Στράτος Θεοδοσίου
Ένα από τα πλέον ανεξήγητα θεολογικά θέματα, το οποίο αποτελεί και σημείο αντιρρήσεων, έως και απορριπτικών ενστάσεων εκ μέρους της κλασικής φυσικής θεωρίας, υπήρξε η πίστη στην ύπαρξη ενός άλλου μη αισθητού «πνευματικού» κόσμου, το ίδιο, αν όχι περισσότερο αληθινού από τον κόσμο των ανθρώπινων αισθήσεων. Ο αόρατος, ή ορθότερα μη αισθητός αυτός κόσμος, σύμφωνα με τις απόψεις πολλών θεολογικών ρευμάτων, έπρεπε να συνυπάρχει με τον αισθητό κόσμο μας, αποτελώντας με αυτόν μια αδιαίρετη και άτμητη ενότητα.
Πάνω σ’ αυτά ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής κ. Hλίας Oικονόμου, στο βιβλίο του «Θεολογική Oικολογία» (1994) αναφέρει τα παρακάτω:
«O άκτιστος Θεός βουλήθηκε και η βούλησή του υλοποιήθηκε σε αισθητή και μη αισθητή Kτίση. Έτσι υπάρχουν οι εξής πραγματικότητες:
1. H πραγματικότητα του Άκτιστου Tριαδικού Θεού.
2. H πραγματικότητα της Kτίσεως ως αποτέλεσμα της θείας βουλήσεως, δηλαδή ως η πραγμάτωση του βουλήματος του Θεού που υποδιαιρείται σε:
α. Mη αισθητή Kτίση αθέατου μεγαλείου.
β. Σε αισθητή Κτίση τεραστίας διαστάσεως, εκτάσεως, όγκου, ποικιλίας και δυνάμεως.
γ. Σε μεικτή από αισθητό και μη αισθητό στοιχείο Kτίση, τον μέγα και μικρόν άνθρωπο, κατά τον Γρηγόριο τον Nύσσης».
Βεβαίως την προηγούμενη θεολογική άποψη περί υπάρξεως μιας μη αισθητής δημιουργίας, είχαν εκφράσει, με καθαρά επιστημονική διάθεση, οι Έλληνες θετικοί επιστήμονες της αρχαιότητας, προχωρώντας ακόμα περισσότερο. Γι’ αυτούς ο κόσμος των αισθήσεων δεν αποτελούσε παρά μία ψευδαίσθηση, μια απατηλή δηλαδή εικόνα του πραγματικού μη αισθητού κόσμου.
Ο μη αισθητός κόσμος των προσωκρατικών φιλοσόφων
Η πρώτη νύξη περί της σχετικής μόνον αλήθειας των γεγονότων τα οποία γίνονται αντιληπτά μέσω των ανθρώπινων αισθήσεων, γίνεται από τον Ξενοφάνη ο οποίος αναφέρει: «Κανένας άνθρωπος δεν ξέρει, ούτε θα μάθει ποτέ την αλήθεια για τους θεούς και για τα όσα λέγω, γιατί ακόμα κι αν τύχει κάποιος να πει την πλήρη αλήθεια, δεν το ξέρει, για όλα τα πράγματα υπάρχουν μόνο γνώμες» [Αποσπ. 34, Σέξτος, Προς Φυσικούς VII, 49 και 110 πρβ Πλούταρχος]. Και ακόμα: «Ας θεωρηθεί ότι τα πράγματα μοιάζουν με την αλήθεια» [Απόσμ. 35, Πλούταρχος, Συμποσιακά ζητήματα ΙΧ, 7, 746b].
Μια δεύτερη νύξη καταγράφεται στα λόγια του Ηράκλειτου ο οποίος φέρεται να λέγει: «Η αληθινή δομή των πραγμάτων συνήθως κρύβεται» [Απόσπ. 123, Θεμίστιος, Λόγοι 5, σελ. 69D], και ακόμα: «Ο αφανής δεσμός είναι ισχυρότερος από τον φανερό» [Απόσπ. 54, Ιππόλυτος, Ελ. ΙΧ, 9,5].
Εκτός όμως της προηγούμενης περικοπής ο Σέξτος αναφερόμενος στις απόψεις του Ηρακλείτου μας πείθει τελικά ότι ο μεγάλος θετικός φιλόσοφος είχε αντιληφθεί πλήρως την ψευδαίσθηση του κόσμου των ανθρώπινων αισθήσεών μας. Αναφέρει λοιπόν: Ο Ηράκλειτος επίσης πίστευε ότι ο άνθρωπος διαθέτει δύο όργανα για τη γνώση της αλήθειας, την αίσθηση και τον «λόγο». Από αυτά τη μεν αίσθηση θεωρούσαν απατηλή, παραπλήσια με τους προηγούμενους φυσικούς, δέχεται δε σαν κριτήριο τον «λόγο» [Σέξτος VII 126 (Ηράκλειτος Α16)]. Η λέξη «λόγος» στο σημείο αυτό έχει το προσωκρατικό της νόημα. Δηλαδή με τη λέξη «λόγος» περιγράφεται το αντίθετο του προϊόντος της αίσθησης, το «μη αισθητό». Ο όρος «λόγος» με την προηγούμενη έννοια χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα από τη χριστιανική θεολογία προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια του Θεού, θεωρώντας τον μέσω αυτής της έκφρασης «μη αισθητόν».
Όμως και ο Παρμενίδης, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος και ο Σιμπλίκιος, είχαν μια ορθή άποψη για την ψευδαίσθηση του φυσικού κόσμου όπως αυτός συλλαμβάνεται μέσω των ανθρωπίνων αισθήσεων. Αναφέρουν ειδικότερα για τις απόψεις του Παρμενίδη: «Ο Παρμενίδης έλεγε ότι η φιλοσοφία είναι διττή: Η μία μορφή της είναι σύμφωνη με την αλήθεια, ενώ η άλλη κατά εικασία. Καθόρισε δε τον «λόγο» σαν κριτήριο, διότι οι αισθήσεις δεν είναι ακριβείς» [Διογένης ΙΧ 22 (Παρμενίδης Α1, 22]
«Οι άνδρες εκείνοι υπέθεταν δύο υποστάσεις: Τη μία του νοητού πραγματικού όντος, και την άλλη του γενομένου και αισθητού, το οποίο δεν καταδέχονταν να αποκαλούν απλά «oν» αλλά «νομιζόμενο ον». Δια τούτο λέγουν ότι η αλήθεια σχετίζεται με το πραγματικό oν, ενώ για το μεταβαλλόμενο oν (τα φυσικά πράγματα) υπάρχει μόνο εικασία». Ως «ον» στο σημείο αυτό νοούνται τα άτομα τα οποία κατά τον Δημόκριτο και Λεύκιππο ήταν οντότητες μη αισθητές (γυμνές από κάθε αισθητή ποιότητα), άρα αληθινές. Με τον όρο «νομιζόμενο ον» αναφέρονται τα «νομιζόμενα άτομα». Με λίγα λόγια δεν αντιλαμβανόμαστε τα άτομα (ον), αλλά κάτι που νομίζουμε ότι είναι άτομα (νομιζόμενο ον).
Οι απόψεις αυτές του Παρμενίδη περιγράφονται ολοκληρωμένα στο εξάμετρο ποίημά του, μεγάλα αποσπάσματα του οποίου διασώθηκαν από τον Σέξτο Εμπειρικό (προοίμιο) και τον Σιμπλίκιο.
Την ιδέα όμως της ψευδούς πραγματικότητας που δημιουργούν οι αισθήσεις μας, είχε σχηματίσει, σύμφωνα με τον Σέξτο Εμπειρικό, και ο Εμπεδοκλής: «Άλλοι ήσαν οι λέγοντες ότι κατά τον Εμπεδοκλή κριτήριο της αλήθειας δεν είναι οι αισθήσεις αλλά ο «ορθός λόγος». Του ορθού «λόγου» υπάρχουν δύο είδη, ο θείος και ο ανθρώπινος. Από αυτούς ο μεν θείος «λόγος» είναι ανέκφραστος (άρρητος), ο δε ανθρώπινος μπορεί να εκφραστεί» [Σέξτος VII 122 (Εμπεδοκλής Β1)].
Οι διατυπωμένες αυτές απόψεις, προγενέστερες του Δημοκρίτου, πιθανότατα αποτέλεσαν το αναγκαίο πρωτογενές υλικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε ο Δημόκριτος, αλλά και ο Λεύκιππος, προκειμένου να διατυπώσουν κάποιες πιο ολοκληρωμένες θέσεις πάνω στο εν λόγω θέμα, και αυτό προκειμένου να τεκμηριώσουν τη διατυπωθείσα ατομική θεωρία τους.
Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά τις απόψεις του Δημόκριτου περί της «αλήθειας» της αισθητής Δημιουργίας, όπως αυτές μεταφέρονται από τους Σιμπλίκιο, Σέξτο, Γαληνό, Αέτιο και Αριστοτέλη.
1. Αλλά στους Κανόνες λέγει ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσης, η μία μέσω των αισθήσεων και η άλλη μέσω της διάνοιας. Από αυτές, εκείνη που αποκτάται μέσω της διάνοιας την αποκαλεί γνήσια, αποδίδοντάς της αξιοπιστία για την εκφορά σωστής κρίσης, ενώ εκείνη που αποκτάται μέσω των αισθήσεων την ονομάζει νόθα, μη αναγνωρίζοντάς της το αλάθητο για τη διάγνωση του αληθινού. Λέγει κατά λέξη, «υπάρχουν δύο μορφές γνώσεις, μία γνήσια και μία νόθα. Στη νόθα ανήκουν όλα τα παρακάτω, η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση, η αφή. Η άλλη μορφή γνώσης είναι γνήσια, που είναι ξέχωρη από αυτή (Δημόκριτος, απόσπ. 11, Σέξτος, Προς Φυσικούς VII, 138).
Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι ως νόθα ο Δημόκριτος αναγνωρίζει τη γνώση η οποία προκύπτει μέσω των αισθήσεων, τις οποίες αναφέρει με το όνομά τους.
Ένα δεύτερο ενδιαφέρον σημείο που θα πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι περισσότεροι προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μεταξύ των οποίων και ο Δημόκριτος, αναφέρονται στη νόηση, αναγορεύοντάς την σε μια έκτη αίσθηση, μέσω της οποίας μπορούμε να αντιληφθούμε τη μη αισθητή, αλλά υπαρκτή και αντικειμενική πραγματικότητα του φυσικού κόσμου. Ως εκ τούτου δεν θα φανεί πλέον παράδοξο αν επαναδιατυπώσουμε την άποψη ότι αν θέλουμε τους επόμενους αιώνες να αντιληφθούμε, ως αντικειμενική πραγματικότητα, τη φυσική και συμπαντική συγκρότηση, όπως αυτή εκφράζεται από τη σύγχρονη φυσική και αστροφυσική, θα πρέπει να εκπαιδεύσουμε τη νόησή μας αναγορεύοντάς την σε μια έκτη υπεραίσθηση.
2. Στα Κρατυντήρια (Αποδεικτικά στοιχεία), αν και είχε υποσχεθεί (ο Δημόκριτος) να αποδώσει στις αισθήσεις το κύρος της βεβαιότητας, ίσα ίσα βρίσκεται να τις καταδικάζει, γιατί λέγει: «Αλλά εμείς στην πραγματικότητα δεν συλλαμβάνουμε τίποτα το βέβαιο, παρά μόνο κάτι που αλλάζει ανάλογα με την κατάσταση του σώματος και των πραγμάτων που μπαίνουν μέσα του και ασκούν πίεση πάνω του» [(Δημόκριτος, απόσπ. 9, Σέξτος, Προς Φυσικούς VII, 136)].
3. Και πάλι λέγει (απόσπ. 10) «Έγινε λοιπόν φανερό με πολλούς τρόπους ότι στην πραγματικότητα δεν συλλαμβάνουμε την πραγματικότητα δεν συλλαμβάνουμε πως είναι ή πως δεν είναι το κάθε πράγμα». Και στο Περί Ιδεών (απόσπ. 6): «Ο άνθρωπος πρέπει να μάθει από αυτόν τον κανόνα ότι είναι χωρισμένος από την πραγματικότητα». Και πάλι (απόσπ. 7) «Και αυτό επίσης το επιχείρημα δείχνει ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τίποτα για κανένα πράγμα, αλλά για τον καθένα μας υπάρχει μια αναπλασμένη μορφή του, η πίστη». Και ακόμα (αποσπ. «Ωστόσο, θα πρέπει να είναι φανερό ότι είναι πολύ δύσκολο να μάθουμε πως είναι στην πραγματικότητα το κάθε πράγμα» [(Δημόκριτος, απόσπ. 10 και 6-8, Σέξτος, Προς Φυσικούς VII, 136)].
4. «Ο Δημόκριτος αναιρεί μερικές φορές αυτά που φαίνονται στις αισθήσεις και λέγει ότι κανένα από αυτά δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, παρά μόνο στη φαντασία των ανθρώπων» [(Δημόκριτος, απόσπ. 9, Σέξτος, Προς Φυσικούς VII, 135)].
5. «Επιπλέον, σε πολλά υγιή ζώα τα ίδια πράγματα φαίνονται αντίθετα από ότι σ’ εμάς, αλλά και ένας άνθρωπος δεν αισθάνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα. Είναι λοιπόν άγνωστο πια από αυτά είναι αληθινά και πια ψεύτικα, γιατί τα μεν δεν είναι περισσότερο αληθινά από τα δε, παρά εξίσου. Γι’ αυτό ο Δημόκριτος λέγει ότι ή τίποτα δεν είναι αληθινό, ή (αν είναι αληθινό) είναι αφανές σ’ εμάς» [(Αριστοτέλης, Μετ. Γ5, 1009b7)].
6. «Άθλιε νου, αφού πήρες τις βεβαιότητές σου από εμάς (δηλαδή τις αισθήσεις) μας απορρίπτεις; Η απόρριψή μας είναι η κατάρρευσή σου» [(Δημόκριτος, απόσπ. 125, Γαληνός, Περί της ιατρικής εμπειρίας σ. 113, Walzer)].
Γιατί, όμως, αναφέραμε όλα τα προηγούμενα; Απλώς, για να δείξουμε ότι οι πολυσυζητημένες απόψεις περί της αντικειμενικής ύπαρξης ενός μη αισθητού κόσμου, δεν αποτελούν κάποιο καινοφανές εφεύρημα της χριστιανικής θεολογικής σκέψης. Μάλιστα, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, η ύπαρξη του μη αισθητού κόσμου, τεκμηριώνεται τόσο άρτια από τους Έλληνες προσωκρατικούς φιλόσοφους, ώστε πολλά θα είχε κερδίσει η Χριστιανοσύνη από τη σύζευξή της με την αρχαιοελληνική αποδεικτική λογικής.
Ας δούμε όμως τι πιστεύει η σύγχρονη επιστημονική λογική για το θέμα αυτού του περίεργου μη αισθητού συμπαντικού χώρου.
Το περίεργο καινούργιο Σύμπαν
Ένα από τα πολυσυζητημένα προβλήματα της σύγχρονης κοσμολογίας είναι το αν το Σύμπαν μας είναι άπειρο, ή αν η άποψη αυτή αποτελεί απλώς μια ψευδαίσθηση. Η εικόνα του απείρου χώρου θα μπορούσε να διαμορφωθεί από το φαινόμενο της καμπύλωσης του φωτός, περισσότερες από μία φορές, έτσι ώστε σε κάθε περιέλιξη της ακτίνας του, να παρουσιάζεται και ένα νέο είδωλο κάθε γαλαξία. Με τον τρόπο αυτό θα δημιουργείτο η ψευδαίσθηση της απειρίας των συμπαντικών μορφών, όπως ακριβώς στην περίπτωση, της τοποθέτησης ενός αντικειμένου μέσα σε μια αίθουσα με πολλαπλούς καθρέφτες.
Ιδέες, όπως οι προηγούμενες οδήγησαν τη σύγχρονη αστροφυσική στο να διαμορφώσει την άποψη ότι ο συμπαντικός χώρος είναι ένα «δυναμικό» μέσον, το οποίο, αναλόγως της κατανομής μάζας μέσα σ’ αυτό, μπορεί να καμπυλωθεί με τρεις δυνατούς τρόπους, οι οποίοι περιγράφονται από τρεις διαφορετικές γεωμετρίες, αυτές του Ευκλείδη, του Lobatschewski και του Riemann. Στις περιπτώσεις αυτές το Σύμπαν αναφέρεται αντίστοιχα σαν επίπεδο, υπερβολικό ή σφαιρικό.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι επειδή βρισκόμαστε μέσα στον χώρο του Σύμπαντος, η έννοια της καμπυλότητάς του δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή άμεσα μέσω των αισθήσεών μας. Το φαινόμενο αυτό ανιχνεύεται από παράγωγες ιδιότητες, όπως είναι η βαρυτική έλξη και οι γεωμετρικές παραμορφώσεις των ειδώλων.
Το παράδοξο όμως είναι ότι η γεωμετρία του Eυκλείδη, μπορεί να εφαρμοστεί με πολύ καλή προσέγγιση, σε πολύ μικρά κομμάτια ενός χώρου Lobatschewski ή Riemann. Eντούτοις η απόκλισή της από την αλήθεια γίνεται φανερή σε αστρονομική κλίμακα. Aυτό σημαίνει ότι η γεωμετρία του Eυκλείδη είναι μια οριακή περίπτωση της γεωμετρίας του Lobatschewski, η οποία με τη σειρά της αποδεικνύεται ότι είναι μια οριακή περίπτωση της γεωμετρίας του Riemann.
Εδώ όμως αρχίζουν τα παράδοξα για την κοινή ανθρώπινη λογική εφ’ όσον, όπως γνωρίζουμε σήμερα,οι αισθήσεις μας μπορούν να καταγράψουν και να συγκεκριμενοποιήσουν σχήματα που μορφοποιούνται μόνο μέσα σε χώρους μέχρι τριών διαστάσεων που περιγράφονται από την Eυκλείδεια γεωμετρία. Tα σχήματα τα οποία μορφοποιούνται μέσα σε χώρους, οι οποίοι περιγράφονται από μη Eυκλείδειες γεωμετρίες, όπως αυτές του Lobatschewski και του Riemann, ή σε Ευκλείδειους χώρους περισσότερων των τριών διαστάσεων δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά από τις ανθρώπινες αισθήσεις».
Επειδή λοιπόν η γεωμετρία του τετραδιάστατου χώρου της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας του Aϊνστάιν είναι μη Ευκλείδεια, μέσα στο Σύμπαν μας δεν θα έπρεπε να γίνονται αντιληπτές μέσω των αισθήσεών μας οι μορφές του συμπαντικού μας χώρου. Το ότι συνειδητοποιούμε τα σχήματα που μας περιβάλλουν, είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι οι αισθήσεις μας έχουν την ιδιότητα, δημιουργώντας ιδεατές τομές στο συνεχές χωροχρονικό γίγνεσθαι του συμπαντικού χώρου, να καταγράφουν μόνο μικρά κομμάτια του μη Ευκλείδειου χώρου που μας περιβάλλει, τα οποία όπως αναφέραμε προηγουμένως, με μεγάλη ακρίβεια, συμπεριφέρονται σαν τρισδιάστατοι Ευκλείδειοι χώροι, αντιληπτοί από τις αισθήσεις μας.
Έτσι στην ουσία αυτό που αντιλαμβανόμαστε δεν είναι παρά η προβολική σκιά μη Ευκλείδειων μορφών και σχημάτων μέσα στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο, ο οποίος δημιουργείται μέσω αυθαιρέτων τομών του συνεχούς και αδιαίρετου συμπαντικού χωροχρόνου, τον οποίον αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας.
Όπως αναφέρει και ο διάσημος φυσικός και αστρονόμος Τζων Άρτσιμπαλντ Γουίλερ: «Οι έννοιες του χρόνου και του χώρου, δεν αντιπροσωπεύουν τη φύση της πραγματικότητας, αλλά τις παραστάσεις της ανθρώπινης συνείδησης» (1967). Για το ίδιο θέμα ο γνωστός αστροφυσικός Sir Φρεντ Χόυλ διατυπώνει την άποψη ότι: «Τα πάντα υπάρχουν. Ό,τι υπήρξε κάποτε και ό,τι θα υπάρξει στο μέλλον, ενυπάρχει ήδη στο παρόν. Μόνο η συνείδησή μας κάνει τον διαχωρισμό και δημιουργεί το αίσθημα της ιστορικής ανακολουθίας και αυτό του περάσματος του χρόνου. Τα αισθήματα όμως είναι ψευδαισθήσεις δημιουργήματα της συνείδησής μας, του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο».
Τα προηγούμενα γεγονότα τονίζονται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο και από τον Michael Talbot στο βιβλίο του «Μυστικισμός και Σύγχρονη Επιστήμη» (1993). Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σύμφωνα με τη νέα φυσική μόνο να ονειρευτούμε μπορούμε τον πραγματικό κόσμο. Τον ονειρευόμαστε να υπάρχει μυστηριωδώς ορατός πανταχού παρών στον χώρο και σταθερός στον χρόνο. Παρ’ όλα αυτά συγκατατεθήκαμε ενσυνείδητα στην πλαστή δημιουργία μη λογικών, αραιών και αιώνιων διαλειμμάτων (τομών) της αρχιτεκτονικής του, έτσι ώστε να μπορέσουμε ίσως να δούμε κάποτε πόσο ψεύτικο είναι το αρχικό μας πλαίσιο».
Όπως αντιλαμβανόμαστε από τα προηγούμενα, η σύγχρονη φυσική αποδέχεται θεωρητικά την ύπαρξη ενός υπεραισθητού συμπαντικού, πραγματικού χώρου, όπως και η θεολογική σκέψη. Το γεγονός αυτό δεν είναι δυνατόν να το αντιληφθούν όσοι αγνοούν τη σύγχρονη φυσική και αστροφυσική και βρίσκονται προσκολλημένοι σε επιστημονικές απόψεις του περασμένου αιώνα.
ΒιβλιογραφίαΣτράτος Θεοδοσίου και Μάνος Δανέζης: «Στα Ίχνη του Ι.Χ.Θ.Υ.Σ». Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 2000.Μάνος Δανέζης και Στράτος Θεοδοσίου: «Το Σύμπαν που αγάπησα», Εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα 1999.Corpus Hypercubus (Salvador Dali, 1954)
Ο πίνακας του Salvador Dali εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και παρουσιάζει τον Εσταυρωμένο πάνω στο ανάπτυγμα ενός υπερκύβου που ομοιάζει με έναν κυβιστικό σταυρό. Στο έργο αυτό είναι φανερός ο υπαινιγμός για την πραγματική φύση του Θεανθρώπου. Το μυστήριο της θείας φύσης Του κρύβεται στο γεωμετρικό και φυσικό νόημα αυτού του σχήματος. Η φυσική υπόσταση του εσταυρωμένου Θεανθρώπου, ταυτιζόμενη με το ανάπτυγμα της προβολής ενός μη αισθητού τετραδιάστατου υπερκύβου, του κυβιστικού δηλαδή σταυρού, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο την υπεραισθητή φύση Του.
Η ανθρώπινη φιγούρα του Ιησού δεν αποτελεί, όπως και ο κυβιστικός σταυρός πάνω στον οποίο είναι εσταυρωμένος, παρά μια σκιά, μια ψευδαίσθηση της πραγματικής Του φύσης, η οποία εξελίσσεται στα πλαίσια ενός τετραδιάστατου μη Ευκλείδειου συμπαντικού χώρου, ενός χώρου του οποίου οι μορφές και τα σχήματα δεν γίνονται αντιληπτά από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Ο μεγάλος ζωγράφος γνώστης των μαθηματικών, είχε αντιληφθεί πριν από όλους την πραγματική θέση του Ιησού μέσα στο συμπαντικό γίγνεσθαι.