Γράφει ο Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλος,
εφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
Τό όνομα της σήμερον εορταζομένης οσίας και θεοφόρου μητρός ημών Ειρήνης, ηγουμένης της Ιεράς Μονής του Χρυσοβαλάντου, μάς παρέχει τήν ευκαιρία νά εντρυφήσουμε στήν έννοια του όρου «ειρήνη» και να ομιλήσουμε περί της ειρήνης.
Εκ προοιμίου οφείλουμε νά πούμε ότι η ειρήνη, όπως και οι άλλες έννοιες (η αλήθεια, η ζωή, η ελπίδα, η αγάπη, η σοφία κ.λπ.) δέν είναι μία αφηρημένη και απρόσωπη έννοια. Γιά τήν Ορθόδοξη Εκκλησία μας τίποτε δέν είναι απρόσωπο και αφηρημένο. Όλα είναι συγκεκριμένα και προσωποιημένα. Όλα έχουν τήν αναφορά τους στό πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Έτσι, λοιπόν, και η ειρήνη είναι προσωποποιημένη και αναφέρεται στόν Χριστό.
Ο Χριστός είναι η όντως ειρήνη – «η όντως ειρήνη σύ Χριστέ»[1] -, ο Χριστός είναι η ειρήνη του κόσμου. Ως εκ τούτου, καθίσταται ευνόητο ότι, γιά νά αποκτήσει κανείς τόσο τήν εξωτερική όσο και τήν εσωτερική ειρήνη, θά πρέπει νά είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένος, νά έχει σχέση μέ τόν Χριστό.
Σύμφωνα μέ τόν άγιο Σιλουανό τόν Αθωνίτη[2], «όλοι επιθυμούν τήν ειρήνη, αλλά δέν γνωρίζουν πώς νά τήν πετύχουν.
Ο Όσιος και θεοφόρος ημών Παΐσιος ο Μέγας κατελήφθη κάποτε από θυμό και ικέτευσε τόν Κύριο νά τόν ελευθερώσει από αυτό τό πάθος. Ο Κύριος τού εμφανίσθηκε και είπε : «Παΐσιε, εάν θέλεις νά μήν οργίζεσαι, μή επιθυμείς τίποτα, μήν κρίνεις και μή μισείς κανένα και θά έχεις τήν ειρήνη». Έτσι, κάθε άνθρωπος, αν κόβει τό θέλημά του ενώπιον του Θεού και των ανθρώπων, θά είναι πάντοτε ειρηνικός στήν ψυχή. Όποιος, όμως, αγαπά νά κάνει τό ίδιον θέλημα, αυτός δέν θά ειρηνεύει.
Αν υποστείς κάποια αποτυχία, συμβουλεύει ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, σκέψου : «Ο Κύριος βλέπει τήν καρδιά μου και, αν είναι θέλημά Του, όλα θά είναι πρός τό καλό και για’μένα και γιά τούς άλλους» και έτσι η ψυχή σου θά είναι πάντοτε εν ειρήνη. Αλλά, αν κάποιος αρχίζει νά παραπονιέται : «Αυτό δέν έχει καλώς, εκείνο δέν είναι όπως πρέπει», τότε στήν ψυχή του δέν θά υπάρχει ειρήνη, έστω και αν νηστεύει και προσεύχεται πολύ.
Οι άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ήταν παραδεδομένοι στό θέλημα του Θεού. Μόνο έτσι διαφυλάττεται η ειρήνη.
Πώς θά διατηρήσουμε τήν ψυχική ειρήνη μέσα στά σκάνδαλα των ημερών μας;
Προσευχόμενοι αδιαλείπτως υπέρ του λαού, διαφυλάττεται η ειρήνη της ψυχής. Εμείς, όμως, τήν στερούμαστε, διότι μέσα μας δέν υπάρχει αγάπη γιά τόν λαό. Οι άγιοι Απόστολοι και όλοι οι Άγιοι ποθούσαν τήν σωτηρία του λαού και, ενώ βρίσκονταν μέσα στούς ανθρώπους, προσεύχονταν διακαώς υπέρ αυτών. Τό Άγιον Πνεύμα τούς έδινε τήν δύναμη νά αγαπούν τόν λαό. Κι εμείς, αν δέν αγαπάμε τόν αδελφό, δέν θά έχουμε ειρήνη.
Έτσι αποκτάται η ειρήνη και δέν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’αυτή.
Αν κάποιος προσεύχεται πολύ και νηστεύει, αλλά δέν έχει αγάπη πρός τούς εχθρούς, η ψυχή του δέν μπορεί νά έχει ειρήνη.
Ψυχή αμαρτωλός, αιχμάλωτος των παθών, δέν μπορεί νά έχει ειρήνη και χαρά μέ τόν Κύριο, έστω και αν κατέχει όλα τά πλούτη της γης, έστω και αν βασιλεύει σέ όλο τόν κόσμο.
Οποία ειρήνη υπήρχε στήν ψυχή του Δικαίου αγίου Συμεών του Θεοδόχου, ώστε νά εκφωνήσει : «Νυν απολύεις τόν δούλον σου, Δέσποτα, εν ειρήνη»[3]. Μόνο όσοι απέκτησαν τήν ειρήνη του Θεού ή τουλάχιστον έλαβαν κάποια πείρα της μπορούν νά τήν εννοήσουν. Περί αυτής της ειρήνης έλεγε ο Κύριος στούς μαθητές Του : «Ειρήνην τήν εμήν δίδωμι υμίν»[4]. Όποιος έχει αυτή τήν ειρήνη, μεταβαίνει στήν αιώνια ζωή.
Πρέπει νά συμβουλεύουμε, συνεχίζει ο γέρων Σιλουανός, τόν αδελφό μέ πραότητα και αγάπη. Η ειρήνη χάνεται, αν η ψυχή κενοδοξεί ή υπεραίρεται στόν αδελφό ή κρίνει κάποιον ή νουθετεί χωρίς πραότητα και αγάπη. Εάν τρώμε πολύ ή προσευχόμαστε ραθύμως ή μισούμε τόν αδελφό, εξαιτίας αυτών σκοτίζεται ο νους και χάνεται η ειρήνη και η παρρησία πρός τόν Θεό. Εάν, όμως, συνηθίσουμε νά προσευχόμεστε θερμώς υπέρ των εχθρών μας και νά τούς αγαπάμε, η ειρήνη θά διαμένει πάντοτε στίς καρδιές μας.
Δέν μπορεί η ψυχή νά έχει ειρήνη, εάν δέν μελετά τόν νόμο του Θεού ημέρα και νύκτα, διότι ο νόμος αυτός γράφτηκε μέ Πνεύμα Θεού κ΄ από τήν Αγία Γραφή τό Πνεύμα του Θεού μεταβαίνει στήν ψυχή. Η ψυχή αισθάνεται σ’αυτό γλυκύτητα και ευχαρίστηση και δέν θέλει νά πλέον νά αγαπά τά επίγεια, διότι η αγάπη των επιγείων πραγμάτων ερημώνει τόν νου.
Όποιος φέρει μέσα του τήν ειρήνη του Αγίου Πνεύματος, αυτός εκχέει ειρήνη και στούς άλλους. Όποιος, όμως, φέρει μέσα του πνεύμα πονηρό, αυτός και στούς άλλους εκχέει τό κακό.
Είναι αδύνατο νά έχουμε ειρήνη στήν ψυχή, εάν δέν παρακαλούμε μέ όλη τήν δύναμη τόν Κύριο νά αγαπάμε όλους τούς ανθρώπους. Ο Κύριος γνώριζε ότι, εάν δέν αγαπάμε τούς εχθρούς, ειρήνη στήν ψυχή δέν θά έχουμε, και γι’αυτό μάς δόθηκε η εντολή «αγαπάτε τούς εχθρούς ημών»[5]. Εάν δέν αγαπάμε τούς εχθρούς, τότε μόνο κατά καιρούς η ψυχή θά είναι κάπως ειρηνική. Εάν, όμως, αγαπάμε τούς εχθρούς, τότε η ειρήνη θά παραμένει στήν ψυχή ημέρα και νύκτα.
Ας φυλάττουμε στίς ψυχές μας τήν ειρήνη της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, γιά νά μήν τήν στερηθούμε γιά ασήμαντα πράγματα. Εάν δώσεις ειρήνη στόν αδελφό σου, ο Κύριος θά σού δώσει ασυγκρίτως περισσότερη. Εάν, όμως, προσβάλεις τόν αδελφό, τότε και στήν ψυχή σου αναπόφευκτα θά έλθει θλίψη.
Εάν έλθει σαρκικός λογισμός, διώξ’τον αμέσως, και τότε θά φυλάξεις τήν ειρήνη της ψυχής. Εάν, όμως, τόν δεχθείς, τότε η ψυχή θά απολέσει τήν αγάπη πρός τόν Θεό και δέν θά έχεις πλέον παρρησία στήν προσευχή.
Εάν κόψεις τό θέλημά σου, νίκησες τόν εχθρό και ως έπαθλο θά λάβεις τήν ειρήνη της ψυχής. Εάν, όμως, κάνεις τό θέλημά σου, ηττήθηκες από τόν εχθρό και η αθυμία θά τυραννά τήν ψυχή σου.
Αυτός, πού έχει τό πάθος της φιλοκτημοσύνης, δέν μπορεί νά αγαπά τόν Θεό και τόν πλησίον. Ο νους και η καρδιά αυτού του ανθρώπου είναι δεμένα από τόν πλούτο και δέν έχει πνεύμα μετανοίας και συντριβής και γι’αυτό η ψυχή του δέν μπορεί νά γνωρίζει τήν γλυκύτητα της ειρήνης του Χριστού.
Ψυχή, η οποία γνώρισε τόν Χριστό, θέλει πάντοτε νά Τόν βλέπει μέσα της. Ο Χριστός έρχεται στήν ψυχή ήρεμα και τής δίνει ειρήνη και μαρτυρεί τήν σωτηρία χωρίς λόγια.
Εάν οι άρχοντες τηρούσαν τίς εντολές του Κυρίου και ο λαός και οι υφιστάμενοι υπήκουαν μέ ταπείνωση, τότε επί της γης θά υπήρχε μεγάλη ειρήνη και αγαλλίαση. Εξαιτίας, όμως, της φιλαρχίας και της ανυπακοής των υπερηφάνων πάσχει όλη η οικουμένη».
Στην εποχή μας, όπου δυστυχώς κυριαρχεί το αιρετικό και πλανεμένο πνεύμα της παναιρέσεως του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού οικουμενισμού, γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί η ἄποψη περί εἰρηνικῆς συνυπάρξεως τῶν θρησκειῶν. Η θεωρία, όμως, αυτή εἶναι ἐσφαλμένη. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει παύση τοῦ κηρύγματος τοῦ Εὐαγγελίου καί κατάργηση τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς τῆς μόνης ἀληθινῆς Ἐκκλησίας. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει συνεργασία τῆς Ὀρθοδόξου Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας πρός ἀποφυγή ἰδεολογικῶν συγκρούσεων μέ τά ὄργανα τοῦ σκότους, πού ἀπομειώνουν τό Θεανθρώπινο πρόσωπο τοῦ ἐνσαρκωθέντος μόνου Σωτῆρος. Εἰρηνική συνύπαρξη τῶν θρησκειῶν σημαίνει ἁρμονική συνύπαρξη τῆς ἀληθείας μέ τήν πλάνη, τήν ἀπάτη καί τό ψεῦδος, τοῦ φωτός μέ τό σκότος, τό ζόφο καί τό ἔρεβος˙ τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι τό Φῶς τό ἀληθινό, μέ τόν Διάβολο, πού εἶναι τοῦ σκότους ὁ προστάτης. Τέτοια, ὅμως, συνύπαρξη δέν εἶναι νοητή, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑωσφορική εἰσήγηση.
Ὁ Χριστός ἔδωσε ἐντολή νά κηρυχθεῖ στόν κόσμο ἡ Ἐκκλησία Του ὡς ἡ μόνη ἀληθινή καί τέλεια Ἐκκλησία. Ἐπίσης, εἶπε καί τό ἑξῆς : «Μή νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπί τήν γῆν˙ οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν»[6]. Μ’αὐτόν τό λόγο ὁ Χριστός δέν τάσσεται, βέβαια, ἐναντίον τῆς εἰρήνης καί ὑπέρ τοῦ πολέμου, ἀλλά ἐννοεῖ ὅτι ἡ Ἐκκλησία Του θά διχάσει τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ἄλλοι θά πιστεύσουν καί ἄλλοι δέν θά πιστεύσουν καί οἱ ἄπιστοι θά πολεμοῦν τούς πιστούς. Τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἀναγκαίως ἐπιφέρει σύγκρουση μεταξύ τῶν θρησκειῶν, τῆς ἀληθινῆς ἀπό τή μιά καί τῶν ψευδῶν ἀπό τήν ἄλλη. Ὁ Ἀπ. Παῦλος λέγει : «Εἰ δυνατόν τό ἐξ ὑμῶν μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύοντες»[7]. Γιατί λέει «εἰ δυνατόν»; Γιατί ὑπάρχουν περιπτώσεις, κατά τίς ὁποῖες εἶναι ἀδύνατο τό εἰρηνεύειν. Τέτοια εἶναι ἡ περίπτωση τῆς κηρύξεως τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Σέ τέτοιες περιπτώσεις ἰσχύει αὐτό, πού εἶπε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὅτι εἶναι προτιμότερος ἀπό τήν εἰρήνη ὁ πόλεμος. Γιατί μιά τέτοια εἰρήνη χωρίζει ἀπό τόν Θεό.
Στην εποχή μας, επίσης, διοργανώνονται κατὰ περιόδους διαθρησκειακές διασκέψεις μὲ θέματα τὴν εἰρήνη, τὴν ἐξάλειψη τῆς βίας, τῆς πενίας καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη λαῶν μὲ διαφορετικὸ θρήσκευμα. Ἀντιτασσόμεθα σ’αὐτές τίς διαθρησκειακές, διότι α) γίνονται αντικανονικές συμπροσευχές και β) διότι ἔφθασαν ἕως τοῦ σημείου νὰ ζητοῦν τὴν ἐξάλειψη (διαγραφὴ) ὅλων τῶν στοιχείων βίας ἀπὸ τήν Ἁγία Γραφή τῶν Χριστιανῶν καί τά θεολογικά κείμενα, τῶν Ἰουδαίων καὶ τοῦ Ἰσλάμ. Ἐπισημαίνουμε ὅτι ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν ἔχει τοιαῦτα στοιχεῖα καὶ εἶναι βλασφημία ἐναντίον τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ ἰσχυρίζεται κάποιος ὅτι ἡ Καινὴ Διαθήκη περιλαμβάνει πολεμικὰ στοιχεῖα μίσους καὶ βίας.Ἕως σήμερα, οἱ διαθρησκειακές δὲν ἔχουν βοηθήσει τὴν ἀνθρωπότητα. Διότι καὶ τρομοκρατικές πράξεις ἔχουμε ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανοὺς σέ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ κόσμου, καὶ ἐμφυλίους ἔχουμε, καὶ πολεμικές ἐνέργειες ἔχουμε καὶ πρωτοφανεῖς διώξεις ὀρθοδόξων καὶ πλανεμένων Χριστιανῶν ἔχομεν κ.λπ.[8]
Νά, λοιπόν, αγαπητοί μου, πώς μπορούμε νά αποκτήσουμε τήν ειρήνη. Προϋποτίθεται η εκκοπή του ιδίου θελήματος, η παράδοση στό θέλημα του Αγίου Τριαδικού Θεού, η αδιάλειπτη και θερμή προσευχή, η αγάπη πρός τόν λαό και τούς εχθρούς, η πραότητα, η μελέτη του νόμου του Θεού, η τήρηση των εντολών του Κυρίου, η υπακοή και η ταπείνωση.
Αυτής της χριστοποιημένης ειρήνης μετείχε και είχε πείρα η οσία και θεοφόρος μήτηρ ημών Ειρήνη, ηγουμένη της Ιεράς Μονής του Χρυσοβαλάντου. Ας τήν ικετεύσουμε σήμερα νά καταστεί μεσίτρια πρός τόν Κύριόν μας Ιησού Χριστό, γιά νά μάς καταξιώσει νά δώσει και σ’εμάς τούς αναξίους δούλους Του νά απολαύσουμε τήν ειρήνη Του. Αμήν!
_________________________
[1] Εωθινόν ΣΤ΄, ήχος πλ.β΄.
[2] ΑΡΧΙΜ.ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2002, σσ. 399-408.
[3] Λκ. 2,29.
[4] Ιω. 14,27.
[5] Ματθ. 5, 44, Λουκ. 6, 27, 35.
[6] Ματθ. 10, 34.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου