Παρασκευή 29 Ιουνίου 2012

Ορθοδοξία και θρησκευτική παιδεία στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα



ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Τοῦ κ. Θωμᾶ Ἀντ. Ἰωαννίδη, Ἐπικ. Καθηγητοῦ Πανεπιστημίου
(1ον)
Ὁ πανηγυρισμός γιά τούς πνευματικούς ἀγῶνες, τίς θυσίες και τούς θριάμβους τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον ἐπιβουλευτῶν καί ἐχθρῶν τῆς ἀκεραιότητας και τῆς γνησιότητας τῆς διδασκαλίας της, τῆς αὐθεντικότητας τῆς παραδόσεώς της καί τοῦ ἁγιοπνευματικοῦ της ἤθους ἀποτελεῖ, πάντοτε καί ἰδιαιτέρως σήμερα, ἰσχυρή πρόκληση τῆς θεολογικῆς μας αὐτοσυνειδησίας.1
Γεγονότα καί καταστάσεις βεβαιώνουν καί ἐπιμαρτυροῦν ὅτι ὁ θεολογικός λόγος σε πολλές περιπτώσεις στερεῖται τῆς εὐαγγελικῆς γνησιότητας, ὡς συνέπεια γενικότερων ὑπαρξιακῶν ἀναθεωρήσεων τοῦ σύγχρονου κόσμου καί τῆς εὐρύτερης ἀνεξέλεγκτης κοσμικῆς δραστηριότητας. Ἀναμφίβολα ὁ ἄνθρωπος σήμερα ἀντιμετωπίζει μιά πολυποίκιλη καί πολύπλευρη κρίση.

Στά πλαίσια τῆς κρίσεως πού μαστίζει τήν ἑλληνική παιδεία (1) ἐπιδιώκεται ὁ θεολογικός ἀποχρωματισμός τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν καί ἡ κατάληξή του σε ἕνα μάθημα μέ ἀφηρημένο κοινωνικό ἤ ἀνθρωπιστικό χαρακτήρα.2
Ὁ κύριος καί γενικός σκοπός τῆς σχολικῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς πρέπει νά εἶναι ἡ προώθηση προσωπικῆς μέ τήν ἀνθρωπολογική διάσταση τοῦ ὅρου συνάντησης τοῦ μαθητῆ μέ τή ζωντανή ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ 3, κατά τρόπο συνειδητό καί ἀβίαστο, μέσα σε πραγματικές καταστάσεις ζωῆς, ἔτσι ὥστε αὐτός ὑπεύθυνα νά ἀποδεχθεῖ ἤ νά ἀπορρίψει τή χριστιανική πίστη 4. Οὐδέτερη γνώση δεν ὑπάρχει, ἡ ἄχρωμη ἠθική ὁδηγεῖ το νέο σέ καταστάσεις ἀνασφάλειας, ἀπάθειας καί ἀπροσάρμοστης συμπεριφορᾶς. Στίς σύγχρονες ἀνοικτές καί πλουραλιστικές κοινωνίες μας, μέσα στή διογκούμενη σύγχυση τῶν ἀξιῶν καί τήν κρίση τῆς ἐλευθερίας, δέν εἶναι δυνατόν να ἀμφισβητηθεῖ ἡ καταλυτική και ἀναγκαία συμβολή τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν στόν ἀξιολογικό προσανατολισμό τῆς νέας γενιᾶς. Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν ὅσο διατηρεῖ τό θεολογικό του χαρακτήρα εἶναι εὐαγγελικό καί ἄρα ἀνοικτό. Ἄν χάσει τό θεολογικό καί εὐαγγελικό του χαρακτήρα, τότε ἡ διδασκαλία του στην τάξη κινδυνεύει νά μετατραπεῖ σε ἔκθεση ἰδεολογικῶν ἀρχῶν καί πεποιθήσεων.
Εἶναι χαρακτηριστική ἡ μαρτυρία τοῦ Milan Machovec, καθηγητῆ στήν ἕδρα τοῦ Διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ καί τοῦ Μαρξισμοῦ- Λενινισμοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Πράγας, ὁ ὁποῖος ἄν καί δηλώνει ἄθεος, παρατηρεῖ: «Πῶς εἶναι δυνατόν νά κατανοήσω, τόσο ἐγώ ὅσο καί μαθητής, παροιμιώδεις φράσεις καί γνωμικά τῆς Βίβλου πού χρησιμοποιοῦνται καθημερινά ἀπό ἑκατοντάδες χιλιάδες ἀνθρώπους, χωρίς γνώση τῆς βιβλικῆς ἱστορίας,ἀπό τήν ὁποία εἶναι παρμένες; Πῶς θά κατανοήσει ὁ μαθητής τή φράση «διερχόμαστε περίοδο ἰσχνῶν ἤ παχιῶν ἀγελάδων», χωρίς νά ἔχει ἀκούσει τήν ἱστορία τοῦ Ἰωσήφ με τά ὄνειρα τοῦ Φαραώ; Πῶς θά κατανοήσει τή φράση«ἔμεινε στήλη ἅλατος», χωρίς νά ἔχει ἀκούσει τήν ἱστορία τῆς γυναίκας τοῦ Λώτ, ἤ τίς φράσεις «ἔχει ἰώβειο ὑπομονή», «φιλοξενηθήκαμε ἀβραμιαῖα», «γίναμε Σόδομα καί Γόμορρα», «ἔγινε Βαβέλ», χωρίς νά ἔχει διδαχθεῖ τίποτε γιά τόν Ἰώβ, γιά τον Ἀβραάμ, γιά τίς ἁμαρτωλές πόλεις τῶν Σοδόμων καί τῆς Γομόρρας, γιά τόν πύργο τῆς Βαβέλ; Πῶς θα κατανοήσει παραστάσεις εἰκαστικῆς τέχνης ἐμπνευσμένες ἀπό τή Βίβλο, χωρίς γνώση τῆς ἀντίστοιχης βιβλικῆς ἱστορίας;».5 (2) Ἄλλοι προτείνουν τή μετατροπή τῶν θρησκευτικῶν σέ θρησκειολογικό μάθημα, μέ τήν ἔννοια τῆς οὐδέτερης περιγραφῆς ἤ τῆς ἀντικειμενικῆς, συγκριτικῆς παρουσίασης τῶν θρησκειῶν, μέ σκοπό νά λυθοῦν ποικίλα προβλήματα πού σχετίζονται μέ τήν ἀρχή τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας καί τοῦ πλουραλισμοῦ, τῆς προϊούσας πολυπολιτισμικῆς καί πολυθρησκευτικῆς σύνθεσης τοῦ μαθητικοῦ πληθυσμοῦ. Αὐτό βέβαια δέν ἀποτελεῖ ἀναβάθμιση τοῦ μαθήματος ἀλλά ἀντίθετα ὁδηγεῖ στή συρρίκνωσή του 6(i). Τό θρησκειολογικό μάθημα δέν προκαλεῖ ἀρκετά τήν κριτική ἱκανότητα καί τήν εὐαισθησία τοῦ μαθητῆ, ἀφοῦ ἐνδιαφέρεται μόνο γιά μιά ἐξωτερική περιγραφή και παρουσίαση τῶν ἄγνωστων γι᾽ αὐτόν θρησκειῶν τοῦ κόσμου 7 , δεν τόν φέρνει ἀντιμέτωπο μέ τά ἔσχατα ἐρωτήματα τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί δέν ἀξιοποιεῖ πλήρως τίς δυνατότητες πού προσφέρει το μάθημα τῶν θρησκευτικῶν. (ii) Ἡ πληροφοριακή μάθηση, ὅπως εἶναι ἡ θρησκειολογική, εἶναι μηχανιστική καί μικρῆς παιδευτικῆς σημασίας 8 ,ἄν δέν ἐνεργοποιεῖ καί δέν μετα- σχηματίζει τά γνωστικά σχήματα τοῦ μαθητῆ. 9 Οἱ πληροφορίες συγκρίνονται, κατηγοριοποιοῦνται, ἱεραρχοῦνται, ἀναζητοῦνται οἱ σχέσεις πού τίς συνδέουν μέ παλαιότερα γνωστικά ἐννοιολογικά σχήματα, πού προσδίδουν στό πρωτογενές πληροφοριακό ὑλικό, ὀργάνωση καί ὁλότητα. (iii) Μιά θρησκευτική κατάρτιση, πού θά περιοριζόταν μόνο στίς εἰδήσεις, τίς πληροφορίες καί τήν ἱστορική καί οὐδέτερη ἐνημέρωση, θά μποροῦσε νά καλύπτει ἁπλῶς σέ κάποιο βαθμό τον πρόσκαιρο ἐντυπωσιασμό, τήν περιέργεια καί, ἴσως , τά γνωσιολογικά ἐνδιαφέροντα τοῦ νέου ἀνθρώπου, σέ καμιά περίπτωση, πάντως, δέν θά ἐπηρέαζε τή θρησκευτική συνείδησή του.10
Ἡ κριτική θρησκευτικότητα σέβεται τή θρησκεία τῶν ἄλλων και τόν πλουραλισμό, χωρίς ὅμως να σχετικοποιεῖ τή δική της εὐαγγελική ἀλήθεια 11. Ἡ πολιτιστική και ἱεραποστολική προσαρμοστικότητα τοῦ ἀποστόλου Παύλου, τό «γέγονα τοῖς πᾶσιν τά πάντα» (Α´ Κορ.9,22), δέν τόν ἐμποδίζει νά ἀναγνωρίζει τό θρησκευτικό πλουραλισμό τῆς ἐποχῆς του καί τήν κενότητα τῆς ζωῆς τῶν ὀπαδῶν τῶν εἰδώλων12 . Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὑπάρχει ἄρνηση στήν ἀνάγκη νά ἐνημερώνεται ὁ μαθητής γιά τήν ὕπαρξη, τήν ἱστορία καί τήν παράδοση και τῶν ἄλλων θρησκειῶν. Ἡ διδακτική αὐτή τακτική προσβλέπει στην ἀνάπτυξη ἑνός ἀγαπητικοῦ προς τόν «ἄλλο» μέ φρόνημα διαφορετικό ἀπό αὐτό τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανοῦ μαθητῆ, γιά νά μπορεῖ να συνυπάρχει καί νά συμβιώνει ἁρμονικά μαζί του.13
Ἡ ἀγωγή, ἐπίσης, δέν μπορεῖ να εἶναι ἄσχετη μέ τήν κοινωνική, την πολιτισμική καί τή θρησκευτική συνείδηση, ἀλλά καί μέ τό ἰσχῦον ἦθος καί τά πρότυπα, μέσα στά ὁποῖα τά ἴδια τά παιδιά ζοῦν καί ἀναπτύσσονται. Εἶναι δεδομένη ἡ σχέση τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ μέ τά ἤθη, τά ἔθιμα, τίς ἑορτές, τίς συνήθειες, τίς παραδόσεις, τόν τρόπο ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπό τήν ἐκκλησια- στική ζωή καί τή χριστιανική πίστη εἶναι ἐπηρεασμένη ἡ ἑλληνική νομοθεσία, ἡ κοινωνική, πολιτισμική καί πολιτική ζωή. 14
Ὑποσημειώσεις
1. Βλ. Ἰ. Κορναράκη, « Ὀρθοδοξία καί θεολογική αὐτοσυνειδησία», Κοινωνία ΛΘ´,2 (1996),σσ.126-136.
2. Βλ. Ἀ. Νικολαΐδη, «Σύγχρονες τάσεις και μεθοδεύσεις γιά τήν ἀλλοίωση ἤ την κατάργηση τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν», Κοινωνία ΛΣΤ´, 2 (1993),σ. 169.
3. Κατά τόν Κ. Μουρατίδη, «σκοπός τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος δέν εἶναι μόνον ἡ μετάδοσις ἑνός συστήματος γνώσεων, ἀλλ᾽ ἡ ὀντολογική σύνδεσις, κοινωνία καί μέθεξις ὑπό τῶν διδασκόντων καί διδασκομένων τῆς ἀποκαλυφθείσης ἀληθείας, διά τῆς ὁποίας καί μόνον ἐπιτυγχάνεται ἡ διαμόρφωσις τοῦ ἀρτίου και ὡλοκληρωμένου ἀνθρώπου», « Συνέδρια Θεολόγων», Κοινωνία ΚΔ´, 3 (1981), σ. 243. « Ἄν ὁ τελικός σκοπός τῆς παιδείας γενικῶς εἶναι ἡ "ἀνθρωπογένεσις", ὁ ἐξανθρωπισμός, ἡ "ἀνθρωποποίησις" τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσωπικοῦ καί ἐν ταυτῷ ὡς κοινωνικοῦ ὄντος, ὁ σκοπός τῆς χριστιανικῆς ἀνατροφῆς εἶναι ἡ "χριστοποίησις" τοῦ ἀνθρώπου. Αἱ δύο ἔννοιαι, "ἀνθρωποποίησις" καί "χριστοποίησις", ὀρθῶς κατανοούμεναι, δέν εἶναι ἀντίθετοι, ἀντιφατικαί, ὅπως πολλοί ἰσχυρίζονται, ἀλλά ταυτοπλατεῖς ἤ μᾶλλον ὑπάλληλοι ἔννοιαι» Π. Ἀνδριοπούλου, «Ἡ ἀνθρωπολογική δομή τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευ- τικῶν», Κοινωνία ΚΕ´, 1 (1982), σ. 58.
4. Βλ. Κ. Γρηγοριάδου, Αἱ θεολογικαί προϋποθέσεις τῆς διδακτικῆς τῶν θρησκευτικῶν, Ἐν Ἀθήναις 1971, σ. 75.
5. Βλ. Γ.Χ. Τσακαλίδη, « Τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν μέ τά μάτια ἑνός ἀθέου. Ἡ Βίβλος γιά τούς ἀθέους ( ἤ Οἱ περιπέτειες ἑνός ἀθέου μέ τή Βίβλο)», Δελτίο Βιβλικῶν Μελετῶν 26 (2008), σ.127. [=Ἀνάπλασις 452 (2011), σ. 86].
Κατά τό Ν. Ματσούκα, «ἡ Βίβλος εἶναι μπολιασμένη στή θεολογία και τόν πολιτισμό τοῦ Βυζαντίου. Ἄν κανείς δέν ξέρει, ἔστω καί μερικά στοιχειώδη, ἀπό τό βιβλικό κόσμο, δέν μπορεῖ νά καταλάβει τίποτε ἀπό μιά βυζαντινή ἐκκλησία, ἀπό μιά ὀρθόδοξη εἰκόνα, ἀπό ἕνα ὁποιοδήποτε βυζαντινό κείμενο, ἀπό πολλά δημοτικά τραγούδια καί ἀπό ἕνα ὁποιοδήποτε μέρος τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας», « Μια ἄλλη διάσταση τοῦ θρησκευτικοῦ μαθήματος»,Καθ᾽ ὁδόν 17(2001), σ. 19.
6. Βλ. Κ. Δεληκωσταντῆ, ‘Η σχολική θρησκευτική ἀγωγή. Μεταξύ Παιδα- γωγικῆς καί Θεολογίας, Ἀθήνα 2009, σ. 250.
7. «... Τό θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας τοῦ Θ.Μ. βασίζεται στήν μετάδοση ἁπλῶν πληροφοριῶν, ὡς πρός τό φαινόμενο τῆς θρησκείας καί ὡς πρός τά κύρια χαρακτηριστικά, τήν ἱστορία καί τό τελετουργικό τῶν μεγάλων καί γνωστῶν θρησκειῶν τῆς ἀνθρωπότητας». Ἠ. Ρεράκη, Σύγχρονη διδακτική τῶν θρησκευτικῶν, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 37.
8. «Ἂν δὲν βοηθοῦνται οἱ μαθητὲς νὰ ἐμπεδώνουν καὶ νὰ ἐμβαθύνουν θεωρητικὰ καὶ ἐμπειρικὰ πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα στὴ δική τους θρησκευτική, ἱστορική, γλωσσικὴ καὶ πολιτισμικὴ παράδοση, ὑπάρχει ὁ κίνδυνος νὰ δημιουργηθεῖ μέσα τους θρησκευτικὴ ἱστορικὴ καὶ πολιτισμικὴ σύγχυση καὶ χαλάρωση». Ἠ. Ρεράκη, ὅ.π., σ. 34. Κατὰ τὴν A. Schavan, « δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δίνουμε στοὺς νέους ἀνθρώπους ἁπλῶς ἕνα ποτπουρὶ κοσμοθεωριῶν, χωρὶς νὰ τοὺς παρέχουμε κριτήρια ἐπιλογῆς καὶ ἀπόφασης», «Wozu brauchen wir noch einen Religionsunterricht?», LebendigeKatechese 2 (2002), σ. 67. Πρβλ. τὸ παράθεμα σὲ μετάφραση Κ. Δεληκωσταντῆ, ὅ.π., σ 250.
9. Βλ. Η. Ματσαγγούρα, Θεωρία καὶ πράξη τῆς διδασκαλίας, Τόμος Δεύτερος, Στρατηγικὲς διδασκαλίας. Ἀπὸ τὴν πληροφόρηση στὴν κριτικὴ σκέψη, Ἀθήνα 31997, σ. 71. Κατὰ τὸ Σ. Πορτελάνο, «1. Δὲν μπορεῖ τὸ μάθημα νὰ γίνει αὐτούσια θρησκειολογικὸ ἀγνοώντας τὸ πολιτιστικὸ πλαίσιο τῆς καταγωγῆς τοῦ παιδιοῦ, σύνθετο ἀπὸ τὴν κουλτούρα, τὴ γλώσσα, τὴ θρησκεία, τὴν ἐθνικότητα. Αὐτὰ μετέχουν ὡς πολιτισμικὰ μορφώματα στὴν παιδαγωγία καὶ ἠθική, ἐμπλουτίζουν θεσμικά, ἀμέσως ἢ ἐμμέσως, τὴν ἐντόπια νομοθεσία καὶ δημιουργοῦν πλαίσιο σχέσεων καὶ συμπεριφορῶν.2. Μία θρησκευτικότητα ποὺ ἐμπεδώνεται στὸ παιδὶ ἀπὸ τὸ οἰκογενειακὸ ἢ εὐρύτερο περιβάλλον δὲν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ ἢ νὰ ἀναμειχθεῖ μὲ ἄλλες θρησκεῖες στὴν παιδικὴ ἡλικία», « Τὰ Θρησκευτικὰ ὡς συνδυαστικὸ μάθημα (Ἐναλλακτικὴ διδακτικὴ πρόταση)», Τὰ Θρησκευτικὰ ὡς μάθημα ταυτότητας καὶ πολιτισμοῦ, Εἰσηγήσεις Σεμιναρίου Διακοινοβουλευτικῆς Συνέλευσης Ὀρθοδοξίας ( Βόλος, 15-17 Μαΐου 2004), Ἀθήνα 2005, σ. 203.
10. Βλ. Ἠ. Ρεράκη, ὅ.π., σ. 49. 11. Ὁ Χριστιανισμός « ὡς θρησκεία τῆς θείας Ἀποκαλύψεως φανερώνει καί διδάσκει τήν ἀπόλυτη θεία ἀλήθεια.
Αὐτή τήν ἀλήθεια παρέλαβον οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ἐβίωσαν καί ἐδίδαξαν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκ κλησίας καί αὐτή τήν ἀλήθεια διετύπωσαν ἐν ἁγίῳ Πνεύματι οἱ πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἡ Ἑλλάδα εἶναι χῶρος τῆς θείας Ἀποκαλύψεως. Ἔζησαν καί ἔδρασαν σ᾽ αὐτή ἅγιοι ἀπόστολοι, ἅγιοι καί μάρτυρες τῆς Πίστεως, ἄφησαν πίσω τους ἱερά προσκυνήματα, ἅγιες εἰκόνες, ἱερά λείψανα, αἵματα μαρτύρων, χάρη καί ἁγιότητα», Ἠ. Μπάκου, Λόγος ἀποδεικτικός ὑπέρ τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ μαθήματος στήν Ἐκπαίδευση, Ἀθήνα 2011, σ. 13. 12. Βλ. Ἰ. Καραβιδόπουλου, « Ὁ θρησκευτικός πλουραλισμός τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τῆς σημερινῆς Εὐρώπης», Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος και ὁ Εὐρωπαϊκός Πολιτισμός, Γ´ Παύλεια. Πρακτικά Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου (Βέροια, 26-28 Ἰουνίου 1997), Βέροια 1997, σ. 187 [= Βιβλικές Μελέτες Β´ ( ΒΒ 16), Θεσσαλονίκη 2000, σ.172· τοῦ ἰδίου, «Ὁ θρησκευτικος πλουραλισμός τῆς ἐποχῆς τῆς ἐμφάνισης τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τοῦ σημερινοῦ κόσμου»,  Καθ᾽ ὁδόν  16 (2000), σ. 23]. 13. Βλ. Ἠ. Ρεράκη, ὅ.π., σ. 50 ἑ. 14. Βλ. Ἠ. Ρεράκη, ὅ.π., σ. 27 ἑ.· J. Bruner,  Διαδικασία τῆς Παιδείας, (μτφρ. Χ. Κληρίδη), Ἀθήνα: Καραβία, 1960, σ. 44: «Γνώσεις ποὺ ἀποκτήθηκαν χωρὶς ἀρκετὸ ὑπόβαθρο γιὰ νὰ τὶς συγκρατήσει, εἶναι γνώσεις ποὺ οἱ πιθανότητές τους νὰ μείνουν στὴν μνήμη εἶναι λίγες. Ἕνας ἀριθμὸς ἀπὸ ἀσύνδετα γεγονότα εἶναι καταδικασμένος νὰ μὴ ἐπιζήσει γιὰ πολὺ στὴν μνήμη...».
Ορθόδοξος Τύπος, 29/06/2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: