Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Η ΕΠΙΦΟΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ
Εισαγωγή
Ἀφήνομε τὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ νὰ μᾶς μιλήση σήμερα, πῶς ἔγινε ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στοὺς μαθητὲς τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὅταν ἦλθε ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ἦταν μαζεμένοι ὅλοι οἱ Ἀπόστολοι στὸν ἴδιο τόπο καὶ ἄξαφνα ἀκούστηκε ἕνας ἦχος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ σὰ νὰ φυσοῦσε δυνατὸς ἄνεμος καὶ γέμισε ὅλο τὸ σπίτι ποὺ καθόταν. Τότε φάνηκαν πὼς ξεχώριζαν γλῶσσες πύρινες ποὺ ἦλθαν καὶ κάθισαν στὸν καθένα. Καὶ γέμισαν ὅλοι τους ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ ἄρχισαν νὰ μιλοῦν ξένες γλῶσσες. (Πραξ. β´ 1 - 5).
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην (Κεφ. ζ´, 37 ‐ 53 καί η´, 12).
Κείμενο
Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων. Ἐὰν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος.
Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος, οὖ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν· οὔπω γάρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι ὁ Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη.
Πολοὶ οὗν ἐκ τοῦ ὄχλου, ἀκούσαντες τὸν λόγον, ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ Προφήτης. Ἄλλοι ἔλεγον· μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται;
Οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαβὶδ καὶ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν ὁ Δαβίδ, ὁ Χριστὸς
Σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. Τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν. ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας.
Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· διατὶ οὐκ ἠγάγετε αὐτόν;
ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται. Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος.
Ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἤ ἐκ τῶν Φαρισαίων;
Ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὖτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι.
Λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτόν, εἶς ὢν ἐξ αὐτῶν· μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούση παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ;
Ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μη καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἰ;
ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης· ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται.
Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἔγὼ εἰμί τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοί, οὐ μὴ περιπατήσει ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
Ἐξήγηση
Κατὰ τὴν τελευταία ἡμέρα, τὴν πιὸ μεγάλη τῆς γιορτῆς, στεκόταν ὁ Ἰησοῦς (στὸ ναὸ) κι ἐφώναζε λέγοντας: Ἄν κανεὶς διψᾶ, ἂς ἔρθη σὲ μένα καὶ ἂς πιῆ.
Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σὲ μένα, ὅπως εἶπε καὶ ἡ Ἁγία Γραφή, θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποτάμια ἀπὸ ζωντανὸ νερό.
Κι αὐτὸ τὸ εἶπε γιὰ τὸ Πνεῦμα ποὺ θὰ λάβαιναν ὅσοι θὰ πίστευαν σ’ αὐτόν· γιατὶ δὲν ἦταν ἀκόμη Ἅγιο Πνεῦμα, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμα δοξαστῆ.
Πολλοὶ ἀπὸ τὸ λαό, ἅμα ἄκουσαν τὸ λόγο του ἔλεγαν: Ἀλήθεια, αὐτὸς εἶναι ὁ Προφήτης. Ἄλλοι ἔλεγαν, αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός.
Ἄλλοι ἔλεγαν: τάχα ἀπὸ τὴν Γαλιλαία ἔρχεται ὁ Χριστός;
Ἡ Γραφὴ δὲν εἶπε πὼς ὁ Χριστὸς θὰ ἔρχεται: ἔρθη ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Δαβὶδ καὶ ἀπὸ τὴ Βηθλεὲμ ὅπου γεννήθηκε ὁ Δαβίδ;
Ἔγινε λοιπὸν ἐξαιτίας του μεγάλη φιλονικεία στὸ λαὸ καὶ μερικοὶ ἀπ’ αὐτοὺς ἤθελαν νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλὰ δὲν τόλμησε νὰ βάλη χέρι ἀπάνω του κανείς.
Πῆγαν οἱ ὑπηρέτες τοῦ ναοῦ στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους καὶ αὐτοὶ τοὺς εἶπαν: Γιατί δὲν τὸν φέρατε ἐδῶ;
Οἱ ὑπηρέτες ἀποκρίθηκαν· ποτὲ ἄνθρωπος δὲ μίλησε ἔτσι, ὅπως αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος.
Οἱ Φαρισαῖοι τότε τοὺς ἀπάντησαν, μήπως καὶ σεῖς παρασυρθήκατε;
Μήπως καὶ κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες πίστεψε σ’ αὐτὸν ἢ κανεὶς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους;
Ἄς εἶναι καταραμένος ὁ λαὸς αὐτὸς ποὺ δὲν ξέβρει τὸ νόμο καὶ δὲν κάνει ὅ,τι λέει.
Τότε τοὺς λέγει ὁ Νικόδημος ποὺ εἶχε πάει νύχτα στὸν Ἰησοῦ καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητές του:
μήπως ὁ νόμος μας καταδικάζει ἄνθρωπο, ἂν ὁ δικαστὴς δὲν τὸν ἀκούση πρῶτα καὶ μάθη τὸ τί κάνει;
Ἀποκρίθηκαν καὶ τοῦ εἶπαν, μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τὴ Γαλιλαία; Ἐξέτασε καὶ μάθε πὼς προφήτης ἀπὸ τὴ Γαλιλαία δὲ βγαίνει.
Πάλι λοιπὸν τοὺς μίλησε ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπε: ἐγὼ εἶμαι τὸ φῶς τοῦ κόσμου, ὅποιος μὲ ἀκολουθεῖ δὲ θὰ περπατήση μέσα στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ θὰ ἔχη τὸ φῶς τῆς ζωῆς.
ΟΜΙΛΙΑ
Ὁ Χριστός μας βρίσκεται μέσα στὸ μεγάλο ναὸ τοῦ Σολομώντα. Εἶναι ἡ τελευταία μέρα τῆς γιορτῆς τῆς Σκηνοπηγίας. Γίνεται ἡ ἀλληγορικὴ τελετὴ τοῦ νεροῦ ποὺ ἔδινε τάχα ὁ Θεὸς στὸ λαό του, γιὰ νὰ μὴ διψάση ποτέ. Ἕνας ἱερέας, βαστώντας ἕνα χρυσὸ λαγήνι μὲ νερὸ ἀπὸ τὴ θαυματουργὸ πηγὴ τοῦ Σιλωάμ, μὲ μεγαλοπρεπῆ συνοδεία πήγαινε στὸ ἱερό, γιὰ νὰ χύση τὸ νερὸ στὴν ἀσημένια λεκάνη τοῦ θυσιαστηρίου.
Μέσα στὴν ἀπόλυτη ἡσυχία τοῦ ναοῦ, σηκώθηκε ὄρθιος ὁ Κύριος καὶ φώναξε στὸ πλῆθος: «Ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔλθη σὲ μένα. Ὅποιος πιστέψη σὲ μένα, πηγὴ θὰ γίνη ἀπὸ ζωντανὸ νερό». Τὰ ἴδια λόγια ποὺ εἶχε πῆ καὶ στὴ Σαμαρείτισσα: «Ὅποιος θὰ πιῆ ἀπὸ τὸ νερὸ ποὺ θὰ τοῦ δώσω ἐγὼ δὲν θὰ διψάση στὸν αἰώνα».
Ὤ θεῖο δῶρο τοῦ Θεοῦ πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα! Τὸ νερὸ τὸ γάργαρο, τὸ δροσερό, ποὺ ἂν τὸ πιοῦμε ποτὲ δὲ θὰ διψάσωμε, εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας. Μᾶς καλεῖ, μᾶς φωνάζει πάντοτε κοντά του, «ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω» μᾶς λέγει. Μὲ εἰλικρινῆ ἀγάπη μᾶς καλεῖ κοντά του, γιατὶ θέλει νὰ μᾶς σώση. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔργο του, ἡ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Ἡ ἐπαναφορὰ τοῦ χαμένου προβάτου στὸ ποίμνιο, στὰ ἄλλα πρόβατα, στὴ μάντρα του. Ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει ἀσφάλεια. Μακριὰ ἀπὸ τοὺς κινδύνους.
Πηγὴ ἀκένωτη, σωστὴ βρυσομάνα, ἡ πηγὴ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Ὅποιος πίνει, γεμίζει ἀπὸ τὴ βοήθειά του, ἀπὸ τὴν καλοσύνη του, ἀπὸ τὰ θεῖα δῶρα του, ἀπὸ τὴν ἀγάπη του. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει θαύματα. Εἶναι μιὰ δύναμη μεγάλη, ἀκατανίκητη.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ τοὺς φτωχοὺς καὶ ἀγράμματους ψαράδες τοὺς κάνει πάνσοφους καὶ διαλαλοῦν στὴν οἰκουμένη τὴ σοφία τους. Φωτίζει τὴ σκέψη καὶ τὸ νοῦ τοῦ τυφλοῦ νὰ δώση ἀπάντηση τέτοια, ποὺ ἔκανε τοὺς σοφοὺς νομοθέτες τοῦ Ἰσραὴλ νὰ μὴ μποροῦν ν’ ἀπαντήσουν καὶ νὰ τὸν διώξουν θυμωμένα.
Γεμίζει πίστη τὴν ψυχὴ τῆς Μάρθας κι ἀνασταίνεται ὁ ἀδερφός της. Δίνει δύναμη στὶς μυροφόρες νὰ μὴ λογαριάσουν τὶς λόγχες καὶ τοὺς στρατιῶτες.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει τὰ πλήθη νὰ τρέχουν πίσω ἀπὸ τὸν Κύριο σὰν ὑπνωτισμένα. Τὸν ἐθνικὸ ἑκατόνταρχο, νὰ ζητάη νὰ θεραπεύση τὸ δοῦλο του μὲ μόνο τὸ λόγο του. Τὴ Χαναναία νὰ ζητάη τὴ βοήθειά του γιὰ τὴν ἄρρωστη κόρη της. Τὸν Πέτρο νὰ βαδίζη πάνω στὰ μανιασμένα κύματα τῆς λίμνης τῆς Γαλιλαίας.
Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κάνει τὶς ἀναρίθμητες στρατιὲς τῶν μαρτύρων καὶ τῶν ἁγίων τῆς θρησκείας μας νὰ τραβοῦν πρὸς τὸ θάνατο χωρὶς νὰ τὸν φοβοῦνται καὶ χωρὶς νὰ ἀρνιοῦνται τὴ θεότητα τοῦ Χριστοῦ μας.
Ἔτσι γίνεται, παιδί μου, σὰ βάλης μέσα σου τὸ Θεό. Σὰ βάλης μέσα σου τὸ Χριστὸ καὶ θελήσης νὰ μείνη γιὰ πάντα κοντά σου σὰ σύντροφος καὶ σὰν ὁδηγητὴς στὶς σκέψεις καὶ στὶς πράξεις σου.
Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ δύναμη τῆς καρδιᾶς μας. Αὐτὸς τὸ φῶς τῆς διανοίας μας, τοῦ μυαλοῦ μας, τῶν σκέψεών μας. Αὐτὸς σπρώχνει τὰ βήματά μας σὲ κάθε καλό. Ὁ Κύριος εἶναι ἡ ἀνάπαυση, ἡ χαρά μας, ἡ πίστη μας, ἡ ἐλπίδα μας, ἡ ἀγάπη μας. Εἶναι τὸ πᾶν γιὰ μᾶς. Χωρὶς αὐτὸν δὲ νιώθεις τὴν ἀληθινὴ ζωή. Οἱ χτύποι καὶ οἱ παλμοὶ τῆς καρδιᾶς σου δὲν ἀκούονται καὶ δὲ φτάνουν ὡς τὸ αὐτὶ τῆς Παντοδυναμίας του. Ἡ μεγαλύτερη λοιπὸν εὐτυχία μας εἶναι ὁ Κύριος.
Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται, παιδί μου, νὰ μὴ χάσης τὸν πολυτιμότερο βοηθό σου. Τί θὰ σὲ βρῆ στὴ ζωὴ καὶ δὲ θὰ τὸ παρακαλέσης; Θυμήσου τον καὶ θὰ σὲ βοηθήση. Ἀπότυχες σὲ μιά σου προσπάθεια; Ζήτησε τὴν βοήθειά του καὶ θὰ σὲ ἐνισχύση. Θέλεις νὰ μάθης; Θὰ σοῦ στείλη τὸ Ἅγιο του Πνεῦμα νὰ σὲ δυναμώση καὶ νὰ σὲ φωτίση, καθὼς τὸ ἔστειλε σήμερα στοὺς ἁγίους μαθητὲς καὶ Ἀποστόλους του. Ὅ,τι κι ἂν σοῦ συμβῆ, κάλεσέ τον κοντά σου. Θά ᾽ρθη χωρὶς ἄλλο καὶ θὰ σταθῆ πλάι σου βοηθὸς καὶ σύμμαχος. Τίποτε δὲ θὰ τὸν ἐμποδίση. Οὔτε οἱ τοῖχοι τοῦ σπιτιοῦ σου οὔτε οἱ κλεισμένες πόρτες οὔτε τὰ σίδερα τῆς φυλακῆς οὔτε τὸ βουνὸ οὔτε τὰ δάση οὔτε οἱ ρεματιὲς οὔτε ἡ θάλασσα. Καμμιὰ ἀνθρώπινη δύναμη, γιατὶ ὅλα ὑποτάσσονται στὴ δύναμη καὶ τὴ θέλησή του.
Ἄν πάλι καταλάβης πὼς δὲν βρίσκεται κοντά σου, τότε ἀνανέωσε τὴν παρουσία του μὲ τὴ Θεία Κοινωνία. Μᾶς ἔδωσε ὅλα τὰ μέσα γιὰ τὴ σωτηρία μας. Γιὰ ὅλα πρόβλεψε, γιατὶ εἶναι Θεὸς ποὺ μᾶς ἀγαπάει.
Στὸ Χριστό μας ποὺ δείχνει τόση μεγάλη ἀγάπη γιὰ μᾶς, τοῦ ἀπευθύνομε τὴν παρακάτω προσευχὴ τῆς Ἑκκλησίας μας καὶ τὸν παρακαλοῦμε νὰ τὴν ἀκούση.
«Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρών καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός. ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος καὶ σῶσον ἀγαθὲ τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου