Ὁ ἅγιος Φιλούμενος, κατὰ κόσμον Σοφοκλῆς Ὀρουντιώτης, γεννήθηκε στὴν Λευκωσία τῆς Κύπρου στὶς 15 Ὀκτωβρίου 1913, ἡ καταγωγή του ὅμως ἦταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Ὀρούντα. Γονεῖς τοῦ Ἁγίου ἦταν οἱ εύσεβεῖς Γεώργιος καὶ Μαγδαληνή, οἱ ὁποίοι συνολικὰ ἀπέκτησαν 13 παιδιά. Ὁ ἅγιος Φιλούμενος ἦταν δίδυμος μὲ τὸν Ἀλέξανδρο καὶ μετέπειτα π. Ἐλπίδιο.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν εὐσέβεια τῶν γονέων τους, καταλυτικὸ ὑπῆρξε γιὰ τὴν κατά Θεόν πρόοδο καὶ τῶν δύο (π. Φιλούμενο καὶ π. Ἐλπίδιο) τὸ παράδειγμα καὶ ἡ βιωτὴ τῆς γιαγιὰς τους Λωξαντροῦς (Ἀλεξάνδρας), ἡ ὁποία δημιουργησε τὶς βάσεις καὶ τὶς προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ τῶν ἐγγονῶν της.
Τὰ δύο δίδυμα ἀδέλφια, ἀπὸ μικρὰ ἀπέκτησαν ἰδιαίτερη ἀγάπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγία Του Ἐκκλησία. Ἔτσι ὁ πόθος γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση στὸν Θεό, ὁδήγησε τὰ βήματά τους στὴν Ἱερᾶ Μονή Σταυροβουνίου, ὅπου καὶ ἐντάχθηκαν ὡς δόκιμοι στὴν μοναστικὴ ἀδελφότητα σὲ ἡλικία 14 ἐτῶν, ἔχοντας τὴν εὐλογία τόσο τοῦ Πνευματικοῦ ὅσο καὶ τῶν γονέων τους. Τὸ 1934, μετὰ ἀπὸ προτροπὴ τοῦ ἐξάρχου τοῦ Παναγίου Τάφου π. Παλλαδίου, οἱ δύο νέοι καλόγεροι ἐγγράφονται στὸ Γυμνάσιο τοῦ Ἱεροῦ Κοινοῦ τοῦ Παναγίου Τάφου, στὴν Ἁγία Πόλη Ἱερουσαλήμ. Καὶ ἐκεῖ ὁ ἅγιος Φιλούμενος ξεχωρίζει γιὰ τὴν ἀρετή του.
Τὸ 1937 ὁ Πατριάρχης Τιμόθεος (Θέμελης) τοὺς κείρει μοναχούς, καὶ τὴν ἴδια χρονιά τους χειροτονεῖ διακόνους (5/9/37 ἡ πρώτη χειροτονία τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου καὶ 1/11/43 ἡ δεύτερη). Ἀργότερα ὁ π. Ἐλπίδιος θὰ ἀναχωρήσει ἀπὸ τὴν Σιωνίτιδα Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ὅμως ὁ π. Φιλούμενος θὰ υπηρετήσει γιὰ 45 συνεχῆ χρόνια, μέχρι τὸ μαρτυρικό του τέλος.
Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος ὑπηρέτησε τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἀπὸ διάφορες θέσεις - διακονήματα: Ἀρχικὰ ὡς ἐργοδηγὸς, ἀργότερα ὡς... Ἐπιμελητῆς τῶν Πατριαρχικῶν Γραφείων, ὡς βοηθὸς φροντιστῆς στὸ Κεντρικὸ μαγειρεῖο, ὡς Ἡγούμενος στὴν Τιβεριάδα, στὴν Ἰόππη, ὡς διευθυντὴς τοῦ Οἰκοτροφείου τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς, ὡς Ἡγούμενος τῆς Μονῆς Ἀρχαγγέλου, ὡς τυπικάρης τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ὡς Ἡγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Μεταμορφώσεως στὴ Ραμάλλα, στὴν Ἱ. Μ. Ἀββᾶ Θεοδοσίου, στὴν Ἱ. Μ. Προφήτου Ἠλία καὶ τέλος στὴν Ἱ. Μονή Φρέατος τοῦ Ἰακώβ στῆν πόλη Νεάπολη (Nablus) τῆς Σαμάρειας, ὅπου καὶ μαρτύρησε στὶς 29 Νοεμβρίου 1979 (ν.ἡ).
Ἀπ’ ὅπου καὶ νὰ πέρασε, ἡ διακονία τοῦ Ἁγίου ἦταν ἀγλαόκαρπος! Γι’ αὐτὸ καὶ ἦταν ἀγαπητός ἀκόμη καὶ ἀπὸ τους μουσουλμάνους.
Στὸ τελευταῖο του διακόνημα στὴν Νεάπολη τῆς Σαμάρειας, στὸ Φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, ὁ Ἅγιος εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, κυριώς ἀπὸ φαναντικοῦς Σιωνιστές, οἱ ὁποίοι καὶ δικεδικούσαν τὸ Προσκύνημα.
Ὁ Ἅγιος ἀνέφερε συχνὰ τὶς δυσκολίες του αὐτές, σὲ ἄνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνδεόταν στενά, ὅπως ὁ συμμαθητῆς καὶ φίλος του (μακαριστὸς πλέον) Μητροπολίτης Βόστρων Ὑμέναιος. Σχετικά μὲ τὰ ὅσα συνέβησαν τὴν ἡμέρα τοῦ Μαρτυρίου χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ διήγηση τοῦ ἱερομ. π. Σωφρονίου :
Διήγηση π. Σωφρονίου Ἁγιοταφίτου
περὶ τοῦ μαρτυρικού τέλους του Ἁγίου Φιλουμένου*
(* Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στὸ «Ἑορτολόγιο -2000» τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου, καὶ συμπεριλαμβάνεται στὸ βιβλίο «Ὁ Ἅγιος νέος Ἱερομάρτυς Φιλούμενος ὁ Κύπριος, τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντας Κύπρου)
«Ὁ μακαρίτης ὁ πατήρ Φιλούμενος μᾶς ἔλεγε, ὅτι κάθε Παρασκευὴ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μισαλλόδοξους καὶ φανατικοὺς Ἑβραίους πήγαιναν γιὰ νὰ προσευχηθοῦν στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ. Συνέχεια τοῦ ἔλεγαν, νὰ σηκώσει ὅλες τὶς εἰκόνες καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο ἀκόμα καὶ νὰ τὶς πάρει καὶ νὰ φύγει, διότι τὸ Φρέαρ εἶναι δικό τους καὶ ὄχι τῶν Χριστιανῶν. Εἰδάλλως θὰ τὸ μετανιώσει πικρά, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀργά.
Ἀπὸ τὸν καιρὸ ποὺ πῆγε ἐκεῖ ὅλο καὶ τὸν φοβέριζαν. Αὐτὸς ὅμως ἤξερε τὰ ἑβραϊκὰ καὶ τοὺς ἀποστόμωνε. Δὲν εἰδοποίησε ποτὲ τὴν Ἀστυνομία νὰ τὸ ἔχει ὑπ’ ὄψιν της καὶ οὔτε τὸ φαντάζονταν ὅτι θὰ τὸν σκότωναν. Στὶς 16 Νοεμβρίου (29 μὲ τὸ νέο ἡμερολόγιο) εἶχε μεγάλη βροχή, ἀσταπές, βροντές, χαλασμὸς Κυρίου ὅλη τὴν ἡμέρα.
Βρῆκαν τὴν εὐκαιρία, ποὺ δὲν ὑπῆρχε κανένας, λόγῳ τῆς κακοκαιρίας, πῆγαν καὶ τὸν σκότωσαν μέσα στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ, μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου, ὅπως ἔκαμαν καὶ στὸν προφήτη Ζαχαρία, τὸν πατέρα τοῦ τἰμιου Προδρόμου. Τὴν ὥρα ποὺ ἔκανε ἑσπερινό, ἐκείνη τὴν ὥρα ὅρμησαν. Κύριος οἶδε πόσοι ἦσαν, καὶ τὸν σκότωσαν μὲ το τσεκούρι στὰ μούτρα καὶ στὸ δεξὶ χέρι, κόβοντας τὰ δάκτυλά του. Ἐπίσης, ἡ σιαγόνα του καὶ τὸ ἕνα μάτι του βγαλμένο καὶ τὸ ἄλλο κτυπημένο.
Τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, Κύριος οἶδε, διότι ὁ φύλακας εἶχε φύγει ἀπὸ τῖς 4.00 τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκλεισε τὸ Μοναστήρι. Ὁ φόνος ἔγινε μετὰ τὶς 5.00 μ.μ.. Τὸ πρωὶ πηγαίνει ὁ φύλακας στὶς 7.00 π.μ., φωνάζει: «πάτερ Φιλούμενε;». Στὸ δωμάτιό του δὲν τὸν βρίσκει. Πηγαίνει στὴν ἐκκλησία καὶ τὸν βλέπει σκοτωμένο, μέσα στὰ αἵματα. Ἀμέσως εἰδοποίησε τὴν Ἀστυνομία καὶ ἡ Ἀστυνομία τὸ Πατριαρχεῖο.
Πῆγαν οἱ πατέρες, ὁ Καισαρείας Βασίλειος, ὁ Πέτρας Γερμανός, ὁ π. Γρηγόριος, ὁ π. Μελίτων, ὁ π. Διονύσιος καὶ ἄλλοι. Ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν σκότωσαν ἔριξαν καὶ χειροβομβίδα ἔξω στὴν προσκομιδὴ καὶ τὰ ἔκαμαν ὅλα κομμάτια. Οὔτε μανουάλια ἄφησαν γερά, οὔτε εἰκόνες. Καὶ αὐτοῦ τοῦ Ἐσταυρωμένου ἔκοψαν τὸ χέρι του τὸ ἀριστερό. Τὰ Ἅγια Ποτήρια χαμένα. Ἦταν τόσο τρομερὴ ἡ κατάσταση σὰν νὰ μὴν κατοικοῦσε ἄνθρωπος μέσα ἀπὸ χρόνια.
Τὸν πῆραν στὸ νεκροτομεῖο, καὶ μετὰ τὸν ἔκαμαν νεκροψία στὸ Τὲλ Ἀβίβ καὶ στὶς 21 Νοεμβρίου (π.ἡ) μᾶς εἰδοποίησαν. Ἐγὼ πῆγα μαζὶ μὲ ἄλλους τρεῖς πατέρες τοῦ Πατριαρχείου καὶ μᾶς τὸν ἔδωσαν γυμνό. Ὅταν τοὺς ρωτήσαμε ποῦ εἶναι τὰ ροῦχα του, μᾶς εἶπαν εἶναι στὴ Νεάπολη. Εὐτυχῶς ποὺ εἴχαμε πάρει μαζί μας ὅλα τὰ χρειαζούμενα γιὰ νὰ τὸν ντύσουμε.
Ἀλλὰ δὲν φαντάζεστε, ὅταν μᾶς τὸν παρέδωσαν κομματισμένο, τὸ πρόσωπό του ἀγνώριστο, φέρον τὰ στίγματα τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως οἱ Πέρσες ἔσφαξαν τοὺς Πατέρες τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τῶν λοιπῶν μοναστηριῶν. Ἔτσι καὶ σήμερα. Ἀκολούθησε νέο μαρτύριο στὸν πατέρα Φιλούμενο.
Πέντε μέρες τὸν εἶχαν στὸ ψυγεῖο. Καὶ ὅμως ἦταν μαλακώτατος, σὰν νὰ μὴν εἶχε πεθάνει. Ὅταν ἄρχισα νὰ τὸν ντύνω – διότι οἱ ἄλλοι δὲν μποροῦσαν, δὲν ἄντεχαν νὰ τὸν βλέπουν ἀπὸ τὶς κακουχίες ποὺ εἶχε – τοῦ λέγω σὰν νὰ ἦταν ζωντανός: - Γέροντά μου, τώρα θὰ μὲ βοηθήσεις νὰ σὲ ντύσω, διότι βλέπεις εἶμαι μόνος μου.
Ὅταν ἄρχισα καὶ τοῦ ἔβαλα τὴ φανέλλα, τὸ πρῶτο χέρι ἀμέσως τὸ κατέβασε μόνος του. Ὅπως καὶ τὸ ἄλλο χέρι. Καὶ τὰ πόδια ὁμοίως. Τοῦ μάζευα τὰ πόδια νὰ τοῦ φορέσω τὰ ροῦχα καὶ ὅταν τελείωνα τὰ ἅπλωνε μόνος του. Στὸ ἀριστερὸ πόδι ἀπὸ κάτω, εἶχε κτύπημα μὲ τὸ τσεκούρι.
Ἀπὸ τὸ νεκροτομεῖο. τὸν φέραμε στὸ Πατριαρχεῖο. Στὴν Ἁγία Θέκλα, ἔγινε ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία ἐν μέσῳ Ἁγιοταφιτῶν πατέρων, τῶν ἀδελφῶν τοῦ μακαρίτη καὶ ἄλλων πολλῶν. Ἦλθαν πολλοί, μέχρι καῖ ξένων δογμάτων καὶ μουσουλμάνοι καὶ χοτζάδες. Γιατὶ ὅμως ὅλοι αὐτοί; Διότι, ὅλοι τὸν ἀγαποῦσαν καὶ ἦλθαν νὰ τοῦ δώσουν τὸν τελευταῖο ἀσπασμό. Τὶ ὀδυρμός! Τὶ θρῆνος! Τὶ κοπετός ἦταν αὐτός!
Ἡ Κυβέρνηση, ἀπὸ τὸ πρωὶ μέχρι καὶ πρὶν τὸν ἐνταφισμὸ στὴ Σιών, ἔστειλε ἀστυνομία κοντὰ στοὺς Ἁγιοταφίτες φοβούμενη ἀντίποινα. Πῆρε αὐστηρά μέτρα. Καὶ νεκρὸν ἀκόμα τὸν ἐφοβοῦντο.
Τὸν π. Φιλούμενο ὅλοι τὸν κλάψαμε, διότι ἦταν ἕνας καλὸς καὶ ἅγιος πνευματικός. Ὁ Πατριάρχης τὸν ἀποκαλοῦσε “πτωχοπρόδρομο”. Καὶ ὄντως, ἦταν. Οἱ τέλειοι κληρονομοῦν τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Ὑπέμεινε λίγο μαρτύριο καὶ βρίσκεται μεταξὺ τῶν ἱερομαρτύρων καὶ τῶν Ὁσιομαρτύρων· ὧν ταῖς πρεσβείες, εἴθε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ ἐμεῖς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
Ἱερομόναχος Σωφρόνιος Ἁγιοταφίτης»
Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτά, τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων ἔστειλε ὁμάδες πατέρων γιὰ νὰ ἐπανδρώσουν τὸ Προσκύνημα, ἀλλὰ κανένας ἀπ’ αὐτοὺς δὲν παρέμεινε στὸ Μοναστήρι γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα.
Τὸ 1983 ὁ τότε Πατριάρχης Διόδωρος κάλεσα τὸν π. Ἰουστῖνο νὰ ἀναλάβει τὴν Ἡγουμενία στὸ Φρέαρ. Ἐκεῖνος ἀν καὶ ἀρχικὰ ἀρνήθηκε, κατόπιν διαφόρων ὁραμάτων ποὺ εἶχε, δέχτηκε καὶ πῆγε στὸ Φρέαρ, ὅπου καὶ διακονεῖ μέχρι καὶ σήμερα.
Ὁ π. Ἰουστῖνος κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διακονίας του δέχτηκε πολλὲς ἐπιθέσεις ποὺ εἶχαν στόχο νὰ τὸν σκοτώσουν ἢ τουλάχιστον νὰ τὸν κάνουν νὰ ἐγκαταλείψει τὸ Προσκύνημα. Ὁ Ἅγιος Φιλούμενος τὸν ἔσωσε πολλὲς φορές. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ περίπτωση ποὺ τὸν σήκωσε ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ τοῦ ἀποκάλυψε ἕνα ὡρολογιακὸ ἐκρηκτικὸ μηχανισμό!
Στὴν τρίτη ἐπίθεση που δέχτηκε ὁ π. Ἰουστῖνος, κατάφερε - ἄν καὶ τραυματισμένος - νὰ ἀκινητοποιήσει τὸν δράστη χρησιμοποιώντας ἕνα μανουάλι πού βρισκόταν δίπλα του. Ὁ δράστης συνελήφθη καὶ ἀποδείχθηκε ὅτι ἦταν ὑπεύθυνος καὶ γιὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου. Ἡ Ἀστυνομία τὸν ἔφερε καὶ πάλι στὸ Προσκύνημα, ὅπου καὶ ἔγινε ἀναπαράσταση τῆς δολοφονίας τοῦ Ἁγίου. Τότε ἔγινε γνωστὸ σὲ ὅλους τὸ πῶς μπῆκαν στὸ Μοναστήρι, πῶς κρύφτηκαν καὶ τέλος πῶς δολοφόνησαν τὸν ἅγιο Φιλούμενο.
Ὁ π. Ἰουστῖνος μὲ πολλὲς προσευχὲς καὶ ἀγῶνες, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἔμπρακτη βοήθεια τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου, ἔχει ἀποπερατώσει τὴν ἀνέγερση τοῦ Ἱ. Ν. τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς, ἡ στάμνα τῆς ὁποίας φιλοξενεῖται πλέον στὸ Προσκύνημα τοῦ Φρέατος. Ἐπίσης τὸ ἄφθαρτο σκήνωμα τοῦ Ἁγίου Φιλουμένου μεταφέθηκε ἁπὸ τὸν Ναὀ τῆς Πατριαρχικῆς Σχολῆς καὶ φυλάσσεται στὸ Ἱερὸ Προκύνημα τοῦ Φρέατος στὴν Νεάπολη. Ἔτσι λοιπόν, ὅπως χαρακτηριστικὰ συνηθίζει νὰ λέει ὁ π. Ἰουστῖνος, ἔχει καὶ «σωματικά» τὸν Ἅγιο Φιλούμενο στο πλευρό του!
Β.Μ.