19ΙΟΥΝ
Τὸν Αὔγουστο τοῦ 1992 ξέσπασε ἕνας σφοδρὸς ἐμφύλιος πόλεμος στὴ βορειοδυτικὴ περιοχὴ τῆς Γεωργίας, στὴν Ἀμπκχαζία (Abkhazia). Οἱ μουσουλμᾶνοι αὐτονομιστὲς τῆς Ἀμπκχαζίας παίρνοντας συμμάχους ἀπὸ τὴν Ἀνατολικὴ Τουρκία, τὴν κεντρικὴ Ἀσία, τὴν Συρία, τὴν Ἰορδανία, τὴ Ρωσία καὶ τὴν Οὐκρανία, σκότωσαν 20.000 ἀνθρώπους καὶ ἔδιωξαν 250.000 ἀπὸ τὴν πατρίδα τους πεζούς. Ἡ κάποτε γνωστὴ γιὰ τὶς φυσικὲς ὀμορφιές της στὶς ἀκτὲς τῆς Μαύρης Θάλασσας Ἀμπκχαζία, ἔγινε τόπος ἐθνικῆς καθάρσεως. Οἱ περισσότεροι ἐκδιωχθέντες ἦταν Γεωργιανοὶ ―οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦσαν τὸ 44% τοῦ πληθυσμοῦ τῆς περιοχῆς― ὅπως ἐπίσης Ἀρμένιοι, Ἐσθονοὶ καὶ Ἑβραῖοι.
Μὲ τὴν κατάρρευσι τῆς σοβιετικῆς κυβερνήσεως στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ᾽90, στὴν περιοχὴ αὐτὴ ―ποὺ εἶχε ἤδη ἐμποτισθῆ ἀπὸ τὶς ἐθνικὲς διακρίσεις καὶ τὴν προπαγάνδα τῶν σοβιετικῶν ἀρχῶν― δὲν ὑπῆρχε πλέον καμμία ἀπολυταρχικὴ ἀρχή. Ἔτσι ἡ περιοχὴ ἔγινε θῦμα ἐθνικῶν ἐχθροπραξιῶν, ποὺ ὡδήγησαν σὲ ἐμφύλιο πόλεμο καὶ ἄφησαν τὴν Ἀμπκχαζία θρυμματισμένη.
Ἀπὸ ἕνα τόσο πυκνὸ σκοτάδι ὅμως ἔλαμψε μιὰ ἀκτῖνα φωτὸς ἀποκαλύπτοντας τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο πόνο. Ὁ π. Ἀνδρέας μὲ τὴν ἀσκητικὴ ζωή του ―ποὺ ἦταν σύμφωνη μὲ τὴ ζωὴ τῶν πατέρων τῆς ἐρήμου τῆς πρώτης Ἐκκλησίας― ἔθεσε τὰ θεμέλια γιὰ τὴ μαρτυρική του θυσία προβάλλοντας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Στὰ ἑπόμενα ἄρθρα παρουσιάζουμε τόσο τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τοῦ π. Ἀνδρέα ὅσο καὶ τὸ μαρτύριό του. Εἴθε ἡ ζωή του νὰ μᾶς ἐμπνέῃ νὰ σηκώνουμε ἀγόγγυστα τὸ σταυρό μας καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ.
1. Νεανικὰ χρόνια καὶ μεταστροφὴ στὸν Χριστιανισμὸ
Στὶς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1966 ἡ οἰκογένεια τοῦ Elgudja Kurashuili ἀπέκτησε ἕνα ἀγόρι στὸ ὁποῖο ἔδωσαν τὸ ὄνομα Πάατα (Paata). Ὠνομάστηκε ἔτσι, ἐπειδὴ ἕνας πρόγονος τῆς οἰκογένειας ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα αὐτὸ θυσίασε τὴ ζωή του σ᾿ ἕναν πόλεμο ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν.
Ἂν καὶ ὁ πατέρας τοῦ Πάατα εἶχε γαλουχηθῆ μέσα στὴν κομμουνιστικὴ ἰδεολογία, μεγάλωσε τὰ παιδιά του μὲ τὰ ἰδανικὰ τῆς εἰλικρινείας καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας. Τὸν καιρὸ ποὺ ὑπῆρχε ὁ κομμουνισμὸς στὴ Γεωργία ὁ Elgudja κατάφερε νὰ διασώσῃ ὅλες τὶς εἰκόνες ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καὶ ἄλλες μὲν νὰ τὶς δώσῃ στὸν πατριάρχη Ἐφραὶμ τὸν Β΄ καὶ τὶς ὑπόλοιπες νὰ τὶς φυλάξῃ στὸ τοπικὸ Ἐθνολογικὸ Μουσεῖο τὸ ὁποῖο εἶχε ἱδρύσει ὁ ἴδιος.
Ἡ μητέρα τοῦ Πάατα, ἡ Lamara, δούλευε στὸ σπίτι ἀνατρέφοντας τὰ ὀκτὼ παιδιά της, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ τέσσερα ὑπηρέτησαν τὴν Ἐκκλησία· δυὸ ἀγόρια της ἔγιναν ἱερεῖς καὶ δύο ἀπὸ τὶς κόρες μοναχές. Τὸ παράδειγμα τῆς εὐγενείας τῆς μητέρας ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη της τὰ βοήθησε νὰ πλησιάσουν τὸ Θεό.
Ὁ Πάατα ἦταν ἕνα εὐγενικὸ ἀγόρι πού, ἂν καὶ κάποιες φορὲς ἦταν ὑπερήφανο καὶ θυμῶδες, ἦταν πάντοτε δίκαιο. Μετὰ τὴν ὀγδόη τάξι συνέχισε τὴν ἐκπαίδευσί του σὲ τεχνικὸ σχολεῖο καὶ παράλληλα δούλευε σ᾿ ἕνα ἐργοστάσιο ποὺ κατασκεύαζαν σύρματα. Τὰ περισσότερα χρήματα ποὺ κέρδιζε ἀπὸ τὴ δουλειὰ του πήγαιναν στὴν οἰκογένειά του.
Ὁ Πάατα ἦταν προικισμένος μὲ φοβερὴ σωματικὴ δύναμι. Στὰ γυμνασιακά του χρόνια ἦταν πρωταθλητὴς τῆς ἑλληνορρωμαϊκῆς πάλης καὶ τοῦ καράτε. Ἡ μελέτη δὲν τοῦ ἄρεσε πολύ, ἀλλὰ ἀγαποῦσε τὴ λογοτεχνία.
Μὲ τὸ πέρας τῶν σπουδῶν του στὸ τεχνικὸ σχολεῖο γύρισε στὸ χωριό του τὸ Bagrat, στὴν Ἰμερετία, καὶ ἄρχισε νὰ ζῇ μιὰ συνηθισμένη ζωὴ ἔχοντας πολλοὺς φίλους καὶ διασκεδάζοντας συχνὰ μαζί τους. Πολὺ γρήγορα ὅμως συνειδητοποίησε ὅτι τέτοια ζωὴ δὲν τὸν ἱκανοποιοῦσε, καὶ ἔτσι ἄρχισε νὰ ψάχνῃ τὸ θησαυρὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς ποὺ δὲν εἶχε γνωρίσει ποτέ.
Στὰ 18 του χρόνια ὑπηρέτησε στὸ σοβιετικὸ στρατὸ καὶ στάλθηκε στὴν Οὑγγαρία. Κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θητείας του ἔστελνε καὶ λάμβανε πολλὰ γράμματα ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του. Ἰδιαίτερα ὅμως χαιρόταν ὅταν λάμβανε ἀπὸ τὴ μητέρα του ἐπιστολὲς οἱ ὁποῖες ἦταν γεμᾶτες ἐνδιαφέρον καὶ μητρικὴ ἀγάπη. Ὅταν ἀπολύθηκε ὁ Πάατα, ἐξέφρασε ὅλη τὴν ἐσωτερική του δυσαρέσκεια γιὰ τὸ στράτευμα μὲ τὸ νὰ μαζέψῃ ὅλα ὅσα εἶχε στὸ στρατὸ καὶ νὰ τὰ πετάξῃ στὸ ποτάμι, πνίγοντας μ᾽ αὐτὸ τὸν τρόπο ὅλες τὶς ἀναμνήσεις τῆς στρατιωτικῆς του θητείας στὰ νερά του.
Ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἡ ἀνεξαρτησία τῆς Γεωργίας ἄνοιξε σὲ πολλοὺς τὸ δρόμο γιὰ τὴ γνωριμία τους μὲ τὴν Ἐκκλησία. Στὸ χωριὸ Bagdati ὑπῆρχε μιὰ Χριστιανικὴ βιβλιοθήκη, ποὺ εἶχε ὑπεύθυνο τὸν Ἠλία Karkadze, ὁ ὁποῖος ἔγινε ὁ νονὸς τοῦ Πάατα καὶ τώρα εἶνε ἱερέας. Ὁ π. Ἠλίας θυμᾶται ὅτι μία μέρα συνάντησε τὸν Πάατα καί, μετὰ ἀπὸ μία σύντομη συνομιλία, ὁ Πάατα τοῦ ζήτησε βιβλία, ἐπειδὴ εἶχε ἀρχίσει νὰ δείχνῃ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴ Χριστιανικὴ πίστι. Ἀφοῦ διάλεξε ἀρκετὰ βιβλία, πῆγε σπίτι του καὶ ἀπὸ κείνη τὴ στιγμὴ ἄρχισε νὰ ἀλλάζῃ τρόπο ζωῆς. Διάβαζε γιὰ πάρα πολλὲς ὧρες καὶ δὲν ἔβγαινε καθόλου ἔξω. Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν πίστι μεγάλωνε καὶ ἡ γνῶσι του βάθαινε. Τὰ θεόπνευστα κείμενα τὸν ἄγγιξαν κατάβαθα, ὥστε μία φορά, τόσο ἀπορροφήθηκε ἀπὸ τὸ θεῖο λόγο, ποὺ δὲν βγῆκε ἀπὸ τὸ σπίτι γιὰ μία ἑβδομάδα. Ἀπὸ ἐκείνη τὴν περίοδο ὁ Πάατα ἄρχισε νὰ ζῇ ἀσκητικὰ καὶ μὲ πολὺ ζῆλο, ἀποδοκιμάζοντας τὶς ἐφήμερες ἀπολαύσεις. Ἔτσι προσέφερε ὅλη του τὴ νεότητα στὸ Χριστό.
Τὸ 1991 ὁ Πάατα ἀνακάλυψε ὅτι ὁ «ἱερέας» ποὺ τὸν εἶχε βαπτίσει δὲν ἦταν χειροτονημένος, ἔτσι ζήτησε ἀπὸ τὸν φίλο του Ἠλία νὰ γίνῃ ὁ ἀνάδοχός του. Τὴν ἴδια χρονιὰ ὁ Πάατα πήγαινε γιὰ προσκύνημα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς στὴν Adjata καὶ συγκεκριμένα στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέα. Μετὰ τὴν πρώτη του ἐπίσκεψι στὸ μοναστήρι, ξαναγυρνᾷ γιὰ δεύτερη φορά, ἀλλὰ αὐτὴ τὴ φορὰ δὲν θὰ ξαναφύγῃ, θὰ καθήσῃ ἐκεῖ.
Ἐπισκεπτόμενος κάποτε τὴν οἰκογένειά του ἀποσύρθηκε σὲ μιὰ σπηλιὰ τοῦ χωριοῦ καὶ παρέμεινε ἐκεῖ μέσα δύο ἑβδομάδες ἐν προσευχῇ.
Ἀνήμερα τῶν γενεθλίων του, στὶς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1992, ἐκάρη μοναχὸς παίρνοντας τὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου Ἀνδρέα, ὁ ὁποῖος κάποτε εἶχε κηρύξει στὴν Adjara. Τὸν Αὔγουστο τῆς ἴδιας χρονιᾶς χειροτονεῖται ἱερεὺς καὶ ὡς ἱερομόναχος ἀναλαμβάνῃ τὴν ἡγουμενία τοῦ μοναστηριοῦ.
Ὁ π. Ἀνδρέας εἶχε τὸ δικό του κῆπο. Τὸν καλλιεργοῦσε μόνος του καὶ ἡ σοδειὰ ἦταν ἀρκετὴ γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ μοναστηριοῦ. Ἔψηνε ψωμὶ καὶ ἔφτειαχνε ὡραῖα πρόσφορα. Διάβαζε καθημερινὰ ὅλο τὸ Ψαλτήρι καὶ ἔκανε 200 μετάνοιες. Στὴ συνέχεια διάβαζε τοὺς Χαιρετισμοὺς τῆς Παναγίας καὶ τοῦ ἁγίου Ἀνδρέα τοῦ Πρωτοκλήτου.
Γιὰ πέντε μῆνες εἶχε ἀποκλειστῆ στὸ μοναστήρι ἐξ αἰτίας τοῦ χιονιοῦ. Ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα ὁ π. Ἀνδρέας προσευχόταν ἔντονα καὶ ἔλεγε χαρακτηριστικά· «Ἂν ξέραμε τί εἶνε ἡ ἀπομόνωσι αὐτή, θὰ ἀφήναμε τὰ πάντα καὶ θ᾿ ἀκολουθούσαμε αὐτὴ τὴν ὁδό».
Ἡ ἄσκησι τοῦ πατρὸς Ἀνδρέα ἦταν πολὺ αὐστηρή· ἔτρωγε καὶ κοιμόταν ἐλάχιστα, καὶ στὴν πραγματικότητα κανείς δὲν ἔπαιρνε εἴδησι πότε ξέκλεβε λίγο ὕπνο. Δὲν κοιμόταν ποτέ σὲ κρεβάτι. Συνήθιζε νὰ κάθεται πάνω σὲ σανίδες κοντὰ στὸν τοῖχο, νὰ βάζῃ τὰ πόδια του στὴν καρέκλα, καὶ ἔτσι νὰ ἀναπαύεται. Ἡ ψυχή του ἐπιζητοῦσε τὴ μόνωσι, νὰ ζῇ σὲ μέρος ποὺ δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος καὶ νὰ ζῇ ἐκεῖ σὲ μυστικὴ συζήτησι μὲ τὸν Ἕνα ποὺ τὸν εἶχε καλέσει σὲ μιὰ τόσο ὑψηλὴ ἀποστολή. Ἀρχικά, ὁ γέροντάς του, π. Δανιήλ, τοῦ ἀπαγόρευε νὰ κάνῃ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὴν ἄσκησι. Καθὼς ὁ π. Ἀνδρέας προχωροῦσε ὅμως στὴν ἱερατική του πορεία, ποθοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἐρημικὴ ζωή. Ἀπέφευγε νὰ μιλᾷ πολύ, τόσο μὲ λαϊκοὺς ὅσο καὶ μὲ γυναῖκες. Ἀπαιτοῦσε τὴν αὐστηρότητα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐπειδὴ πρῶτα ἔδειξε αὐστηρότητα στὸν ἑαυτό του.
Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας ἐπιθυμοῦσε νὰ ἐργάζεται κοντὰ στὸν πνευματικό του πατέρα ἐπίσκοπο Δανιήλ. Ὁ τελευταῖος γνώριζε πολὺ καλὰ αὐτή του τὴν ἐπιθυμία καὶ περίμενε νὰ βρεθῇ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία ὥστε νὰ τὴν πραγματοποιήσῃ. Πολὺ σύντομα ὁ ἐπίσκοπος κάλεσε τὸν π. Ἀνδρέα νὰ ὑπηρετήσῃ στὸ Abkhazeti ὡς προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Γι᾿ αὐτὴ τὴ θέσι εἶχε καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Ἠλία τοῦ Β΄.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὑπῆρχαν πολλὲς ἀναταραχὲς στὸ Sukhumi καὶ οἱ κάτοικοί του ζοῦσαν μέσα σὲ μιὰ ἐμπόλεμη κατάστασι. Οἱ δύο ἀντίπαλες ὁμάδες, οἱ αὐτονομιστὲς τῆς περιοχῆς καὶ οἱ Zviadists, δημιουργοῦσαν πολλὰ προβλήματα, ἀπὸ τὴ μία ἀνατινάζοντας γέφυρες, προκαλώντας ζημιὲς στὸ σιδηρόδρομο, κάνοντας σαμποτάζ, χαλώντας ὁδικὰ δίκτυα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τρομοκρατώντας τοὺς πολῖτες καὶ παίρνοντάς τους ἀκόμη καὶ ὁμήρους.
Παρ᾽ ὅλες αὐτὲς τὶς ἀντιξοότητες ὁ π. Ἀνδρέας στὰ μέσα Φεβρουαρίου τοῦ 1993 ξεκίνησε μὲ τὸ δόκιμο Γαβριὴλ ἀπὸ τὸ Sukhumi μὲ προορισμὸ τὰ Κόμανα.
Ξεκίνησαν ἀρχικὰ μὲ τὰ πόδια καὶ στὴ συνέχεια ἐπιβιβάστηκαν στὸ λεωφορεῖο καὶ μὲ πολλὴ δυσκολία κατάφεραν νὰ φτάσουν στὸν προορισμό τους ἀποφεύγοντας πολλὰ στρατιωτικὰ μπλόκα ποὺ βρίσκονταν κατὰ μῆκος τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ Gumitsa.
Ἡ ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς πόλεως πάνω σ᾿ ἕνα λόφο. Οἱ κάτοικοι τῆς περιοχῆς ὑποδέχτηκαν τὸν π. Ἀνδρέα μὲ πολλὴ ἀγάπη καὶ χαρά, μιᾶς καὶ δὲν εἶχαν ἱερέα γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ κ᾽ εἶχαν μείνει χωρὶς θεία λειτουργία. Στὰ Κόμανα ὑπῆρχαν μόνο στρατιῶτες οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀποκάμει ἀπὸ τὴν μάχη, ἀλλὰ τόσο τὰ κηρύγματα ὅσο καὶ ἡ παρουσία τοῦ π. Ἀνδρέα ἀποτέλεσαν βάλσαμο στὴν ψυχή τους. Πήγαιναν πολὺ συχνὰ νὰ ἐκκλησιαστοῦν, ἂν καὶ ἀρχικὰ δὲν ἔδειξαν καὶ τόσο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν πίστι.
Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸ δόκιμο μοναχὸ Γαβριὴλ πήγαιναν συχνὰ στὴν πρώτη γραμμὴ τῆς μάχης, στὴν ἐμπόλεμη κυριολεκτικὰ ζώνη, καὶ ἔκαναν συζητήσεις μὲ τοὺς στρατιῶτες πάνω σὲ θέματα πίστεως. Πολλὲς φορὲς ἔμεναν καὶ στὸ χωριὸ Akhalsheni, ὅπου καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ στρατιῶτες τοὺς ὑποδέχονταν μὲ μεγάλο ἐνθουσιασμό. Δυστυχῶς ἐκεῖνο τὸ χωριὸ δὲν εἶχε ἀνθρώπους μὲ ἀληθινὰ σταθερὴ πίστι, καὶ ἔτσι ὁ π. Ἀνδρέας ἔπρεπε νὰ τοὺς κηρύττῃ συχνὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ προκειμένου νὰ τούς ἐνδυναμώνῃ.
Βλέποντας ὁ διάβολος τὶς ἐπίπονες προσπάθειες τοῦ π. Ἀνδρέα ξεκίνησε φοβερὸ πόλεμο. Ἕνα βράδυ ὁ δόκιμος Γαβριὴλ ἔγινε αὐτόπτης μάρτυρας μιᾶς τέτοιας σφοδρῆς ἐπιθέσεως τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν μὲ κάθε τρόπο νὰ πνίξουν τὸν π. Ἀνδρέα. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ λαιμὸς τοῦ π. Ἀνδρέα ἦταν γεμᾶτος μελανιὲς καὶ μώλωπες. Συμβουλεύοντας τὸ δόκιμο Γαβριὴλ τοῦ εἶπε· Πρόσεξε, θὰ πρέπῃ νὰ ἀντιμετωπίσῃς μόνος σου τὸν πόλεμο αὐτὸ ἐναντίον τῶν δαιμόνων. «Μὰ δὲν μπορῶ νὰ νικήσω, πάτερ, σ᾿ αὐτὴ τὴ μάχη, ἐκτὸς κι ἂν ὁ Θεὸς μὲ σώσῃ». Πράγματι τὸ ἴδιο ἐκεῖνο βράδυ ὁ δόκιμος Γαβριὴλ ἦρθε καὶ ὁ ἴδιος ἀντιμέτωπος μὲ τοὺς δαίμονες, τοὺς ὁποίους νίκησε μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὶς προσευχὲς τοῦ π. Ἀνδρέα.
Γενικά, οἱ ἀτέρμονες συζητήσεις δὲν ἦταν κάτι ποὺ ἀνέπαυαν τὸν π. Ἀνδρέα. Ὁ λόγος του ἦταν σύντομος ἀλλὰ ἀκριβής. Ἤξερε νὰ συγκινῇ τὶς καρδιὲς τῶν ἀκροατῶν του μόνο μὲ λίγες λέξεις καὶ νὰ τοὺς φέρνῃ σὲ συναίσθησι μετανοίας ξυπνώντας μέσα τους τὴν ἐπιθυμία γιὰ οὐράνια θέματα.
Ἕνα ἄλλο χάρισμα ποὺ εἶχε δοθῆ στὸν πατέρα Ἀνδρέα ἦταν αὐτὸ τῶν δακρύων. Ἔλεγε ἀσταμάτητα μέσα του τὴν καρδιακὴ προσευχὴ ἐνθυμούμενος κάθε στιγμὴ τὸ θάνατο. Αὐτὴ ἡ διαρκὴς μνήμη θανάτου ἦταν πάντοτε στὸ νοῦ του καὶ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο κατάφερνε τὶς θλίψεις νὰ τὶς ἀντιμετωπίζῃ ὡς εὐλογίες.
Τὸν συνόδευε πάντα ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου· «Κράτα τὸ νοῦ σου στὸν ᾅδη καὶ μὴν ἀπελπίζεσαι». Ὅταν κάποιοι ρωτοῦσαν τὸν π. Ἀνδρέα πῶς εἶνε, ἐκεῖνος τοὺς ἀπαντοῦσε μὲ μιὰ ἐρώτησι· Δὲν ἔχεις τὸ φόβο τοῦ θανάτου; ἔχοντας ὑπ᾿ ὄψιν τὸν ἅγιο Μακάριο ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ εἶχε ἀνέβει μὲ ἀγγέλους στὸν παράδεισο, δὲν ἤξερε ἂν ὁ ἴδιος θὰ σωζόταν· καὶ τὸν ὅσιο Ποιμένα ὁ ὁποῖος διακήρυττε, ὅτι ὅλοι θὰ σῴζονταν ἐκτὸς ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη καὶ εὐλάβεια πρὸς τοὺς ἁγίους Πατέρες ποὺ ἦταν ἡσυχασταὶ καὶ ἀσκοῦνταν στὴ νοερὰ προσευχή. Ἤξερε ἀπὸ προσωπικὴ πεῖρα τὶς δυσκολίες τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καὶ τὰ ἐμπόδια ποὺ ἔπρεπε νὰ ξεπεράσῃ κανεὶς γιὰ νὰ εἶνε δοσμένος ὁλοκληρωτικὰ στὴν εὐχή. Ἀγαποῦσε πολὺ τοὺς λόγους τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου, τὸ Πατερικὸ τῆς Αἰγύπτου καὶ τὰ γράμματα πρὸς τοὺς μοναχοὺς τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Πόσο στενοχωροῦνταν ὅταν ἄκουγε κάποιους νὰ ὑποστηρίζουν, ὅτι στὶς μέρες τους δὲν ἦταν δυνατὸν κανεὶς νὰ μιμηθῇ τοὺς Πατέρες ἐκείνης τῆς περιόδου! —Γιατί; Γιατί εἶνε ἀδύνατον; ρωτοῦσε ἀμέσως. Δὲν εἶνε ὁ Θεὸς ὁ ἴδιος χθὲς καὶ σήμερα καὶ πάντα; (Ἑβρ. 13,8).
Τέλος ἕνα ἀκόμη χάρισμα ποὺ εἶχε δοθῆ στὸν π. Ἀνδρέα ἀπὸ τὸ Θεὸ ἦταν ἐκεῖνο τοῦ νὰ βλέπῃ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων καὶ νὰ καταλαβαίνῃ σὲ τί ψυχικὴ κατάστασι ἦταν ὅσοι ἔρχονταν νὰ τὸν συναντήσουν. Ἀντιλαμβανόταν ἀμέσως τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο κάποιος ὑπέφερε ἀπὸ μιὰ συγκεκριμένη ψυχικὴ ἀσθένεια καὶ τοῦ ἔδινε τὴν πιὸ εὐεργετικὴ θεραπεία.
Ὅλες αὐτὲς οἱ ἀκούσιες καὶ οἱ ἑκούσιες ἀσκήσεις δυνάμωναν τὴν πίστι τοῦ π. Ἀνδρέα καὶ τὸν προετοίμαζαν, ὅπως θὰ δοῦμε στὸ ἑπόμενο ἄρθρο, γιὰ τὸ μαρτυρικό του θάνατο.
Τὸ μαρτυρικό του τέλος
Στὶς δύσκολες ὧρες τοῦ πολέμου, ποὺ ὁ θάνατος εἶχε γίνει γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς Γεωργίας ἕνα καθημερινὸ φαινόμενο, ἡ θεία Πρόνοια τοὺς εἶχε χαρίσει τὸν εἰκοσιεφτάχρονο ἱερομόναχο π. Ἀνδρέα. Ἡ ἀγάπη ποὺ εἶχε στὸ Θεό, ἡ ἐμπιστοσύνη του καὶ οἱ προσευχές του διατηροῦσαν ἕνα κλίμα γαλήνης καὶ ἠρεμίας μέσα στὶς πραγματικὰ δύσκολες συνθῆκες ποὺ ἀντιμετώπιζαν. Στὸ πρόσωπό του ἀντανακλοῦσαν τόσο ἡ ἐσωτερική του καθαρότητα ὅσο καὶ οἱ ἐπίπονοι μοναχικοί του ἀγῶνες. Παρ᾿ ὅλες τὶς ἀντίξοες συνθῆκες καὶ τὶς δύσκολες καταστάσεις μέσα στὶς ὁποῖες ζοῦσε, κρατοῦσε μέσα του ἄσβεστη τὴ φλόγα τῆς πίστεως καὶ αἰσθανόταν τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ λέγοντας ἀσταμάτητα τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Ἐπιζητοῦσε τὴν ἡσυχία καὶ τὴ μόνωσι. Ἦταν σὲ συνεχῆ κατάστασι μετανοίας.
Ὁ λόγος του ἦταν ἤρεμος, γαλήνιος, ζεστός. Εἶχε τὸ χάρισμα νὰ ἁπαλύνῃ τὸν πόνο ταλαιπωρημένων ἀνθρώπων μὲ μιὰ εὐγένεια ψυχῆς. Ποτέ δὲ θύμωνε μὲ κανέναν καὶ κάλυπτε τὶς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες μὲ μεγαλοψυχία καὶ φοβερὴ ἀγάπη. Ἡ εὐαίσθητη καρδιά του τὸν ὠθοῦσε νὰ δίνῃ ἐλεημοσύνη ὅσα τρόφιμα τοῦ πρόσφεραν. Οἱ θεῖες λειτουργίες καθὼς καὶ οἱ ἀγρυπνίες, ποὺ τελοῦσε στὸν τάφο τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, ἦταν καθημερινές. Προσευχόταν ὅλο τὸ βράδυ καὶ ἱκέτευε τὸν ἅγιο Χρυσόστομο μπροστὰ στὴ λάρνακά του νὰ μεσιτεύῃ στὸν Κύριο γιὰ νὰ χαρίσῃ τὴν εἰρήνη στὴν περιοχή τους. Ὅλα αὐτὰ ἦταν μέρος τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς τοῦ π. Ἀνδρέα στὰ Κόμανα.
Ἡ περιοχὴ ὅμως ἦταν σὲ ἐμπόλεμη κατάστασι καὶ ὁ κλοιὸς ἔσφιγγε ὅλο καὶ περισσότερο. Ἡ κατάληψι τῆς πόλεως ἀναμενόταν ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμή. Ὅλοι βρίσκονταν σὲ ἀναταραχὴ καὶ ἀγωνία. Ὁ π. Ἀνδρέας ὅμως ἦταν ὁ μοναδικὸς κάτοικος τῆς πόλεως ποὺ δὲν εἶχε κανένα ἴχνος φόβου στὴν καρδιά του. Κάποτε ὁ δόκιμος Γαβριὴλ τὸν ρώτησε σχετικὰ μὲ τὸ φόβο, ὅταν οἱ μουσουλμᾶνοι ἐχθροὶ πυροβολοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸ μοναστήρι· «π. Ἀνδρέα, δὲν φοβᾶστε;» Καὶ ὁ π. Ἀνδρέας τότε τὸν ρώτησε μὲ τὴ σειρά του· «Ἂν δὲν φοβᾶσαι τὴν αἰώνια κόλασι, γιατί φοβᾶσαι τοὺς Abkhazians;». Τότε ὁ δόκιμος Γαβριὴλ κατάλαβε, ὅτι πρέπει νὰ ἀδολεσχήσῃ στὴν πιθανὴ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς του καὶ στὴν πιθανότητα νὰ μὴν κερδίσῃ τὴν αἰώνια Βασιλεία. Ὁ πατὴρ Ἀνδρέας εἶχε τὴν ἀδιαμφισβήτητη ἐλπίδα τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ταυτόχρονα εἶχε καὶ τὴ συναίσθησι τῆς δικῆς του ἀναξιότητος.
Οἱ ἐναπομείναντες κάτοικοι τῶν Κομάνων ἐπιζητοῦσαν παρηγοριὰ κι αὐτὴ τοὺς τὴν προσέφερε ἁπλόχερα ὁ π. Ἀνδρέας μέσα ἀπὸ θεῖες λειτουργίες, παρακλήσεις, ἱκεσίες καὶ προσευχές. Εἶχε ἑτοιμαστῆ πολλὲς φορὲς νὰ ἐγκαταλείψῃ τὰ Κόμανα, ἀλλὰ τώρα δὲν ἦταν ἡ κατάλληλη στιγμή. Ἕνα θέμα μόνο τὸν ἀπασχολοῦσε τώρα· νὰ μπορέσῃ νὰ φανῇ ἄξιος τοῦ θανάτου σὲ μιὰ ἐπερχόμενη εἰσβολὴ τοῦ ἐχθροῦ.
Λίγο πρὶν τὸ μαρτυρικό του θάνατο ὁ π. Ἀνδρέας ἐπισκέπτεται γιὰ λίγες μέρες τὸ χωριό του καὶ συναντᾷ τοὺς γονεῖς του, συγγενεῖς καὶ φίλους. Ἀλλὰ ἀνησυχώντας γιὰ τὴν ἐνορία του γυρίζει πίσω στὰ Κόμανα, γιὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὸ καθῆκον του ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
Στὶς 4 Ἰουλίου τὰ Κόμανα βρίσκονταν στὸ κέντρο τῶν ἐχθροπραξιῶν. Ἀπὸ κάθε σημεῖο τῆς πόλεως ἀκούγονταν πυροβολισμοί. Ὅλοι οἱ κάτοικοι μαζεύτηκαν στὴν ἐκκλησία. Κάποια μοναχὴ ρώτησε τὸν π. Ἀνδρέα ἂν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πόλι, κ᾽ ἐκεῖνος ἀρνούμενος τόνισε· Πρέπει ὅλο τὸ βράδυ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ τὸ πρωὶ νὰ τελέσουμε τὴ θεία λειτουργία. Οἱ τοῖχοι τῆς ἐκκλησίας σείονταν ἀπὸ τοὺς πυροβολισμοὺς καὶ τὶς ἐκρήξεις.
Τὴν ἑπομένη ἡμέρα, 5 Ἰουλίου, ἡ πόλι κυκλώθηκε ἀπὸ τοὺς ἐχθροὺς καὶ οἱ φωνὲς τῶν κατακτητῶν μποροῦσαν ν᾿ ἀκουστοῦν μέσα στὸ ναὸ ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι οἱ κάτοικοι. Ὅλοι τώρα μποροῦσαν νὰ αἰσθανθοῦν πόσο κοντά τους ἦταν ὁ θάνατος. Ἀκόμη ὅμως καὶ σ᾿ αὐτὲς τὶς στιγμὲς τὸ πρόσωπο τοῦ π. Ἀνδρέα ἦταν ἤρεμο καὶ γαλήνιο. Ὅταν ἀκούστηκαν ξαφνικὰ κραυγὲς ἀνθρώπων ποὺ φώναζαν βοήθεια, ὁ π. Ἀνδρέας χωρὶς νὰ φοβηθῇ ἔτρεξε νὰ βοηθήσῃ, ἐνῷ οἱ σφαῖρες ἔπεφταν βροχὴ ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές. Ἦταν κάτι ἠλικιωμένοι ἐνορῖτες ποὺ δὲν μπόρεσαν νὰ μποῦν στὴν ἐκκλησία.
Μέσα σὲ λίγα λεπτὰ οἱ πυροβολισμοὶ εἶχαν ὅλοι στόχο τὴν ἐκκλησία. Στὶς 3 τὸ πρωὶ ὁ π. Ἀνδρέας εἶπε· Ὁ θάνατος εἶνε πολὺ κοντά, γι᾿ αὐτὸ εἶνε ὥρα νὰ ἐξομολογηθοῦμε καὶ νὰ κοινωνήσουμε. Ὅλοι ὅσοι ἦταν στὸ ναὸ ἐξωμολογήθηκαν καὶ κοινώνησαν τελευταία φορὰ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ ποιμένος τους. Ἀμέσως μετὰ ὁ π. Ἀνδρέας τοὺς ζήτησε νὰ μὴ μιλᾶνε καὶ νὰ προσεύχωνται ἐσωτερικὰ ὁ καθένας, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἀκούσουν τὴν ἤρεμη φωνὴ τῆς αἰωνιότητος ἐν μέσῳ καταιγισμοῦ. Ὁ π. Ἀνδρέας βρίσκονταν σὲ μιὰ ἄλλη διάστασι, ἐκεῖ ὅπου βασίλευε ἡ αἰώνια ἁρμονία καὶ ὀμορφιὰ καὶ ὅπου οἱ δυνάμεις τῆς κολάσεως δὲν μποροῦσαν νὰ τὸν ἀγγίξουν.
Στὶς 4:30΄ οἱ ἐχθροὶ βρίσκονταν ἔξω ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ ναοῦ, τὸν ὁποῖο εἶχαν περικυκλώσει, καὶ χτυποῦσαν νὰ τοὺς ἀνοίξουν. Ἕνας ἐνορίτης παίρνοντας εὐλογία ἀπὸ τὸν π. Ἀνδρέα ἄνοιξε τὶς πόρτες καὶ οἱ ἐχθροὶ χύμηξαν μέσα, ἅρπαξαν τὸν π. Ἀνδρέα καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω. Ὁ π. Ἀνδρέας ὑπάκουσε ταπεινὰ μὴ φέρνοντας καμμία ἀντίδρασι. Ἐξ ἄλλου αὐτὴ ἦταν ἡ στιγμὴ ποὺ περίμενε ὅλη του τὴ ζωή. Λέγοντας συνεχῶς μυστικὰ τὴν εὐχή, ἔσκυψε τὸ κεφάλι καὶ γονάτισε νὰ προσευχηθῇ. Ἔτσι ὅμως, ὅπως ἦταν γονατιστός, ἕνας στρατιώτης τὸν πυροβόλησε στὸ πίσω μέρος τοῦ λαιμοῦ. Ἀντὶ νὰ πέσῃ μπροστά, ὅπως θὰ ἦταν φυσικό, τὸ σῶμα του ἔπεσε πίσω, κ᾽ ἔτσι δὲν προσκύνησε τοὺς δολοφόνους του. Τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πληγὴ ἔρρεε γιὰ εἴκοσι λεπτὰ ὅπως τὸ νερό.
Οἱ ἐνορῖτες του τὸν βρῆκαν νὰ κοίτεται στὸ χῶμα μὲ μισόκλειστα μάτια καὶ ἕνα φωτεινὸ χαμόγελο στὸ πρόσωπο. Σήκωσαν προσεκτικὰ τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἐναπόθεσαν μέσα στὸ ναὸ ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς πόρτες τοῦ ἱεροῦ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα. Ἀφοῦ ἔχρισαν μὲ ἅγιο ἔλαιο τὸ πρόσωπο, τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια του, καθάρισαν τὰ ροῦχα του καὶ τοῦ ἔβαλαν στὸ δεξί του χέρι νὰ κρατᾷ τὸ κομποσχοίνι του, αὐτὸ ποὺ κρατοῦσε 24 ὧρες τὸ εἰκοσιτετράωρο καὶ προσευχόταν.
Ἂν καὶ ἦταν Ἰούλιος καὶ θὰ ἔπρεπε τὸ σῶμα του νὰ ἀρχίσῃ νὰ ἀποσυντίθεται, ἐκεῖνο ἔμεινε ἀνέπαφο. Τὸ αἷμα ἐπίσης, ποὺ εἶχε χυθῆ στὸ σημεῖο τοῦ μαρτυρίου του, δὲν εἶχε πήξει. Τέλος, τὸ αἷμα, στὴν πληγὴ ποὺ εἶχε στὸ κεφάλι, συνέχιζε νὰ τρέχῃ. Ὅλα αὐτὰ ἦταν θαυμαστὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα συνεκλόνισαν τοὺς Abkhaz στρατιῶτες, ποὺ ἔσπευσαν νὰ ζητήσουν συγχώρησι μὴ μπορώντας νὰ κρύψουν τὰ δάκρυά τους.
Ὁ μαρτυρικὸς θάνατος τοῦ π. Ἀνδρέα ἔφερε μιὰ νέα τροπὴ στὶς ἐχθροπραξίες. Τὸ αἷμα του καὶ ἡ θυσία του ξεπλήρωσαν τὶς ἁμαρτίες ὅλης τῆς Γεωργίας. Ὅταν οἱ στρατιῶτες ἀντίκρυσαν τὸ σῶμα του βουτηγμένο στὸ αἷμα μέσα στὸ ναό, ἔμειναν ἄφωνοι καὶ ἔφυγαν ντροπιασμένοι. Παρ᾿ ὅλο ποὺ μπῆκαν στὸ ναὸ κρατώντας στὰ χέρια τους αὐτόματα ὅπλα, εἶδαν ὅτι οἱ πιστοὶ δὲν εἶχαν κανένα ἴχνος φόβου στὰ μάτια τους.
Ὅλο τὸ βράδυ οἱ πιστοὶ ἐνορῖτες ἔψαλλαν τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία καὶ τὸ πρωὶ τῆς 7ης Ἰουλίου, στὴ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ἐναπόθεσαν τὸ μαρτυρικὸ σῶμα τοῦ π. Ἀνδρέα στὰ εὐλογημένα χώματα τῶν Κομάνων, θάβοντάς τον δίπλα στὸν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας τοῦ ἁγίου Χρυσοστόμου.
Στὸν τάφο τοῦ πατρὸς Ἀνδρέα ὑπάρχει ἕνας ξύλινος σταυρός, σημάδι τοῦ πνευματικοῦ σταυροῦ ποὺ τόσο ἀγάπησε καὶ σήκωσε ἀγόγγυστα φτάνοντας μέχρι τὸ μαρτύριο. Ἡ ζωή του ὑπῆρξε μιὰ συνεχὴς προσευχὴ στὸ Θεό, ἕνας ἥσυχος ὕμνος γεμᾶτος φῶς, γι᾽ αὐτὸ καὶ παρέλαβε ἀπὸ τὸ Θεὸ τρία στεφάνια· τὸ στεφάνι τῆς καθαρότητος, τὸ στεφάνι τῆς ταπεινώσεως, καὶ τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. Εἴθε ἡ ψυχή του ν᾿ ἀναπαύεται στὰ θεῖα σκηνώματα ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους· ἀμήν.
[πηγή· περιοδ. «The Orthodox Word», τ. 218-219, σσ. 159-193 – μετάφρασι· ἱ. μονὴ Ἁγίου Αὐγουστίνου Φλωρίνης]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου