Σάββατο 8 Δεκεμβρίου 2012

«Ὁ ἄλλος ἥλιος»


 Olivier Clement
φορά. πατέρας μου μο μίλησε μι φορά. Τν λλον καιρ σιωποσε. Διάβαζε βιβλία. Γι’ ατ δ μιλοσε σ κανέναν. μως, τ βρκα μέσα στν ξιολογότατη βιβλιοθήκη του. Ο δελφο Καραμαζώφ, το Ντοστογιέφσκι, πατρ Σέργιος, το Τολστόι, βίος το γίου Σεργίου, το Μπόρις Ζάϊτσεφ. πατέρας μου σιωποσε. Ζοσε τν οκογενειακ ζω κα σιωποσε. δελφή του ζοσε μόνη της στ χωρι κα σιωποσε. στόσο, λα τ πράγματα, πο ταν γύρω της, διαίτερα τ φυτά, ταν ζωντανά. Βέβαια, ταν θεη, σν τν πατέρα της. μως, βρκα μέσα στ συρτάρι, στ ποο βαζε τ πι γαπημένα της πράγματα, να ντίτυπο το Εαγγελίου κατ ωάννη. βίος το γίου Σεργίου, τ Εαγγέλιο το γίου ωάννη. Ατ ταν τ μυστικό τους. Παρακολούθησα ατ τ πελώριο γεγονός: τ σαβάνωμα λόκληρου το λεξιλογίου, πο ναφέρεται στν Θε καί, ταυτόχρονα, τ τέλος νς πο- λιτισμο. ταν σκέφτομαι ατ τ τυπικ το σβησίματος, ατ τ μακρά, συνολικ σιωπή, γύρω π’ τ φωτι το σπιτιο, μο φαίνεται, πς χω ζήσει σ’ ναν λλο κόσμο, π’ ατούς, πο μελετον ο θνολόγοι. Ατς πολιτισμς ταν πολυσύνθετος. Δ μίλησα, παρ μονάχα γι μι φόρμα του. Κατάρρευσε, λλ’ χι ταυτόχρονα παντο. Γι πολλ γαλλικ περιβάλλοντα κι εδικότερα γι τος χριστιανούς, κατάρρευση εναι γεγονς σύγχρονο. ναμφίβολα, ατ εναι σκληρή, λλά, τελικά, φέλιμη δοκιμασία τς λευθερίας. Συνειδητοποιε πς βρίσκεται στν σχατη φάση. Πς γλιστράει στς ναλλακτικς θρησκεες, στς πολιτικς στς λλες.
μως, μφανίζονται, ταυτόχρονα κι ο πρόδρομοι νς νανεωμένου Χριστιανισμο. προφητικ δύναμη τν μεγάλων Ρώσων, πως το Ντοστογιέφσκι, φανερώνεται, μ τ τι ατο μπόρεσαν ν τ γνωρίσουν λα ατ να αώνα πρν π μς. λλειψη τν ομανιστικν παραδόσεων, ναμφίβολα. ,τι κα νάταν, κενοι προχώρησαν να αώνα μπροστ π μς, σαμε τ τέρμα το θεϊσμο. μες γι πολ καιρό, κατορθώσαμε ν κάνουμε τ ζήτημα θέμα γι κουβέντα. Ν τ κάνουμε να θέμα φιλολογίας. Θαυμάσια φιλολογικ ρρώστια τν
πολιτισμένων λαν! Μένουμε προστατευμένοι π σοφίες, π ρυθμος κι π παιχνίδια, τ στιγμή, πο ο μεγάλοι Ρώσοι, ντιμετωπίζοντας μεσα τν θεϊσμ τν θεωριν μας, διαισθάνονταν τν κόλαση, τν θάνατο, τν νάσταση: τ παραδεισιακ ξέφωτο, τ πασχάλιο τραγούδι τν καμπάνων.
Θυμηθετε τν Ντοστογιέφσκι στν ξορία. στερα π’ τν κόλαση, πο ζησε, καθς περίμενε τν κρεμάλα κα καθς ντίκρυσε τν νεκροθάλαμο. Ακούει συχν τς κωδωνοκρουσίες το Πάσχα κι βεβαιότητα το ζωντανο Θεο, το Θεο, πο σταυρώθηκε κα νίκησε τν θάνατο, τν συνεπαίρνει: «πάρχει! πάρχει!». π τότε, λόκληρη Ρωσία γνώρισε τν κάθοδο στν δη. Κι ο μαρτυρίες τς νάστασης  ρχονται π κε. Τ παράδοξο πλεονέκτημα τς ποχς μας εναι, πς δια στορία μς σπρώχνει στ σχατο. Στ στομίο το πιστολιο στ πόδια το σταυρο, λεγαν ο «παρακμασμένοι» το τέλους το περασμένου [19ου] αώνα.
  Στηθήκαμε λοι μπροστά του. Λοιπόν, βίος το γίου Σεργίου τ Εαγγέλιο κατ ωάννη ταν πραγματικ τ μυστικό τους. Θες γινόταν τ μεγάλο μυστικ τς ποχς μας. Δ μο μίλησαν ποτ γι’ ατόν. Κι κόμα λιγότερο γι τν Χριστό. ταν κάποτε κανα στν πατέρα μου τς ποφασιστικς ρωτήσεις: «Γιατί ζομε; Γιατί πεθαίνουμε;» μ’ πάντησε θυμμαι βρισκόμουνα στ πτ στ χτώ μου χρόνια: ταν πεθαίνουν, δν πάρχει, παρ τ μηδέν. μως, παρ’ λο ατό, πρέπει ν προσπαθομε νάμαστε καλοί, νάμαστε δίκαιοι. Κι ο λλοι τί κάνουν; Ξέρεις πς ο νθρωποι δν πακούουν, παρ μονάχα στ συμφέρον τους. μως, πρέπει, παρ’ λο ατό… πατέρας μου, ταν παντοσε σ τέτοιες ρωτήσεις δειχνε παράξενος. δεολογία τν πρότυπων σχολν τς ρχς το αώνα μας [20ο] χρωματισμένη μ λίγο σοσιαλισμό, πο εχε καταντήσει θλιμμένος, σχηματοποιόταν π’ ατν αθόρμητα. Γι τ θεμελιακ θέμα, πο τ ρευνοσε μέσα στ βιογραφία το γίου Σεργίου, δν εχε λεξιλόγιο ν μιλήσει. Μι μόνη λέξη σφράγιζε τν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τ μηδέν. Μ τν δερφή μου − εναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή μου, εναι μι μεγάλη δερφ  περν κάτω π μι μορφη γέφυρα το δέκατου γδοου αώνα. γέφυρα ατ συνδέει τν παλι πόλη μ τν λόφο. κε κανονίσαμε ν πμε, γι ν λουστομε στ φς.  Εναι παλι γέφυρα; , ναί! Τ χτίσαν τν καιρ το Λουδοβίκου το δέκατου πέμπτου. Πολλο νθρωποι, πο ζησαν πρν π μς, τν εδαν. Κα θ τ δον πολλο στερα π μς.  Κι μες;  Τ ξέρεις… μες θάμαστε νεκροί… Τί εναι θάνατος;  Εναι τ μηδέν. Μι στιγμή. Δ μπορ πι ν’ ναπνεύσω. Μονάχα ναπνέοντας δυνατά, πως εχα μάθει, μαζεύοντας τν κοιλιά, λιγοστεύει κανες τν γωνία. Καλο νθρωποι, σοφο νθρωποι, πο δουλεύετε γι χρόνια πολλ σ πανεπιστημιακ καρριέρα, δίχως ποτ ν’ ατοκτονήσετε (μως, μερικο π’ τος φοιτητές σας ατοκτονον) μέσα στν καταπίεση νς ατονομημένου λεξιλογίου πειδ δν παραπέμπει, παρ στν αυτό του τσι, πο λα καταντον νακόλουθα, νόμοια, διάφορα.
Καλο νθρωποι, σοφο νθρωποι, σες φαντάζεστε, πς δν χω νάγκη ν ρωτήσω κάποιον γι τ νόημα, γι τ μή νόημα γι τν πουσία το νοήματος τς λέξης «μηδέν». ταν πεθαίνουν, πάρχει τ μηδέν. λοι ο προηγούμενοι χουν πεθάνει. Κι λοι ο πόμενοι θ πεθάνουν. Κατοικομε κοντ σ’ να σταθμό. Τ τρένα, τ τρένα εναι γεμάτα π πρόσωπα, πο δ θ μπορέσω ποτ πι ν τ ξαναδ. Τ τείχη μ’ νοχλον: ποιός κατοικε πίσω π’ ατά; κόμα κι ν τ ξερα γι τοτο τν τοχο, πο ρθώνεται μπροστά μου, στ βάθος τς αλς πάρχουν κι λλοι, λοένα κι λλοι. Κάποτε μς πγαν λους τος μαθητς το σχολείου μου στ δημοτικ θέατρο, γι ν δομε τος φολκλορικος χορος μις χώρας τς κεντρικς Ερώπης. γάπησα μι χορεύτρια, πο μίλησα μαζί της κε. φυγε γι πάντα. ρχισα ν σκαλίζω διάκοπα, γι χάρη της, μαλακς πέτρες στν αλ κα ν τς θάβω, λειτουργώντας τ τελετουργικ τς πελπισίας. Τ πολυαγαπημένα μου στέρια, ξαφνικά, μ γέμιζαν μ τρόμο: σως  λεγε κάποιος μέσα μου  νάναι σβησμένα π χιλιάδες χρόνια κι μες ν βλέπαμε μ τ μάτια μας τ φαντάσματα τν πτωμάτων τους. νύχτα κι γωνία μ ξυπνοσαν. Μέσα στ νύχτα, κάποιο πράγμα, κάποιος εχε καθίσει πάνω στ στθος μου κα μο προκαλοσε σφυξία. Τ νομάτιζα «μηδέν». Τώρα ξέρω τ πραγματικό του νομα. Δν ντεχα πι τν κανόνιστο χτύπο το αματός μου, πο ναμεταδινόταν στ μαξιλάρι μου. τρεχα στ παράθυρο. Κι π κε βλεπα τ νεκρ στέρια, τ παράλογο πειρο, τ διάστημα, πο πλωνόταν κόμα κι κόμα. Τίποτα πάνω π’ τ κεν κα μετ τ κενό. νοιγόταν μι τρύπα π’ λες τς μεριές, τσι, πο ν πέφτει κανες διάκοπα, μ μι σιωπηλ κραυγή. Ρώτησα: Τί πάρχει πι μακρι π’ τ στέρια; − Κι λλο μαρο, κι λλα στέρια. Κα πι μακριά; − κόμα κι λλο, πάντοτε, χωρς τέλος, χωρς τέλος… τσι ζησα, μ τν τρόπο μου, ατ τν νακάλυψη, πο φανίζει τ Δύση καί, ξεκινώντας π’ ατή, σιγά-σιγ λόκληρη τ γ, π’ τν ποχ το δέκατου βδομου αώνα: μαρος ορανός, τ κενό. Κα τ γγελμα, πο ωάννης-Παλος κι Βιν χουν βάλει στ στόμα το Χριστο: ορανς εναι κενός, ορανς εναι θάνατος. ργότερα διάβασα τν κραυγ το τρελλο: «Τί κατορθώσαμε, ταν ξεκολλήσαμε τ γ π’ τν λιο της; Πο πάει γ τώρα; Πο θ πμε κα μες ο διοι; Μακρυ π’ λους τος λιους; Δ γκρεμιζόμαστε διάκοπα; Μπροστά, πίσω, στ πλάγια, π’ λες τς μεριές; πάρχει κόμα να «πάνω», να «κάτω»; Δν προχωρομε χαμένοι μέσα σ’ να πέραντο πειρο; Δ νοιώθουμε τ φύσημα το κενο στ πρόσωπό μας; Δν κρυώνουμε; Δν ρχεται νύχτα, πάντοτε περισσότερη νύχτα;» μπειρία το κακο, καθημεριν νόμισμα το θανάτου, σιγά-σιγ μ συνέπαιρνε: πόνος, πο δ βαθαίνει τν παρξη, κατάπτωση, θάνατος τν νεαρν πάρξεων. κόμα, τ στορικ κακό, νεργία, οκονομικ σφυξία, αξηση τν λοκληρωτισμν κα τν πολέμων. λα ατ παιρναν, γι μένα, τ γκρίζο χρμα το «μηδέν», πως ο χέρσες περιοχς τς πόλης, στς ποες ρχισα ν’ λητεύω. Κα δν πρχε καταφύγιο.
Δν εχα μπε ποτ σ μι κκλησία. Οτε πο μο ρθε δέα. Κι ν κλειναν λες τς κκλησίες, δ θ τόπαιρνα εδηση. ταν κανα τ πρτο μου ταξίδι στ Παρίσι εμουνα δώδεκα χρονν. Ο γονες μου πισκεφτήκανε τότε πολλς κκλησίες π χρέος «πολιτιστικό». Νομίζω, πώς, σως, πατέρας μου ζητοσε κάτι λλο σ’ ατ τν σκοπη περιπλάνηση. Ακολουθοσα νοχλημένος. Ο μόνες, πο μ γοήτεψαν ταν ο κολνες τς Παναγίας, ατ τ λεπτοκαμωμένα δεμάτια, πο νέβαιναν, νέβαιναν κα μο φαινόταν πς χάνονταν στ μισόφωτο. Θες τς γοτθικς τέχνης χει ξοριστε στν ορανό. Κι ορανς εναι δειος, τ ξερα. Ο κολνες τς Παναγίας ταν γι μένα σ μι φωτι ρχιτεκτονικς τέχνης, πο τραβοσε πρς τ κενό. Μι νάμνηση πι παλιά. Μι πλατεία μ μαύρη σφαλτο. νας πελώριος γκριζοπράσινος σταυρός. Πάνω στν σταυρ νας νθρωπος πεθαμένος. Πάνω π’ τ κεφάλι του μι πιγραφή: Ι.Ν.Β.Ι. Φανταζόμουνα, πς ταν τ νομα το νθρώπου. Στ βάση το σταυρο τυλιγόταν να φίδι. Στ στόμα του κρατοσε να μλο. Μο ρεσε ατ «νάπτυξη» το «λικοειδος» γύρω π να ξονα. Κι ο λεπτς νευρώσεις τν φύλλων, πο φταναν κόμα κα στ κοτσάνια τν φρούτων. μως, πάνω π’ λα, βλεπα, πς νθρωπος ταν πεθαμένος. Χριστιανο κα πρέπει ν τ προσδιορίσω  Χριστιανο τς Δύσης, γιατί χετε ναπαραστήσει παντο τν Χριστ σν πτμα, σν ναν πεθαμένο δίχως λπίδα; Ατόν, πο εναι νικητς το θανάτου; Τ σμα το ησο δν πρξε ποτ να πτμα. Τ Πνεμα δ σταμάτησε ν τ διαπερνάει… Πρν τρία χρόνια πέρασα μερικς βδομάδες το καλοκαιριο σ μι πέροχη κοιλάδα τν Πυρηναίων, πού ‘χε μι γλυκύτητα πράσινη κα γκρίζα. περιοχ ατή, γι μακρ διάστημα, εναι χώρα τς Χριστιανοσύνης. Παντο πρχαν σταυρο π γκρίζα πέτρα. Κι ησος νεκρός. Τ μικρό μου γόρι ταν τότε στ τρία του χρόνια. Δ μποροσα ν το π, πς ησος εναι ναστημένος. Ο σταυρο μ διάψευδαν. θάνατος καταβρόχθιζε τ ζωή. Ατ τουλάχιστον βλεπε. Πάει καιρός, πο κι γ βλέπω ατό. Περπατάω μαζ μ’ να φίλο, μέσα σ μία δεντροστοιχία π μυγδαλιές. κενος μο μιλάει γι τν στορία, γι τ νέβασμα τς ζως κα τς προόδου. Διστάζει νάμεσα στν ετυχία κα στ μεγαλεο.  Κι γώ, το λέω, φεπ τί;  π’ λα. Δν πάρχουν, παρ μονάχα πρόσωπα. κόμα κα στν περίπτωση, πο καθένας π μς μποροσε ν ζήσει χίλια χρόνια, να κατομμύριο χρόνια, ν λα καταβροχθίζονται μέσα στ μηδέν, γιατί ν ζήσουμε κα γιατί δ θάταν καλύτερο ν μν πάρξουμε; τότε, ς ξεχνμε. Τότε λα πρέπει ν τ ξεχνμε. μως, δν ξεχνμε λήθη δν εναι λήθεια δ μπορομε ν ξεχνμε. Κι μως, Θες ταν κε. « ρχόμενος». κόμα κα μέσα στν γωνία. Σ’ ατ τν πεισματάρικη ρνηση περίπου ξεστη πο κυμαίνεται νάμεσα στ λησμοσύνη κα στν ποδοχή. Γιατ παύει νάναι νθρωπος, κενος, πο δέχεται σν ατονόητο τν κόσμο, τν σφραγισμένο π’ τν θάνατο. Θες ρχόταν μέσα στν γωνία, λλά, ταυτόχρονα κα μέσα στν κπληξη.
γαποσα τ γ μ μι γάπη δυνατή, βίαιη, μ ξεσπάσματα, κάποτε-κάποτε, σ σ χοντροκομμένες κστάσεις: Ξάπλωνα πάνω της κα μ κουβαλοσε, σ φτερ στν νεμο, πρς τν ορανό. Κα τν νοιωθα τόσο πι λαφριά, σο ταν βαρύτερη. Τ πειρο, τ καθαρό, νας κόσμος ρχέγονος  τσι μο φαινόταν  σ μόλις ν’ ναδυόταν π’ τ θάλασσα, μισοπνιγμένος π’ τ λη. κρογιαλιές, μμόλοφοι, καλαμιές, κτάσεις, πο πάλλουν στν νεμο, πο λλάζουν διάκοπα κάτω π’ τ σφαιρικ ελογία το λεύθερου ορανο. Τ γαλάζιο τονίζεται πι μελαγχολικ μέσα π’ τ πεκα. Τ κλήματα, τν νοιξη, εναι πυρσο ναμμένοι, σπινθηροβολώντας μ τ καινούργια χρυσά τους φλλα. γ χει τ χρμα τς χρας. Τ φς συμπυκνώνεται γλυκ μέσα στ λάμψη τν λουλουδιν τς μυγδαλις, μέσα στ λόλευκο μεθύσι το νάρκισσου. Τ βουν χουν κοπε τσι, πο ν γίνονται κι γυμνς θρόνος το φεγγαριο. Παντο τ μυστικό, μέσα στ φανέρωμα, τ μυστήριο μέσα στν φθονία τς λλαμψης. Κάμποσες μέρες, τν χειμώνα, τ φύσημα τς θάλασσας κα τς γς καταλαγιάζει. λα κινητοποιονται. Ο πρτες μυγδαλιές νθίζουν. μορφι πόλυτη π στέρος διδάσκοντο Τ παράδοξο πλεονέκτημα τς ποχς μας εναι, πς δια στορία μς σπρώχνει στ σχατο.  κι εθραστη, μέσα στ γαλήνια βυσσο το γαλανο ορανο. Τ λουλούδια βγαίνουν, σ μέσα π’ τ ξύλο. Λουλούδια δίχως φλλα, σ ν γεννινται π’ τ σκληρό, τ ξερό, τν θάνατο. Σκελετο μαροι, πο νθίζουν στ πρτο φύσημα, πως τ κόκκαλα στν προφητεία το εζεκιήλ. Στ βραϊκά, μυγδαλι νομάζεται « γρυπνος». «γρυπνος», ατός, πο ξυπνάει. Ξύπνια μέσα στν χειμώνα. Μς ξυπνάει σ’ λη τν μορφιά. Τότε μόλις κα τολμμε ν περπατήσουμε. ποφεύγουμε κάθε πότομη κίνηση. κόσμος εναι να κρύσταλλο, πο παραμικρ συλλόγιστη κίνηση θ τ βεβήλωνε, κι σως ν τ σπαγε. Λοιπόν, θ προτιμοσα, τ’ πογευματιν ν βροντον π’ τν μαΐστρο. Lou Magistrau: O νεμος κύριος. Τότε τ γαλάζιο δν εναι μονάχα οράνιο. πλώνεται παντο. Τ καταβροχθίζει λα. σα με τν βράχο, σαμε τ κόκκαλο, σαμε τν παρξη. Καταβροχθίζει τν νθρωπο σαμε τν καρδιά. Δ συγχωρε τν παραμικρ πλαδαρότητα, κόμα κα τν πι κρυφ μφιταλάντευση. λα φλογίζουν. Κι ο φλόγες εναι κρύες, καθαρές, βαφτιστικές, τσι σ ν προέρχονται π’ τ νερό. Φύση καθαρή, ξερή, χωρς τίποτα τ πρασινογάλαζο τ γρό. ορανς τς γς κι γ το ορανο, πως χει πε Λόρκα. Μέσα στν χερσότοπο, κόμα κα τ φυτ γίνεται μεταλλικό. Πόσο μίσησα τ λοπράσινο Νησ τς Γαλλίας, πο λα εναι φυτικά, γρά, κόμα κα τ βράχια, κόμα κι ορανς μι σάρκα διάφανη, παντοδύναμη! ν στς μεσογειακς χρες, μόλις φτάσεις στ’ πομονωμένα ροπέδια, ντικρύζεις τ φωτι ν κρυσταλλίζει. κόμα κι σάρκα εναι οράνια. Εμουνα νας μεσογειακς εδωλολάτρης. Κι ταν νάπνεα κι ταν τρωγα κι ταν περπατοσα, σ κάθε μπειρία, ξυπνοσε μέσα μου φωτιά. Πολυθεϊστική; Τ πράγματα χον πολ πλά. νεμος σηκώνεται, πλάτανος ρχίζει ν τραγουδάει. Ξέρω, πς πλάτανος πάρχει. Τ μέρα πο μαθα τι ξερα, ρχισα ν περπατάω, ν περπατάω.
κόμα κα τ βράδυ, στρεφα πρς τ μεγάλη περιοχή, πο καιγε πως λλοτε μέσα στ βραδιν τελετουργικ μι ξυλοφωτιά. συνείδηση τς συνείδησης χόρευε μέσα μου. Μι λλη γνώση. Μι λλου εδους χαρά. σως κσταση. λλ σκληρή, κρυσταλλική. Δεμένη πως πομονετικς στς το ξύλου πέτρα, πο κρατάω στ χέρι μου. Ναί, τ μυστικ μέσα στν νάργεια. Κι λεγα, εμουνα τότε στ κατώφλι τς νειότης: « παρξη, παρξη!» Τ βασίλειο τς παρξης. βαλα ατ τν τίτλο σ μι συλλογ ποιημάτων, πο τ χω λα ξεχάσει, ξν π’ τ τι μνοσαν, σ τρες κύκλους, τ λη κα τς μμουδις κα τ’ μπέλια τς περιοχς. γωνία κι κπληξη προχωροσαν μαζί. πως τ φλλα, μέσα στν χερσότοπο, εναι σκληρά, σκούρα κα γυαλιστερ π’ τ μι μερι κι παλ κα φωτειν π’ τν λλη. τσι διάβαινα, μ’ να τρόπο «μβρυώδη», π’ ατό, πο ο ρχαοι πνευματικο νομάζουν «μνήμη θανάτου» στν κπληξη το «πάρχειν». ταν μι πιθαν δικτύωση το θανάτου κα τς νάστασης. στόσο, ν δ μεσολαβοσε καμμι ποκαλυπτικ διακοπή, θάνατος δ θά ‘χε τν τελευταία λέξη; μως, μι φορά, σ μι στιγμ πελπισμένης στοργς  κάποιος, πο τν γαποσα, περνοσε μι μεγάλη θλίψη κα δ μποροσα ν κάνω τίποτα μι φορ αθόρμητα, προσευχήθηκα. ξερα τ λέξη «προσευχή» στν Θε π’ τς Κυριακάτικες συζητήσεις. να εδος τελετουργίας, εχαριστίας νέβαινε π μέσα μου πίσης, κα κατ τς στιγμς τς κπληξης. Στ σχολει εμουνα τότε φτ χρόνων μς ρώτησαν ποιές σκέψεις μς γεννοσαν τ κρύα κι ο βροχς το Νοέμβρη. πάντησα γραπτά: «Σκέφτομαι τος νεκρος κι ατ μ κάνει ν προσεύχομαι». Ατ ταν να μικρ σκάνδαλο. δάσκαλος μο ξήγησε, πς ο νεκρο εναι σ πολλ ζεστασι μέσα στ γ. Δν χουν νάγκη π τίποτα. Έχουμε χρέος ν σκεφτομε τος δυστυχισμένους. Ατούς, πο δν χουν μ τί ν ζεσταθον. ταν λήθεια, εμουνα νικημένος. Κι μως, ο νεκροί. Εναι τόσο κοντά, ταν λα τυλίγονται μέσα στ κρύο. ν ξέραμε, μονάχα, τν δρόμο. Κανένας δν ξερε, λοιπόν, πς κάποιος χει πε: «εμαι δός». ργότερα, διαβάζοντας τν Ρσο προσκυνητή, ναγνώρισα ατ τν πρώτη κι ναμφίβολα οκουμενικ προσευχή: « χει λεχθε μέσα στν Καιν Διαθήκη, πς κάθε στεναγμς κα κάθε κίνηση πρς τν λευθερία τν παιδιν το Θεο, ατ «μυστηριώδης» κίνηση τς δημιουργίας, ατ λαχτάρα, βαλμένη μέσα στς ψυχές, εναι σωτερικ προσευχή… εναι «τ πάντα ν πσι!».
π τ βιβλίο « λλος λιος»,κδοση Σπορς.
http://www.antifono.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: