«…πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών και άγαθοποιειτε και δανείζετε μηδέν άπελπίζοντες»
Μια «άλλη» πρόταση ζωής καταθέτει ή Εκκλησία σήμερα στον κόσμο, καθιστώντας τον κοινωνό στα λόγια του Νυμφίου της. Μια πρόταση επαναστατική, όντως νέα καί δυνατά ανθρώπινη: «…Εγώ σας λέγω ν’ αγαπάτε τους εχθρούς σας και να τους ευεργετείτε καί να τους δανείζετε, χωρίς να ελπίζετε σε κανένα αντάλλαγμα…» (Λουκ. στ’ 35).
Πρόκειται για την «πρόταση» της χριστιανικής αγάπης, πού είναι γλυκύτερη καί πιο δυνατή άπ’ τη ζωή, πού δεν λογαριάζει τίποτε όντας πιο ισχυρή κι άπ’ το θάνατο. Πρόκειται για την μοναδική απάντηση στον κόσμο, πού αυτοφυλακισμένος ατή βία καί στη λατρεία του μίσους, γεύεται την απόγνωση, μυρίζοντας θάνατο. Ή γη πια έχει καταντήσει να γίνει ένα στοιχειωμένο δάσος από σταυρούς, μνήματα ξερά, κρεμάλες, στρεβλές, τροχούς, μάγγανα καί φραγγέλια. Γίνηκε ένας τόπος εξορίας, γιατί ανάμεσα μας ανοίξαμε πόλεμο ανελέητο, γιατί ό καθένας μας, σαν πεινασμένο κοράκι, τροφή βλέπει του αδελφού το πτώμα…Σ’ αυτόν τον κόσμο, πού ό «Αβελ καί ό Κάιν ξαναζούν για να ξανασκοτωθούν, πού ό «Αδης όλο καί πιότερο γυρεύει, πεινώντας αβυσσαλέα, τον ανθρώπινο κολασμό, δίχως έλεος κανένα, σ’ αυτόν τον κόσμο ό Χριστός κραυγάζει: «Ανθρωπε αγάπα…Κόλαση: το μαρτύριο του να μην αγαπάει κανείς (Ντοστογιέβσκι)
Στόν άνθρωπο του 2000 μ.Χ. πού πασχίζει να πείσει τους πάντες —καί περισσότερο άπ’ όλα τον εαυτό του — ότι ή καθαρή ανθρώπινη αγάπη μπορεί να υπάρχει χωρίς την αγάπη στο Θεό, ή ότι αυτή μόνη μπορεί να γεμίσει το κενό πού άφησε ό …«θάνατος του Θεού», ή Εκκλησία λέει ξεκάθαρα ότι ή αγάπη είναι ΘΕΑΝΘΡΩΠ1ΝΟ μυστήριο· είναι ό πυρσός πού πυρακτώνει την καρδιά μας για «πόθο άπειρο του Θεού καί των αδελφών μας» (Συμεών ό Νέος Θεολόγος). Είναι μια θυσία, είναι ή καύση της καρδιάς για όλα τα πλάσματα του Θεού, ένα προσκύνημα προς τους αδελφούς μας τους ανθρώπους, πληρωμένο με τη βεβαιότητα πώς σαν αγαπάμε, «δεν προσκυνάμε ουσιαστικά τους αδελφούς μας, αλλά το Θεό προσκυνάμε- άλλωστε έχει λεχθεί: είδες τον αδελφό σου, είδες Κύριο το Θεό σου» (Άββάς Άπολλώ).
Αγάπη χωρίς το Θεό δεν υπάρχει. Μόνο αν αγαπάμε αληθινά το Θεό μπορούμε ν’ αγαπήσομε τον άνθρωπο· καί μόνο αν αγαπάμε αληθινά τόν άνθρωπο, μπορούμε ν’ αγαπήσουμε το Θεό. «Γιατί αν πράγματι ό Θεός είναι αγάπη, τότε ό αποξενωμένος άπ’ την αγάπη, είναι αποξενωμένος άπ’ τό Θεό» (Μάξιμος ό Όμολογητής). Ή αγάπη είναι ό δρόμος πού ενώνει την κτίση με τον Κτίστη της καί τους ανθρώπους αναμεταξύ τους σε ενότητα είναι ή άνοδος προς την βασιλεία Του, είναι ή οδός προς τη θεανθρώπινη κοινωνία κι ένωση, ή δυνατότητα της ενοικήσεως του Χριστού σε μας, η γλυκιά αίσθηση της παρουσίας Του. Είναι ή πραγμάτωση της ζωής, σε αντί θέση με το μίσος, πού μονάχα σαν τρέλα, σαν πράξη αυτοκτονίας το βίωνε αιώνες τώρα ό άνθρωπος. «Αν ή αγάπη είναι ή ζωή, θα πει ό όσιος Θαλάσσιος, τότε το μίσος προς τον πλησίον είναι ό θάνατος», ό θάνατος πού φαντάζει σαν μοναδική επιλογή για τον άνθρωπο πού δεν αγαπά ή δεν τον αγαπούν…Στήν ασκητική κυρίως γλώσσα ή άρνηση ή ή κατάλυση της αγάπης ταυ τίζεται με το μαρτύριο της κολάσεως, με την ίδια την κόλαση, με την απύθμενη θλίψη καί τη μόνωση. Γιατί ή κόλαση παρουσιάζει έναν εγωκεντρισμό των άκρων, πού μόνο ή ανθρώπινη καρδιά ή αδύναμη ν’ αγαπήσει γνωρίζει Ό Ντοστογιέβσκι ορίζει την κόλαση σαν «το μαρτύριο του να μην αγαπά κανείς», γιατί γνωρίζει καλά ότι ή κόλαση δεν είναι τόπος, αλλά τρόπος οδυνηρής ζωής, σφραγισμένος άπ’ την απουσία της προσωπικής κοινωνίας και της αγάπης.
Ό Ισαάκ ό Σύρος, μιλώντας για το πόσο «σκληρό» καί «πικρό» είναι το «κολαστήριο», μάλλον δε το «μαστίγιο» της αγάπης, θα πει ότι κόλαση σημαίνει ακοινωνησία, σημαίνει την αδυναμία του ανθρώπου «να βλέπει τον άλλον πρόσωπο με πρόσωπο»· σημαίνει «τα νώτα του ενός να είναι κολλημένα με τα νώτα του άλλου», γιατί «ή λύπη πού μπαίνει στην καρδιά άπ’ την αμαρτία απέναντι στην αγάπη, είναι οξύτερη από κάθε πραγματική κόλαση»!Για τους Αγίους αγάπη σημαίνει κένωση (ταπείνωση), αυτοπαραίτηση άπ’ τίς δυνάμεις του «εγώ», υπέρβαση του εαυτού μας- σημαίνει την τέχνη του να δίνεις κι όχι να παίρνεις, να κερδίζεις τη ζωή, δίνοντας την για τους άλλους, να πέφτεις άπειρες φορές καθημερινά στην φωτιά για την αγάπη των ανθρώπων κι όμως να μη χορταίνεις άπ’ αυτή σου την προσφορά (Ισαάκ ό Σύρος}.
Γι’ αυτό ή αγάπη δεν περιορίζεται σε ορισμούς ή σε ηθικόλογα «πρέπει», δεν αποτελεί κάποια συνταγή, αλλά είναι ή έκφραση της οδύνης του ανθρώπου μπροστά στίς συγκεκριμένες υπάρξεις, είναι ή δύναμη πού χαριτώνει τον άνθρωπο να υπερβαίνει κάθε ατομικό όριο καί ν’ αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους, είναι αυτή πού «αλλοιώνει την φύση των πραγμάτων» (Χρυσόστομος), πού βγάζει το άτομο άπ’ την αυτάρκεια του καί το οπλίζει με το σφρίγος να πει οι «άλλοι» δεν είναι ή κόλαση μου, αλλά «οι άλλοι είναι ό Θεός μου» (Εύεργετινός). Είναι ή δύναμη να κερδίσομε τον αδελφό μας, γιατί «εάν κερδίσομε τον αδελφό μας, τον Θεό κερδίζαμε» (Μ. Αντώνιος). Είναι το «τέλος των αρετών» (Μάρκος ό Ασκητής), ή γλυκιά εμπειρία των Πατέρων, πού γλυκόλαλα κράζει στίς καρδιές μας: «Την ώρα πού θα καλύψομε το σφάλμα του αδελφού μας, καί ό Θεός σκεπάζει το δικό μας. Καί την ώρα πού θα φανερώσαμε το σφάλμα του αδελφού μας, καί ό Θεός θα φανερώσει το δικό μας» (Άββάς Ποιμήν). Είναι ή τέχνη να εξαρπάζεις μια ψυχή άπ’ την ανάγκη καί τα δεινά της, τη στέρηση καί τα βάσανα (Ποιμήν του Έρμα).
Φωνή του Κυρίου-Αρχ.Θ.Αθαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου