«Αύτη η
βίβλος γενέσεως ουρανού και γής», δηλαδή, «αυτό είναι το βιβλίο που ομιλεί για
τήν δημιουργία τού ουρανού και τής γής». Με αυτά τα λόγια αυτοχαρακτηρίζεται
από τήν αρχή η Γένεσις, το πρώτο βιβλίο τής Παλαιάς Διαθήκης, η οποία ξεκινά με
τήν δημιουργία τού κόσμου. «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού», δηλαδή, «βιβλίο πού
αναφέρεται στήν γέννηση τού Ιησού Χριστού».
Με αυτές τις λέξεις αρχίζει ο Ματθαίος τό πρώτο βιβλίο τής Καινής Διαθήκης, η
οποία διακηρύσσει τό χαρμόσυνο μήνυμα τής αναδημιουργίας τού φθαρμένου κόσμου.
Οι τίτλοι που δίνουν για τόν εαυτό τους
τα δύο αυτά πρώτα βιβλία τής Παλαιάς και τής Καινής Διαθήκης δεν φαίνονται να
ανταποκρίνονται στο περιεχόμενό τους. Η Γένεση δεν μιλάει μόνο για τήν
δημιουργία, αλλά περιγράφει επίσης τήν πτώση τών πρωτοπλάστων και τήν έξωσή τους
από τόν παράδεισο, δίνει πληροφορίες για τούς πρώτους ανθρώπους, τόν κατακλυσμό
και τόν πύργο τής Βαβέλ, ενώ στήν συνέχεια κάνει εκτενή αναφορά για τόν Αβραάμ,
τόν Ισαάκ, τόν Ιακώβ και τούς δώδεκα πατριάρχες. Ομοίως, τό κατά Ματθαίον
Ευαγγέλιο ξεκινά με όλα όσα έχουν σχέση με τήν γέννηση και τόν ερχομό τού
Χριστού στόν κόσμο και φθάνει μέχρι τήν σταύρωση και τήν ανάστασή του.
Η φαινομενική αυτή ασυμφωνία ανάμεσα
στόν τίτλο και τό περιεχόμενο τών θεόπνευστων βιβλίων δεν οφείλεται σε κάποιο
λάθος ή ανακρίβεια τών συγγραφέων τούς. Αντίθετα, είναι βασικό γνώρισμα τής
Γραφής, το οποίο επανειλημμένως επισημαίνουν οι Πατέρες τής Εκκλησίας, η αρχή
να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τό όλο. Έτσι, άλλοτε από τήν αρχή λαμβάνει τό
όνομά του τό όλο, όπως είδαμε στα δύο αυτά παραδείγματα, ενώ άλλοτε το όλο
δίνει το όνομά του στήν αρχή. Γι αυτό, ο Πατήρ, ο οποίος είναι η αρχή τής
θεότητος, από τόν οποίο γεννάται ο Υιός και εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, πάρα
πολύ συχνά στήν Γραφή δηλώνεται με τήν λέξη «Θεός». Ομοίως η Γραφή συχνά
διακρίνει τα δύο φύλα σε «άνθρωπο» και «γυναίκα», όχι βέβαια επειδή δεν θεωρεί
την γυναίκα άνθρωπο, αλλά επειδή ο άνδρας είναι η αρχή από τήν οποία προήλθε η
ομοούσια και ισότιμη με αυτόν γυναίκα.
Και άλλα τέτοια πολλά παρόμοια παραδείγματα
συναντάμε στήν Γραφή, τα οποία, αν δεν γνωρίζουμε τόν βασικό τρόπο με τόν οποίο
εκφράζονται τα Ιερά Βιβλία, υπάρχει κίνδυνος να τα παρανοήσουμε και να πέσουμε
σε δογματικά λάθη και να αδικήσουμε τα ιερά κείμενα και να θέσουμε σε κίνδυνο
τήν σωτηρία μας.
Από το πρώτο κεφάλαιο τού Ευαγγελίου
του ο Ματθαίος πιστοποιεί στούς αναγνώστες του δύο βασικές προϋποθέσεις που
εκπληρώνει στό πρόσωπό του ο Ιησούς Χριστός ως Μεσσίας. Πρώτα πρώτα, ο Μεσσίας,
σύμφωνα με τις προφητείες τής Παλαιάς Διαθήκης, έπρεπε να είναι απόγονος τού
Αβραάμ, να κατάγεται από τήν φυλή τού Ιούδα και να προέρχεται από τό βασιλικό
γένος τού Δαβίδ. Γι αυτό ο Ματθαίος ξεκινά το Ευαγγέλιο με το γενεαλογικό
δένδρο τού Ιησού Χριστού αποδεικνύοντας περίτρανα ότι ο Ιησούς Χριστός είναι όντως απόγονος τού
Δαβίδ, τού Ιούδα, τού Αβραάμ.
Όλοι οι Εβραίοι όφειλαν να γνωρίζουν
το γενεαλογικό τους δένδρο, για να αποδεικνύουν αναντιρρήτως ότι ανήκουν στήν
μία ή τήν άλλη φυλή. Γι αυτό στήν Παλαιά Διαθήκη συναντάμε αρκετούς
γενεαλογικούς καταλόγους. Με τήν καταστροφή όμως τών Ιεροσολύμων από τόν Τίτο
το 70 μ.Χ. χάθηκαν από τούς Εβραίους οι γενεαλογικοί κατάλογοι. Σχολιάζοντας τό
γεγονός αυτό ο άγιος Νεκτάριος παρατηρεί ότι δεν μπορεί πλέον κανένας άλλος Μεσσίας
να αναμένεται, αφού εξέλιπαν τα πειστήρια, δηλαδή οι γενεαλογικοί πίνακες, και
επομένως, οι προφητείες είναι αδύνατο πλέον να εκπληρωθούν, εάν δεν εκπληρώθηκαν
πρίν από τήν καταστροφή τών Ιεροσολύμων επί Τϊτου.
Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν ο Μεσσίας να
γεννηθεί από τήν Παρθένο – στά Εβραϊκά «Αλμά», δηλαδή απειρόγαμη νεαρή κόρη –
για τήν οποία είχε μιλήσει περίπου οκτώ αιώνες πρίν ο προφήτης Ησαΐας. Αυτήν τήν
προφητεία θύμισε στήν μνήστορα Ιωσήφ ο άγγελος Κυρίου, προκειμένου να τού δώσει
εξηγήσεις για τό μυστήριο τής κυοφορίας τής Παρθένου Μαρίας. Σύμφωνα με τήν
προφητεία ο υιός τής Παρθένου θα ονομάζεται Εμμανουήλ, δηλαδή «ο Θεός είναι
μαζί μας». Πράγματι, η Εκκλησία σε όλους τούς αιώνες ομολογεί και διακηρύσσει
τόν Ιησού Χριστό ως τόν Θεό Λόγο, ο οποίος έγινε άνθρωπος για χάρη μας και σκήνωσε
ανάμεσά μας και συναναστράφηκε με μας και είναι και θα είναι μαζί μας όλες τις ημέρες
μέχρι τήν συντέλεια τού αιώνα.
Η Γραφή χαρακτηρίζει τόν μνήστορα
Ιωσήφ δίκαιο. Η δικαιοσύνη του έγκειται στό ότι όταν είδε ότι η Παρθένος ήταν
έγκυος μολονότι δεν είχαν μεταξύ τους σαρκικές
σχέσεις, δεν θέλησε να τήν καταγγείλει στόν κόσμο, όπως όριζε ο Μωσαϊκός νόμος,
για να τήν λιθοβολήσουν ως μοιχαλίδα – δεν τού είχε εμφανισθεί βέβαια ακόμη ο
άγγελος τού Θεού. Με τήν αγάπη τού υπερέβηκε τόν νόμο, ή καλύτερα, τήρησε τήν
ουσία και τό πνεύμα τού νόμου. Έτσι κατέστη όμοιος με τούς δίκαιους τής Παλαιάς
Διαθήκης, όπως τόν Μωυσή και τον Δαβίδ, οι οποίοι υπερβαίνοντας τόν νόμο,
έδειχναν αγάπη και συγχωρητικότητα προς ασεβείς, προς φονευτές και προς ασελγείς
ανθρώπους.
Αυτήν τήν δικαιοσύνη καλούμαστε να
μιμηθούμε και εμείς. Η αδικία μας κοάζει, η ανθρώπινη δικαιοσύνη μας κρατάει
κολλημένους στήν γη. Η θεία δικαιοσύνη μόνο μας σώζει και μας αγιάζει, διότι
ταυτίζεται με τήν αγάπη. Ένας άγιος έλεγε ότι τό να «αγαπήσεις τόν πλησίον σου
ως σεαυτόν» ουσιαστικά σημαίνει να αγαπήσεις τόν πλησίον σου περισσότερο από
τόν εαυτό σου. Τόσο λοιπόν πιο δίκαιοι θα είμαστε στήν ζωή μας, όσο περισσότερο
αδικούμε τούς εαυτούς μας, προκρίνοντας τό αληθινά καλό και συμφέρον τών
συνανθρώπων μας. Κατά τόν βαθμό που πορευόμαστε αυτήν τήν οδό, θα μοιάζουμε με
τόν Θεό και με όλους τούς δικαίους του.
Αρχιμ. Π.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου