Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

«Ἀνήκουμε στὴν Δύση» ἀπὸ ψυχὴ ἢ ἀπὸ ἐλευθερία ἐπιλογῆς;



Ταυτότητα καὶ Μεταπολίτευση
Μοῦ ἔστειλε ὁ Δαναὸς καὶ εἶδα αὐτὸ τὸ ὑπέροχο βιντεάκι, σᾶς θερμοπαρακαλῶ νὰ ἀφιερώσετε πέντε λεπτὰ νὰ τὸ δεῖτε.
Πρόκειται γιὰ περιστατικὸ ποὺ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ εἶχε συμβεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ αἱμοσταγοῦς ἐκσυγχρονισμοῦ καὶ ἐκδυτικισμοῦ τῆς τουρκικῆς κοινωνίας ἀπὸ τὸν Κεμὰλ Ἀτατούρκ. Βέβαια, αὐτὰ στὴ γλῶσσα τὴ δική τους: ἄλλοι, ἄλλα, σ’ ἄλλες. Ἐκεῖ πρόκειται γιὰ πούρα Ἀνατολή, ὄχι γιὰ τὸ δικό μας παράξενο μεῖγμα τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς», τῆς χρυσῆς τομῆς Ἀνατολῆς-Δύσης ποὺ καταφέρνει νὰ εἶναι κάτι τρίτο, διακριτὸ καὶ αὐτόνομο,* ὁπότε τὸ ἐξετάζουμε τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν. (*Ὥσπου ἡ σύναξις αὐτὴ σὰ χωριὸ αὐτόνομο νὰ ξεδιπλωθεῖ)
Ἀκολουθοῦν σκέψεις σχετικῶς ἄσχετες.
Ναί, ἀνήκουμε στὴν Δύση. Ἀλλὰ μὲ τὸν δικό μας, ἰδιόμελο τρόπο, καὶ αὐτὸ ξεχάστηκε αὐτοχειριακά.
Βλέποντας τὸ ταινιάκι, εἶδα τὸ δρᾶμα τῶν τελευταίων 180 χρόνων ἑλλαδικοῦ κράτους. Προσπάθεια ἐπιβεβλημένου ἐκδυτικισμοῦ μὲ τὸ ζόρι, μὲ ἐθνικὸ ὅραμα «νὰ ἔρχεσαι δεύτερος» (Χρ. Γιανναρᾶς), μιμητὴς ἑνὸς ξένου προτύπου ποὺ εἶναι ἀξιωματικὰ καλύτερο ἀπὸ τὸ δικό σου, ὄχι ἀπλῶς διαφορετικό.
Καταστροφὴ καὶ πολιτειακή, μὲ θεσμικὴ τὴ διάλυση τῆς μικρῆς κοινότητας (συνεχὴς δράση ἀπὸ τὸν νόμο «Περὶ Δήμων καὶ Κοινοτήτων», 1833, βαυαρικὴ ἀντιβασιλεία, μέχρι τὸ πρόγραμμα «Καλλικράτης», 2010, βαρβαρικὴ πασοκοκρατία), τοῦ κατ’ ἐξοχὴν κυττάρου τοῦ ἑλληνισμοῦ τὰ τελευταῖα τρεῖς χιλιάδες χρόνια. Δηλαδὴ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσεων, ἐπὶ τῇ βάσει ἐμπιστοσύνης τῶν ὁποίων δομεῖ ὁ Ἕλληνας ἀλληλοσεβασμὸ καὶ πολιτικὴ συνύπαρξη. Καὶ τῆς ἀντικατάστασής τους ἀπὸ γιγαντιαίους ἀπρόσωπους θεσμούς, τοὺς ὁποίους ὁ Ἕλληνας δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ προσπαθεῖ τὴν παράκαμψή τους διὰ τοῦ «γνωστοῦ τοῦ γνωστοῦ» ποὺ ἔχουμε στὴ νομαρχία. Ἀλλιῶς ἀσφυκτιᾶ. Τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ἡ πολιτειακὴ ὑπόσταση τοῦ Ἕλληνα ξηλωνόταν, ὁ Καποδίστριας ἔχτιζε γιὰ τοὺς Ἑλβετοὺς καντόνια, δηλαδὴ ἀποκέντρωση σχεδὸν ἰσόκυρη μὲ ἑλληνικὸ κοινοτισμό, γιὰ ἄλλες ἀνάγκες βέβαια…
Λένε, ὁ Ἕλληνας ἔχει γίνει θηριωδῶς ἀτομικιστής. Ὠχαδερφικὸς καὶ τομαριστής. Πῶς νὰ μὴ γίνει, ὅταν τὸν ρίχνεις στὰ χαώδη ἄστεα: χάνοντας τὸ πρόσωπο τῶν συμπολιτῶν του, χάνει σιγὰ-σιγὰ καὶ τὸ δικό του. Ἀποθηριώνεται. Ἐμεῖς δὲν ἤμασταν τὸ ἴδιο μὲ τοὺς δυτικοεὐρωπαίους, νὰ βλέπουμε τὴν προσωπική μας ἐπίτευξη ὡς ἀτομικὴ ἐκτίναξη πρὸς τὰ πάνω, μοναχικὸ μυτερὸ βέλος πρὸς τὸν οὐρανὸ σὰν κτήριο προτεσταντικῆς ἐκκλησίας. Βρίσκουμε τὸ πρόσωπό μας σὲ χοροὺς κυκλωτικούς, συλλογικούς, κοινοτικούς, κι ἄλλο τόσο ἐλεύθερους σὰν ποταμούς.
Μᾶλλον τό’χετε διαβάσει ἤδη, ἀλλὰ γράφει ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης στὰ πολυτίμητα «Δημόσια καὶ Ἰδιωτικά» του:
«Νά μποροῦσαν καί τή σημασία τῶν λαῶν νά τή μετρᾶνε ὄχι ἀπό τό πόσα κεφάλια διαθέτουνε γιά μακέλεμα, ὅπως συμβαίνει στίς ἡμέρες μας, ἀλλά ἀπ’ τό πόση εὐγένεια παράγουν, ἀκόμη καί κάτω ἀπό τίς πιό δυσμενεῖς καί βάναυσες συνθῆκες, ὅπως ὁ δικός μας ὁ λαός στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, ὅπου τό παραμικρό κεντητό πουκάμισο, τό πιό φτηνό βαρκάκι, τό πιό ταπεινό ἐκκλησάκι, τό τέμπλο, τό κιούπι, τό χράμι, ὅλα τους ἀποπνέανε μιάν ἀρχοντιά κατά τι ἀνώτερη τῶν Λουδοβίκων. Τί σταμάτησε αὐτά τά κινήματα ψυχῆς, πού ἀξιώθηκαν κι ἔφτασαν ὥς τίς κοινότητες; Ποιός καπάκωσε μιά τέτοιου εἴδους ἀρετή, πού μποροῦσε μιά μέρα νά μᾶς ὁδηγήσει σέ ἕνα ἰδιότυπο, κομμένο στά μέτρα τῆς χώρας, πολίτευμα;»
Μπερδέψαμε τὴν κατ’ἐπιλογὴν συμπόρευση μὲ τὴ Δύση μὲ τὴν πραγματική μας ταυτότητα. Ὅμως αὐτὸ δὲν γίνεται. Δὲν ξέρω ἂν ὁ τοῦρκος σκηνοθέτης τοῦ βίντεο διάβασε Μακρυγιάννη ἢ ὁ Μακρυγιάννης εἶχε δεῖ τὸ ταινιάκι στὸ youtube, πάντως εἰκονίζει στὰ Ἀπομνημονεύματά του:
«Παρακάτου εἶναι ἕνας χορὸς ὅπου γένεται. Ἕνας μὲ σκουτιὰ φράγκικα χορεύει μ΄ ἕναν Ἕλληνα […]. Ὁ φραγκοφορεμένος θέλει τὸν δικό του χορό, ὁ Ἕλληνας τὸν δικό του καὶ θὰ μαλώσουνε ὁγλήγορα, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ μάθη ἕνας τοῦ ἄλλου τὸ χορό.»
Ἄλλο ἡ συμπόρευση καὶ ἄλλο ἠ ταύτιση. Ἄλλο ἡ μίμηση, τελείως ἄλλο ἡ ἀφομοίωση καὶ ἄλλο πάλι τὸ πραγματικό μας πρόσωπο.
Αὐτὲς περίπου οἱ διαπιστώσεις ἔγιναν κάποτε κῦμα ποὺ πῆγε νὰ φουσκώσει στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία. Νὰ φουσκώσει ἐπικίνδυνα. Γιανναρᾶς, Σαββόπουλος, Ζουράρις, Μοσκώφ, ἀκόμη καὶ Καραμπελιᾶς ὅταν εἶναι στὰ κέφια του. Καὶ καλὰ οἱ διανοούμενοι, ἂς ὑποθέσουμε πὼς εἶναι πιὸ στενὴ ἡ ἐπιρροή τους: ὁ Σαββόπουλος ὅμως μιὰν ἐποχὴ κανοναρχοῦσε τὰ μουσουργήματα ὁλόκληρου τοῦ γένους. Ἡ «τάση» σπιλώθηκε μὲ μένος. Ἀκριβῶς αὐτοὶ ποὺ ἀναζητοῦσαν ἕναν ἄλλο τρόπο συλλογικῆς ταυτότητας, μιὰν ἁπλοχωριὰ ἄλλην ἀπὸ τὶς ἕτοιμες συνταγὲς τοῦ ἔθνους-κράτους, ταμπελιάστηκαν «ἐθνικιστές». Τὸ τρελλὸ σαββοπουλικὸ ὅραμα, «τοῦ Φερραίου οἱ τόποι» νὰ εἶναι «στὴν Εὐρώπη, στὴν Εὐρώπη» τὴν ἑνωμένη ἀλλὰ καὶ τῶν συλλογικῶν ἑτεροτήτων, ὄχι τῆς διεθνικῆς σούπας, χαρακτηρίστηκε ἐθνοκρατικὴ περιχαράκωση. Τί τραγικὴ εἰρωνεία…
Ὁ καλύτερος σύμμαχος στὴν συστημικὴ ἀνάγκη νὰ περιθωριοποιηθοῦν οἱ «ἀλαφροΐσκιωτοι» ἦταν, φυσικά, ἡ Ἀριστερά. Πάντα ἀναλαμβάνεται νὰ βγάλει τὰ «περίεργα» γιὰ τὸ καθεστὼς κάστανα ἀπὸ τὴ φωτιὰ ὅταν τὸ καθεστὼς ζορίζεται νὰ τὸ κάνει μόνο του. Ὅπως καὶ σήμερα δηλαδή.
Ἡ Ἀριστερὰ τὰ χρειάστηκε κανονικά, διότι στοὺς κόλπους της ἄρχισε νὰ γεννιέται μιὰ ἑλληνικὴ ἀνάγνωση ἰθαγενοῦς κοινωνιοκεντρισμοῦ, κι ὄχι τὰ ἀναμασήματα κάποιου Μάρξ, κάποιου Λένιν καὶ τῶν ἄλλων τῶν παιδιῶν. Ὕποπτο καὶ ἐπικίνδυνο. Οἱ ἀριστεροὶ εἶχαν συνηθίζει νὰ «μουρμουρίζουν σπασμένες σκέψεις ἀπὸ ξένες γλῶσσες», καὶ αὐτὰ τὰ περίεργα τσούζανε. Ἔπρεπε νὰ ἐξοστρακιστοῦν. Ὅταν ἄκουγαν τὸ «εἴμαστε κομμουνιστές, ἀλλὰ ὄχι μαρξιστὲς» τοῦ Μοσκώφ, κοβόταν ἡ ἀναπνοή τους. Ἡ πέραση ποὺ εἶχε ὁ Ζουράρις στοὺς κόλπους της ἔπρεπε νὰ ἀνακοπεῖ. Δὲν νοεῖται νὰ βγαίνουν ἀπ’ τοῦ Σαββόπουλου τὴ σκούφια «σμήνη γλάρων κι ἕνα ἀεροπλανοφόρο δές, βυζαντινό». Ὁ ἄνθρωπος εἶχε ξεφύγει, ἔλεγε πὼς «ὁ Βορρᾶς σου εἶναι ‘κεῖ στὴ Λευκωσία, στὸν Χρυσόστομο πλάι στὴν πράσινη γραμμὴ· καὶ δὲν δέχεται ἄλλη ὁμοσπονδία μόνο τῶν Βαλκανίων τὴν βυζαντινή». Ὁ Σαββόπουλος τὸ εἶχε πλέον καταλάβει καλά, γι’ αὐτὸ τραγούδαγε στὴν ἴδια στροφὴ «δὲν μὲ παίζουν μὰ ἐσὺ μὲ καταλαβαίνεις, κοκκινίζεις κι ἀστράφτεις καὶ λιώνω ἐγώ».
Σήμερα ὁ Νιόνιος κάνει ὅ,τι μπορεῖ γιὰ νὰ πιστεύουμε ὅτι «τά’χει χάσει». Κι ὅμως, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένεις, τὸν Νοέμβριο τοῦ 2006, σὲ μιὰ ζωντανὴ παράσταση ἠχογραφούμενη («ὁ πυρήνας») ὑποτονθορίζει μιὰ συλλογικὴ αὐτοκριτικὴ ποὺ μὲ τὴν ἁπλότητά της σπάει κόκκαλα:
Ἀλλοῦ
τὸ θαῦμα ἦταν ἀλλοῦ
ἐκτὸς κοινωνισμοῦ
ὡραίου ἴσως· μὰ ὄχι ἱκανοῦ
γι’ ἀγάπη ἀπ’τὴν ἀρχὴ
γιὰ πίστη τόσο ἁπλῆ
ἐκεῖ εἴμασταν λειψοί
Ἂς εἶναι αὐτὴ ἡ κὰρτ-ποστὰλ πάνω-πάνω στὴν σκονισμένη βαλίτσα τῆς Μεταπολίτευσης ποὺ σήμερα κλείνουμε καὶ κλειδαμπαρώνουμε, γιὰ νὰ τὴ βάλουμε στὸ «χρονοντούλαπο». Θὰ εἶναι ὁ μόνος συνήγορος αὐτῆς τῆς περιόδου. Ὁ μόνος τρόπος νὰ τῆς δώσουμε ἐλαφρυντικά.
Ἀστυάναξ Καυσοκαλυβίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια: