Διαβάζοντας κανείς την ιστορία των λαών της γής, συναντά χαρακτηριστικά άλλοτε κοινά και άλλοτε διαφορετικά μεταξύ τους. ένα κοινό χαρακτηριστικό, πανανθρώπινο θα λέγαμε, είναι η καθολική παραδοχή ότι η ειρήνη είναι το υπέρτατο αγαθό στα ανθρώπινα έθνη, γεννά την ευημερία, σφυρηλατεί την ανθρωπιά στις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων του πλανήτη μας, προάγει την επιστήμη και τον πολιτισμό και βεβαίως διασφαλίζει τον σεβασμό της ίδιας της ανθρώπινης ζωής. έχουν γραφτεί υπέροχοι ύμνοι και δοκίμια για το αγαθό της ειρήνης, και αυτή αποτελεί πάντοτε κοινή ευχή στα χείλη των ηγετών όλων των κρατών αλλά και κάθε φυσιολογικού ανθρώπου. Γεννάται όμως το ερώτημα, πώς είναι δυνατόν σε έναν κόσμο που τόσο αγαπά και τόσο εξυμνεί και τόσο εκθειάζει την ειρήνη, αυτή να καθίσταται τόσο δυσεύρετη, και ο πόλεμος, η άκρως αντίθετη δηλαδή κατάσταση, να βασιλεύει παντού; Πώς είναι δυνατόν να μην έχει υπάρξει καμία χρονική περίοδος στην ιστορία των ανθρωπίνων πραγμάτων κατά την οποία να μη σκοτώνει ο άνθρωπος τον συνάνθρωπό του και να μη χάνονται σωρηδόν ανθρώπινες ζωές, που είναι πλασμένες για να ζουν και να εργάζονται το αγαθό η μία για την άλλη;
Αυτό μάλλον συμβαίνει διότι η «ειρήνη» που ο κόσμος κομίζει είναι μια ειρήνη με προϋποθέσεις, αστερίσκους και υποσημειώσεις, μια ειρήνη γεμάτη κρατούμενα και ψιλά γράμματα, μια ειρήνη με ειρηνικό ένδυμα και πολεμοχαρή καρδιά. Αυτή η εντός εισαγωγικών ειρήνη σίγουρα δεν εκφράζει αυτό που είναι, και είναι μια ειρήνη πολύ επικίνδυνη.
Λένε πολλοί, «μα πώς να εξασφαλίσουμε την ειρήνη στον κόσμο; Αυτή είναι στα χέρια των κυβερνητών, των μεγάλων και ισχυρών της γής». Τι γίνεται όμως με την ειρήνη ως χαρακτηριστικό των καθημερινών, ανθρώπινων, οικογενειακών, κοινωνικών, επαγγελματικών, φιλικών σχέσεων των ανθρώπων;
Μήπως και εκεί τον λόγο έχουν οι ισχυροί της γή; Δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι που με τον λόγο ή την σιωπή μας, την υπομονή ή την επίθεσή μας, την ανοχή ή την αδιαλλαξία μας καλωσορίζουμε ή αποδιώχνουμε την ειρήνη από την ζωή μας;
Ο Απόστολος σήμερα μας μιλάει για την ειρήνη του Χριστού, την ειρήνη της αγάπης, την ειρήνη του Σταυρού του, την ειρήνη εκείνου που ήλθε για να αποκαταστήσει την ειρήνη ανάμεσα στον Θεό Πατέρα και τον αυτοεξορισμένο από την πατρική αγάπη άνθρωπο. επί αιώνες φαινόταν ακατάλυτο «το μεσότειχον της έχθρας», καθώς φύλακας και φρυκτωρός του ήταν ο διάβολος, που επιχαίρει όταν λείπει η ειρήνη από τις καρδιές των ανθρώπων. Ο Θεός της ειρήνης, όμως, καθώς ψάλλουμε ήδη στις καταβασίες της μεγάλης εορτής που πλησιάζει, ονομάζει παιδιά του όλους τους ειρηνοποιούς αυτού του κόσμου, και προχωρεί ακόμη περισσότερο μακαρίζοντας τους πράους, τους ανθρώπους δηλαδή που τους χαρακτηρίζει η πραότητα, η μητέρα της ειρήνης, και αποκαλώντας τους κληρονόμους της γής. Όχι βεβαίως τυχαία. Σύμφωνα με την λογική τού κόσμου, αν ψάξουμε όλα τα είδη του πολέμου, είτε μεταξύ λαών, είτε σε διαπροσωπικό επίπεδο, πάντοτε επικρατεί ο νόμος τους ισχυρότερου, το μεγάλο και δυνατό ψάρι τρώει το μικρό και αδύναμο, η φωτιά και το σίδερο νικούν και κατακυριεύουν έθνη και εδάφη, ανθρώπους και συνειδήσεις.
Ο Χριστός επομένως κομίζει μια διαφορετική ειρήνη, που ξεκινά από την καρδιά των ανθρώπων και απλώνεται παντού. Την ειρήνη των γνήσιων τέκνων του Θεού, που δεν χωρίζεται από τον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός, η αγάπη δηλαδή, είναι το κριτήριο, και η αγάπη του δεν γνωρίζει την αδικία, δεν ανέχεται την υποκρισία, δεν επιχαίρει για τον πόνο του αδελφού, αλλά αντίθετα αγωνιά για την περιπέτεια, τον πόνο και την δυστυχία του.
Να λοιπόν τί λείπει από τις καρδιές των διαπραγματευτών και των μάγων της ειρήνης, με αποτέλεσμα το αυθεντικό αυτό αγαθό να έχει γίνει τόσο δυσεύρετο. Ο άνθρωπος που αγαπά τον Χριστό είναι κατεξοχήν ειρηνικός και ειρηνοποιός. Ο άνθρωπος που αγαπά τον Χριστό δεν έχει εχθρούς. Εχθρεύεται και μισεί την αμαρτία, αυτό δηλαδή που τον χωρίζει από τον Θεό και τον συνάνθρωπό του. εργάζεται επομένως ώστε να εξαλείφεται ό, τι τον χωρίζει από τον Θεό και την εικόνα του, και αυτή είναι ουσιαστικά η εργασία της ειρήνης. Εάν λοιπόν ποθούμε πραγματικά την ειρήνη στον κόσμο και την ζωή μας δεν έχουμε παρά να αγαπήσουμε λίγο περισσότερο τον Χριστό.
Αρχιμ. Α. Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου