Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΩΡΟ



[Μια αληθινή ιστορία από την καταστροφή της Σμύρνης το 1922]

Ποτέ πριν δεν είχε προσέξει ότι η μάντρα του σχολείου ήταν τόσο ψηλή. Τρία
χρόνια σ' αυτό το προαύλιο, καθημερινά σχεδόν, κι ούτε που είχε δώσει σημασία
σ' αυτή τη σημαντική λεπτομέρεια που τώρα βασάνιζε το μυαλό του και τον φό-
βιζε. Γιατί σήμερα ο Γιωργάκης δεν βρίσκεται στο προαύλιο με τους φίλους του για
διάλειμμα. Γύρω του δεν ακούγονται οι φωνές και τα γέλια των συμμαθητών του.
Κανείς απ' όσους βρίσκονται εκεί δεν παίζει. Καθισμένοι στο χώμα, πολλοί άντρες
και παιδιά, συγκεντρωμένοι στριμωχτά ο ένας κοντά στον άλλον από μια δίνη στο
χείμαρρο του χρόνου που δε μπόρεσαν ν' αποφύγουν. Μια δίνη στ' όνομα ενός φα-
νατισμού που κραύγαζε «Γκιαούρ Ισμίρ». (Άπιστη Σμύρνη).

Ακουμπά την πλάτη του στη μάντρα και κοιτάζει τον πατέρα δίπλα του. Ο Ευ-
άγγελος, μελαχρινός, ψηλός, γεροδεμένος άντρας, ασίκης όπως τον έλεγε η γιαγιά,
φοράει το κουστούμι το ζαχαρί, το καλοκαιρινό, και το γιλέκο με το τσεπάκι που
κρεμάει το ρολόι του με τα δεκαεπτά ρουμπίνια, το σκαλιστό καπάκι και τη χρυσή
αλυσίδα. Δεν μιλάει. Κανείς δε μιλάει. Μόνο κάτι σαν θυμός κι οργή πλανιέται
στα πρόσωπα τους. Έξω απ' τη μάντρα ακούγονται φωνές, φασαρία και κρότοι
παράξενοι. Μυρίζει καπνός... άσχημα... Πόσο του άρεσε η μυρωδιά του καπνού
απ' το ταμπάκο του πατέρα του! Mα αυτός είναι καπνός απειλητικός που συννε-
φιάζει τον Αυγουστιάτικο ουρανό. Κι αυτοί οι στρατιώτες γύρω τους με τα όπλα...
πόσο αγριεμένοι είναι, Θεέ μου! Είναι Τσέτες, Τούρκοι σαν αυτούς που ξεχύθη-
καν απ' το πρωί στους δρόμους και ρήμαζαν ό,τι στεκόταν μπρος τους, επιβεβαί-
ωση μιας άγριας θύελλας που όλοι την υποψιάζονταν να' ρχεται μα κανείς δεν
ήθελε να την πιστέψει.

Έτρεχε ο κόσμος πανικόβλητος στην παραλία, στα πλοία, στη θάλασσα -μονα-
δική ελπίδα - απέραντη, μα ταυτόχρονα τόσο ανεπαρκής να δώσει δρόμο φυγής σ'
όλο αυτό το κυνηγημένο πλήθος. Έτρεχε κι ο Γιωργάκης κρατώντας το χέρι του πα-
τέρα κι η μάνα του η Άρτεμη, πιο πίσω, με τις θείες του, τη Μαρίτσα και την Ου-
ρανία, να φωνάζουν «Γρήγορα, γρήγορα...». Τότε ήταν που τους σταμάτησαν.
Πιάσανε τον Ευάγγελο και το Γιωργάκη και σπρώχνοντας τους οδήγησαν στο προ-
αύλιο του σχολείου. Οι κραυγές της Άρτεμης ηχούσαν για ώρα μετά στ' αυτιά τους.
Τώρα είναι «αιχμάλωτοι». Την ήξερε καλά αυτή τη λέξη ο Γιωργάκης. Την
έγραφε το βιβλίο της ιστορίας, την έλεγαν στη γειτονιά τα παιδιά στα πολεμικά
τους παιχνίδια. Ήταν γι' αυτόν συμπαθητικά πρόσωπα οι αιχμάλωτοι, αδύναμα,
υποταγμένα. Δεν είχε σκεφτεί ότι μπορεί να είναι κι οργισμένα, θυμωμένα αλλά
και αποφασισμένα όπως ήταν ο πατέρας πριν λίγο, όταν τον κοίταξε στα μάτια και
του είπε να' ναι έτοιμος. Μόλις βρουν την ευκαιρία, θα τον ανεβάσει στη μάντρα,
να πηδήξει, να φύγει. «Έτσι κι αλλιώς χαμένος είσαι...» ψιθύρισε, κι ο Γιωργάκης
ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται. Ο φόβος τον είχε κυριεύσει μα δεν ξεστό-
μισε κουβέντα. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι σ' ένα αδιόρατο νεύμα συγκατάθεσης
και περίμενε. Χίλιες σκέψεις γεννά το τόλμημα στο μυαλό του. Θα τα καταφέρει;
Πόσο ψηλή ορθώνεται η μάντρα πίσω του...! Σίγουρα θα γλιστρήσει, δε θα προ-
λάβει. Θα τους δουν, θα τους σκοτώσουν. Κι αυτόν και τον πατέρα, ίσως και άλ-
λους, όλους... Όμως περιμένει τη στιγμή...

Nα, τώρα κάτι γίνεται στην πόρτα και οι στρατιώτες τρέχουν προς τα εκεί. Γρή-
γορα ανεβάζει ο Ευάγγελος στους ώμους το Γιωργάκη. Tα μικρά του χέρια γα-
ντζώνονται στο γείσο της μάντρας, στη μόνη ίσως ελπίδα διαφυγής. Ο πατέρας του
κρατά ακόμα τα πόδια. Τον σπρώχνει προς τα πάνω. Μπρούμυτα πάνω στη μά-
ντρα ο Γιωργάκης θα κρεμάσει τα πόδια απ' την άλλη μεριά για να πηδήξει κάτω
στο δρόμο... Κάτι φωνάζει ο πατέρας: «Πιάσε, Γιωργάκη...!» Το χέρι του υψωμένο


κάτι του δίνει. Ίσα που μπορεί ο Γιωργάκης τεντώνοντας και το δικό του χέρι να
το φτάσει. Ένα κομμάτι ψωμί! Στ' απορημένα μάτια του παιδιού η κίνηση φαντά-
ζει άσκοπη, άκαιρη. Γρήγορα το σιγουρεύει μέσα στο λευκό πουκαμισάκι. Το χέρι
του πατέρα μένει εκεί, υψωμένο για λίγο, ακίνητο σα σε χαιρετισμό. «Τρέχα Γιωρ-
γάκη. Στην παραλία τρέχα!»

... Έξω από τη μάντρα μαζεμένες γυναίκες, ακροβατώντας μεταξύ ζωής και θα-
νάτου, περιμένουν μήπως και μάθουν την τύχη των αντρών και των παιδιών τους
πριν αποφασίσουν ν' ακολουθήσουν το μοναχικό τους δρόμο στο άγνωστο. Η Άρ-
τεμη οδύρεται. Και ξαφνικά: «Άρτεμη, το παιδί, το Γιωργάκη. Το' σκασε! Nα! Τρέ-
χει προς τα κάτω!»...

Τρέχουν μαζί μάνα και γιος προς την παραλία. Παρήγορες σκέψεις τους συνο-
δεύουν, τους στηρίζουν. Θα 'ρθει κι ο πατέρας. Μίλησαν στο φίλο τους τον αστυ-
νόμο διοικητή. Δε μπορεί, κάτι θα κάνει για τον Ευάγγελο. Θα τον αφήσουν. Θα
τους προλάβει. Θα ξαναβρεθούν.

Η ζέστη, ο καπνός, το τρέξιμο και η αγωνία περιορίζουν την ανάσα. Ο Γιωρ-
γάκης ανοίγει το πουκάμισο. Βγάζει από' κει το ψωμί που τον εμποδίζει, τον ενο-
χλεί. Πως νόμιζε ο πατέρας πως τέτοιες ώρες θα πεινούσε; Και πού βρέθηκε το
ψωμί στα χέρια του; Θυμήθηκε πως μες τον πανικό της ξαφνικής φυγής η μάνα του
έπαιρνε ό,τι έβρισκε μπροστά της, τα έβαζε στις τσέπες όλων και ίσως έβαλε το
ψωμί στην τσέπη που πατέρα, για το δρόμο, όπως όταν πήγαιναν ταξιδάκια με το
τρένο στο Άπα. Το κοιτάζει μηχανικά και τότε... καταλαβαίνει! Το ρολόι με τη
χρυσή αλυσίδα είναι εκεί, καλά κρυμμένος θησαυρός μέσα σ' ένα κομμάτι ψωμί.
Το ρολόι του πατέρα, που κρέμαγε στο τσεπάκι του γιλέκου, βρίσκεται τώρα στα
χέρια του Γιωργάκη, τελευταίο δώρο αγάπης και αποχαιρετισμού.

Το πλοίο όλο και ξεμακραίνει από τη φλογισμένη γη της Σμύρνης. Ξανοίγεται
στο πέλαγος, στο Αιγαίο, με το ανθρώπινο πλήθος του, βαρύ φορτίο, επιβάτες
χωρίς αποσκευές που μεταφέρονται ακούσια στις απέναντι Ελληνικές ακτές. Ο
Γιωργάκης δεν είναι πια «αιχμάλωτος». Είναι «πρόσφυγας», και αυτή τη λέξη δεν
την ξέρει ακόμα. Θα τη μάθει καλά στο νέο τόπο που τους ταξιδεύουν. Εκεί που
θα περιμένει για χρόνια, μάταια, το γυρισμό του πατέρα του μετρώντας τις ώρες
στο ρολόι που θα φυλάει πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού του κοντά στην καρ-
διά. Γιατί την ώρα του ανθρώπινου παραλογισμού όταν, λίγο πριν μπουν στα πλοία,
οι διωγμένοι απογυμνώνονταν βίαια απ' ό,τι τυχόν πολύτιμο κουβαλούσαν πάνω
τους, ανάμνηση απ' τα χαμένα νοικοκυριά τους, κανένας Θεός ούτε ο Έλληνας
ούτε ο Τούρκος που έβλεπαν από ψηλά, δεν επέτρεψε ν' ασχοληθεί κανείς μ' ένα
κομμάτι ψωμί που κρατούσε σφιχτά στο χέρι του ένα τρομαγμένο παιδί. -

Σπυροπούλου Θεοδώρα
ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΑ ΝΕΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: