολογικό, σε κάποιον που δεν ήταν μέλος της Εκκλησίας του Χριστού. Αφού θα ήταν αδύνατο να κατανοήσει κάποιος θέματα δογματικής διδασκαλίας χωρίς να έχει το κατάλληλο θεολογικό υπόβαθρο. Πρβλ. Χρ. Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933, σ. 264 -266.
[5]Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Αθήνα 1990, σσ. 263-326. Του ιδίου, «Ο Άγιος Αθανάσιος Αλεξανδρείας, σταθμός μέγας εν τη θεολογία της Εκκλησίας», ανάτυπο εκ της Θεολογίας (1974), σσ. 102-128. F. L. Cross, The Study of St. Athanasius, Oxford 1945. Κ. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 2, Αθήνα 2004, σσ. 179-222.
[6] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β΄, Αθήνα 1990, σσ. 355-407, 475-529, 590-632, 637-642..
[7] The international cyclopaedia – a compendium of human Knowledge, revised with large additions, vol. IV, New York 1899, p. 256.
[8] Π.Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Δ, Θεσσαλονίκη 1989, σ. 340 κ.ε.
[9] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 240.
[10] Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή  Ἱστορία Α, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 19964, σ. 206.
[11] Ματθ. 16, 18.
[12]Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εορταστική Ομιλία 8, 9. PG 77, 565 – 577, 681 – 692, 1060- 1064. Πρβλ. Κ.Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 1, Αθήνα 1998, σσ. 335-338. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι 1992, σσ. 296-299. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α, Ἀθήνα 1991, σσ. 423-426. H. Weyer, Novatianus de Trinitate, Düsseldorf 1962.
[13] Πρβλ. Κ.Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 2, Αθήνα 2004, σσ. 97-120. Βλ. Φειδᾶ, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Α, Ἀθῆναι 1992, σσ. 377-398. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Β, Ἀθήνα 1990, σσ. 114-119.
[14]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 1, Αθήνα 1998, σσ. 278, 324 κ.ε. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι 1992, σσ. 159-162. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Αθήνα 19912, σσ. 142-143.
[15]Πρβλ. Κ. Β. Σκουτέρη, Ιστορία Δογμάτων 1, Αθήνα 1998, σσ. 470-472.. Σ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία Α΄, Αθήνα 19912, σσ. 461-464. Βλ. Φειδά, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι 1992, σσ. 244-245..
[16] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7,7 PG 67, 752A.
[17] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 241.
[18] Πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Ομιλία 3, PG 77, 1105Α. Συναφώς βλ. Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Το εγκώμιον εις τους αγίους Κύρον και Ιωάννην, PG 87, 3, 3409-3412: «Δαίμων ακάθαρτος επεφαίνετο εν είδει θηλείας ποιών φαντασίας πολλάς και μαντείας δοκών λέγειν, μηδέν εχούσας αληθές και επιταγάς τινων φαρμάκων τερατευόμενος, μηδέ παντάπασιν ωφελών, αλλά τούτοις εις απώλειαν εφελκόμενος… πολλούς το ειδεχθές τούτο δαιμόνιον ταις απάταις παρέσυρε και προσκαλείσθαι αυτού τω βωμώ ελπίδι ρήσεως η προφητείας ανέπειθεν ου μόνον απιστούσι και πάντη τους αυτού προσκειμένους κελεύσμασιν αλλά και πιστούς του Χριστού σύμβολα φέροντες».
[19] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Εορταστική Ομιλία 1ε, PG 77, 417-424, 513, 516, 529, 853, 586, 860-873, 896-901, 1057-1060.
[20] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 7, 13, PG 67, 764A.
[21] Αυτόθι, 7,13-34. PG 67, 761C-764C.
[22] Χρ. Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αλεξάνδρεια 1933, σ. 279.
[23]Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 15, PG 67, 768. Πρβλ. Νικηφόρου Καλλίστου, Εκκλησιαστική Ιστορία 14, 16. PG 146, 1105C-1108B.
[24] Αυτόθι, 14, 24-28. PG 67, 773.
[25] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 15, PG 67, 761Α.
[26] Χρ. Κρικώνη, «Κύριλλος Αλεξανδρείας και η Χριστολογική διδασκαλία του», Πρακτικά ΙΘ΄ Θεολογικού Συνεδρίου με θέμα «Ο ΑΓΙΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ», Θεσσαλονίκη 1999, σ. 244.
[27] Σωκράτους, Εκκλησιαστική Ιστορία 7, 15. PG 76, 761A.
[28] Βλ. Δεσπ. Μιχάλαγα, «Οι παραβαλανείς ως φορείς κοινωνικής αντίληψης των πρώτων χριστιανικών αιώνων», ΕΕΘΣΠΑ 34 (1999) 523-554.
[29] Βλ. Σ. Παπαδοπούλου, Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, Αθήνα 2004, σσ. 32-38, 144-142, 154-157, 166-172, 184-190, 339-351. The international cyclopaedia – a compendium of human knowledge revised with large additions, vol. X, New York 1899, p. 409- 410.
[30] Επειδή τον εμπόδιζαν οι άνθρωποι του Νεστορίου να συναντήσει τον αυτοκράτορα, εκείνος ντύθηκε ζητιάνος και παρουσιάστηκε μπροστά στον αυτοκράτορα τη στιγμή που δεν το περίμενε κανείς.
[31] Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Λόγος προσφωνητικός ταις ευσεβεστάταις βασιλίσσαις, περί ορθής πίστεως, PG 76, 1201- 1420.

Δεν υπάρχουν σχόλια: