Mιὰ φορά. Ὁ πατέρας μου μοῦ μίλησε μιὰ φορά. Τὸν ἄλλον καιρὸ σιωποῦσε. Διάβαζε βιβλία. Γι’ αὐτὰ δὲ μιλοῦσε σὲ κανέναν. Ὅμως, τὰ βρῆκα μέσα στὴν ἀξιολογότατη βιβλιοθήκη του. Οἱ ἀδελφοὶ Καραμαζώφ, τοῦ Ντοστογιέφσκι, ὁ πατὴρ Σέργιος, τοῦ Τολστόι, ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τοῦ Μπόρις Ζάϊτσεφ. Ὁ πατέρας μου σιωποῦσε. Ζοῦσε τὴν οἰκογενειακὴ ζωὴ καὶ σιωποῦσε. Ἡ ἀδελφή του ζοῦσε μόνη της στὸ χωριὸ καὶ σιωποῦσε. Ὡστόσο, ὅλα τὰ πράγματα, ποὺ ἦταν γύρω της, ἰδιαίτερα τὰ φυτά, ἦταν ζωντανά. Βέβαια, ἦταν ἄθεη, σὰν τὸν πατέρα της. Ὅμως, βρῆκα μέσα στὸ συρτάρι, στὸ ὁποῖο ἔβαζε τὰ πιὸ ἀγαπημένα της πράγματα, ἕνα ἀντίτυπο τοῦ Εὐαγγελίου κατὰ Ἰωάννη. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου, τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη. Αὐτὸ ἦταν τὸ μυστικό τους. Παρακολούθησα αὐτὸ τὸ πελώριο γεγονός: τὸ σαβάνωμα ὁλόκληρου τοῦ λεξιλογίου, ποὺ ἀναφέρεται στὸν Θεὸ καί, ταυτόχρονα, τὸ τέλος ἑνὸς πο- λιτισμοῦ. Ὅταν σκέφτομαι αὐτὸ τὸ τυπικὸ τοῦ σβησίματος, αὐτὴ τὴ μακρά, συνολικὴ σιωπή, γύρω ἀπ’ τὴ φωτιὰ τοῦ σπιτιοῦ, μοῦ φαίνεται, πὼς ἔχω ζήσει σ’ ἕναν ἄλλο κόσμο, ἀπ’ αὐτούς, ποὺ μελετοῦν οἱ ἐθνολόγοι. Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς ἦταν πολυσύνθετος. Δὲ μίλησα, παρὰ μονάχα γιὰ μιὰ φόρμα του. Κατάρρευσε, ἀλλ’ ὄχι ταυτόχρονα παντοῦ. Γιὰ πολλὰ γαλλικὰ περιβάλλοντα κι εἰδικότερα γιὰ τοὺς χριστιανούς, ἡ κατάρρευση εἶναι γεγονὸς σύγχρονο. Ἀναμφίβολα, αὐτὴ εἶναι ἡ σκληρή, ἀλλά, τελικά, ὠφέλιμη δοκιμασία τῆς ἐλευθερίας. Συνειδητοποιεῖ πὼς βρίσκεται στὴν ἔσχατη φάση. Πὼς γλιστράει στὶς ἐναλλακτικὲς θρησκεῖες, στὶς πολιτικὲς ἢ στὶς ἄλλες.
Ὅμως, ἐμφανίζονται, ταυτόχρονα κι οἱ πρόδρομοι ἑνὸς ἀνανεωμένου Χριστιανισμοῦ. Ἡ προφητικὴ δύναμη τῶν μεγάλων Ρώσων, ὅπως τοῦ Ντοστογιέφσκι,
φανερώνεται, μὲ τὸ ὅτι αὐτοὶ μπόρεσαν νὰ τὰ γνωρίσουν ὅλα αὐτὰ ἕνα αἰώνα πρὶν ἀπὸ μᾶς. Ἔλλειψη τῶν οὑμανιστικῶν παραδόσεων, ἀναμφίβολα. Ὅ,τι καὶ νάταν, ἐκεῖνοι προχώρησαν ἕνα αἰώνα μπροστὰ ἀπὸ μᾶς, ἴσαμε τὸ τέρμα τοῦ ἀθεϊσμοῦ. Ἐμεῖς γιὰ πολὺ καιρό, κατορθώσαμε νὰ κάνουμε τὸ ζήτημα θέμα γιὰ κουβέντα. Νὰ τὸ κάνουμε ἕνα θέμα φιλολογίας. Θαυμάσια φιλολογικὴ ἀρρώστια τῶν
πολιτισμένων λαῶν! Μένουμε
προστατευμένοι ἀπὸ σοφίες, ἀπὸ ρυθμοὺς κι ἀπὸ παιχνίδια, τὴ στιγμή, ποὺ οἱ μεγάλοι Ρώσοι, ἀντιμετωπίζοντας ἄμεσα τὸν ἀθεϊσμὸ τῶν θεωριῶν μας, διαισθάνονταν τὴν κόλαση, τὸν θάνατο, τὴν ἀνάσταση: τὸ παραδεισιακὸ ξέφωτο, τὸ πασχάλιο τραγούδι τῶν καμπάνων.
Θυμηθεῖτε τὸν Ντοστογιέφσκι στὴν ἐξορία. Ὕστερα ἀπ’ τὴν κόλαση, ποὺ ἔζησε, καθὼς περίμενε τὴν κρεμάλα καὶ καθὼς ἀντίκρυσε τὸν νεκροθάλαμο. Ακούει
συχνὰ τὶς κωδωνοκρουσίες τοῦ Πάσχα κι ἡ βεβαιότητα τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, τοῦ Θεοῦ, ποὺ σταυρώθηκε καὶ νίκησε τὸν θάνατο, τὸν συνεπαίρνει: «Ὑπάρχει! Ὑπάρχει!». Ἀπὸ τότε, ὁλόκληρη ἡ Ρωσία γνώρισε τὴν κάθοδο στὸν ᾅδη. Κι οἱ μαρτυρίες τῆς ἀνάστασης ἔρχονται ἀπὸ κεῖ. Τὸ παράδοξο πλεονέκτημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι, πὼς ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μᾶς σπρώχνει στὸ ἔσχατο. Στὸ στομίο τοῦ πιστολιοῦ ἢ στὰ πόδια τοῦ σταυροῦ, ἔλεγαν οἱ «παρακμασμένοι» τοῦ τέλους τοῦ περασμένου [19ου] αἰώνα.
… Στηθήκαμε ὅλοι μπροστά του.
Λοιπόν, ὁ βίος τοῦ ἁγίου Σεργίου ἢ τὸ Εὐαγγέλιο κατὰ Ἰωάννη ἦταν πραγματικὰ τὸ μυστικό τους. Ὁ Θεὸς γινόταν τὸ μεγάλο μυστικὸ τῆς ἐποχῆς μας. Δὲ μοῦ μίλησαν ποτὲ γι’ αὐτόν. Κι ἀκόμα λιγότερο γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν κάποτε ἔκανα στὸν πατέρα μου τὶς ἀποφασιστικὲς ἐρωτήσεις: «Γιατί ζοῦμε; Γιατί πεθαίνουμε;»
μ’ ἀπάντησε θυμᾶμαι βρισκόμουνα στὰ ἑπτὰ ἢ στὰ ὀχτώ μου χρόνια: Ὅταν πεθαίνουν, δὲν ὑπάρχει, παρὰ τὸ μηδέν. Ὅμως, παρ’ ὅλο αὐτό, πρέπει νὰ προσπαθοῦμε νάμαστε καλοί,
νάμαστε δίκαιοι. Κι οἱ ἄλλοι τί κάνουν; Ξέρεις πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲν ὑπακούουν, παρὰ μονάχα στὸ συμφέρον τους. Ὅμως, πρέπει, παρ’ ὅλο αὐτό… Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἀπαντοῦσε σὲ τέτοιες ἐρωτήσεις ἔδειχνε παράξενος. Ἡ ἰδεολογία τῶν πρότυπων σχολῶν τῆς ἀρχῆς τοῦ αἰώνα μας [20οῦ] χρωματισμένη μὲ λίγο σοσιαλισμό, ποὺ εἶχε καταντήσει
θλιμμένος, σχηματοποιόταν ἀπ’ αὐτὸν αὐθόρμητα. Γιὰ τὸ θεμελιακὸ θέμα, ποὺ τὸ ἐρευνοῦσε μέσα στὴ βιογραφία τοῦ ἁγίου Σεργίου, δὲν εἶχε λεξιλόγιο νὰ μιλήσει. Μιὰ μόνη λέξη σφράγιζε τὴν τυποποιημένη φιλοσοφία του: τὸ μηδέν. Μὲ τὴν ἀδερφή μου − εἶναι δέκα χρόνια
μεγαλύτερή μου, εἶναι μιὰ μεγάλη ἀδερφὴ περνῶ κάτω ἀπὸ μιὰ ὄμορφη γέφυρα τοῦ δέκατου ὄγδοου αἰώνα. Ἡ γέφυρα αὐτὴ συνδέει τὴν παλιὰ πόλη μὲ τὸν λόφο. Ἐκεῖ κανονίσαμε νὰ πᾶμε, γιὰ νὰ λουστοῦμε στὸ φῶς. Εἶναι παλιὰ ἡ γέφυρα; Ὤ, ναί! Τὴ χτίσαν τὸν καιρὸ τοῦ Λουδοβίκου τοῦ δέκατου πέμπτου. Πολλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ ἔζησαν πρὶν ἀπὸ μᾶς, τὴν εἶδαν. Καὶ θὰ τὴ δοῦν πολλοὶ ὕστερα ἀπὸ μᾶς. Κι ἐμεῖς; Τὸ ξέρεις… ἐμεῖς θάμαστε νεκροί… Τί εἶναι ὁ θάνατος; Εἶναι τὸ μηδέν. Μιὰ στιγμή. Δὲ μπορῶ πιὰ ν’ ἀναπνεύσω. Μονάχα ἀναπνέοντας δυνατά, ὅπως εἶχα μάθει, μαζεύοντας τὴν κοιλιά, λιγοστεύει
κανεὶς τὴν ἀγωνία. Καλοὶ ἄνθρωποι, σοφοὶ ἄνθρωποι, ποὺ δουλεύετε γιὰ χρόνια πολλὰ σὲ πανεπιστημιακὴ καρριέρα, δίχως ποτὲ ν’ αὐτοκτονήσετε (ὅμως, μερικοὶ ἀπ’ τοὺς φοιτητές σας αὐτοκτονοῦν) μέσα στὴν καταπίεση ἑνὸς αὐτονομημένου λεξιλογίου ἐπειδὴ δὲν παραπέμπει, παρὰ στὸν ἑαυτό του ἔτσι, ποὺ ὅλα καταντοῦν ἀνακόλουθα, ἀνόμοια, ἀδιάφορα.
Καλοὶ ἄνθρωποι, σοφοὶ ἄνθρωποι, ἐσεῖς φαντάζεστε, πὼς δὲν ἔχω ἀνάγκη νὰ ρωτήσω κάποιον γιὰ τὸ νόημα, γιὰ τὸ μή νόημα ἢ γιὰ τὴν ἀπουσία τοῦ νοήματος τῆς λέξης «μηδέν». Ὅταν πεθαίνουν, ὑπάρχει τὸ μηδέν. Ὅλοι οἱ προηγούμενοι ἔχουν πεθάνει. Κι ὅλοι οἱ ἑπόμενοι θὰ πεθάνουν. Κατοικοῦμε κοντὰ σ’ ἕνα σταθμό. Τὰ τρένα, τὰ τρένα εἶναι γεμάτα ἀπὸ πρόσωπα, ποὺ δὲ θὰ μπορέσω ποτὲ πιὰ νὰ τὰ ξαναδῶ. Τὰ τείχη μ’ ἐνοχλοῦν: ποιός κατοικεῖ πίσω ἀπ’ αὐτά; Ἀκόμα κι ἂν τὸ ἤξερα γιὰ τοῦτο τὸν τοῖχο, ποὺ ὀρθώνεται μπροστά μου,
στὸ βάθος τῆς αὐλῆς ὑπάρχουν κι ἄλλοι, ὁλοένα κι ἄλλοι. Κάποτε μᾶς πῆγαν ὅλους τοὺς μαθητὲς τοῦ σχολείου μου στὸ δημοτικὸ θέατρο, γιὰ νὰ δοῦμε τοὺς φολκλορικοὺς χοροὺς μιᾶς χώρας τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης. Ἀγάπησα μιὰ χορεύτρια, ποὺ μίλησα μαζί της ἐκεῖ. Ἔφυγε γιὰ πάντα. Ἄρχισα νὰ σκαλίζω ἀδιάκοπα, γιὰ χάρη της, μαλακὲς πέτρες στὴν αὐλὴ καὶ νὰ τὶς θάβω, λειτουργώντας τὸ τελετουργικὸ τῆς ἀπελπισίας. Τὰ πολυαγαπημένα μου ἀστέρια, ξαφνικά, μὲ γέμιζαν μὲ τρόμο: ἴσως ἔλεγε κάποιος μέσα μου
νάναι σβησμένα ἀπὸ χιλιάδες χρόνια κι ἐμεῖς νὰ βλέπαμε μὲ τὰ μάτια μας τὰ φαντάσματα τῶν πτωμάτων τους. Ἡ νύχτα κι ἡ ἀγωνία μὲ ξυπνοῦσαν. Μέσα στὴ νύχτα, κάποιο πράγμα,
κάποιος εἶχε καθίσει πάνω στὸ στῆθος μου καὶ μοῦ προκαλοῦσε ἀσφυξία. Τὸ νομάτιζα «μηδέν». Τώρα
ξέρω τὸ πραγματικό του ὄνομα. Δὲν ἄντεχα πιὰ τὸν ἀκανόνιστο χτύπο τοῦ αἵματός μου, ποὺ ἀναμεταδινόταν στὸ μαξιλάρι μου. Ἔτρεχα στὸ παράθυρο. Κι ἀπὸ κεῖ ἔβλεπα τὰ νεκρὰ ἀστέρια, τὸ παράλογο ἄπειρο, τὸ διάστημα, ποὺ ἁπλωνόταν ἀκόμα κι ἀκόμα. Τίποτα πάνω ἀπ’ τὸ κενὸ καὶ μετὰ τὸ κενό. Ἀνοιγόταν μιὰ τρύπα ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές, ἔτσι, ποὺ νὰ πέφτει κανεὶς ἀδιάκοπα, μὲ μιὰ σιωπηλὴ κραυγή. Ρώτησα: Τί ὑπάρχει πιὸ μακριὰ ἀπ’ τὰ ἀστέρια; − Κι ἄλλο μαῦρο, κι ἄλλα ἀστέρια. Καὶ πιὸ μακριά; − Ἀκόμα κι ἄλλο, πάντοτε, χωρὶς τέλος, χωρὶς τέλος… Ἔτσι ἔζησα, μὲ τὸν τρόπο μου, αὐτὴ τὴν ἀνακάλυψη, ποὺ ἀφανίζει τὴ Δύση καί, ξεκινώντας ἀπ’ αὐτή, σιγά-σιγὰ ὁλόκληρη τὴ γῆ, ἀπ’ τὴν ἐποχὴ τοῦ δέκατου ἕβδομου αἰώνα: ὁ μαῦρος οὐρανός, τὸ κενό. Καὶ τὸ ἄγγελμα, ποὺ ὁ Ἰωάννης-Παῦλος κι ὁ Βινὺ ἔχουν βάλει στὸ στόμα τοῦ Χριστοῦ: ὁ οὐρανὸς εἶναι κενός, ὁ οὐρανὸς εἶναι ὁ θάνατος. Ἀργότερα διάβασα τὴν κραυγὴ τοῦ τρελλοῦ: «Τί κατορθώσαμε, ὅταν ξεκολλήσαμε τὴ γῆ ἀπ’ τὸν ἥλιο της; Ποῦ πάει ἡ γῆ τώρα; Ποῦ θὰ πᾶμε καὶ μεῖς οἱ ἴδιοι; Μακρυὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς ἥλιους; Δὲ γκρεμιζόμαστε ἀδιάκοπα; Μπροστά, πίσω,
στὰ πλάγια, ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές; Ὑπάρχει ἀκόμα ἕνα «πάνω», ἕνα «κάτω»; Δὲν προχωροῦμε χαμένοι μέσα σ’ ἕνα ἀπέραντο ἄπειρο; Δὲ νοιώθουμε τὸ φύσημα τοῦ κενοῦ στὸ πρόσωπό μας; Δὲν κρυώνουμε; Δὲν ἔρχεται ἡ νύχτα, πάντοτε
περισσότερη νύχτα;» Ἡ ἐμπειρία τοῦ κακοῦ, καθημερινὸ νόμισμα τοῦ θανάτου, σιγά-σιγὰ μὲ συνέπαιρνε: ὁ πόνος, ποὺ δὲ βαθαίνει τὴν ὕπαρξη, ἡ κατάπτωση, ὁ θάνατος τῶν νεαρῶν ὑπάρξεων. Ἀκόμα, τὸ ἱστορικὸ κακό, ἡ ἀνεργία, ἡ οἰκονομικὴ ἀσφυξία, ἡ αὔξηση τῶν ὁλοκληρωτισμῶν καὶ τῶν πολέμων. Ὅλα αὐτὰ ἔπαιρναν, γιὰ μένα, τὸ γκρίζο χρῶμα τοῦ «μηδέν», ὅπως οἱ χέρσες περιοχὲς τῆς πόλης, στὶς ὁποῖες ἄρχισα ν’ ἀλητεύω. Καὶ δὲν ὑπῆρχε καταφύγιο.
Δὲν εἶχα μπεῖ ποτὲ σὲ μιὰ ἐκκλησία. Οὔτε ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ἰδέα. Κι ἂν ἔκλειναν ὅλες τὶς ἐκκλησίες, δὲ θὰ τόπαιρνα εἴδηση. Ὅταν ἔκανα τὸ πρῶτο μου ταξίδι στὸ Παρίσι εἴμουνα δώδεκα χρονῶν. Οἱ γονεῖς μου ἐπισκεφτήκανε τότε πολλὲς ἐκκλησίες ἀπὸ χρέος «πολιτιστικό».
Νομίζω, πώς, ἴσως, ὁ πατέρας μου ζητοῦσε κάτι ἄλλο σ’ αὐτὴ τὴν ἄσκοπη περιπλάνηση.
Ακολουθοῦσα ἐνοχλημένος. Οἱ μόνες, ποὺ μὲ γοήτεψαν ἦταν οἱ κολῶνες τῆς Παναγίας, αὐτὰ τὰ λεπτοκαμωμένα δεμάτια,
ποὺ ἀνέβαιναν, ἀνέβαιναν καὶ μοῦ φαινόταν πὼς χάνονταν στὸ μισόφωτο. Ὁ Θεὸς τῆς γοτθικῆς τέχνης ἔχει ἐξοριστεῖ στὸν οὐρανό. Κι ὁ οὐρανὸς εἶναι ἄδειος, τὸ ἤξερα. Οἱ κολῶνες τῆς Παναγίας ἦταν γιὰ μένα σὰ μιὰ φωτιὰ ἀρχιτεκτονικῆς τέχνης, ποὺ τραβοῦσε πρὸς τὸ κενό. Μιὰ ἀνάμνηση πιὸ παλιά. Μιὰ πλατεία μὲ μαύρη ἄσφαλτο. Ἕνας πελώριος
γκριζοπράσινος σταυρός. Πάνω στὸν σταυρὸ ἕνας ἄνθρωπος πεθαμένος. Πάνω ἀπ’ τὸ κεφάλι του μιὰ ἐπιγραφή: Ι.Ν.Β.Ι. Φανταζόμουνα, πὼς ἤταν τὸ ὄνομα τοῦ ἀνθρώπου. Στὴ βάση τοῦ σταυροῦ τυλιγόταν ἕνα φίδι. Στὸ στόμα του κρατοῦσε ἕνα μῆλο. Μοῦ ἄρεσε αὐτὴ ἡ «ἀνάπτυξη» τοῦ «ἑλικοειδοῦς» γύρω ἀπὸ ἕνα ἄξονα. Κι οἱ λεπτὲς νευρώσεις τῶν φύλλων, ποὺ ἔφταναν ἀκόμα καὶ στὰ κοτσάνια τῶν φρούτων. Ὅμως, πάνω ἀπ’ ὅλα, ἔβλεπα, πὼς ὁ ἄνθρωπος ἦταν πεθαμένος.
Χριστιανοὶ καὶ πρέπει νὰ τὸ προσδιορίσω
Χριστιανοὶ τῆς Δύσης, γιατί ἔχετε ἀναπαραστήσει παντοῦ τὸν Χριστὸ σὰν πτῶμα, σὰν ἕναν πεθαμένο δίχως ἐλπίδα; Αὐτόν, ποὺ εἶναι ὁ νικητὴς τοῦ θανάτου; Τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ δὲν ὑπῆρξε ποτὲ ἕνα πτῶμα. Τὸ Πνεῦμα δὲ σταμάτησε νὰ τὸ διαπερνάει… Πρὶν τρία χρόνια πέρασα
μερικὲς βδομάδες τοῦ καλοκαιριοῦ σὲ μιὰ ὑπέροχη κοιλάδα τῶν Πυρηναίων, πού ‘χε μιὰ γλυκύτητα πράσινη καὶ γκρίζα. Ἡ περιοχὴ αὐτή, γιὰ μακρὸ διάστημα, εἶναι χώρα τῆς Χριστιανοσύνης. Παντοῦ ὑπῆρχαν σταυροὶ ἀπὸ γκρίζα πέτρα. Κι ὁ Ἰησοῦς νεκρός. Τὸ μικρό μου ἀγόρι ἦταν τότε στὰ τρία του χρόνια. Δὲ μποροῦσα νὰ τοῦ πῶ, πὼς ὁ Ἰησοὺς εἶναι ἀναστημένος. Οἱ σταυροὶ μὲ διάψευδαν. Ὁ θάνατος καταβρόχθιζε τὴ ζωή. Αὐτὸ τουλάχιστον ἔβλεπε. Πάει καιρός, ποὺ κι ἐγὼ βλέπω αὐτό. Περπατάω μαζὶ μ’ ἕνα φίλο, μέσα σὲ μία δεντροστοιχία ἀπὸ ἀμυγδαλιές. Ἐκεῖνος μοῦ μιλάει γιὰ τὴν ἱστορία, γιὰ τὸ ἀνέβασμα τῆς ζωῆς καὶ τῆς προόδου. Διστάζει ἀνάμεσα στὴν εὐτυχία καὶ στὸ μεγαλεῖο. Κι ἐγώ, τοῦ λέω, φεῦ… Ἀπὸ τί; Ἀπ’ ὅλα. Δὲν ὑπάρχουν, παρὰ μονάχα πρόσωπα. Ἀκόμα καὶ στὴν περίπτωση, ποὺ καθένας ἀπὸ μᾶς μποροῦσε νὰ ζήσει χίλια χρόνια, ἕνα ἑκατομμύριο χρόνια, ἂν ὅλα καταβροχθίζονται
μέσα στὸ μηδέν, γιατί νὰ ζήσουμε καὶ γιατί δὲ θάταν καλύτερο νὰ μὴν ὑπάρξουμε; Ἢ τότε, ἂς ξεχνᾶμε. Τότε ὅλα πρέπει νὰ τὰ ξεχνᾶμε. Ὅμως, δὲν ξεχνᾶμε ἡ λήθη δὲν εἶναι ἀλήθεια δὲ μποροῦμε νὰ ξεχνᾶμε. Κι ὅμως, ὁ Θεὸς ἦταν ἐκεῖ. «Ὁ ἐρχόμενος». Ἀκόμα καὶ μέσα στὴν ἀγωνία. Σ’ αὐτὴ τὴν πεισματάρικη ἄρνηση περίπου ἄξεστη ποὺ κυμαίνεται ἀνάμεσα στὴ λησμοσύνη καὶ στὴν ἀποδοχή. Γιατὶ παύει νάναι ἄνθρωπος, ἐκεῖνος, ποὺ δέχεται σὰν αὐτονόητο τὸν κόσμο, τὸν σφραγισμένο ἀπ’ τὸν θάνατο. Ὁ Θεὸς ἐρχόταν μέσα στὴν ἀγωνία, ἀλλά, ταυτόχρονα καὶ μέσα στὴν ἔκπληξη.
Ἀγαποῦσα τὴ γῆ μὲ μιὰ ἀγάπη δυνατή, βίαιη, μὲ ξεσπάσματα,
κάποτε-κάποτε, σὰ σὲ χοντροκομμένες ἐκστάσεις: Ξάπλωνα πάνω της καὶ μὲ κουβαλοῦσε, σὰ φτερὸ στὸν ἄνεμο, πρὸς τὸν οὐρανό. Καὶ τὴν ἔνοιωθα τόσο πιὸ ἐλαφριά, ὅσο ἦταν βαρύτερη. Τὸ ἄπειρο, τὸ καθαρό, ἕνας κόσμος ἀρχέγονος ἔτσι μοῦ φαινόταν σὰ μόλις ν’ ἀναδυόταν ἀπ’ τὴ θάλασσα, μισοπνιγμένος
ἀπ’ τὰ ἕλη. Ἀκρογιαλιές, ἀμμόλοφοι, καλαμιές, ἐκτάσεις, ποὺ πάλλουν στὸν ἄνεμο, ποὺ ἀλλάζουν ἀδιάκοπα κάτω ἀπ’ τὴ σφαιρικὴ εὐλογία τοῦ ἐλεύθερου οὐρανοῦ. Τὸ γαλάζιο τονίζεται πιὸ μελαγχολικὸ μέσα ἀπ’ τὰ πεῦκα. Τὰ κλήματα, τὴν ἄνοιξη, εἶναι πυρσοὶ ἀναμμένοι,
σπινθηροβολώντας μὲ τὰ καινούργια χρυσά τους φῦλλα. Ἡ γῆ ἔχει τὸ χρῶμα τῆς ὤχρας. Τὸ φῶς συμπυκνώνεται γλυκὰ μέσα στὴ λάμψη τῶν λουλουδιῶν τῆς ἀμυγδαλιᾶς, μέσα στὸ ὁλόλευκο μεθύσι τοῦ νάρκισσου. Τὰ βουνὰ ἔχουν κοπεῖ ἔτσι, ποὺ νὰ γίνονται κι ὁ γυμνὸς θρόνος τοῦ φεγγαριοῦ. Παντοῦ τὸ μυστικό, μέσα στὸ φανέρωμα, τὸ μυστήριο μέσα στὴν ἀφθονία τῆς ἔλλαμψης. Κάμποσες
μέρες, τὸν χειμώνα, τὸ φύσημα τῆς θάλασσας καὶ τῆς γῆς καταλαγιάζει. Ὅλα ἀκινητοποιοῦνται. Οἱ πρῶτες ἀμυγδαλιές ἀνθίζουν. Ὀμορφιὰ ἀπόλυτη Ὑπὸ ἀστέρος ἐδιδάσκοντο Τὸ παράδοξο πλεονέκτημα τῆς ἐποχῆς μας εἶναι, πὼς ἡ ἴδια ἡ ἱστορία μᾶς σπρώχνει στὸ ἔσχατο. κι εὔθραστη, μέσα στὴ γαλήνια ἄβυσσο τοῦ γαλανοῦ οὐρανοῦ. Τὰ λουλούδια βγαίνουν, σὰ μέσα ἀπ’ τὸ ξύλο. Λουλούδια δίχως
φῦλλα, σὰ νὰ γεννιῶνται ἀπ’ τὸ σκληρό, τὸ ξερό, τὸν θάνατο. Σκελετοὶ μαῦροι, ποὺ ἀνθίζουν στὸ πρῶτο φύσημα, ὅπως τὰ κόκκαλα στὴν προφητεία τοῦ Ἰεζεκιήλ. Στὰ ἑβραϊκά, ἡ ἀμυγδαλιὰ ὀνομάζεται «ὁ ἄγρυπνος». Ὁ «ἄγρυπνος», αὐτός, ποὺ ξυπνάει. Ξύπνια μέσα
στὸν χειμώνα. Μᾶς ξυπνάει σ’ ὅλη τὴν ὀμορφιά. Τότε μόλις καὶ τολμᾶμε νὰ περπατήσουμε. Ἀποφεύγουμε κάθε ἀπότομη κίνηση. Ὁ κόσμος εἶναι ἕνα κρύσταλλο, ποὺ ἡ παραμικρὴ ἀσυλλόγιστη κίνηση θὰ τὸ βεβήλωνε, κι ἴσως νὰ τὸ ἔσπαγε. Λοιπόν, θὰ προτιμοῦσα, τ’ ἀπογευματινὰ νὰ βροντοῦν ἀπ’ τὸν μαΐστρο. Lou
Magistrau: O ἄνεμος κύριος. Τότε τὸ γαλάζιο δὲν εἶναι μονάχα οὐράνιο. Ἁπλώνεται παντοῦ. Τὰ καταβροχθίζει ὅλα. Ἴσα με τὸν βράχο, ἴσαμε τὸ κόκκαλο, ἴσαμε τὴν ὕπαρξη. Καταβροχθίζει τὸν ἄνθρωπο ἴσαμε τὴν καρδιά. Δὲ συγχωρεῖ τὴν παραμικρὴ πλαδαρότητα, ἀκόμα καὶ τὴν πιὸ κρυφὴ ἀμφιταλάντευση. Ὅλα φλογίζουν. Κι οἱ φλόγες εἶναι κρύες, καθαρές,
βαφτιστικές, ἔτσι σὰ νὰ προέρχονται ἀπ’ τὸ νερό. Φύση καθαρή,
ξερή, χωρὶς τίποτα τὸ πρασινογάλαζο ἢ τὸ ὑγρό. Ὁ οὐρανὸς τῆς γῆς κι ἡ γῆ τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως ἔχει πεῖ ὁ Λόρκα. Μέσα στὸν χερσότοπο, ἀκόμα καὶ τὸ φυτὸ γίνεται μεταλλικό.
Πόσο μίσησα τὸ ὁλοπράσινο Νησὶ τῆς Γαλλίας, ποὺ ὅλα εἶναι φυτικά, ὑγρά, ἀκόμα καὶ τὰ βράχια, ἀκόμα κι ὁ οὐρανὸς μιὰ σάρκα ἀδιάφανη, παντοδύναμη! Ἐνῷ στὶς μεσογειακὲς χῶρες, μόλις φτάσεις στ’ ἀπομονωμένα ὀροπέδια, ἀντικρύζεις τὴ φωτιὰ νὰ κρυσταλλίζει. Ἀκόμα κι ἡ σάρκα εἶναι οὐράνια. Εἴμουνα ἕνας μεσογειακὸς εἰδωλολάτρης. Κι ὅταν ἀνάπνεα κι ὅταν ἔτρωγα κι ὅταν περπατοῦσα, σὲ κάθε ἐμπειρία, ξυπνοῦσε μέσα μου ἡ φωτιά. Πολυθεϊστική; Τὰ πράγματα ἠχοῦν πολὺ ἁπλά. Ὁ ἄνεμος σηκώνεται, ὁ πλάτανος ἀρχίζει νὰ τραγουδάει. Ξέρω, πὼς ὁ πλάτανος ὑπάρχει. Τὴ μέρα ποὺ ἔμαθα ὅτι ἤξερα, ἄρχισα νὰ περπατάω, νὰ περπατάω.
Ἀκόμα καὶ τὸ βράδυ, ἔστρεφα πρὸς τὴ μεγάλη περιοχή, ποὺ ἔκαιγε ὅπως ἄλλοτε μέσα στὸ βραδινὸ τελετουργικὸ μιὰ ξυλοφωτιά. Ἡ συνείδηση τῆς συνείδησης χόρευε
μέσα μου. Μιὰ ἄλλη γνώση. Μιὰ ἄλλου εἴδους χαρά. Ἴσως ἔκσταση. Ἀλλὰ σκληρή, κρυσταλλική.
Δεμένη ὅπως ὁ ὑπομονετικὸς ἱστὸς τοῦ ξύλου ἢ ἡ πέτρα, ποὺ κρατάω στὸ χέρι μου. Ναί, τὸ μυστικὸ μέσα στὴν ἐνάργεια. Κι ἔλεγα, εἴμουνα τότε στὸ κατώφλι τῆς νειότης: « Ὕπαρξη, ὕπαρξη!» Τὸ βασίλειο τῆς ὕπαρξης. Ἔβαλα αὐτὸ τὸν τίτλο σὲ μιὰ συλλογὴ ποιημάτων, ποὺ τὰ ἔχω ὅλα ξεχάσει, ἐξὸν ἀπ’ τὸ ὅτι ὑμνοῦσαν, σὲ τρεῖς κύκλους, τὰ ἕλη καὶ τὶς ἀμμουδιὲς καὶ τ’ ἀμπέλια τῆς περιοχῆς. Ἡ ἀγωνία κι ἡ ἔκπληξη προχωροῦσαν μαζί. Ὅπως τὰ φῦλλα, μέσα στὸν χερσότοπο, εἶναι σκληρά, σκούρα καὶ γυαλιστερὰ ἀπ’ τὴ μιὰ μεριὰ κι ἁπαλὰ καὶ φωτεινὰ ἀπ’ τὴν ἄλλη. Ἔτσι διάβαινα, μ’ ἕνα τρόπο «ἐμβρυώδη», ἀπ’ αὐτό, ποὺ οἱ ἀρχαῖοι πνευματικοὶ ὀνομάζουν «μνήμη
θανάτου» στὴν ἔκπληξη τοῦ «ὑπάρχειν». Ἦταν μιὰ πιθανὴ δικτύωση τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀνάστασης. Ὡστόσο, ἂν δὲ μεσολαβοῦσε καμμιὰ ἀποκαλυπτικὴ διακοπή, ὁ θάνατος δὲ θά ‘χε τὴν τελευταία λέξη; Ὅμως, μιὰ φορά, σὲ μιὰ στιγμὴ ἀπελπισμένης στοργῆς κάποιος, ποὺ τὸν ἀγαποῦσα, περνοῦσε μιὰ μεγάλη θλίψη καὶ δὲ μποροῦσα νὰ κάνω τίποτα μιὰ φορὰ αὐθόρμητα, προσευχήθηκα. Ἤξερα τὴ λέξη «προσευχή» στὸν Θεὸ ἀπ’ τὶς Κυριακάτικες
συζητήσεις. Ἕνα εἶδος τελετουργίας, εὐχαριστίας ἀνέβαινε ἀπὸ μέσα μου ἐπίσης, καὶ κατὰ τὶς στιγμὲς τῆς ἔκπληξης. Στὸ σχολειὸ εἴμουνα τότε ἑφτὰ χρόνων μᾶς ρώτησαν ποιές σκέψεις
μᾶς γεννοῦσαν τὰ κρύα κι οἱ βροχὲς τοῦ Νοέμβρη. Ἀπάντησα γραπτά:
«Σκέφτομαι τοὺς νεκροὺς κι αὐτὸ μὲ κάνει νὰ προσεύχομαι». Αὐτὸ ἦταν ἕνα μικρὸ σκάνδαλο. Ὁ δάσκαλος μοῦ ἐξήγησε, πὼς οἱ νεκροὶ εἶναι σὲ πολλὴ ζεστασιὰ μέσα στὴ γῆ. Δὲν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ τίποτα. Έχουμε χρέος νὰ σκεφτοῦμε τοὺς δυστυχισμένους. Αὐτούς, ποὺ δὲν ἔχουν μὲ τί νὰ ζεσταθοῦν. Ἦταν ἀλήθεια, εἴμουνα νικημένος. Κι ὅμως, οἱ νεκροί. Εἶναι τόσο κοντά, ὅταν ὅλα τυλίγονται μέσα στὸ κρύο. Ἂν ξέραμε, μονάχα, τὸν δρόμο. Κανένας δὲν ἤξερε, λοιπόν, πὼς κάποιος ἔχει πεῖ: «εἶμαι ἡ ὁδός». Ἀργότερα, διαβάζοντας τὸν Ρῶσο προσκυνητή, ἀναγνώρισα αὐτὴ τὴν πρώτη κι ἀναμφίβολα οἰκουμενικὴ προσευχή: « Ἔχει λεχθεῖ μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη, πὼς κάθε στεναγμὸς καὶ κάθε κίνηση πρὸς τὴν ἐλευθερία τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ ἡ «μυστηριώδης» κίνηση τῆς δημιουργίας, αὐτὴ ἡ λαχτάρα, ἡ βαλμένη μέσα στὶς ψυχές, εἶναι ἡ ἐσωτερικὴ προσευχή… εἶναι «τὰ πάντα ἐν πᾶσι!».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ ἄλλος ἥλιος»,ἔκδοση Σπορᾶς.
http://www.antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου