Μητρ. Σισανίου & Σιατίστης κ. Παῦλος
Ὁ, νῦν, σεβασμιώτατος Σισανίου & Σιατίστης ἀποφασίζοντας νὰ μᾶς μιλήσει γιὰ τὰ Χριστούγεννα, μᾶς μιλᾶ γιὰ τὰ πάντα: Συνδέει τὴν ἀνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πτώση τοῦ ἀνθρώπου καὶ μᾶς βοηθᾶ νὰ διακρίνουμε τὰ καθέκαστα τῆς προπατορικῆς ἁμαρτίας ὡς μιὰ διαδοχὴ γεγονότων ποὺ ἀφηγεῖται σφαιρικώτερα, βαθύτερα καὶ ἐν τέλει ἀκριβέστερα ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη αὐτὸ καθαυτὸ τό, τρέχον, ἱστορικό μας παρόν!
Ἐκφωνήθηκε στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’90, στὴν Κύπρο.
Οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας δὲν καθορίστηκαν τυχαῖα ἀλλὰ ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὴ δική μας ζωή. Εἶναι μνῆμες καὶ μαρτυρίες ἀλήθειας καὶ ζωῆς. Τὸ ἐρώτημαποὺ γεννιέται εἶναι πόσο καταλαβαίνομε αὐτὲς τὶς γιορτές, πόσο συνειδητοποιοῦμε ὅτι ὅλα τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ εἶναι σταθμοὶ τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας, μᾶς ἀφοροῦν ἄμεσα καὶ προσωπικά. Καὶ τοῦτο γιατί ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι μόνο ὁ τέλειος Θεὸς ἀλλὰ εἶναι καὶ ὁ τέλειος ἄνθρωπος. Ὅ,τι, λοιπόν, ἀφορᾶ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀφορᾶ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅ,τι συμβαίνει στὸ Χριστὸ ἔχει ἄμεση προέκταση στὴ δική μας ζωή. Τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ποιμένων της εἶναι νὰ προσπαθοῦν νὰ φανερώσουν τὶς διαστάσεις αὐτῶν τῶν γεγονότων, μέσα στὴν προσωπική μας ζωὴ καὶ ἱστορία.
Σὲ λίγες μέρες ἑορτάζουμε τὸ μεγάλο γεγονὸς τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ: τὰ Χριστούγεννα. Γιὰ νὰ μπορέσουμε νὰ καταλάβουμε τὴ σημασία αὐτῆς τῆς γιορτῆς πρέπει νὰ ξεκινήσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς Ἱστορίας. Καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς Ἱστορίας εἶναι ἡ ἀ γ ά π η τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Εἶναι ὁ τριαδικὸς Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ἀρχή, ἡ αἰτία, τὸ νόημα καὶ τὸ τέλος τῶν πάντων. Εἶναι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε καὶ ἔγιναν τὰ πάντα, αὐτὸς ποὺ ἐνετείλατο καὶ ἐκτίσθησαν.
Ἡ κλήση κι ἡ ἄρνηση
Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης μᾶς ἀποκαλύπτει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη. Δὲνμᾶς λέει ὅτι ἔχει ἀγάπη, ἀλλὰ ὅτι εἶναι ἀγάπη. Εἶναι δηλαδὴ κ ο ι ν ω ν ί α π ρ ο σ ώ π ω ν. Ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀγάπη, σὲ αὐτὴ τὴν ἀγαπητικὴ κοινωνία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος θέλει νὰ καλέσεικαὶ ἄλλα πρόσωπα, συμμέτοχα αὐτῆς τῆς ἀγάπης. Ὅπως – θὰ λέγαμε, στὰ ἀνθρώπινα δεδομένα – δυὸ ἄνθρωποι ποὺ ἀγαπιοῦνται θέλουν σ’ αὐτὴ τὴν ὄμορφη κοινωνία τοῦ γάμου τους, τῆς ἀγάπης τους, νὰ ἔχουν συμμέτοχους τὰ παιδιά τους, ἔτσι ἀκριβῶς ὁ Θεός,ποὺ εἶναι ἀγάπη, δημιουργεῖ στὴν ἀρχὴ τοὺς ἀγγέλους καὶ μετὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἔτσι λοιπόν, ἡ αἰτία τῆς δημιουργίας μας εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ τριαδικὸς Θεός μᾶς καλεῖ νὰ ζήσουμε μαζί του, στὴ δική του κοινωνία. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μᾶς βάζει στὸν παράδεισο. Καὶ παράδεισος δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἕνας τόπος ὅσο ἕνας τρόπος ζωῆς. Εἶναι τὸ νὰ ζεῖς μαζὶ μὲτὸ Θεό, νὰ μετέχεις στὴ ζωή του, νὰ συναναστρέφεσαι μὲ τὸ Θεό. Ταυτόχρονα, ὁ Θεὸς ποὺ εἶναι ἀγάπη φανερώνει στὸν ἄνθρωπο τὰ σύνορα τῆς ζωῆς – πού, ὅταν τὰ διαβεῖ, ἐκεῖ τὸν περιμένει ὁ θάνατος. Ποιά εἶναι τὰ σύνορα τῆς ζωῆς; Ὁ Θεὸς εἶναι! Ἂν ὁ ἄνθρωπος δοκιμάσει νὰ αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ Θεό, τὸν περιμένει ὁ θάνατος. Δ ὲ ν ὑ π ά ρ χ ε ι ὁ θ ά ν α τ ο ς ἀ φ’ ἐ α υ τ ο ῦ. Εἶναι ἡ κατάσταση αὐτῆς τῆς ἀποξένωσης, αὐτῆς τῆς αὐτονομίας. Ὅπως τὸ χέρι μας, ἅμα τὸ ἀποσπάσουμε ἀπ’ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα νεκρώνεται, ὅπως τὸ κλαδὶ ἅμα τὸ κόψουμε ἀπ’τὸ δένδρο ξεραίνεται, γιατί ἀκριβῶς αὐτὸς εἶναι ὁ φυσιολογικὸς χῶρος τῆς ζωῆς του, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχει χωρὶς τὸ Θεό. Γιατί ὁ Θεὸς εἶναι ‘‘δομικὸ’’ στοιχεῖο τοῦ ἀνθρώπου. Θὰ λέγαμε πολὺ ἁπλά, ἕνα ἀπὸ τὰ ‘‘ὑλικὰ’’ ποὺ δημιουργήθηκε. Πότε ὁ ἄνθρωπος ἔγινε ψυχὴ ζῶσα; Ὅταν ὁ Θεὸς ἐνεφύσησεν εἰς τὸπρόσωπον αὐτοῦ πνοὴν ζωῆς. Ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἄνθρωπος, γίνεται πρόσωπο, ἀπ’ τὴ στιγμὴ ποὺ μ ε τ έ χ ε ι στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς τὸν πληροφορεῖ ὅτι,τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ δοκιμάσεις νὰ φᾶς ἀπ’ τὸν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ δένδρου, θὰ πεθάνεις.Δὲν τὸν ἀπειλεῖ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπο. Ἁπλὰ τοῦ φανερώνει ὅτι δ ὲ ν ὑ π ά ρ χ ε ι ζ ω ὴ ἔ ξ ω ἀ π ὸ τ ὸ ν Θ ε ό. Ὅταν λέτε στὸ μικρό σας τὸ παιδί, παιδί μου μὴ δοκιμάσεις νὰ πηδήξεις ἀπὸ τὴν ταράτσα γιατί ἂν πηδήξεις θὰ σκοτωθεῖς, δὲν ἀπειλεῖτε νὰ τὸ σκοτώσετε, ἀλλὰ τὸ ἐνημερώνετε γιὰ τὴ φυσικὴ τάξη τῶν πραγμάτων. Κι ὅπως ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἀγνοήσει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δοκιμάσει νὰ πηδήξει γιὰ νὰ πετάξει ψηλά, πέφτει καὶ συντρίβεται, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος δοκίμασε νὰ αὐτονομηθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό. Δοκίμασε νὰ θεωθεῖ – ἀλλὰ χωρὶς τὸ Θεό. Αὐτὴ ἦταν ἡ παγίδα ποὺ τοῦ ἔστησε ὁ διάβολος.
Ἔχει σημασία νὰ συνειδητοποιήσουμε αὐτὴ τὴν παγίδα, γιατί δὲν εἶναι παγίδα γιὰ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, ἀλλὰ γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο. Τί ὑπόσχεται, ποιό ‘‘τέλος’’ δίνει ὁ Θεὸς στὸν ἄνθρωπο; Τὸν δημιουργεῖ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν. Τὸν καλεῖ δηλαδὴ νὰ γίνει μέτοχος τῆς θείας ζωῆς, νὰ θεωθεῖ! Τί τοῦ ὑπόσχεται ὁ διάβολος; Τὸ ἴδιο τέλος, τὴ θέωση, ἀλλὰ μὲ ἄλλο δρόμο: τὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸ Θεό, τὴν αὐτονομία ἀπὸ τὸ Θεό. Τὴν ἡμέρα, τοῦ λέγει, ποὺ θὰ φᾶς ἀπὸ τὸν καρπὸ αὐτοῦ τοῦ δένδρου, δηλαδὴ ποὺ θὰ ἀγνοήσεις τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θ’ ἀνοίξουν τὰ μάτια σου καὶ θὰγίνεις καὶ σὺ Θεός. Καὶ πείθεται ὁ ἄνθρωπος… Καὶ δοκιμάζει νὰ αὐτονομηθεῖ. Καὶ ἀντὶ πλέον νὰ σωθεῖ, ἀντὶ νὰ θεωθεῖ, πέφτει ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς στὸ ἐπίπεδό του πόνου, τῆς φθορᾶς, τῆς ἀρρώστιας καὶ τελικὰ τοῦ θανάτου. Δικαιολογημένα ἡ Ἐκκλησία μας ὀνομάζει τὴν ἁμαρτία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου πτώση, γιατί ἦταν πτώση ἀπὸ τὸ ἐπίπεδο τῆς θείας ζωῆς στὸ ἐπίπεδο τοῦ θανάτου.
Ἡ ἀναζήτηση
Κι ἔτσι πλέον ἀρχίζει ἡ μεγάλη περιπέτεια τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν θέλησε νὰ θεωθεῖ διὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ τελικὰ ἀπέτυχε. Μέσα του βέβαια ὑπάρχει ὁ πόθος καὶ ἡ λαχτάρα, καὶ δοκιμάζει ὁ ἄνθρωπος – σὲ μιὰ μακρότατη πορεία – νὰ ξαναβρεῖ τὸ Θεό. Ἔφιαξε θρησκεῖες, φιλοσοφίες, ὀργάνωσε πολλὰ συστήματα, σὲ μιὰ προσπάθεια νὰ γίνει Θεός. Ἀλλὰ ἡ προσπάθεια αὐτὴ ἀπέβη ἄκαρπη. Ὁ ἄνθρωπος τελικὰ δὲν μπόρεσε νὰ θεωθεῖ. Κι ὅσο περνοῦσαν τὰ χρόνια τόσο ἔβλεπε πόσο μάταια ἦταν ἡ προσπάθειά του. Ἔφτασε πολὺ κοντὰ στὴν ἀλήθεια, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ φτάσει στὸ κέντρο τῆς ἀλήθειας.Κατάλαβε πολλὰ πράγματα, ἀλλὰ δὲν μπόρεσε νὰ γ ν ω ρ ί σε ι καὶ νὰ κ ο ι ν ω ν ή σ ε ι μὲ τὸν Θεό. Δὲν ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ ἠθικὴ παράβαση, ἀλλὰ γιὰ μιὰ διαφθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, καὶ νὰ θέλει νὰ σωθεῖ, δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ. Ἔφτασε στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τῆς ὡριμότητας: νὰ νοιώσει ὅτι μὲ τὸ Θεὸ δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ ἀναζητήσει νὰ γίνει κοινωνὸς τῆς ζωῆς του. Αὐτὰ εἶναι τὰ ‘‘ἀρχαῖα μυστήρια’’: ἡ αἴσθηση ὅτι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἁπλὰ νὰ πιστεύει στὴν ὕπαρξη κάποιου Θεοῦ, ἀλλὰ νὰ συναντήσει αὐτὸ τὸ Θεό, νὰ κοινωνήσει μὲ τὴ δική Του ζωή. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα μάταιο. Κι ἔρχεται κάποια στιγμή, σ’ ὅλο τὸν ἀρχαῖο κόσμο, ποὺ συνειδητοποιεῖται ἡ ἀ δ υ ν α μ ί α τῆς αὐτοσωτηρίας. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ μὲ τὶς δικές του δυνάμεις.Στὴ δική μας, τὴν ἑλληνική, παράδοση ὑπάρχει μιὰ ἀρχαία τραγωδία, ἡ ὁποία μὲ τὸν πιὸ ἐκπληκτικὸ τρόπο ζωγραφίζει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάσταση. Δηλαδὴ τὴν ἀ δ υ ν α μ ί α τῆς αὐτοσωτηρίας. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ σωθεῖ μὲτὶς δικές του δυνάμεις.
Στὴ δική μας, τὴν ἑλληνική, παράδοση ὑπάρχει μιὰ ἀρχαία τραγωδία, ἡ ὁποία μὲ τὸν πιὸ ἐκπληκτικὸ τρόπο ζωγραφίζει αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν κατάσταση. Δηλαδὴ τὴν ἀδυναμία τῆς αὐτοσωτηρίας.Εἶναι ἡ περίφημη τραγωδία τοῦ Αἰσχύλου ‘‘Προμηθέας Δεσμώτης’’. Ὁ Προμηθέας, σύμφωνα μὲ τὴν τραγωδία, ἔχει κλέψει ἀπὸ τοὺς θεοὺς τὸ ἱερὸν πῦρ, κι ἔχει καταδικασθεῖ πλέον νὰ εἶναι δεμένος στὸν Καύκασο κι ἐκεῖ νά ’ρχεται ἕνα πτηνὸ καὶ νὰ τοῦ τρώει τὸ συκώτι. Πρέπει νὰ γίνει τελείως καλὰ γιὰ νὰ μπορέσει μόνος του νὰ σπάσει τὶς ἁλυσίδες. Ἀλλὰ κεῖ ποὺ πάει νὰ γίνει, ἕνα πτηνὸ ξανάρχεται καὶ τοῦ ξανατρώει τὸ συκώτι – καὶ τὸ μαρτύριό του συνεχίζεται γιὰ χρόνια, γιὰ χρόνια, γιὰ χρόνια. Κάποια στιγμὴ περνάει ἀπὸ τὸν τόποτοῦ μαρτυρίου καὶ τοῦ βασανισμοῦ ὁ Ἑρμῆς. Καὶ βλέποντας τὸν Προμηθέα σ’ αὐτὴτὴν κατάσταση, τοῦ λέει ἕνα προφητικό – θὰ ἔλεγα – λόγο: Ποτὲ δὲν θὰ πάρουν τέλος τὰ δεινά σου… Ἐκτὸς ἂν ὁ Θεὸς σὲ λυπηθεῖ καὶ στείλει κάποιον δικό του νὰ σὲ σώσει! Ἤ, ὅπως εἶπε ἕνας ἄλλος σοφὸς ἀρχαῖος, «ἐκτὸς ἂν Θεός τις, διάδοχος τῶν σῶνπόνων φανεῖ». Τί ἐκφράζουν τὰ λόγια τοῦ Ἑρμῆ; Τὴ συνειδητοποίηση τῶν ἀρχαίων ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δὲν θὰ προέλθει ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο. Ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου θὰ ἔρθει μόνον ἀπὸ τὸ Θεό! Κι ὅταν πιὰ ὁ κόσμος ἔχει ὡριμάσει, τότε θὰ ἔλθει τὸ πλήρωματοῦ χρόνου… Ἂν προσέξετε, τὰ Χριστούγεννα – στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα ποὺ διαβάζεται – θ’ ἀκούσετε ἀκριβῶς νὰ λέει: «Ὅταν ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν Του». Ποιό ἦταν τὸ ‘‘πλήρωμα τοῦ χρόνου’’; Τί σημαίνει πλήρωμα τοῦ χρόνου; Τὸν κατάλληλο καιρό. Ποιόςἦταν ὁ κατάλληλος καιρός; Ὁ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρωποι κατάλαβαν τὴν ἀ δ υ ν α μ ί α ν ὰ σ ω θ ο ῦ ν μ ὲ τ ὶ ς δ ι κ έ ς τ ο υ ς δ υ ν ά μ ε ι ς…
Ἡ πρόσληψη
Καὶ τότε τί γίνεται; Τότε ὁ Θεὸς κλίνει τοὺς οὐρανοὺς καὶ κατεβαίνει στὴ γῆ. Τότε ὁ Θεὸς λυγίζει τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἔρχεται στὴ γῆ. […] Καὶ ἔτσι πλέον φτάνουμε στὰ Χριστούγεννα. Τότε ποὺ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ γίνεται υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ποὺ ὁ Θεὸςμπαίνει μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου – τότε ποὺ ὁ Θεὸς μπαίνει μέσα στὸ χρόνο τοῦ ἀνθρώπου.
Τί ἔγινε τὰ Χριστούγεννα; «Ὁ λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ,τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἔρχεται νὰ προσλάβει τὴν ἀνθρώπινη φύση. Μὲ ποιό τρόπο; Ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου. […] Καὶ ἔτσι πλέον, «ἄνθρωπος ἐγένετο Θεός». Γιατί ὅμως ἄνθρωπος ἐγένετο Θεός; Οἱ Πατέρεςτῆς Ἐκκλησίας μᾶς ἀπαντοῦν: «Ἴνα Θεὸν τὸν Ἀδὰμ ἀπεργάσηται.» Γιὰ νὰ κάνει Θεὸτὸν ἄνθρωπο. […] Ἔτσι λοιπὸν ὁ Θεὸς μπαίνει μέσα στὴν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Καὶ πῶς μπαίνει; Σὰν ἕνα βρέφος. Σὰν ἕνα ἀδύνατο μωρό. Γιατί μπαίνει ἔτσι; Ἀπὸ_ σ ε β α σ μ ὸ_ στὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεὸς […] μᾶς ἔπλασε ἐλεύθερους. Μᾶς ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ τοῦ ποῦμε ὄχι – καὶ σεβάστηκε τὴν ἐξουσία μας. Ἀκόμα καὶ τώρα, ποὺ ἔρχεται, πάλι σέβεται τὴν ἐλευθερία μας. Ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει κάπου ὅτι «ὅσοι ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι». Δὲν εἶπε: μᾶς ἔκανε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Εἶπε: μᾶς ἔδωσε τὴν ἐξουσία νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ – τὴν δυνατότητα δηλαδή. Τώρα (μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση)ἂν θέλουμε, μποροῦμε νὰ γίνουμε τέκνα Θεοῦ. Κατὰ συνέπεια, κληρονόμοι Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καὶ νὰ κληρονομήσουμε τὴν ἡτοιμασμένην ἡμῖν Βασιλείαν.
Ἀξίζει νὰ προσέξουμε τὸ πῶς καὶ τὸ γιατί τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως. Δὲν μᾶς κατήργησε σὰν ἀνθρώπους. Θὰ μποροῦσε ὁ Θεὸς νὰ μᾶς πεῖ: Σᾶς ἔπλασα, σᾶς ἔδωσαπροορισμὸ καὶ νόημα, ἐσεῖς ἀποτύχατε. Σᾶς καταργῶ λοιπόν. Νὰ ἐξαφανιστεῖ αὐτὸ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων – θὰ δημιουργήσω καινούργιον ἄνθρωπο. Ὄχι. Ἀλλὰ τίκάνει; Ἐνῶ δὲν καταργεῖ τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἔρχεται νὰ ἀνακαινίσει τὴν ἀνθρώπινη φύση. […] Ἔχουμε [τώρα] τὴ δυνατότητα νὰ γίνουμε μέλη μιᾶς καινούργιας ἀνθρωπότητας. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ. Ὁ γενάρχης τῆς καινούργιας ἀνθρωπότητας. Καὶ ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ καινούργια ἀνθρωπότητα; Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ! Τώραὁ ἄνθρωπος, ὁ κάθε ἄνθρωπος, μπορεῖ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τὸ θάνατο στὴ ζωή – μπορεῖνὰ γίνει μέλος αὐτῆς τῆς νέας ἀνθρωπότητας. Ὁ ἄνθρωπος, μὲ τὴ σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ἀπέκτησε τὴ δυνατότητα νὰ εἶναι πιά, ἐκεῖνος, φοβερὸς ἀπέναντι στὸ θάνατοκαὶ στὸ διάβολο.
Ἡ χαρὰ τῆς γιορτῆς
Τί εἶναι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο χρειάζεται, καὶ ἴσως εἶναι τὸ σημαντικὸ ποὺ πρέπει νὰδοῦμε; Ποιά ἡ δική μας θέση ἀπέναντι στὰ Χριστούγεννα. Φέτος, στὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου, ἀφοῦ πέρασαν οἱ γιορτές, μὲ κάλεσαν σὲ ἕνα ραδιοφωνικὸ σταθμὸ στὴ Χαλκίδα, νὰ κάνουμε μία ἐκπομπή. Μοῦ ἔλεγε λοιπὸν ἡ δημοσιογράφος ὅτι, ξέρετε, πάτερ, ἤμουνα μὲ μία παρέα ἀπὸ φίλες μου, εἴχαμε μία θλίψη μέσα μας γιατὶ οἱ γιορτὲς πέρασαν καὶ δὲν τὶς καταλάβαμε, καὶ αἰσθανόμαστε τώρα πιὸ ἄδειοι καὶ ὑλικά – γιατὶ πολλὰ ξοδέψαμε – καὶ πνευματικά – γιατὶ τίποτα δὲν καταλάβαμε. Τῆς εἶπα, τὸ καταλαβαίνω αὐτὸ ποὺ λέτε, γιατὶ ἁπλὰ δὲν γιορτάσατε ἢ νὰ τὸ πῶ (λέω) κάπως ἀλλιῶς, γιορτάσατε τὰ Χριστούγεννα ἀλλὰ χ ω ρ ὶ ς τ ὸ Χ ρ ι σ τ ό. Καὶ τῆς ἔφερα μάλιστα ἕνα παράδειγμα. Λέω, κάποιοι ἄνθρωποι θέλουν νὰ γιορτάσουν τὰ Χριστούγεννα, ψάχνουν λοιπὸν τὴν παραμονὴ τὸ βράδυ νὰ δοῦν σὲ ποιό ‘‘ρεβεγιὸν’’ θὰ πᾶνε – ἀλλὰ εἶναι τρελλὸ πράγμα τελικὰ νὰ σκέφτεσαι ὅτι μπορεῖς νὰ γιορτάσεις τὰ Χριστούγεννα σ’ ἕνα ‘‘κέντρο’’. Εἶναι τρελλὸ πράγμα νὰ σκέφτεσαι ὅτι θὰ γιορτάσεις τὰ Χριστούγεννα τ ρ ώ γ ο ν τ α ς τ ὴ ν π α ρ α μ ο ν ή. Τί σχέση ἔχουν ὅλα αὐτὰ μὲ τὰ Χριστούγεννα; Καμμία ἀπολύτως σχέση δὲν ἔχουν… Τὰ Χριστούγεννα γεννᾶται ὁΧριστός! Ἂν τὸν θέλεις, θὰ πᾶς ἐκεῖ ποὺ εἶναι. Θὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ εἴπανε, μεταξύ τους,οἱ ποιμένες: «διέλθομεν δεῖ ἕως Βηθλεὲμ καὶ εἴδομεν τὸ ρῆμα τοῦτο, τὸ γεγονός, ὃ ἐλάλησεν ἡμῖν ὁ ἄγγελος». Καὶ ποιά εἶναι ἡ Βηθλεὲμ σήμερα; Ἡ Ἐκκλησία! Καὶ ποιός εἶναι ὁ ἄγγελος σήμερα; Ἡ φωνὴ τῆς καμπάνας, ποὺ μέσα στὴ νύχτα μᾶς λέει «ἰδοὺ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτεύχθη ὑμῖνσήμερον σωτήρ». […]
Γιὰ νὰ κλείσουμε τὰ ὅσα εἴπαμε: Ὅλοι μας ἀντιμετωπίζουμε τὸν πειρασμὸποὺ ἀντιμετώπισε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος. Ποιός ἀπὸ σᾶς ποὺ εἶναι ἐδῶ, ἀπὸ μᾶς, ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ εἶναι ἀπ’ ἔξω, ποιός δὲν θέλει νὰ εὐτυχήσει στὴ ζωή του; Ποιός δὲν θέλει νὰ ἐπιτύχει; Γιὰ νὰ τὸ πῶ κάπως ἀλλιῶς, ποιός δὲν θέλει νὰ ζήσει; Ὅλοι μας θέλουμε νὰ ἐπιτύχουμε, νὰ ζήσουμε, νὰ εὐτυχήσουμε – μὲ μία λέξη: νὰ θεωθοῦμε. Γιατὶαὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικὴ εὐτυχία στὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸν πρῶτο ἄνθρωπο, τὸ ἐρώτημα γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο, ἄρα καὶ γιὰ μᾶς, εἶναι ἕνα: Πῶς θὰ κατορθώσουμε τὴ ζωή μας; Εἶναι τὸ ἴδιο δίλημμα: μ α ζ ὶ μὲ τὸ Θεὸ καὶ μ έ σ α ἀπ’ τὸ Θεὸ ἢ χ ω ρ ὶ ς τὸ Θεὸ καὶ ἐ ν α ν τ ί ο ν_ τοῦ Θεοῦ; Ὁ πρῶτος ἄνθρωπος δοκίμασε νὰ ζήσει καὶ νὰ θεωθεῖ χωρὶς τὸ Θεό, καὶ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀντὶ νὰ θεωθεῖ ἔπεσε –καὶ συμπαρέσυρε ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἔρχεται καί(μὲ τὴν ὑπακοή του στὸ θέλημα τοῦ Πατέρα) προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη φύση,τὴ ‘‘μπολιάζει’’ μὲ τὸ θεϊκὸ ‘‘μπόλι’’. Θὰ τὴν περάσει – μέσα ἀπὸ τὸν σταυρό – στὸ θάνατο (ποὺ εἶναι τὸ πιὸ παράλογο γιὰ τὸν ἄνθρωπο) καὶ θὰ νικήσει τὸ θάνατο, καὶ θὰ ἀναστηθεῖ, καὶ θὰ ἀναληφθεῖ καὶ θὰ καθήσει στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα. Ποιός; Ὁ Χριστός. Δηλαδή, ὁ Θ ε ὸ ς κ α ὶ ὁ ἄ ν θ ρ ω π ο ς… Ὁ Χριστὸς ἀνέστη, σημαίνει ὁἄνθρωπος ἀνέστη! Ὁ Χριστὸς ἀνελήφθη, σημαίνει ὁ ἄνθρωπος ἀνελήφθη… Γι’ αὐτὸ καὶ τὰ τροπάρια τῆς Ἀναλήψεως λένε: «Ἄγγελοι θαυμάζουσι, ὀρῶντες ἄνθρωπον ὑπεράνω αὐτῶν.» Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε κατώτερος ἀπ’ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ ἀφοῦ μετὰ τὴν πτώση του προσελήφθη ἡ ἀνθρώπινη φύση του ἀπ’ τὸ Χριστό, πλέον,στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἑνωμένη καὶ ἡ ἀνθρώπινη φύση, κάθεται στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ Πατέρα, καὶ οἱ ἄγγελοι θαυμάζουνε γιατὶ βλέπουν τὸν κατώτερό τους ἄνθρωπο τώρα νὰ εἶναι ὑπεράνω αὐτῶν. Αὐτὲς οἱ δυνατότητες μᾶς δόθηκαν τὰ Χριστούγεννα. Τὸ θέμα εἶναι, θὰ τὶς ἐκμεταλλευτοῦμε; Τὸ θέμα εἶναι, θὰ καταλάβουμεὅτι μόνο μέσα ἀπ’ τὸ Θεὸ καὶ διὰ τοῦ Θεοῦ θὰ φθάσουμε στὴν πραγματική μας θέωση;
Οἱ ἄδειοι καιροί
Κάτι ἀκόμα, τελευταῖο. Ὁ ἄγγελος μᾶς εἶπε ὅτι αὐτὸς ποὺ ἔρχεται εἶναι ὁ «σωτήρας». Ἀπὸ τί μᾶς σώζει; Τὸ ρῆμα «σώζομαι» – τὸ ἑλληνικότατο αὐτὸ ρῆμα – σημαίνει γίνομαι σῶος, γίνομαι ἀκέραιος. Τί ζητᾶμε λοιπὸν στὴ σχέση μας μὲ τὸ Θεό;Τὴ χαμένη μας ἀκεραιότητα. Ἦταν ὁ Θεός, ἀπ’ τὴν ἀρχή, ἡ ‘‘βάση’’ τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. Καὶ κάποια στιγμὴ ἀρνηθήκαμε τὸ Θεό. Τί κερδίσαμε; Ἀρνηθήκαμε τὸν ἄνθρωπο.
Τ ὸ ἴ δ ι ο σ υ μ β α ί ν ε ι καὶ στὰ δικά μας τὰ χρόνια. Εἴμαστε στὸ τέλος ἑνὸς αἰώνα κι ἑνὸς πολιτισμοῦ ποὺ θεμελιώθηκε στὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ. Ἤμουν ἀκόμα μαθητὴς τοῦ λυκείου ὅταν οἱ «ἀπόστολοι» κάποιων ψεύτικων παραδείσων ὑποσχόντουσαν καινούργιο κόσμο, κόσμο δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας καὶ παράδεισους,ἀλλὰ μὲ ἕνα κοινὸ γνώρισμα: Ὄχι στὸ Θεό… Καὶ κεῖ θεμελιώθηκε ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς ποὺ τελειώνει. Ποιό ἦταν τὸ ἀποτέλεσμα; Αὐτὸς ὁ πολιτισμὸς ἀρνήθηκε τὸν ἄνθρωπο! Στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ αἰώνα ὁ ἄνθρωπος εἶναι τὸ πιὸ ἀνυπόληπτο ἀπ’ ὅλατὰ δημιουργήματα. Ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος καὶ μπῆκε στὸν κόσμο σὰν ἕνα βρέφος,γιὰ νὰ δείξει τὴν ἀξία ποὺ ἔχει ἀκόμα κι ἕνα παιδί. Ἐνῶ ἐμεῖς σήμερα πουλᾶμε τὰπαιδιά μας στοὺς ἔμπορους τῶν ναρκωτικῶν, στοὺς παιδεραστές, καὶ σ’ ὅλο αὐτὸ τὸ συνάφι, τελικά, τῶν κακοποιῶν. Αὐτοὶ ὅμως ἐκφράζουν τὸν πολιτισμὸ ποὺ τελειώνει. Ἀκριβῶς, ἀντὶ νὰ ἀρνηθοῦν τὸ Θεό, ἀρνήθηκαν τὸν ἄνθρωπο. Καὶ κάποιοι ἀπ’αὐτούς, π ε ι σ μ ω μ έ ν ο ι γ ι α τ ὶ δ ὲ ν π έ τ υ χ α ν, ἐνῶ κάποτε ἀρνιόντουσαν τὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς ἐπιστήμης, τώρα αὐτὴ ἡ «ἐπιστημονική» τους ἰδιότητα δὲν τοὺς ἐμποδίζει νὰ γίνονται… ἀποκρυφιστὲς καὶ σατανιστὲς καὶ ὀπαδοὶ τῶν ποικίλων παραθρησκευτικῶν ὁμάδων. Γιὰ νὰ φτάσουν στὴν ὁλοκληρωτικὴ γελοιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου… Γιατὶ τελικὰ εἶναι γελοιοποίηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀρνεῖται τάχα τὸ Θεό, στὸ ὄνομα τῆς λογικῆς καὶ τῆς ἐπιστήμης – τὸν προσωπικὸ Θεό, τὸ Θεὸ ποὺ μπῆκε στὴν Ἱστορία, τὸ Θεὸ ποὺ πέρασε εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας, τὸ Θεὸ ποὺ κι ἂν τὸν ἀρνηθεῖς θὰ φωνάξουν οἱ πέτρες (δίπλα σας εἶναι οἱ Ἅγιοι Τόποι) – νὰ θεωρεῖς παράλογο νὰ πιστεύεις σ’ αὐτὸ τὸ Θεό, καὶ νὰ θεωρεῖς τώρα λογικὸ τὸ νὰ λατρεύεις ἀπόκρυφες δυνάμεις. Ἀλλὰ ἔτσι κάνει ὁ διάβολος: γελοιοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους.
Ἔτσι λοιπόν, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀφοῦ σᾶς εὐχαριστήσω γιὰ τὴν ὑπομονήσας, θὰ πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι τὰ Χριστούγεννα τότε μόνον ἔχουν ἀξία γιὰ μᾶς, τότε ἔχουν ἀξία γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ὅταν γίνουν ἡ ἀφορμή, ὁ σαρκωθεὶς Θεὸς νὰ μπεῖ στὸχρόνο τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς. Ὅταν μπεῖ μέσα στὸ χρόνο τῆς ζωῆς μας – καὶ τὴν κόψει στὴ μέση: στὴν πρὸ καὶ τὴν μετὰ Χριστόν. Γιατὶ αὐτὸ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴν χρονολογία τὴ γνωστή, ἀλλὰ τὴ χρονολογία τῆς δικῆς μας πορείας τῆς ζωῆς. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ οὐσιαστικώτερος τρόπος νὰ ἑορτάσομε. Ὄχι μιὰ στιγμή, ὄχι μιὰ μέρα, γιατὶ ὅποιος ἔτσι ἐπιχειρεῖ δὲν γιορτάζει ποτὲ καὶ τίποτα – γι’ αὐτὸν περνᾶνε οἱ γιορτές, κιἔχει μέσα του θλίψη καὶ πίκρα. Γιατί; Νά, γιατὶ αὐτὴ ἡ λέξη «γιορτὴ» τὴ νοιώθεις ὅτι ἔχει μέσα της χαρά. Καὶ βλέπεις νὰ περνᾶνε οἱ μέρες τῆς γιορτῆς, κι ἐσὺ νὰ εἶσαι ἄδειος, νὰ εἶσαι ‘‘ἰδιότροπος’’, νὰ εἶσαι ‘‘στριμμένος’’, νὰ εἶσαι ‘‘ἀνάποδος’’ – νὰ μὴ μπορεῖς νὰ χαμογελάσεις σὲ κανέναν. Ἔ, ποῦ εἶναι ἡ γιορτὴ λοιπόν, ποῦ εἶναι ἡ χαρά;Γιατί ὁ ἄνθρωπος δὲν τὰ αἰσθάνεται αὐτά; Διότι γιορτάζει τὰ Χριστούγενα – ἀλλὰχωρὶς τὸ Χριστό. Διότι ἀφήνει τὸ χρόνο τῆς ζωῆς του νὰ κυλάει στὴν κακομοιριὰ καὶστὸ θάνατο, κι ὄχι στὴ χαρὰ καὶ στὴ δόξα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. […]
Σὲ τί σκότος τὸ φῶς
Πῶς τελικά, τὰ Χριστούγεννα θὰ γίνουν ἡ δική μας γιορτή; Τὴν προϋπόθεση μᾶςτὴν ἔχει δώσει ὁ Xριστός, στὴν ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία. Ὅταν μᾶς εἶπε «μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται». Γιατὶ τότε πλέον θὰ ἀναγνωρίσεις τὸ Χριστό. Πότε; Ὅταν ἔχεις καθαρὴ καρδιά. Ἄρα, λοιπόν, ἡ προϋπόθεση εἶναι αὐτὴποὺ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς λένε. Ἡ κάθαρση τῆς καρδιᾶς μας ἀπὸ τὰ πάθη, εἶναι ἡ βασικὴ προϋπόθεση γιὰ νὰ ἀκολουθήσει μετὰ ὁ φωτισμὸς τοῦ νοῦ μας ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ νὰ μποροῦμε νὰ σ υ ν ε ι δ η τα ο π ο ι ή σ ο υ μ ε καὶ νὰ ζ ή σ ο υ με ὅλα αὐτὰ τὰ γεγονότα, σὰν γεγονότα τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς καὶ ἱστορίας.
Εἶπα προηγουμένως ἕνα παράδειγμα. Σκεφθεῖτε το τελείως λογικά: Τί εἶναι τὰ Χριστούγεννα; Μιὰ γιορτὴ τῆς Ἐκκλησίας. Τί σχέση ἔχουν τὰ Χριστούγεννα μὲ τὸ ὁποιοδήποτε ‘‘κέντρο’’; Δὲν εἶναι λοιπὸν τυφλὸς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιχειρεῖ νὰ γνωρίσει τὴ χαρὰ τῶν Χριστουγέννων στὴν ὁποιαδήποτε αἴθουσα; Δὲν εἶναι παράλογος; Δὲν εἶναι αὐτὴ μιὰ σχιζοφρενικὴ κατάσταση; Ἐκεῖ θὰ συναντήσει τὸ Χριστό; Τίσυμβαίνει λοιπὸν καὶ δὲν ξέρει ποῦ νὰ τὸν συναντήσει, καὶ δὲν ξέρει ποῦ νὰ βρεῖ τὴ χαρά; Ὁ σκοτασμὸς τοῦ νοῦ! Ὑπάρχει ἄπειρο σκοτάδι ἐδῶ [στὸ νοῦ] μέσα. Γιατί; Γιατὶ ὑπάρχουν τὰ ‘‘λέπια’’. Ποὺ ἔχουν χαλάσει τὸ ‘‘ὀπτικὸ νεῦρο’’. Καὶ ποιά εἶναι τὰ λέπια;Τὰ πάθη! Τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων.
Θυμᾶμαι (γιὰ νὰ δεῖτε μέχρι ποῦ φτάνουμε, σὰν παράδειγμα) ὅταν κάποτε ζήτησα ἀπὸ μία, ἠληκιωμένη, γυναίκα νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ κάποιο συγγενικό της πρόσωπο – γιὰ μιὰ ἀστεία διαφορά – ἀρνήθηκε. Τῆς εἶπα λοιπὸν πολὺ χοντρά: γιαγιά μου, εἶσαι ἕνα βῆμα πρὶν ἀπ’ τὸν τάφο. Θὰ πεθάνεις καὶ θὰ πᾶς στὴν κόλαση! Καὶ τί μοῦ ἀπαντάει ἡ γιαγιά; Στὴν κόλαση νὰ πάω καὶ στὰ μαῦρα κατράμια, αὐτουνοῦ δὲν τοῦ μιλάω… Τόσο πολὺ ἐξεπλάγην ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς τυφλότητας (αὐτὴ ἡ γιαγιὰ ποὺ ἔκανε μετάνοιες μπροστὰ στὶς εἰκόνες κτλ) ὥστε εἶναι ὁ μόνος ἄνθρωπος στὴ ζωή μου ποὺ τὸν ἔδιωξα ἀπὸ τὴν ἐξομολόγηση… Τῆς εἶπα, σήκω καὶ φύγε! Ἀλλὰ αὐτὸ ἴσως τελικὰ τὴν θεράπευσε, γιατὶ μὲ συνάντησε κάπου ἀλλοῦ καὶ μοῦ εἶπε, ξέρεις ποιά εἶμαι; Λέω, ποιά εἶσαι; Μοῦ θύμησε τὸ περιστατικὸ καί, ἐκεῖ ποὺ πῆγα νὰ ἀγριέψω, μοῦ λέει, πῆγα ὅμως καὶ ἔκανα αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπες.
Σκεφτεῖτε λοιπὸν πόση τυφλότητα. Ἀπὸ ποῦ; Ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας. Α ὐ τ ὸ ς μ ᾶ ς κ ρ ύ β ε ι τ ὴ θ έ α τ ο ῦ Θ ε ο ῦ. Αὐτὸς μπαίνει ἀνάμεσα σὲ μᾶς. Γιατί, ἄλλωστε, ‘‘ἐγωισμὸς’’ καὶ ‘‘ἀγάπη’’ εἶναι δύο πράγματα εὐθέως ἀντίστροφα. Καὶ ἂν σήμερα ἔχουμε ἀνθρώπους ἀ ν ί κ α ν ο υ ς ν ὰ ἀ γ α π ή σ ο υ ν ἀ κ ό μ α κ α ὶ τ ὰ πα ι δ ι ά τ ο υ ς, εἶναι γιατὶ ζοῦν μία παρὰ φύσιν ζωή, τὴ ζωὴ τοῦ ἐγωισμοῦ. Ὁ ἐγωισμὸς σκοτώνει. Ὁ ἐγωισμὸς εἶναι πάντα δολοφονικός. Σκοτώνει ψυχὲς πρῶτα, καὶ κάποτε καὶ σώματα.
Ἄρα λοιπόν, γιὰ νὰ καταλήξουμε, αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐμποδίζει εἶναι ὅτι δὲν εἶναι καθαρὲς οἱ ψυχές μας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ προτροπὴ εἶναι «ψυχαῖς καθαραῖς καὶ ἀρυπότοις χείλεσι» νὰ πλησιάζουμε. Ἂν πραγματικὰ μᾶς ἐνδιαφέρει, τότε θὰ πρέπει, μὲ τὴσυμβουλὴ καὶ τὴν καθοδήγηση κάποιου πνευματικοῦ πατέρα, νὰ βαδίσουμε μέσα στὴν Ἐκκλησία αὐτὸ τὸ δρόμο ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ καθαρίσουμε τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὰ πάθη, γιὰ νὰ μποροῦμε μετὰ νὰ χαροῦμε παρουσία Θεοῦ.
Τόσο ἡ ἠχητικὴ ἐγγραφὴ τῆς ὁμιλίας ὅσο καὶ ἡ ἀπομαγνωτοφώνηση τῶν κυριώτερων σημείων τῆς ὁμιλίας, ἔχουν ἀντληθεῖ τὸ πρῶτο ἀπὸ το ραδιόφωνο καὶ τὸ δεύτερο από τὸ περιοδικὸ τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας.
Η εἰκονογραφικὴ πλαισίωση τῆς μετάδοσης ἔγινε ἀπὸ τὸ Ἀντίφωνο.
Πηγή: Ἀντίφωνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου